«ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ»
γράφει ο ποιητής ο Απόστολος Θηβαίος
Η μουσική διδάσκεται με την αίσθηση. Τούτο αποκομίζει κανείς όταν αφεθεί στη δίνη της. Τα πιο σπουδαία, τα πιο καίρια από τα σημεία ενός λόγου μουσικού, συνιστούν εκείνα, τα οποία υποδεικνύουν παύσεις, σιωπές. Μα και τα άλλα, πάλι, οι μονολεκτικές υποδείξεις που επιβάλουν μια απότομη αύξηση της δύναμης στα πλήκτρα, το χαμήλωμα, έναν απίστευτο κόπο να εισαχθεί ολόκληρη η υπαρκτή ανθρωπιά μας σε χρόνους ογδόων και τετάρτων. Οι σοφοί καθηγητές, εκείνοι που γνωρίζουν σε βάθος τη μουσική και αναζητούν πάντα την υψηλότερη και βαθύτερη συνάμα σημασία της, ετούτο θα σε διδάξουν. Να αποδίδεις στα σημεία της μουσικής στίξεως τη δέουσα προσοχή, να μην τα αγνοείς, να προσέξεις, να γυρέψεις την ποίηση μες στους πεζούς και επαναλαμβανόμενους φθόγγους. Τότε η μουσική εκτέλεση φαντάζει αρτιότερη, πιο ανθρώπινη, ικανή να ξεσηκώσει τις πιο υπέροχες από τις εσωτερικές μας θύελλες. Εκείνος που εκτελεί ένα μουσικό κομμάτι και το νιώθει, το μεταδίδει στον ακροατή του με τούτο ακριβώς τον τρόπο και ξάφνου, το νόημα της τέχνης, εκείνο που πάντα θα επιδιώκει ο άνθρωπος μας αγγίζει και μας προσφέρεται απλόχερα. Οι ολόκληροι χρόνοι καταρρέουν, σωριάζονται όλα τα υλικά τους ανάμεσα στα ημιτόνια, οι φωνές μας ακρωτηριάζονται, γεννούν κραυγές, μας εξαντλούν και εξαντλούνται. Ο γράφων δηλώνει βαθιά πίστη στη δυναμική των ημιτονίων, των πιο μικρών από τους χρόνους, των πιο ασήμαντων μες στις λευκές διαδρομές μιας οκτάβας.
Αυτόν τον όρο επιστρατεύει ο ποιητής για να τιτλοφορήσει τους εξαιρετικούς στίχους του. «Ημιτόνια» ονομάζει ο Μίμης Φωτόπουλος την πρώτη από τις ποιητικές συλλογές που έγραψε. Τούτη τη μουσική ορολογία ανασύρει για να μας συστήσει το ποιητικό του έργο. Ο σπουδαίος κάτοχος της υποκριτικής τέχνης, συγχρονισμένος πάντα με το γκροτέσκο στοιχείο της εποχής του και άλλοτε πάλι ειλικρινής, αντιπροσωπευτικός Έλληνας μιας ατέλειωτης, μεταβατικής εποχής, θλιμμένος διακριτικά μας εκπλήσσει με τη στιχουργική του. Δεν πρόκειται για ομοιοκατάληκτους στίχους, δίχως περιεχόμενο ή ουσία. Ο Φωτόπουλος αρθρώνει έναν εξαιρετικά απλοϊκό λόγο, ο οποίος διαθέτει το χάρισμα να στέκει ειλικρινής, διαυγής, αληθινός πέρα ως πέρα. Και τούτο δεν απαιτεί την εμπειρία της μελέτης πλήθους ποιητών. Ακόμα και η απαίδευτη αισθητική αντίληψη, θα γυρέψει να ξαναδιαβάσει τους στίχους, να τους ερμηνέψει με επάρκεια, να αναγνωρίσει σε αυτούς μια επικαιρότητα απαράμιλλη, ακατόρθωτη ακόμα και για τις πιο ρεαλιστικές, ποιητικές φωνές. Αυτό συνιστά, δίχως περιστροφές το συγκριτικό πλεονέκτημα της ποίησης του Φωτόπουλου. Η βιωματική δηλαδή καταγραφή της πραγματικότητας με έναν τρόπο ανθρώπινα πονεμένο, συμβατό με την πιο ταπεινή από τις ομάδες του «κοινωνικού αίματος.»
