24grammata.com/ Λογοτεχνία
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Η ποιητική κριτική, συστηματοποιώντας την παραδεκτή γνώση από την άσκησή της κατά τα προηγούμενα έτη, αλλά και αναζητώντας τρόπους και φόρμες για να εντάξει και να κατηγοριοποιήσει το λόγο, συχνά οδηγήθηκε στην καθιέρωση και την εφαρμογή ενός συστήματος κατάταξης των ποιητικών τάσεων βάση γενεών. Πρόκειται για ένα τεχνικό μέσο, το οποίο άλλο σκοπό δεν έχει παρά να διαχωρίσει τις ποιητικές φωνές, όχι τόσο βάση της θεματολογίας ή της στόχευσής τους, αλλά κυρίως με άξονα τις επιδράσεις που άσκησε η κάθε εποχή στο μεγάλο ή μικρό ποιητικό οικοδόμημα, στην ίδια την προσωπικότητά τους ως ανθρώπους πρώτιστα και έπειτα ως καλλιτεχνικές υπάρξεις. Έτσι λοιπόν, δεν είναι λίγες οι φορές όπου απαντάμε κριτικές δοκιμές με σαφείς αναφορές στην περίφημη «γενιά του ‘30», όπως ονομάστηκε η τάξη των ποιητών, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν παραγωγικά κατά τη δεκαετία αυτή και έπειτα ή στη μεταγενέστερη γενιά του 1970, η οποία έλαβε ένα σπουδαίο κληροδότημα μα και φορτίο και χρίστηκε με την ευθύνη να εντάξει τον ελληνικό, ποιητικό λόγο στη νέα εποχή, εκείνη που χαρακτηρίζεται από το μοντερνισμό, τον άκρατο ρεαλισμό, την αστικοποίηση των οραμάτων.
Δεν είναι λοιπόν μονάχα ένα μέσο αρχειοθέτησης των ποιητικών πεπραγμένων και μια μέθοδος για συνολικές ερμηνείες, όσον αφορά τις βαθύτερες επιδιώξεις των ποιητών. Ο διαχωρισμός των ποιητικών μορφών σε περιόδους και εποχές έρχεται ως προϋπόθεση, ως καίριο χαρακτηριστικό για το έργο και ως ερμηνεία στις στοχοθετήσεις του. Όλες λοιπόν αυτές οι γενιές θα ολοκληρωθούν πριν το ξέσπασμα των καταληκτικών φωνών, εκείνων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Τότε διαπιστώνουμε την πρόοδο της κριτικής αλλά και το «προχώρημα» της ποίησης, θα ισχυριζόμασταν, εννοώντας την εξέλιξη ενός ακραία ανεπτυγμένου μέσου, το οποίο επηρέασε βαθύτατα όχι μόνο τις ανώτερες, πνευματικές μειοψηφίες, μα ακόμα και τα λαϊκά στρώματα, συνιστώντας στίχο στο στόμα, συντροφικό τραγούδι στις αγωνίες των καιρών.
Η γενιά του 1970, δίχως αμφιβολία συνέβαλε αποφασιστικά στην απομυθοποίηση της ποιητικής λειτουργίας, έτσι ώστε το περιεχόμενό της να καταστεί προσιτό και οικείο στη νέα προβληματική που διατυπωνόταν για την ενδεχόμενη μοναξιά, τη δικαιολογημένη δειλία για το βάδισμα στη νέα εποχή. Ετούτη η ποίηση, που ενσωματώνει τα επιβλητικά, αστικά χαρακτηριστικά και δομείται από το 1970 και έπειτα θα συγκριθεί από την κριτική με τις προγενέστερες, ποιητικές περιόδους και θα κριθεί με βασικό στοιχείο της μια διογκωμένη ατομικότητα. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψιν την κριτική θεώρηση δεν μπορούμε να λησμονήσουμε πως ετούτη η στερνή γενιά, επονομαζόμενη και ως «της παραίτησης» στέκεται ακόμα παραγωγική, παρουσιάζοντας μοναδικά δείγματα αισθητικής και έκφρασης.
