Τα θρυλικά λογοτεχνικά καφενεία της Ευρώπης: Caffè Florian (Βενετία)

24grammata.com/ ιστορικά καφενεία/ ιστορία της διασκέδασης

Caffè Florian (Βενετία): To μυθικό καφενείο της Βενετίας όπου σύχναζαν ο Μπάιρον, ο Γκαίτε, ο Προυστ, ο Γκολντόνι, ο Καζανόβα και ο Βάγκνερ

γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης

Η Βενετία είναι ο τεράστιος μυθικός καθρέφτης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η πλατεία του Αγίου Μάρκου η πασαρέλα της. Και βασίλισσα αυτής της πασαρέλας ένα θρυλικό καφενείο: το caffè Florian.

Εχω επισκεφθεί το Florian τον χειμώνα με ομίχλη ή με βροχή, την άνοιξη και το φθινόπωρο με αίθριο καιρό, έχω σταθεί στην ουρά για να βρω τραπεζάκι να καθήσω την περίοδο του Καρναβαλιού, όταν το πλήθος στην πλατεία είναι τέτοιο που δυσκολεύεσαι να περπατήσεις. Ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ μάλιστα το λέει πολύ παραστατικά: τα δρομάκια της Βενετίας είναι τόσο στενά ώστε δεν μπορεί κανείς να ανοίξει την ομπρέλα του.

Εχω έρθει μόνος και με φίλους, και πάντοτε φεύγω με την αίσθηση ότι το καφενείο αυτό κρύβει πιο πολλά από όσα δείχνει. Σαν να πέφτει πάνω του μια σκιά που η λάμψη της έρχεται από βαθιά, πιο βαθιά ακόμη και από το 1720, όταν πρωτολειτούργησε. Για να παραφράσω τον Μπάιρον, που όσο έμενε στην πόλη έπινε τον καφέ του εδώ, το Florian είναι η μάσκα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Εναν αιώνα σχεδόν μετά τον Μπάιρον, στα Χαρτιά του Ασπεν ο Χένρι Τζέιμς έγραφε ότι το μέρος τα καλοκαιρινά βράδια κάτω από τα άστρα και το φως των λαμπτήρων μοιάζει με υπαίθριο σαλόνι.

Οι μυθικοί τόποι σαν τη Βενετία μοιάζουν με τις έμμονες ιδέες. Δεν σε εγκαταλείπουν σχεδόν ποτέ. Γιατί η φυσική τους παρουσία είναι πάντοτε ισχυρότερη από την ανάμνησή τους. Σήμερα ο πληθυσμός της πόλης των Δόγηδων έχει μειωθεί στο μισό από όσο ήταν τη δεκαετία του ’60, αλλά ο αριθμός εκείνων που την επισκέπτονται προκαλεί ίλιγγο. Δεκατέσσερα εκατομμύρια τουρίστες περνούν κάθε χρόνο από αυτή την πόλη-μουσείο και σε περιόδους συνωστισμού είναι σχεδόν αδύνατον να βρεις άδειο τραπέζι στο Florian. Χρειάζεται να επιστρατεύσεις ιώβεια υπομονή και μεγάλα αποθέματα αυτοθυσίας – για να μην πω μαζοχισμού. Αλλά πάλι, αξίζει τον κόπο και μόνο αν σκεφθείς ποιοι πέρασαν και κάθησαν εδώ που κάθεσαι κι εσύ ή στα διπλανά τραπέζια: από τον Μπάιρον, τον Γκαίτε, τον Προυστ, τον Τζόυς και τον Καζανόβα ως τον Κάρλο Γκολντόνι, τον Τρόλοπ, τη Γερτρούδη Στάιν, τον Οντεν, τον Χένρι Τζέιμς, τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ και τον Πολ Μοράν.

Περπατώντας τη νύχτα κάτω από τη στοά βλέπει κανείς τα φωτισμένα έξι χωριστά δωμάτια στη σειρά που αποτελούν το Florian σαν μυθικές αντανακλάσεις του παρελθόντος μέσα στο μούχρωμα που έρχεται από τη λιμνοθάλασσα.

Τις ήσυχες χειμωνιάτικες μέρες, όταν στη Βενετία πέφτει η αυλαία των εποχών, όταν φυσάει, όταν η aqua alta στέλνει τους ντόπιους στα σπίτια τους και τους τουρίστες στα δωμάτια των ξενοδοχείων τους, το Florian σού λέει την ιστορία του με υπόκρουση τον ρυθμό της βροχής καθώς πέφτει στο υπόστεγό του και με την υδάτινη κουρτίνα της μπροστά στα παράθυρα κλείνει τη θέα της πλατείας, το Παλάτσο Ντουκάλε, το καμπαναριό και την εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Κι αν με βροχή το Florian σε μεταφέρει στα τοπία των αναμνήσεων και της νοσταλγίας, όταν το τυλίγει η ομίχλη είναι απλώς μαγικό, μια υγρή τοιχογραφία τυλιγμένη σε ένα ατελεύτητο γκρίζο πέπλο που χύνεται σαν υγρός και πηχτός αέρας στην πλατεία, απλώνεται στη συνοικία Σαλούτε και στο ναυαρχείο, για να καταλήξει να σκεπάσει από παντού τη λιμνοθάλασσα.