«Αδερφέ μου, άγνωστε», γράφει ο Φωτόπουλος στον εισαγωγικό στίχο του προφανώς, ομώνυμου ποιήματος. Ολόκληρο το ποίημα στηρίζεται σε τούτο το στίχο και μοιάζει πραγματικά να απευθύνεται στον άγνωστο αδερφό, σε εκείνον που ήταν κάποτε ανώνυμος, έπειτα έγινε μνημείο, του αποδόθηκε η ιδιότητα του «αγνώστου.» Ο Μίμης Φωτόπουλος στρέφει το βλέμα του στο παρελθόν με γενναιότητα, δεν το αρνείται, το επικαλείται ακόμα και αν γνωρίζει πως η σκέψη αυτή θα τον κλονίσει. Η κατοχική Αθήνα με τις αποτρόπαιες εικόνες των νεκρών παιδιών της, πεσμένων μπρούμυτα στους αεραγωγούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και τις εισόδους των στοών καταφτάνει στο νου μας. Ο ποιητής την ανασύρει μέσα από τα σκουριασμένα αντικείμενα της μνήμης του. Μα δεν πρόκειται για «τέτοια.» Ο Φωτόπουλος οπτικοποιεί τη μνήμη του και μας την κοινωνεί. Αυτή δεν είναι άλλη από τη μορφή ενός νεκρού άνδρα, κάπου στην οδό Αθηνάς, τότε, το δύσκολο καιρό. Αποζητά τη συγχώρεση ο ποιητής, ομολογεί το σφάλμα του. Αναγνωρίζει τη φθαρμένη, ανθρώπινη ύπαρξή του, την αποστρέφεται για τη στάση της. Με σκληρότητα προβαίνει στην παραδοχή. Ο άνθρωπος υπακούει στα ένστικτά. Αυτό το στοιχείο αποτελεί και την πιο τραγική από τις αδυναμίες μας. Τα προσωπικά «τέρατα», οι αγωνίες, η δίνη τους, το καθημερινό, εφιαλτικό αίσθημα δεν λογίζονται ως δικαιολογίες. Τέτοιες πράξεις αναξιοπρέπειας δεν αρμόζουν στον ποιητή Μίμη Φωτόπουλο. «Συγχώρεσέ με που δεν στάθηκα ώρες ατελείωτες να σε κοιτάζω με συμπόνοια, να κλάψω για το χαμό σου, πάνω στο πτώμα σου να προσευχηθώ», εξομολογείται ο ποιητής, αναπαράγοντας την υψηλότερη από τις χριστιανικές διδαχές. Μα μην γελαστούμε, πως τάχα η σκηνή που προαναφέραμε αποτελεί μια χριστιανική διαπίστωση μας προειδοποιεί ο ποιητής επικαλούμενος την «αράχνη των ψευτοχριστιανών στα σκουριασμένα μυαλά.» Πάνω από τα δόγματα, τις παραβολές και τα νοήματα, πέρα από τα σήματα, τα σύρματα, τη νύχτα και τις κλειστές πόρτες μιας κατ΄επίφασην ηθικολογίας, υπάρχει πάντα το ανθρώπινο στοιχείο, εκείνο που με σιγουριά αποτελεί τον κεντρομόλο άξονα της διαχρονικής ηθικής. Ο ποιητής λυπάται για την απώλεια, θλίβεται και προχωρά σε μια ειλικρινή αυτοκριτική, ίσως βιωματική. Τούτα γιατί διαπίστωσε σε μια τέτοια περίσταση πως δεν εξαργύρωσε το σημαντικότερο από τα ανθρώπινα χαρίσματα, εκείνο της συμπόνοιας.