Οι μέθοδοι της κριτικής άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να εξυπηρετήσουν το έργο της και τούτο συνιστά μια γενικά παραδεκτή αλήθεια, μια διαπίστωση, ένα, θα λέγαμε αξίωμα. Με την απόδοση συλλογικών χαρακτηριστικών κοπιάζουν, κριτικοί και ειδήμονες, προκειμένου να οριοθετήσουν τις πνευματικές καταβολές των ποιητών της κάθε εποχής. Μα κάποτε, διαψεύδονται πανηγυρικά, όταν οι ποιητικές φωνές, στις οποίες αναφέρονται συνιστούν εξαιρέσεις για να επιβεβαιώνονται οι κανόνες. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας ως αφετηρία την αναφορά μας στη γενιά του ’70, δεν μπορούμε παρά να ξεχωρίσουμε μέσα σε αυτήν τη στεντόρια φωνή του Γιώργου Μαρκόπουλου, ο οποίος μαζί με τον Φωστιέρη, τον Χρονά, τη Μαστοράκη, την εξαιρετική Τασούλα Καραγεωργίου που έσμιξε τη σαπφική παράδοση και τη στείρα φιλολογία με μια φρέσκια, διακριτικά ανατρεπτική κραυγή, στιγμάτισαν την ποιητική παραγωγή της εποχής τους, σχηματοποιώντας ένα συνολικό έργο με σαφείς αναφορές στην εποχή μας. Με άλλα λόγια, ετούτοι που αναφέραμε δεν έπαψαν να συντάσσουν ένα διαχρονικό λόγο, ο οποίος μέχρι σήμερα μοιάζει επαρκώς περιγραφικός, κατάλληλα θλιμμένος για μια εποχή όπως ετούτη, αμφιλεγόμενος και εξαιρετικά μοντέρνος στη θέωρηση και τη σκοπιμότητά του. Με άλλα λόγια, επίκαιρος.
Η αναφορά των ονομάτων σαφώς και δεν είναι τυχαία. Δεν πρόκειται για μια απλή παράθεση προσωπικοτήτων, οι οποίες πλαισιώνουν τον όρο «γενιά του ‘ 70.» Οι ποιητές αυτοί διαμόρφωσαν μια άλλη οπτική, δημιούργησαν μια ολότελα προσωπική ποίηση. Ίσως λιγότερο «προφορική» για να μπορέσει να εντυπωθεί στο νου του κοινού, μα αρκετά και επάξια καινοτόμα για να συνιστά μια σημαντική συνεισφορά στο συνολικό αντικατοπτρισμό της ελληνικής στιχουργικής. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζει ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Δεν πρόκειται για ένα ποιητικό φαινόμενο, για μια μεταγενέστερη αντιστοιχία του Καβάφη ή του Σολωμού, αν θέλουμε να μιλήσουμε με μέτρα και σταθμά απόλυτα. Μα ο ίδιος, αν και κύριος εκπρόσωπος μια γενιάς που χαρακτηρίστηκε από την παραίτηση και τη διάψευση, στάθηκε πάντα ικανός να μιλήσει με όρους ανθρώπινους, ξεπερνώντας τις προκαταλήψεις της εποχής του. Γεννημένος στη Μεσσήνη, ακολουθώντας με τρόπο κομψό τις καβαφικές διατυπώσεις και πρωτοπορίες, ο Μαρκόπουλος εισήχθη δικαίως «στων ιδεών την πόλη.» Διατηρώντας ίσες αποστάσεις απέναντι στην παράδοση, ανθρωποκεντρικός, ερωτικός, επισημαίνει την αποτυχία του σύγχρονου ανθρώπου να ξεπεράσει τις ανεπάρκειες του. Μα δεν μένει στατικός σε τούτο, τα συμπεράσματά του δεν επαναλαμβάνονται και είναι αυτό ακριβώς που προσδίδει στους στίχους του μια ιδιαιτερότητα, ένα «ξεπέρασμα» των προκαταλήψεων του καιρού του. Μια πρώτη, σαφής διαπίστωση που διατρέχει ολόκληρο το έργο του δεν είναι άλλη από μια προσήλωση στην ελληνική ποίηση. Δεν διστάζει να μνημονεύσει την πρόοδο που συντελέστηκε στην Εσπερία και η οποία πλούτισε τον ελληνικό, σύγχρονο λόγο. Μα ακριβώς σε τούτο διαβλέπει την κατάργηση των ονείρων, την εγκατάλειψη των πιο ανθρώπινων σκοπών. Και όταν επιστρατεύει τη λέξη «αμερικάνικα» για να σχολιάσει τα εξωτερικά ερεθίσματα που διαμόρφωσαν την καινούρια ποίηση, παράλληλα μνημονεύει τη γλύκα της ελληνικής λαλιάς, με εκείνη την αναφορά του στο «φεγγαράκι» των παιδικών μας