Αναρωτιέσαι: σε τίνος καρέκλα ή κυρίως σε τίνος γωνιά ή τραπέζι κάθομαι και πίνω τον εσπρέσο μου; Ποια μέρα, τι ώρα ακριβώς και σε ποιο τραπέζι έπαιρνε το πρωινό του ο Σταντάλ όταν πληροφορήθηκε την ήττα του Ναπολέοντα στη μάχη του Βατερλό; Ισως όμως εδώ να καθόταν ο Ρουσό – ή ο Σατομπριάν;

Και ο Αλφρέ ντε Μισέ; Οι αδελφοί Γκονκούρ; Η Γεωργία Σάνδη; Η Κολέτ; Η τελευταία να είχε άραγε μαζί της κάποια από τις γάτες της σε τούτη την πόλη που είναι γεμάτη από αυτά τα ανεξάρτητα και μυστηριώδη αιλουροειδή; Οποτε τα βλέπω να περνούν με την ουρά ανασηκωμένη μπροστά στα κανάλια ή κάτω από τα υπόστεγα, θυμάμαι τον Πολ Μοράν: «Οι γάτες είναι τα γεράκια της Βενετίας».

Και να ταν μόνον αυτοί. Ο Ντίκενς πέρασε από εδώ, και πριν από αυτόν ο Τζον Ράσκιν και ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, για να έρθουν και να πατήσουν στα ίχνη τους κι άλλοι, ακόμη και εκείνοι που ένιωθαν απέχθεια για τη Βενετία, όπως ο Ντ.Χ. Λόρενς, που τη θεωρούσε «μια βδελυρή, πράσινη και γλιτσιάρα πόλη». Ή ο Σαρτρ, ο οποίος υπήρξε ακόμη πιο προκλητικός γιατί είχε «ταξική» άποψη. Δεν μπορούσε να ανεχτεί την απίστευτη ομορφιά της Βενετίας θεωρώντας προσβλητικό το γεγονός ότι αυτό το λαμπερό πανόραμα με τα 1.500 χρόνια ιστορίας αποτελεί το πιο εξαίσιο δημιούργημα του αστικού πολιτισμού.

Η μυρουδιά του καφέ

Η Βενετία όλον τον χρόνο, αλλά πιο έντονα τον χειμώνα, αποπνέει μιαν οσμή από σάπια φύκια και μούχλα που μοιάζει να έρχεται από το ίδιο το παρελθόν της. Η μυρουδιά όμως που ενθουσίασε τους ενετούς εμπόρους του 16ου αιώνα ήταν του καφέ, που την οσμίστηκαν, λέγεται, για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη το 1585. Από το 1638 άρχισε να πουλιέται ο καφές στη Γαληνοτάτη και στις 29 Δεκεμβρίου του 1720 άνοιξε το πρώτο καφέ Φλοριάν, που τότε έφερε την ονομασία Caffè alla Venecia trionfante (Καφενείο της θριαμβεύτριας Βενετίας). Γρήγορα το καφενείο καθιερώθηκε ως Florian, από το όνομα του ιδρυτή του, Φλοριάνο Φραντσεσκόνι. Και αν αναρωτιέστε γιατί το προτιμούσε ο Καζανόβας, η εξήγηση είναι πολύ απλή: ήταν το μόνο καφενείο στην πόλη όπου επιτρέπονταν οι γυναίκες. Γι’ αυτό και ο θρύλος του είναι άρρηκτα δεμένος με το μυστήριο και τον ερωτισμό της Βενετίας. Ετσι, τα δύο δωμάτια που το αποτελούσαν στην αρχή, έγιναν τέσσερα στο τέλος του 18ου αιώνα, για να προστεθούν αργότερα και άλλα δύο. Δεν είναι μεγάλα – θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι το καθένα δεν καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από όσο μια ευρύχωρη κρεβατοκάμαρα. Γι’ αυτό ίσως ο Τρόλοπ γράφει στα απομνημονεύματά του ότι το Florian διαθέτει πολύ μικρά δωμάτια, «σαν κελιά σχεδόν».

Οπως συμβαίνει με πολλά από τα ιστορικά κτίσματα της Ευρώπης, και εδώ έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι οικογενειακές παραδόσεις. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Βαλεντίνο Φραντσεσκόνι, εγγονός του Φλοριάνο, ανέλαβε την επιχείρηση και σύντομα την παραχώρησε στον γιο του Αντόνιο. Εδώ τελειώνει η ιστορία της οικογένειας Φραντσεσκόνι και του παλιού Florian, που πέρασε σε άλλα χέρια.