Οι εξηγήσεις τις οποίες παραθέτει ο ποιητής δεν αφορούν παρά μνήμες, εντυπώσεις που επέζησαν και τώρα αποδεικνύουν τόσο ξεκάθαρα την ανεπάρκειά του, τη δική μας ανεπάρκεια. Ο ίδιος, στην πρωτοπρόσωπη ποιητική του, οριοθετεί την εποχή, θέτει το πλαίσιο για την ερμηνεία των στίχων του. Μα αυτό δεν είναι τόσο μια φιλοδοξία τεχνικής φύσεως για τον Φωτόπουλο, όσο η προσπάθεια να αναπαραχθεί ο εφιάλτης, ο αναγνώστης να διακρίνει, να προσφέρει τη συγχώρεση, την πιο στεντόρεια από τις φωνές της ψυχής, την πιο συνειδητή και ενστικτώδη από τις αισθήσεις του.
«Από τότε πέθανα τόσα χρόνια!» λέει ο ποιητής και οξύνει ακόμη περισσότερο την αυτοκριτική του. Με την πείρα αυτού του καιρού που τον βαραίνει υποδεικνύει, προδίδει τους φταίχτες που έθρεψαν τις πληγές μας με χώμα και τώρα αυτές αναβλύζουν το αίμα πιο λυσσασμένα, πιο έντονα. Ο Φωτόπουλος μοιάζει να κουβαλά έναν άφταστο σεβασμό για το θάνατο, ίσως γιατί πείστηκε από αυτόν και τον χόρτασε για χρόνια και είδε και εννόησε πως δεν συνιστά παρά μια άλλη αισθητική, μια άλλη σιωπή μες στη ζωή.
Ο ποιητής δεν είναι αφελής. Η ζωή δεν εμπεριέχεται μες στο θάνατο, αλλά το αντίθετο. Ο θάνατος αποτελεί μια ευθεία αντιπαράθεση γύρω από τον κανόνα της. Ο Μίμης Φωτόπουλος το γνωρίζει ετούτο. Κουβαλά πέρα από όλα ένα καίριο στοιχείο της ελληνικότητας, δηλαδή έναν ειλικρινή και απεριόριστο σεβασμό απέναντι στην απώλεια. Η υποχρέωση να σταθεί στο ύψος των επιταγών μια πανάρχαιας, εθνικής ταυτότητας αποτελεί τη σεμνή φιλοδοξία του Φωτόπουλου. Και επιμένει να ζητά τη συγχώρεση, την άφεση ενός αμαρτήματος από τον ίδιο τον άνθρωπο, τον αιώνια, θανατωμένο «Χριστό», τον μόνο που μπορεί να καταννοήσει το λάθος, την ασυνέπεια εμπρός διαχρονικό καθήκον, την ίδια την ανθρωπιά.
Φέρνω στο νου την εικόνα. Ένα περιβόλι στο βάθος της υδρόγειας αυλής, τα χώματα ήμερα, στρωμένα σαν λάδι, εύφορα, γύρω ανασηκώνονται μορφές σκέψης και αισθημάτων. Θα δώσουν με τη σειρά τους μορφές ζωής. Ο άνθρωπος στέκει παράμερα και πασχίζει να χωρέσει στους καιρούς το τραγούδι του θαύματος, να μπολιάσει την πέτρα με τον καινούριο καρπό. Ο Μίμης Φωτόπουλος, ας το ομολογήσουμε, ακολουθώντας το παράδειγμά του, «αδερφέ μου, άγνωστε», δεν εγκαταλείπει τα χώματα, επιθυμεί με πάθος να λέγεται άνθρωπος, να μεριμνά για αυτήν την πολύτιμη ζωή.
Ο ποιητής Μίμης Φωτόπουλος, μοιάζει να γνωρίζει σε βάθος την υψηλή, αυτή τέχνη του «καλλιεργείν.»
Διαβάστε επίσης
1. Μίμης Φωτόπουλος – Θα πούνε για τους στίχους μου (του ποιητή Γιώργου Πρίμπα) κλικ εδώ
2. Ο Μίμης Φωτόπουλος στο “σανίδι” της ποίησης. (της ποιήτριας Ντόρας Βλάσση) κλικ εδώ
3. Free ebook: 0ι ποιητικές συλλογές του Μίμη Φωτόπουλου – Ημιτόνια (1960), Μπουλούκια (1940) – κλικ εδώ
4. O Ποιητής Μίμης Φωτόπουλος (του Γιώργου Δαμιανού) κλικ εδώ
δείτε ολόκληρες τις ταινίες
1. “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” κλικ εδώ
2. Ο γρουσούζης κλικ εδώ