Σχόλιο στη συλλογή του Δημήτρη Διακογιάννη

coverΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Σχόλιο στη συλλογή του Δημήτρη Διακογιάννη,

διαβάστε την ποιητική συλλογή του Δ. Διακογιάννη εδώ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Η Ελλάδα του Δημήτρη Διακογιάννη εξελίσσεται γεωγραφικά. Τα ποιήματα ανταποκρίνονται σε μια τυχαία περιοδεία. Τυχαία, καθώς θα παραμείνει ανεξιχνίαστη αυτή η εσωτερική αναγκαιότητα που ωθεί τον ποιητή να χαρτογραφεί τους στίχους χρονικά και τοπικά. Ποιήματα δύο και πλέον ετών, προσηλωμένα στην περιήγηση και την παρατήρηση όλων εκείνων των όρων οι οποίοι σηματοδοτούν τους τόπους και περικλείουν τα εσωτερικά τους χαρακτηριστικά.
Βόλος, Κορώνη, Μικροθήβες, Τρίκερι. Ονόματα τόπων, ελληνικές, γεωγραφικές συντεταγμένες. Όμως αυτή η γεωγραφία του Διακογιάννη συντηρεί έναν άλλο σκοπό, περισσότερο εσωτερικό. Έναν στόχο που περιγράφεται καλύτερα και πιο ενδεικτικά, αν αναλογιστεί κανείς το ψυχολογικό και ιστορικό τοπίο που πρώτος ο Ιταλός σκηνοθέτης Παζολίνι επεσήμανε με τη φιλμογραφία και την αισθητική του. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως τα τοπία του ποιητή συνιστούν σήματα μιας στυλιστικής και ψυχολογικής αντοχής, όπως τα παζολινικά νησιά, επιβεβαιώνοντας πως μες στη γεωγραφική αναγωγή της ποιητικής του Διακογιάννη υφίσταται πάνω απ΄όλα η πρόθεση να ιχνογραφηθεί μια ατμόσφαιρα. Κάτι, ας πούμε πιο λεπτό και περισσότερο εσωτερικό, άμεσα συνδεδεμένο με την αγάπη για την ελληνικότητα και τα θεμελιώδη στοιχεία της. Άλλωστε, ύστερα απ΄την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου η τοπογραφία απέκτησε τη δυνατότητα να σημαίνει κάτι υψηλότερο από μια απλή αναπαράσταση του τόπου και των ειδικών συνθηκών του. Κάπως έτσι θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει την τόσο προσωπική εντύπωση που πηγάζει μέσα απ΄τα ποιήματα του Δημήτρη Διακογιάννη, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον πιο προσωπικό. Σχεδόν μη αντικειμενικό, αλλά ικανό να συνθέτει κάτι πιο ουσιώδες από την κοινωνική ή την ταξιδιωτική μαρτυρία. Η Ελλάδα του ποιητή, όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν αποτελεί μια εμπειρία, ένα κύκλο, μες στον οποίο κανένα συναίσθημα δεν θα μπορούσε ν΄αγνοηθεί. Ανάμεσα στους κίονες, τις υδρίες και τους αναπαραστατικούς αμφορείς υφίσταται πρωτίστως μια ατμόσφαιρα που ξεπερνά κάθε χαρακτηριστικό ποιότητας και εκτείνεται πια στη συναισθηματική απεικόνιση ενός τόπου. Ο Δημήτρης Διακογιάννης μεταφράζει την ελληνική ύπαιθρο, αναδημιουργώντας την σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό.
