στον Νίκο Πάντη, κ.α.
Όταν έφευγα μέσα στον συμμοριτοπόλεμο απ’ τα χωριά του
Όταν έφευγα όπου γεννήθηκα εν Ι. Π. Μεσολογγίου
Όταν έφευγ’ από το Μεσολόγγι που δεν επέστρεψα όταν έφυγα
Όταν κατεβαίνοντας απ’ το σχολείο στο Χαλάνδρι
Όταν απέναντι στα χάνια και τη μικρή στενή οδό για να περάσω
Όταν η Φιλοθέη ήταν ένας κινηματόγραφος
Όταν όπως τότε μεγάφωνα νεκρού κινηματογράφου τόπος να χαθείς
Όταν εχάθηκα από ένα κορίτσι σαν αυτό που σήμερα
Όταν γίνονται φάσεις και φιλίες
Όταν με στίχους πρέπει να κρατήσεις ένα σώμα ή
Όταν αρνείσαι αλλά θέλεις εκείνο το μοναδικό εκείνο σ’ εκείνο το απόγευμα πριν την ισημερία ύστερ’ απ’ τα βερίκοκα
Όταν η μέρα παίρνει μέσα της νύχτες από άλλα χρόνια όπως
Όταν γράφω
Όταν γράφω φεύγοντας από το σώμα στις λέξεις
Όταν εκείνο το κορμί και το ερείπιο ο κινηματογράφος
Όταν όλη η ρωσία όλη η αμερική των δρόμων που δεν πήραμε
Όταν συναντηθείς μ’ αυτά που δεν
Όταν γράφεις επειδή
Όταν όλα είχαν ξαφνικά είχαν αρχίσει ξαφνικά τελειώσει πολύ ξαφνικά τελειώσει όταν
(Ποίημα Ανδρέα θ. Κίτσου – Μυλωνά)
Οι ποιητικές «γενιές» δεν εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα — ανά δεκαετία λόγου χάριν — ούτε καλλιεργούνται συστηματικά και οργανωμένα, αλλά ξεφυτρώνουν σπάνια, απροσδόκητα και αδέσποτα ανάμεσα στις τσιμεντόπλακες των ευθυγραμμισμένων «δεκαετιών». Η ίδια η ποίηση άλλωστε δεν χωράει συνήθως σ’ αυτά τα σχήματα κι έτσι όταν οι επιμελείς ταξιθέτες κλείνουν ικανοποιημένοι τα συρταράκια τους όλο και κάποιο «μακρύ ποδάρι» περισσεύει απέξω.
Το πρόσφατο γραμματολογικό εφεύρημα της «Δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς» έρχεται, κατά κάποιο τρόπο, να «κλείσει» το σοβαρότερο θέμα που γεννήθηκε μέσα στα τελευταία σαράντα χρόνια της πολιτικής ιστορίας μας. Εννοούμε τον Εμφύλιο. Που πρέπει βέβαια, στο επίπεδο της καθημερινότητας, να ξεχαστεί για να λειτουργήσει η κουτσή οικονομία της ζωής μας ξεφεύγοντας από τα «πάθη» και καταποντίζοντας στη «λήθη» τα οράματα και τα αίματα γενεών και γενεών, είτε ενσωματώνοντάς τα στον ιδεολογικό ιμπεριαλισμό της εξουσίας, είτε εγκλωβίζοντάς τα και απομονώνοντάς τα μέσα σε οστεοφυλάκια και μουσεία. Ένας συνδυασμός οστεοφυλακίου και γκέτο για το θέμα του εμφυλίου υπήρξε το κατασκεύασμα της «Δεύτερης μεταπολεμικής γενεάς». Το γεγονός ότι οι κύριοι χαρακτηρισμοί οι οποίοι αποδίδονται στους ποιητές που φέρονται να την συγκροτούν αποσπώνται, συνήθως άκριτα και βιαστικά, από τα ίδια τους τα ποιήματα ως «έσωθεν μαρτυρίες», αντικειμενικοποιώντας βάναυσα το υποκειμενικό, και γενικεύοντας μηχανιστικά το ατομικό, δείχνει ακριβώς την παρανάγνωσή τους διαμέσου της οποίας και καθίστανται, συλλήβδην, οι «τελευταίοι Μοϊκανοί» μιας ιδεολογίας — και, συγχρόνως, μια γέφυρα που συνδέει τη «γενιά της αντίστασης» με τη «γενιά της αμφισβήτησης» ή, αλλιώς λεγόμενης, «του 70».
Όμως αυτή η ζητούμενη, «ενδιάμεση», γενιά δεν υπήρξε. Η χαρισάμενη δεκαετία του 50 κατανάλωσε τους ποιητές της προκαταβολικά και εκτός κειμένου. Όσοι ποιητές της ανήκουν βιολογικά δεν συνιστούν συγχρόνως και ποιητική γενιά. Οι επιζήσαντες του εσωτερικού παιδομαζώματος και των παιδουπόλεων δεν έγιναν οι «επίγονοι» μιας ποίησης του Εμφύλιου αλλά «έγραψαν» τον Εμφύλιο μετά την επίσημη «λήξη» του: τον Εμφύλιο ως καθημερινή, παρούσα και διαρκή πραγματικότητα και όχι ως «μνήμη» και ηρωικό μύθο. Η περίοδος 1950-1965, που άλεσε τους μύθους τόσων γενεών, ούτε δικό της «μύθο» δημιούργησε ούτε δική της «γενιά». Είναι ακριβώς ο «σπασμένος καιρός» όπου από τη μια του μεριά υπήρχε το απρόσιτο μπαλκόνι του εφηβικού οράματος («τότε τ’ ωραίο κορίτσι μας το λέγαμε Γιολάντα») και από την άλλη η «αρχή της πραγματικότητας» μεταμφιεσμένη στο όραμα «μισού σπυριού μπομπότας». Δεν συγκολλήθηκαν ποτέ αυτά τα δυο οράματα στη συνείδηση και — κυρίως — στην ποίηση των ποιητών αυτής της περιόδου. Δεν συγχωνεύτηκαν ποτέ σ’ ενιαίο μύθο τα πρόσωπα της Μαίρυλιν Μονρόε και του Μπελογιάννη, ή του Μαγιακόφσκι και του Τσιτσάνη, γιατί οι μύθοι δεν μεταφυτεύονται όπως οι μόδες και, ακόμα, γιατί ο «νέος με το γαρούφαλλο» του κομμουνιστή ζωγράφου Πικάσο καθιστούσε άφαντο τον «Νικόλαο Πλουμπίδη» του κομμουνιστή ποιητή Δούκαρη.
