24grammata.com/ ιστορία
“Έλληνες” ακροδεξιάς ή αντικομουνιστικής προέλευσης, αν και είναι δύσκολο να δίνεις σε προδότες ιδεολογική ταυτότητα, υπήρξαν συνεργάτες των Γερμανών.
Οι περισσότεροι απ αυτούς, δυστυχώς, δεν τιμωρήθηκαν
Διαβάστε επίσης: Τα αποβράσματα της Ιστορίας (ΙΙ): Έλληνες, “αριστεροί”, στην υπηρεσία των Ναζί
Γ. Μεριζιώτης, indy.gr/library
Μία ομάδα από εκείνες που διενεργούσαν δολιοφθορές εναντίον των Συμμάχων ήταν εκείνη του Γιάννη Κανελλόπουλου και του Χρήστου Βαρούχα, που είχε ως έδρα το οίκημα της οδού Αλκυστίδος 5. Το συγκεκριμένο κλιμάκιο πρακτόρων διέθετε ασύρματο και εκρηκτικές ύλες. Το πρωί της 9ης Αυγούστου 1944, κάτω από τα μάτια των Γερμανών, μια ομάδα αντιστασιακών αξιωματικών που αποτελείτο από τους Τάκη Μπαρδή, Κώστα Αντωνακέα, Σπύρο Κονιδάρη κ.ά. εισέβαλε στο άντρο τους με προτεταμένα όπλα και τους συνέλαβε. Μετά από πολύωρη ανάκριση ομολόγησαν ότι αρχηγός του κλιμακίου ήταν ο πράκτορας των Γερμανών Δημ. Ρούσσος και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ήταν τα αδέλφια Χρήστος και Νικολέττα Κανελλοπούλου.
Όλοι οι πράκτορες ανήκαν στο δίκτυο κατασκοπίας του Γερμανού Μίζε, του οποίου τα γραφεία βρίσκονταν στην οδό Βασ. Σοφίας 151. Το παράδοξο ήταν ότι ο Ρούσσος διηύθυνε το κλιμάκιο από το Λονδίνο, όπου βρισκόταν για λογαριασμό της γερμανικής κατασκοπίας.
Σε μια άλλη Ειδική Υπηρεσία, την επονομαζόμενη Abwehr Stelle 2, υπηρετούσε πλειάδα Ελλήνων συνεργατών οι οποίοι με τη δράση τους έφεραν πολλές φορές τις αντιστασιακές ομάδες σε δύσκολη θέση. Ορισμένοι από αυτούς (Τσίρος, Παρασκευάς, Στράτος) μαζί με την πιο δραστήρια πράκτορα των Γερμανών, την κατάξανθη Αλίκη Ηπιώτου, ανήκαν προπολεμικά στο περίφημο κατασκοπευτικό δίκτυο FΑΤ 376.
Η Ηπιώτου μαζί με τον φοιτητή Γιώργο Δανέτη πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου είχαν κλέψει στρατιωτικούς χάρτες με τις οχυρώσεις της Ηπείρου και της Μακεδονίας και τους είχαν παραδώσει στη γερμανική πρεσβεία. Η Ηπιώτου συνελήφθη από την Ελληνική Αστυνομία, αλλά ελευθερώθηκε από τους Γερμανούς στις 10 Ιουνίου 1941. Γι’ αυτήν και τους συναδέλφους της της FΑΤ 376 η συναρπαστική ζωή της κατασκόπου συνεχίστηκε. Μαζί με τους Δανέτη, Γιάννη Ανιάν κ.ά. τοποθετήθηκε στη GFP της οδού Κοραή, στο Μέγαρο Ζαναρά. Αποστολή τους ήταν να εντοπίζουν αντιστασιακούς και Άγγλους πράκτορες και να τους παραδίδουν στους Γερμανούς. Λίγο αργότερα ο Ανιάν και ο Δημ. Καρούσας, αρχινοσοκόμος του Πολιτικού Νοσοκομείου και δραστήριο στέλεχος της FΑΤ 376, μετατέθηκαν στα SS της οδού Μέρλιν. Στη GFP παρέμειναν η Ηπιώτου, ο Δανέτης, η Αγγελική Μαρσέλου, ο Αντ. Βαλαβάνης και ο Γ. Μενουδάκος.