χρόνων. Και είναι το σμίξιμο ετούτο τόσο ισορροπημένο και η επιλογή του ποιητή τόσο ξεκάθαρη που δεν υπάρχει πια αμφισβήτηση για την πρόθεση του Μαρκόπουλου να κουβαλήσει όλους τους ποιητές και όλη την αίσθητα του λόγου που τον έθρεψε και εκείνον και όλες τις γενιές που έφυγαν και που θα ακολουθήσουν ύστερα από εκείνον. Παρά τον εργαστηριακό χαρακτήρα της ποιητικής των εκπροσώπων του ’70, ο Μαρκόπουλος κατορθώνει να διατηρήσει το προφορικό ύφος. Και είναι το ύφος ο ίδιος ο άνθρωπος λέει ο Σεφέρης και τούτο θα τηρήσει ως εντολή ο Μεσσήνιος ποιητής και ο λόγος του θα γίνει λαγαρός, κατανοητός, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αποτρόπαια, τη δήθεν βαθιά πνευματικότητα μιας ποίησης υψηλής, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν αφορά τελικά τον τελικό αποδέκτη, τον άνθρωπο. Η ποίηση, δεν είναι παρά μια επιδίωξη επικοινωνίας. Ο Μαρκόπουλος κατορθώνει να ευθυγραμμίσει το λόγο του με τούτη την παραδοχή και έτσι να στηρίξει τους διαύλους επικοινωνίας που απαιτούνται για να σταθεί ο ειδικός και αγιασμένος εκείνος δεσμός, ο τόσο αισθητικός και ισχυρός.
Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι άκρως συναισθηματική. Οι καβικές καταβολές του, ευκρινείς. Δεν τις αρνείται, άλλωστε δεν υφίσταται φωνή ποιητική και ελληνική που να μην περιλαμβάνει, ακόμα και αθέλητα μες στη μουσικό λόγο τις ψυχολογικές και σωματικές τελικά, επιρροές του αλεξανδρινού. Ο Μαρκόπουλος κινείται στο μεταίχμιο. Ασαφή γένη, μια ανθρώπινη φωνή που παίρνει και δίνει κίνηση στο στίχο, μια γραφή που άλλοτε μοιάζει να απαντά σε αναφορές πεζολογικές και άλλοτε πάλι επιστρατεύει ξεκάθαρα το μέτρο και το ρυθμό. Ακόμα και στα πεζά του, ο Μαρκόπουλος απλώνει την ποίησή του. Διαμορφώνει εκείνον τον «εν στύσει λόγο» που παραθέτει ο Νάσος Βαγενάς στο δικό του δεκάλογο. Αρκεί μια πρόχειρη ματιά στο κείμενο που τιτλοφορείται «Νατάσα Πάνδη» για να επιβεβαιωθεί ετούτη η προσέγγιση του ποιητή. Ο εσωτερικός ρυθμός του εμπλουτίζει το κείμενο, συνιστά τη βασική του μυθολογία. Ο Μαρκόπουλος υιοθετεί δίχως κανένα δισταγμό τη θηλυκή ταυτότητα για να αναδείξει τελικά πλευρές αποκλειστικά ανθρώπινες. Κατορθώνει δε να διατηρεί το ύφος σταθερό, μια επιδίωξη, την οποία πρώτος ο Σεφέρης εισήγαγε ως σκοπό του κατατεθειμένου λόγου. Ο ποιητής ομολογεί επιτέλους την αλήθεια και για τούτο η πυκνότητα της γραφής του καθιστά το νόημα απροσπέλαστο. Όπως η ευτυχία, την οποία ακόμα ένας σπουδαίος λογοτέχνης, ο Νίκος Μπακόλας τόσο εύστοχα εικονοποιεί, ανασύροντας εικόνες από τις βόρειες πατρίδες του. Προφανώς, λοιπόν, όλα τα σπουδαία, όλα όσα διατηρούν ένα μέγεθος αναλλοίωτο και απρόσιτο δεν περιγράφονται με όρους συλλογικούς, μα με μια ατομικότητα, σχεδόν εγωιστική, η οποία αν παρουσιάζει ένα σαφές χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι άλλο από την ελληνικότητά της. Ο Μαρκόπουλος νιώθει βαθιά ετούτο το συναίσθημα, το κρατά σύντροφό του, το καταθέτει με κάθε ευκαιρία. Όχι, δεν πρόκειται για ένα νόημα, για μια εικόνα αμιγώς ελληνική. Μα εδώ, ερμηνεύοντας τον όρο «ελληνικότητα» οφείλουμε να ανατρέξουμε στην εισαγωγή του κειμένου και εκεί να διαπιστώσουμε και να εμπεδώσουμε για μια ακόμα φορά τη σημασία που διατηρεί η αίσθηση στην επίτευξη της κοινοκτημοσύνης του λόγου.