Αυτό το κενό στη θέση του προσώπου του Πλουμπίδη, αυτό το άφαντο, ήτανε πλέον ο εμφύλιος: το «χάσμα» πού δεν γέμισε άνθη? κι οι πόλεις που άλλαζαν ή έφευγαν πίσω από τα τζάμια των τραίνων κι οι ράγιες που ‘φερναν τους «νικητές» στα έγκατα των ευρωπαϊκών ορυχείων:
Στεγνό ταξίδι σε μια δίσεχτη εποχή
Απελπισμένοι μετανάστες σε παλιά σάπια βαγόνια
πώς θα μπορέσουμε τώρα να βγάλουμε απ’ τα στήθη μας
αυτές τις ράγες που όσο φεύγουμε
τόσο και πιο βαθιά μπήγονται μέσα στην καρδιά μας
Άλλοι κατηφόριζαν από τα ηττημένα χωριά τους κουβαλώντας τις άγιες και φοβερές εικόνες τους στην αγκαλιά τους μη βρίσκοντας άλλο ναό να τις αποθέσουν εκτός από την ποίηση:
Τα παιδιά κατέβαιναν με το ποτάμι. Κυλούσαν, κυλούσαν
δεν έκλαιγαν δεν τραγουδούσαν – ήταν παγωνιά
χιόνι λησμονιάς ετρύπαε τα κόκαλα, Μάης δεν ήταν
λουλούδια μήτε και μόνο η μάνα με τα πράσινα μαλλιά
έσκυβε να χαϊδέψει ό,τι έφτανε: Μέτωπα ακίνητα, πόδια
και χέρια κι αγκαλιές και τώρα βούρλα μέσα στις παλάμες τους
μια πάνω μια κάτω στο κόκκινο νερό, έσκυβεν η μάνα
με τα πράσινα μαλλιά (αν είχε πια μαλλιά)
ό,τι έφτανε ν’ αγγίσει απ’ τα νεκρά παιδιά
τους άνδρες πες
που κατέβαιναν σκοτεινά, χωρίς φως το ποτάμι.
Κι αν δεν πρόλαβαν όλοι τους αυτές τις εικόνες, πολλοί απ’ αυτούς είδαν τους παιδικούς τους φίλους να ανατινάζονται στα λανθάνοντα ναρκοπέδια. Λείπουν απ’ όλους πόδια, χέρια, μάτια του σώματος και της ψυχής. Όσοι επέζησαν έμειναν «εξόριστοι στην άκρη του δωματίου» τους ή δραπέτευσαν στα τρίστρατα του κόσμου. Τα χρόνια πέρασαν. Η εκδικητικότητα του ηττημένου ακυρωμένη σε αυτομυκτηρισμό συμπύκνωνε την πολιτική αθλιότητα της δεκαετίας παραπέμποντας με μια απλή παρωνυμία στους «αθλίους» του περασμένου αιώνα:
Καλημέρα σας κύριε Ιαβέρη. Σας ορκίζομαι
η ποίηση μου έχει εθνική σημασία.
Έχετε δίκαιον, ωραίο ποίημα
είναι μια δήλωση μετανοίας.
Τα χρόνια πέρασαν. Η εθνική αντίσταση «αναγνωρίστηκε» και οι νόμιμοι κληρονόμοι των σκοτωμένων μπορούν να πάνε και να εισπράξουν — χρήματα ή ψήφους. Ωστόσο, αν έγιναν υπουργοί οι «πρώην Εαμίτες» α υ τ ό κ α ι μ ό ν ο είν’ αρκετό για να δείξει πως κανένας εμφύλιος δεν τέλειωσε ποτέ? κι αυτό, τουλάχιστον, μπόρεσαν να το πουν ή να το τραυλίσουν οι ποιητές αυτής της περιόδου. Κατά τα άλλα δεν είχανε ούτε «γενιά», ούτε ιστορία. Άλλοι πεθάναν στα σαράντα τους, άλλοι ταμπουρωθήκανε από είκοσι κιόλας χρονών στην οικογενειακή τους ευτυχία και δεν τους βρήκε ούτε η δόξα ούτε η καταισχύνη. Άλλοι προσφέρονται «δωρεάν» στην αγορά, βορά κι ερημίτες της πιάτσας, εραστές μιας άπιστης επιτυχίας, κι άλλοι περιφέρουν την τρέλα του Δον Κιχώτη πάνω στο φιατάκι του Σάντσο, συντηρώντας μια ρακένδυτη και διάτρητη αξιοπρέπεια. Sic transit… Γιατί η δόξα του κόσμου είναι η νιότη του.
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
Αναδημοσίευση από το λογοτεχνικό περιοδικό “Σημειώσεις” / τεύχος 24, Νοέμβρης 1984.