Ολόκληρο το κατασκοπευτικό δίκτυο εργάστηκε για τους Γερμανούς μέχρι την τελευταία στιγμή. Το τέλος της δραστηριότητας ήταν αναμενόμενο. Οι περισσότεροι πλήρωσαν το τίμημα που πληρώνουν σχεδόν πάντα οι κατάσκοποι: συνελήφθησαν ή θανατώθηκαν.
Στις 20 Μαΐου 1946 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Πειραιά καταδίκασε ερήμην τους Μπέλο και Ξάνθο σε ισόβια, τον Δ. Βύρωνα σε 15 έτη, ενώ απάλλαξε τον Κάλφα. Ο Βύρων συνελήφθη τελικά στη συνοικία Άγιος Λουκάς το 1947. Ο Μπέλος, που είχε καταφύγει αρχικά στη Γερμανία, επέστρεψε και κρυβόταν σε φιλικό του σπίτι στην Πάτρα για περισσότερο από 2 χρόνια. Τελικά ανακαλύφθηκε και προφυλακίσθηκε το 1948.
Στις 10 Μαρτίου 1944 ένα ανώνυμο τηλεφώνημα ειδοποιούσε το νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού ότι ένα ανδρικό πτώμα βρισκόταν σε ένα ύψωμα στην περιοχή του Ψυχικού. Ο άνδρας, που ζούσε ακόμα όταν έτρεξαν οι γιατροί, απεκάλυψε ότι ένας Γερμανός λοχίας μαζί με τον πράκτορα των SS Δημ. Καρούσα επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν. Ο ετοιμοθάνατος Γιάννης Ανιάν έφερε επτά τραύματα από βολίδες αυτόματου όπλου και ανέπνεε με δυσκολία. Λίγες στιγμές αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή χωρίς οι γιατροί να του προσφέρουν καμιά βοήθεια.
Ηταν η εποχή που οι Γερμανοί άρχισαν να δολοφονούν όλους όσους θεωρούσαν διπλούς πράκτορες, ύποπτους επειδή γνώριζαν πολλά και επικίνδυνους λόγω πιθανότητας να προσχωρήσουν στο εχθρικό στρατόπεδο. Ακολουθώντας αυτή την τακτική σκότωσαν μερικές δεκάδες διερμηνείς τους τον Σεπτέμβριο του 1944 στην οδό Μέρλιν, ενώ κάποιους άλλους, περισσότερο έμπιστους, τους πήραν μαζί τους στη Γερμανία.
Ο Δημ. Καρούσας αναχώρησε με τις τελευταίες γερμανικές φάλαγγες για το Μόναχο και καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Καρούσας δεν επέστρεψε πίσω και κανένας δεν έμαθε γι’ αυτόν τίποτα. Στην Αθήνα της Κατοχής υπήρχε και ένα πλήθος από τυχοδιώκτες και καιροσκόπους Έλληνες που ασχολούντο με τις πλέον ύποπτες υποθέσεις (μαύρη αγορά, παραχάραξη νομισμάτων, διπλή κατασκοπεία κ.ά.). Ένας γνωστός τυχοδιώκτης της εποχής ήταν ο Κώστας Πετρουτσόπουλος. Εμφανίσιμος και πάντα καλοντυμένος, κυκλοφορούσε με ένα ακριβό αυτοκίνητο μάρκας Opel έχοντας μαζί του την ταυτότητα της γερμανικής μυστικής αστυνομίας. Προσποιούμενος τον αγγλόφιλο δέχθηκε να φιλοξενήσει στο πολυτελέστατο διαμέρισμα του στην οδό Σκαραμαγκά, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, δύο Άγγλους αξιωματικούς, τον υπολοχαγό Μακ Ναμπ και τον ανθυπολοχαγό Ρίκετ. Την επόμενη μέρα τους κατέδωσε στους Ιταλούς με αποτέλεσμα να τους συλλάβουν οι καραμπινιέροι και να τους εκτελέσουν αργότερα με την κατηγορία της δολιοφθοράς και της κατασκοπείας.
