24grammata.com/εάν/ γνωμες
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ
«ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΑ ΕΚΠΛΗΞΗ»
Σχόλιο στο έργο του Θανάση Βαλτινού,
«Τρία Ελληνικά Μονόπρακτα»
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Ο λόγος φτιάχνεται με σιωπές, ο λόγος εκτείνεται πέρα από την προφανή προέλευσή του. Ο λόγος, ως φορέας αισθήσεων δεν θα εξαντληθεί, μα υπαινικτικός και ισχυρός ακριβώς εξαιτίας τούτης της εσωτερικής δυναμικής του θα αποτελέσει ένα ουσιώδη πομπό, η έντασή του δεν θα κυμαίνεται ποτέ σε επίπεδα υποτασσικά. Βεβαίως, οι απόψεις αυτές δεν σχετίζονται παρά με τον τεχνικά άρτιο λόγο, εκείνον που έχει επιλέξει μια ορισμένη θέση, μια απόσταση σαφή από τα πράγματα και την εκάστοτε, λογοτεχνική πραγματικότητα. Ο νεωτερισμός άλλωστε, θα τονίσει ο «βαθύς» Γιώργος Αριστηνός δεν σχετίζεται με έναν λόγο επικοινωνιακό, μα με τη δυνατότητα διαφοροποίησης από τις λογοτεχνικές τάσεις του συρμού.Μιλούμε δηλαδή για συναισθηματικές εξάρσεις, για έναν λόγο ο οποίος πρόκειται να καταστεί περισσότερο αισθητός, να εξαπλωθεί, να αποκτήσει μια τέτοια ευρύτητα ώστε να κινηθεί σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ψυχής. Με τα συμφραζόμενά του πάντα, προικισμένα να εκφράζουν εκείνο το οποίο δεν λέγεται, δεν περιγράφεται, μόνο συνεπάγεται από ένα σαφή και διάφανο αισθητικό τόνο. Ο Στάινμπεκ επισημαίνει, πως «ο λόγος είναι σαν ένα χάρμα που ρουφάει ανθρώπους, τοπία, συναισθήματα, κινέζικα σκυλάκια για να αποδώσει έπειτα το φανταστικό, το ανομολόγητο, εκείνο δηλαδή το οποίο ο λόγος υπαινίσσεται στα πιο αθέατα υποστρώματα της δομής του, εκείνο που συμβολίζει. Ας αναλογιστούμε κατ’ αντιστοιχία εκείνο το κορίτσι που λούζεται στα ανοιχτά της Αλεξάνδρειας και είναι σαν να αντικρίζει στα βυθίσματά της το πιο παλιό παρελθόν ετούτου του κόσμου.
Αφορμή για τούτο το σχόλιο το έργο του προσφάτως βραβευμένου Θανάση Βαλτινού. Τα «Τρία Μονόπρακτα» φαινομενικά δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως ανταποκρίνονται σε μια ολοκληρωμένη μυθιστορία. Η διαφορετική θεματολογία τους, ο τυποποιημένος λόγος καθώς εξελίσσεται αυτόνομος και ξεχωριστός σε κάθε ένα από τα «μονόπρακτα» δεν επιτρέπει συνθετικούς συνειρμούς στον αναγνώστη. Και θα ήταν ωφέλιμο σε τούτο το σημείο να τονιστεί πως ο δέκτης της εντόπιας λογοτεχνίας, ένα ολιγοπρόσωπο, αναγνωστικό κοινό υπόκειται στους κανόνες της «ευκολίας», όπως προτείνονται στις μέρες μας σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δράσης. Ως εκ τούτου κρίνεται φυσιολογική η περιφρόνηση του κοινού εμπρός στην εργογραφία, η οποία δεν συνεπάγεται επιφανειακά νοήματα ή πάθη καθημερινά, εξάρσεις συνηθισμένες, ερωτικά δράματα και μεγαλειώδεις θανάτους. Ο Βαλτινός στο έργο του διαμορφώνει τη μυθιστορία του με στοιχεία τεχνικά, εξω- λογοτεχνικά ας πούμε. Πρόκειται δηλαδή για παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν υποστηρικτικά του κειμένου και πολλές φορές συνιστούν βεβαίως σημάνσεις, μα τίποτε περισσότερο ικανό να συμβάλει στη μετάδοση ενός νοήματος, μιας ιδεολογίας, ενός αισθήματος ή ενός αξιακού, συνδυαστικού συστήματος. Η θεατρικότητα της ανθρώπινης ζωής, ο περιορισμός της μέσω καταστάσεων οι οποίες είτε υπερβαίνουν την ατομικότητα, είτε πάλι καθορίζουν