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος δεν αρκείται στην προσωπική του μυθολογία. Εμπλέκει όλους τους ψυχολογικούς μηχανισμούς, ακόμα και εκείνον της μνήμης. Μα δεν πρόκειται για μια πεζολογική παράθεση αναμνήσεων. Η «οδοσήμανση» του Μαρκόπουλου ερμηνεύεται με όρους ψυχολογικούς, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα κυριαρχεί, αγέννητο ακόμα, ως υδατογράφημα στην πλάτη του λόγου. Και μόνο κατά την οριστική ετυμηγορία, ο μυημένος ήδη στη μυσταγωγία του ποιητή θα αντιληφθεί για μια ακόμα φορά εκείνες τις μυστικές προελεύσεις. Όπως αυτή του πολύ συχνά παρόντος Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος στις «Δοκιμές» του θα ορίσει την εμπειρία ως ευαισθησία και τούτη θα προσπαθήσει να εξαντλήσει, αφήνοντας τον ευατό του στο βάθος του κειμένου μνημείο ετούτης της τακτικής, μαρτυρία επική της απόσβεσης του εαυτού. Αναφερόμενοι στη λειτουργία της μνήμης θα πρέπει δε, να τονίσουμε πως ο Μαρκόπουλος αναφέρεται στην οπτική μνήμη, σε εκείνη που εγγράφεται με τον πιο φυσικό τρόπο και τελικά καταλήγει να αποτελέσει το βασικό δίαυλο για τη διοχέτευση ολόκληρης της δομής του ποιητικού κυττάρου στον υπό λύτρωση, διωκόμενο δέκτη του λόγου. Γιατί ο Μαρκόπουλος, όπως και ο Χρονάς για τούτον γράφει και πληγώνεται. Για εκείνον τον άνθρωπο που βιώνει το περιθώριο αυστηρά προσωπικά, είτε αυτό αφορά τον έρωτα, την οδύνη ή την ηδονή. Σε τούτο το σημείο, προσθέτοντας και σε εκείνες τις αναφορές που γίνηκαν προηγουμένως ως προς τον εσωτερικό ρυθμό, θα πρέπει να διαπιστώσουμε και να εντοπίσουμε τη συγγένεια του Μαρκόπουλου και με έναν άλλο ποιητή. Ο Γιώργος Χειμωνάς βρίσκεται παρών στο έργο του Μαρκόπουλου, όπως ακριβώς και ο Ανδρέας Εμπειρίκος με την περιεκτική, προφανή γραφή του, η οποία όμως θα διατηρήσει μυστικά τα νοήματα, τα πιο προσωπικά. Σαφώς και σπάνια στην ποίηση του Μαρκόπουλου θα βεβαιώσουμε μια ακραία ή εντατική, υπερβατική γραφή. Όμως ο ίδιος ο ποιητής, ίσως για να ακολουθήσουμε κάποτε τα χνάρια του θα αφήσει σημάδια, δυσδιάκριτες αναφορές, απλές, διόλου σπάνιες οι οποίες μπορούν με ευκολία να συμβάλουν στη μελέτη ενός αυριανού ερευνητή, ο οποίος καλείται να φωτίσει τις επιδράσεις του υπερρεαλισμού στη σύγχρονη, ποιητική παραγωγή.
Το έργο του Γιώργου Μαρκόπουλου έχει, δίχως άλλο μια ανομολόγητη, λυρική συνέπεια. Τόση, όση δηλαδή χρειάζεται για να μεταδοθεί το συναίσθημα και τελικά να επικρατήσει, να λάμψει θριαμβικό, καθώς κάποιοι αναπάντεχοι νικητές που παρασύρθηκαν και τελικά επέζησαν, πάντα ως νικητές στις παραλίες παλαιών εκστρατειών. Ακόμα και όταν ολόκληρο το νόημα στρέφεται στον ίδιο, ελλειπτικό και έντονο, ο Μαρκόπουλος στοχάζεται εκείνο που απέμεινε ξένο σώμα, το στοιχείο εκείνο που δεν συνεπάγεται ποτέ την αλήθεια και έτσι εγκαταλείπεται παραπλεύρως και τελικά καθιστά το λόγο αδιέξοδο, ανεδαφικό. Ο Μαρκόπουλος κατορθώνει να ισορροπήσει όλους ετούτους τους παράγοντες, να τους αναδείξει, να τους αποδιώξει κατά τις αναζητήσεις του για να χαιρετήσει ξανά την πιο δίκαιη και ξεκάθαρη ομολογία της χαράς. Και όλοι συνεισφέρουν σε εκείνο το νιογέννητο κείμενο και μόνο αυτός γνωρίζει και κρατεί, σωστός θεματοφύλακας, το βαθύ, το γκρίζο χρώμα, όπως το διατυπώνει ο ποιητής Σινόπουλος. Τα ποιήματα του Μαρκόπουλου είναι λόγοι «ανοικτοί», σύμφωνα με το πεισιθάνατο ποιητή, προσβάσιμοι παρά τη φαινομενική και ουσιαστική τελικά, πυκνότητά τους.