Το καλοκαίρι του 1941 ο Πετρουτσόπουλος συνδέθηκε συναισθηματικά με τη νεαρή ηθοποιό Καίτη Οικονόμου. Η Οικονόμου έγινε αργότερα γνωστή στο θεατρόφιλο κοινό με το ψευδώνυμο “Ντιριντάουα” και παντρεύτηκε τον “δανδή” αρχικατάσκοπο. Τον Ιούλιο του 1942 έγιναν μαζικές συλλήψεις Βρετανών αξιωματικών που κρύβονταν στην Αθήνα. Για τις συλλήψεις αυτές θεωρήθηκαν τότε υπεύθυνοι η “Ντιριντάουα” και ο Πετρουτσόπουλος. Οι Αθηναίοι που κατέκλυζαν το θέατρο “Αλκαζάρ” το καυτό καλοκαίρι του 1942, δημιουργούσαν σε βάρος της νεαρής ηθοποιού συχνά επεισόδια. Της έστελναν υβριστικές επιστολές και την αποδοκίμαζαν με βαρείς χαρακτηρισμούς. Η κατάσταση είχε γίνει τόσο αφόρητη ώστε ένα βράδυ που ακούστηκαν έντονες αποδοκιμασίες και η λέξη “Βουλγάρα” από έναν θεατή, η “Ντιριντάουα” διέκοψε εκνευρισμένη και φώναξε θαρραλέα: “Είμαι Ελληνίδα, ζήτω η Αγγλία!”. Παρόλα αυτά, μετά το τέλος της Κατοχής η Καίτη Οικονόμου καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός έτους, ποινή που δεν εξέτισε ποτέ.
Για τον “ωραίο” και “αριστοκράτη” Πετρουτσόπουλο ο γνωστός ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας διηγήθηκε ένα επεισόδιο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Βραδυνή” (Ιανουάριος 1945). Έγραψε σχετικά με το επεισόδιο ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης στο βιβλίο του “Ηρωες και προδότες στην Κατοχική Ελλάδα”: “Οπως διηγήθηκε ο ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Πετρουτσόπουλος που τριγύριζε στα θέατρα, του ζήτησε να του δανείσει κάποιο χρηματικό ποσό που είχε, όπως του είπε , μεγάλη ανάγκη. Πράγματι ο Κωνσταντάρας του δάνεισε το ποσό που ζήτησε, αλλά δεν ήταν το μοναδικό. Του έδωσε και άλλα χρήματα, τα οποία κάποια στιγμή ήθελε να του επιστραφούν γιατί είχε κι αυτός ανάγκες. Οταν πήγε ο Κωνσταντάρας στο ραντεβού που έκλεισε για να πάρει πίσω τα δανεικά, τον πληροφόρησαν ότι ο Πετρουτσόπουλος προσβλήθηκε από σηψαιμία και τον μετέφεραν επειγόντως στο νοσοκομείο “Αιγινήτειο”. Το ίδιο απόγευμα ο λαμπρός ηθοποιός πήγε στο νοσοκομείο από ενδιαφέρον γιο να τον δει. Έλαβε εκεί την πληροφορία από τις νοσοκόμες ότι ξεψυχάει και ότι δεν έχει παρά μόνο λίγες ώρες ζωής.
Έφυγε γεμάτος συγκίνηση και την άλλη μέρα το πρωί φρόντισε να αγοράσει ένα στεφάνι για την κηδεία του, πράγμα που είχαν κάνει και άλλοι γνωστοί του. Στη συνέχεια πήγε στο νοσοκομείο, όπου έμαθε κατάπληκτος από μη μυημένες νοσοκόμες ότι ο Πετρουτσόπουλος όχι μόνο δεν ήταν ασθενής αλλά υγιέστατος, έφυγε νωρίς το πρωί από το νοσοκομείο και από εκεί για τη Ρώμη”.
Ο Πετρουτσόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1945 και κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η “Ντιριντάουα” για να ξεπλύνει την “ντροπή” του δοσιλογισμού προσχώρησε μετά την απελευθέρωση στο ΕΑΜ και έλαβε μέρος σε πολλές διαδηλώσεις κατά του βασιλιά και των Άγγλων. Μερικά χρόνια αργότερα πραγματοποίησε έναν “βραχύβιο” γάμο με τον ηθοποιό Κώστα Χατζηχρήστο. Η Καίτη Οικονόμου πέθανε ξεχασμένη από όλους στην Κηφισιά τον Φεβρουάριο του 1996.Ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος πράκτορας των SS ήταν ο Φραγκολεβαντίνος Θωμάς Αποστολίδης, που εργαζόταν στο γνωστό επί της οδού Σταδίου πρατήριο του Λουμίδη. Ήταν εφοδιασμένος με γερμανική ταυτότητα και διέθετε φωτογραφίες Ελλήνων αντιστασιακών και Άγγλων πρακτόρων. Είχε ως αποστολή την αναγνώριση τους -αφού το πρατήριο ήταν “κέντρο διερχομένων”- και την τακτική ενημέρωση των γερμανικών αρχών.