Η δήλωση της εισαγωγής δεν αφήνει περιθώρια για την αλήθεια αυτής της συλλογής. Μια αυθεντική και πληθωρική αγάπη για το ελληνικό τοπίο, ως ιδέα πια στέκει η καταγωγή των ποιημάτων που περιλαμβάνονται στην ολόφωτη συλλογή. Η εποχή αυτή μεταβάλλει οριστικά τη σχέση του ελληνικού κοινού με την έννοια της πατρίδας. Η κριτική στάση απέναντι στην καθυστερημένη και απροσάρμοστη πραγματικότητα του ελληνικού, 21ου αιώνα κλονίζει οριστικά τη σχέση του προσώπου με τον ευρύτερο φορέα που τον προσδιορίζει γλωσσολογικά και γεωγραφικά. Η ελληνική πραγματικότητα της λαϊκής αφίσας και του διαχρονικού, θερινού πανηγυριού αναγορεύεται οριστικά σε μια αξία αναμνηστικής κυρίως φύσεως. Ολόκληρος ο χαρακτήρας της ελληνικής πραγματικότητας υπόκειται σ΄ακραίες αλλαγές. Το ζητούμενο μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής Ελλάδας παραμένει το βασικό όραμα. Η δυσκολία με την οποία επέρχεται η αλλαγή την καθιστά σκληρή,αμφισβητούμενη, σχεδόν βίαιη. Αυτή η ασυνέχεια της εσωτερικής μας ζωής, η άμβλυνση της μνήμης, η αγόρευση σε παρελθόν όλων εκείνων των συγκινήσεων οι οποίες συνθέτουν τη συλλογική, ελληνική προσωπογραφία θ΄απομείνουν ως διαχρονικές συνέπειες της εγχώριας μεταστροφής. Η σύγχρονη, ελληνική ιστορία θα διατηρήσει στους κόλπους της ένα πνευματικό περιεχόμενο, μια αξία στην οποία κάποτε θα επιστρέψουμε, αποκαθιστώντας την όποια ισορροπία.
Το λαϊκό αίσθημα, η ζωγραφική, σχεδόν, εντύπωση της ελληνικής επικράτειας, όσα τρέφουν ως φλέβα το υλικό και την πρόθεση του Δημήτρη Διακογιάννη αντικαθίστωνται απ΄τους θαυματοποιούς, τους μικροπωλητές και τους γυρολόγους του σωτήριου τούτου έτους. Ο ποιητής, είτε εκπληρώνει μια επάρκεια, είτε αφήνει μόνο μια γεύση της αγάπης του για κάθε τι ελληνικό, δεν παύει να λειτουργεί φωτογραφικά αποτυπώνοντας σε στίχους τους ασήμαντους και τους ουσιώδεις κόμβους της ελληνικής τοπογραφίας. Η αυθεντικότητά του είναι συγκινητική. Η περιηγητική μορφή του δημιουργού στις τελευταίες σελίδες της συλλογής εμπλουτίζει το αίσθημα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση στρατευμένη, ένα αισθητήριο ανεπτυγμένο χάρη στον έρωτα. Με την πιο πλατωνική και πνευματική του διάσταση. Αυτήν που θα μπορούσε να καταστήσει ερωτική, σωματική ακόμη, δίχως τη βία του ειδώλου τη σχέση με την πατρίδα ως σύνολο. Αυτές οι μικρές ψηφίδες που διατρέχουν ολόκληρη την επικράτεια συνθέτουν τον τόπο. Όχι ως μόνη δυνατότητα της περιπλάνησης, αλλά ως ένα χώρο μες στον οποίο το πρόσωπο μπορεί να υπάρχει ως έργο και το σπουδαιότερο ως αίσθημα.
Η συλλογή του Δημήτρη Διακογιάννη κατατάσσεται σ΄εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες, πέρα από την όποια, ποιητική επάρκεια, μια σειρά από ποιήματα αφιερώνονται σε κάτι απρόσωπο. Σε μια ιδεολογία μεταφυσική, όπως η ελληνική, μυθολογική επαρχία. Η υγεία αυτού του μύθου, ανθεκτική, καθώς βιώνεται πρωτίστως εντός μας, γεωμετρεί λοιπόν την ύπαρξη του Δημήτρη Διακογιάννη.