Δεν πρόκειται για καλλιτεχνικές δράσεις ανώφελες ή αδιάφορες. Ο Μαρκόπουλος δεν στρατεύεται σε έναν σκοπό, δεν παραδίνεται στη δίνη αναγκαίων συμπερασμάτων. Παραμένει, καθώς εκείνοι οι επόπτες των είκοσι σταδίων» που προσδοκούν μια σαφή απογραφή, την τήρηση των κανόνων, των πιο απλών. Στην εξαιρετική και εξειδικευμένη αναφορά του στον Λειβαδίτη, ο Μαρκόπουλος παραδέχεται την πιο κρυφή του επιδίωξη. Και λέει πως «η ποίηση είναι μια γραμμένη ψυχή, μια γεωμετρία σαφής για τους ηττημένους.» Και τελικά αποκαλύπτεται ο τόσο ερωτικός ποιητής, εκείνος που έχει πια υποστεί το ρίξιμο των πέπλων και μόνο σώμα του είναι ο λόγος με τα τεράστια χέρια του και τα γέλια που έσπασαν όταν έφυγε εκείνος, ο περιττός, η μη αισθητικός, ο ήπιος λόγος, τον οποίο και έτσι απροκάλυπτα ο Μαρκόπουλος αποστρέφεται.
Η λειτουργία της ποίησης για τον Γιώργο Μαρκόπουλο είναι λοιπόν, εκείνο το αμφιθεατρικό, αρχαίο στάδιο , όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση.
Και δειλοί για τον ποιητή είναι εκείνοι που δεν φθείρονται, σε μια θυσία φυσική, που δεν «τελειώνουν» κάθε λίγο, στη γιορτή του λόγου. Δειλοί για τον ποιητή είναι εκείνοι που στάθηκαν ακίνητοι και διστακτικοί, καθώς οι πέτρες που περιμένουν τους παλιούς πνιγμένους. Ο Μαρκόπουλος γνωρίζει καλά το τοπίο των χαλασμάτων μα ακόμα διατηρεί ένα βλέμμα που πάει πιο πέρα, πιο ψηλά, σε μια μεγαλύτερη έκταση νικά τελικά την καταιγίδα και στο βάθος ορθώνονται καινούρια υποστηλώματα και χρώματα καλύτερα. Μα ακριβώς ετούτο είναι και το ειδικό το βλέμμα του Γιώργου Μαρκόπουλου, ο οποίος πέρα από τα «συμφωνημένα υπονοούμενα», «τα γκρεμισμένα φρουραρχεία», «τις φίλες που κοιμήθηκαν», με «ένα ραβδί ανιχνεύει τους καινούριους δρόμους.»
Θερμότητα συναισθηματική, αναφορά στα «μικρά», έπειτα αναγωγές σε σπουδαιότερα και τέλος μια ηθική προσωπική που είναι τελικά τόσο συλλογική και αποδεκτή. Τούτα είναι τα όρια του Μαρκόπουλου και με τέτοιες αρχές, ξεκάθαρα ποιητικές πορεύεται. Ο Σεφέρης το λέει ξεκάθαρα και ο Μαρκόπουλος, ιχνηλάτης νοημάτων μια όμοια αλήθεια γύρεψε. Ο θάνατος που γεννιέται και κερδίζεται και ο Μαρκόπουλος που καταφτάνει στο βραδυνό Πειραιά και μια μόνη διάψευση επιδιώκει. Να ολοκληρωθεί εκείνος με τη λιγότερη μοναξιά. Πέρα από την ποίηση, δίχως τον πόνο μιας αυτοκτονίας ή μιας παράδοσης άνευ όρων. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος κατορθώνει να ακουστεί ακόμα και μες σε τούτη τη διαπασών της αγωνίας και να παραμείνει εκκωφαντικός, λαμπρός.