Προϊστάμενος της υπηρεσίας του ήταν τότε ο δαιμόνιος αντισυνταγματάρχης Σβέρμπελ, που με χρήματα και άλλου είδους κίνητρα είχε στρατολογήσει δεκάδες Έλληνες πράκτορες.
Στο πρατήριο του Λουμίδη εργαζόταν ένας άλλος Έλληνας, συνειδητός πατριώτης και μέλος αντιστασιακής οργάνωσης, ο Ιωάννης Σακελλαρίου. Ο Σακελλαρίου είχε την πληροφορία από τον αστυνομικό Σπύρο Κώτση (της ομάδας Τσιγάντε) ότι ο Αποστολίδης ήταν πράκτορας των Γερμανών.
Ένα βράδυ του Απριλίου του 1943 ο Αποστολίδης είχε πιει λίγο παραπάνω. Προσποιούμενος τον φίλο ο Σακελλαρίου του πρότεινε “συνεργασία”.
“Δε μου δίνεις τις φωτογραφίες Θωμά, να ρίξω κι εγώ μια ματιά μήπως αναγνωρίσω κανέναν από τους καταζητούμενους για να βγάλω κι εγώ τίποτα ψιλά;”.
Αμέσως ο Θωμάς έβγαλε από έναν φάκελο 100 περίπου φωτογραφίες καταδιωκόμενων, μεταξύ των οποίων ο Σακελλαρίου αναγνώρισε τον τέως αστυνομικό Τζαβέλλα της οργάνωσης Τσιγάντε, τον Κώστα Μπούρα και τον υπάλληλο της ΑΑγροτικής Τράπεζας Γ. Κατσημήτρο, που καταζητούσαν οι αρχές Κατοχής.Ο Σακελλαρίου, φοβούμενος τη σύλληψή των, ειδοποίησε την οργάνωση μέσω του Κώτση. Για το δικηγόρο Κ. Μπούρα ήταν πολύ αργά όμως. Ο κλοιός είχε στενέψει και ένα πρωί, την ώρα που ο άτυχος δικηγόρος βρισκόταν σε ένα καφενείο στο θέατρο Σαμαρτζή, σταμάτησε έξω ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Από το ανοικτό Volkswagen κατέβηκαν τρεις Γερμανοί και ένας διερμηνέας με προτεταμένα όπλα. Λίγες στιγμές αργότερα ο Μπούρας οδηγείτο στις φυλακές Αβέρωφ, όπου τουφεκίσθηκε στις 19 Ιουνίου 1943.
Ο Θωμάς Αποστολίδης συνελλήφθη από την αστυνομία λίγο μετά την απελευθέρωση και κλείστη-κε στις φυλακές της Καλλιθέας. Στις αρχές του 1952 φυλακίσθηκε και εργάσθηκε ως ξενοδοχοϋπάλ-ληλος στο ξενοδοχείο “Ρουαγιάλ”, απέναντι από τη Μητρόπολη.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΜΠΑΣ
Μια άλλη μυστηριώδης φυσιογνωμία της Κατοχής ήταν ο Κεφαλλονίτης Κωνσταντίνος Τσίμπας. Ο Τσίμπας, έχοντας υπηρετήσει το 1918 στον Βρετανικό Στρατό, ταξίδευσε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Μιλώντας με ευχέρεια τρεις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά) απέκτησε πολύ σύντομα τη φήμη του κοσμικού και του τυχοδιώκτη. Το 1923 πλαστογράφησε πιστοποιητικό ανώτερου αξιωματικού του Ναυτικού και εμφανιζόταν με την ιδιότητα αυτή αποσπώντας διάφορα χρηματικά ποσά από ανύποπτους πολίτες.
Στην Αθήνα έμενε στην οδό Σόλωνος 108 και εργάστηκε επί ένα μικρό χρονικό διάστημα ως ανταποκριτής ξένων εφημερίδων. Περιπετειώδης τύπος, του άρεσε να έχει σχέσεις με γυναίκες του ελαφρού κόσμου και των dancing cafe. Τελικά παντρεύτηκε την ηθοποιό Αγγελική Κοτσάλη.