στο μέγιστο βαθμό τη συλλογικότητα απασχολούν το συγγραφέα και προτείνονται ως οικοδομικά υλικά του έργου του. Με την παράθεση των δικογραφικών σπαραγμάτων, την αναφορά στην αδιάφορη επιστολογραφία ενός κρατούμενου της ελληνικής επαρχίας ή την τυποποιημένη και λεπτομερή ερμηνεία ενός εγχειριδίου ηλεκτρικών, οικιακών συσκευών ο Βαλτινός αποπειράται να θέσει τις βασικές θεματικές. Ακόμα και αν κάποιος χαρακτηρίσει την αναφορά μας ως μια κρίση πάσχουσα από την ελευθεριότητα της αυθαιρεσίας, εντούτοις οφείλει να αποδεχτεί την αναγκαιότητα ώστε να μελετηθεί, να ερμηνευθεί και τελικά να κατοχυρωθεί ένα έργο τέχνης, ως προς τη μηνυματική του. Σε τούτη την περίπτωση των «Τριών Μονόπρακτων» ο συγγραφέας ήδη από τον τίτλο μοιάζει να γοητεύεται από τη θεατρικότητα της ζωής, την εμμονή των θεσμών και των καταστάσεων να επιβάλουν στον άνθρωπο μια ορισμένη συμπεριφορά, μια στάση ή μια υποταγή. Κάπως έτσι μπορεί κανείς να δει τόσο τις δικανικές ομολογίες, την τραγική εξέλιξη μιας ζωής υπό περιορισμό, την τρομερή εξέλιξη των ειδών της οικιακής βιομηχανίας, που συνθέτουν την καθημερινότητα.
Όμως ακόμα και αν τούτη η προσέγγιση φαντάζει υπερβολική ή μια προέκταση κατά πολύ απομακρυσμένη από το ζητούμενο του έργου του Θανάση Βαλτινού, κανείς μπορεί να διαπιστώσει τον κόπο του λογοτέχνη να παρουσιάσει μια ιστορία του λόγου, του γραπτού λόγου, του ικανού να υπηρετήσει το αίσθημα, την ηθική, την τεχνική. Το ζητούμενο παραμένει αμετάβλητο. Πρόθεση του Βαλτινού είναι ο συσχετισμός του λόγου με την ιστορία της ανθρώπινης ζωής, με τις προδοσίες, την πρακτική αναγκαιότητα, την ένταση του αισθήματος. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αντικρίσουμε τούτο το έργο ως ένα σύντομο χρονικό του γραπτού λόγου, του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία χειρίστηκε και εξάντλησε τούτο το στοιχείο της εθνικότητας. Μια μυθιστορία πρωτότυπη και οδυνηρή, καθώς κανείς μαρτυρά την εξέλιξη ενός λόγου, ο οποίος ακυρώνεται και αποδομείται, όπως τα ανθρώπινα σώματα που κατατρώγουν το χώμα που τα συνθέτει.
Τα «Τρία Μονόπρακτα» του Θανάση Βαλτινού συνιστούν έναν ουσιώδη και πετυχημένο νεωτερισμό, ενδεικτικό της δυναμικής του συμβόλου στη λογοτεχνική δημιουργία. Μονάχα που στην περίπτωση τούτη σύμβολο, σε επίπεδο κυριολεκτικό στέκει ο ίδιος ο λόγος με την πληρότητα, τη γύμνια του και την επικοινωνιακά δυναμική του, την τόσο αισθηματική, την τρυφερότατη. Δεν μπορεί κανείς να αδιαφορήσει εμπρός σε τούτο το έργο, καθώς πέρα από τις φιλολογικές και ακαδημαϊκές προσεγγίσεις γύρω από το θέμα της γλώσσας, όπως διατυπώθηκαν σε εργασίες και συγγράμματα, ετούτο κατόρθωσε να ρεαλιστικοποιήσει, να αναπαραστήσει δηλαδή με όρους ειλικρινείς και οικείους την πτώση της γλώσσας, τη δραματική κατάπτωση του περιεχομένου της. Την απωλεσθείσα ανθρωπιά της, εννοώντας με τον όρο ετούτο ό,τι θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον κόπο της ζωής, με την εξέλιξή της την ίδια στις ατομικές μα και τις συλλογικότερες καταστάσεις. Η εντοπιότητα σαφώς,-μας το επισημαίνει ο τίτλος του έργου-, διαδραματίζει ρόλο σημαίνοντα, πάει να πει δηλαδή πως με οπτική και στάση ελληνική οφείλει κανείς εν πρώτοις να εκτιμήσει τους συμβολισμούς του εκπληκτικού, κυριολεκτικά έργου του Θανάση Βαλτινού.