Από πολύ νωρίς ήλθε σε επαφή με τη γερμανική κατασκοπεία και εκδηλώθηκε καθ΄ υπόδειξη ως αγγλόφιλος. Αμέσως μετά όμως, με την είσοδο των Γερμανών, έδειξε την πραγματική του ιδιότητα. Μεταξύ του 1941 και του 1942 υπηρετούσε στη Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP) και διετέλεσε ένας από τους πιο ικανούς συνεργάτες του λοχαγού Σμιτ, προϊστάμενος της υπηρεσίας GFP στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου.
Αποστολή του Τσίμπα ήταν η ανακάλυψη όσο το δυνατόν περισσοτέρων Άγγλων πρακτόρων ή αξιωματικών που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα και η παράδοσή τους στις γερμανικές αρχές. Ήταν τόσο πανούργος ώστε είχε φθάσει στο σημείο να ναυλώσει ιστιοφόρα και άλλα πλεούμενα για τη δήθεν μεταφορά των Ελλήνων και των Άγγλων που ήθελαν να φυγαδευθούν στη Μέση Ανατολή.
Μεταξύ των ετών 1943 και 1944 ο Τσίμπας εκπαιδεύτηκε μαζί με δέκα άλλους Έλληνες πράκτορες από μια Ειδική Γερμανική Υπηρεσία στη ρωσική γλώσσα και σε τακτικές ανορθόδοξου πολέμου, με σκοπό να αποσταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο. Εξαιτίας των ραγδαίων εξελίξεων όμως η αποστολή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και ο Τσιμπάς μαζί με τη γυναίκα του Αγγελική αναχώρησαν για τη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1944.
Ο Τσίμπας εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη, ενώ η σύζυγος του μετέβη στο Βερολίνο, όπου ανέλαβε υπηρεσία στην ελληνόφωνη εκπομπή του Κυριάκη στο γερμανικό ραδιόφωνο.
Τον Απρίλιο του 1945 ο Τσίμπας συνελήφθη από τα αμερικανικά στρατεύματα λίγο έξω από το Βι-σμπάντεν. Τη στιγμή της σύλληψης του έφερε πάνω του το ποσόν των 145.000 δολαρίων, όπως ο ίδιος κατέθεσε αργότερα στον ανακριτή. Τα χρήματα αυτά κατασχέθηκαν από τις αμερικανικές Αρχές Κατοχής.
Αφού παρέμεινε επί έναν περίπου χρόνο στις αμερικανικές στρατιωτικές φυλακές μεταφέρθηκε στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1946 και παραδόθηκε στην ελληνική δικαιοσύνη. Καταδικάσθηκε τρεις φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέσθηκε. Κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας μαζί με τους άλλους “ομοϊδεάτες” του και απελευθερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Μέχρι την τελευταία στιγμή παρέμεινε πιστός στις ιδέες του, αφού θεωρούσε πως “το συμφέρον της Ελλάδος ήταν να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας στον Πόλεμο” (από επιστολή που έστειλε το 1947 στον Πρόεδρο της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Πολίτου, κ. Νινατσιό).
Ο μακρύς κατάλογος των Ελλήνων που υπηρέτησαν με φανατισμό και συχνά με δουλικότητα τη γερμανική Νέα τάξη δεν έχει τέλος. Εκτός από τους δύο γνωστούς δοσίλογους (Ν. Έξαρχο και Γ. Πούλο) που εκτελέσθηκαν μετά τον πόλεμο, οι υπόλοιποι -μικρά και μεγάλα “ψάρια”- πλήρωσαν το τίμημα της ιδεολογίας και της δράσης τους με μερικά χρόνια φυλακή. Κάποιοι άλλοι φρόντισαν έγκαιρα να αλλάξουν στρατόπεδο υπηρετώντας εξίσου πιστά τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Η ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους ήταν η απαλλαγή από την κατηγορία της συνεργασίας με τον κατακτητή και η επανένταξη τους στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, πολλές φορές με το φωτοστέφανο του “αντιστασιακού” και τις ανάλογες ευεργετικές συνέπειες.
Comments are closed.