Μια πινακοθήκη τριών αιώνων

Πολλοί γνωστοί ζωγράφοι έφτιαξαν τους πίνακες του καφενείου και ανάμεσά τους ο Μπερτίνι και ο Καναλέτο. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και σήμερα. Το Florian δεν είναι απλώς από μόνο του ένα έργο τέχνης. Είναι και χώρος εκθέσεων. Πολλά έργα από την ανεκτίμητη συλλογή του τα δανείζει κατά καιρούς για αναδρομικές εκθέσεις σε μεγάλα μουσεία και γκαλερί σε όλον τον κόσμο. Το 1893 ο Ρικάρντο Σελβάτικο εμπνεύστηκε εδώ την ιδέα να φιλοξενείται στο Florian μια διεθνής έκθεση σύγχρονης τέχνης (Esposizione Internazionale d’Arte Contemporanea). Από την ιδέα αυτή προέκυψε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Bienalle της Βενετίας.

Δεν είναι μόνο οι πίνακες ωστόσο. Οποιος θέλει να πάρει μιαν ιδέα για τους περίφημους βενετσιάνικους καθρέφτες εδώ θα βρει μερικά από τα καλύτερα και πολυτιμότερα δείγματά τους. Οι καθρέφτες είναι περίφημα έργα τέχνης σε περίτεχνα διακοσμητικά κάδρα.

Το 1848, όταν η κατοχή της πόλης από τους Αυστριακούς είχε τερματιστεί για ένα διάστημα, ο ιδιοκτήτης του Florian θέλησε να μεταμορφώσει το καφενείο σε έναν λαμπερό τόπο συνάντησης. Προσέλαβε τον Λουντοβίκο Καντορίν, ο οποίος ανακαίνισε σχεδόν τα πάντα, χρησιμοποίησε μάρμαρο στα τραπέζια και διακόσμησε ως και το καρυδένιο πάτωμα. Στα εγκαίνια του ανανεωμένου καφενείου ήταν παρούσα η αφρόκρεμα της πόλης, συμπεριλαμβανομένου του Αντόνιο Σέλβα, του αρχιτέκτονα που είχε φτιάξει την όπερα La Fenice της Βενετίας. Πολύ σύντομα το Φλοριάν άρχισε να αποκαλείται Il Salotto del Senato (Το Καθιστικό της Γερουσίας).

Οταν επέστρεψαν ξανά οι Αυστριακοί στην πόλη, Ιταλοί και Αυστριακοί σύχναζαν σε διαφορετικά καφενεία, εκτός από το Florian, όπως παρατηρούσε ο αμερικανός μυθιστοριογράφος Γουίλιαμ Ντιν Χάουελς που υπήρξε πρόξενος στη Βενετία από το 1861 ως το 1865. Είναι δύσκολο να το φανταστείς, αλλά τον 19ο αιώνα το καφενείο άνοιγε από τις τρεις ακόμη το πρωί, για να μπορεί κανείς, καθώς έγραφε ο Τρόλοπ, να απολαμβάνει ένα «πολύ άνετο πρόγευμα» με αβγά που θα συνόδευαν το ψωμί και τον καφέ του.

Η ορχήστρα παίζει ακόμη Βάγκνερ

Σήμερα, όταν έχει καλό καιρό, η ορχήστρα του Florian εξακολουθεί να παίζει για τους θαμώνες όπως τον παλιό, καλό καιρό, που μέρη σαν κι αυτά σε όλη την Ευρώπη τα συντηρούσε η εύπορη ελίτ των καφενείων. Ο λογαριασμός επιβαρύνεται με πέντε ευρώ κατ’ άτομο, αλλά αξίζει τον κόπο. Η ποιότητα των μουσικών εκτελέσεων έχει ανεβεί κατακόρυφα μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, αφού τώρα οι μουσικοί, που προέρχονται όλοι από τις πρώην ανατολικές χώρες, είναι εξαιρετικά υψηλού επιπέδου. Και όταν το ηλιοβασίλεμα μες στις ανταύγειες του ήλιου και της θάλασσας η μυθική πλατεία ξεδιπλώνει τα βελούδινα μυστικά της, η μουσική του Βάγκνερ μοιάζει σαν να υψώνει την ορχήστρα, τους πελάτες και τα γκαρσόνια στο Διάστημα, λες και μαέστρος είναι το φάντασμα του τελευταίου δόγη, μόνο που δεν κρατάει μπαγκέτα στο δεξί του χέρι όπως το υψώνει πάνω από τους μουσικούς αλλά στο μεσαίο του δάχτυλο αστράφτει το εωσφορικό διαμαντένιο δαχτυλίδι που κάποτε το πετούσε κάθε χρόνο στη θάλασσα ως σύμβολο της ένωσης – της δικής του και της πόλης – με το νερό.

Ολα σε προδιαθέτουν να αφεθείς σε ποικίλες φαντασιώσεις. Και πώς αλλιώς άλλωστε; Αρκεί μόνο να σκεφτείς ότι ο Βάγκνερ ανέβαινε στο πάνω πάτωμα του Florian για να ακούσει ήσυχα και από απόσταση τη μουσική του που παιζόταν κάτω, όπως τώρα εσύ ακούς την εισαγωγή από τον Ταγχόιζερ να διαχέεται στον αέρα.

Ο θαυμαστής του Οντεν

Στην τελευταία μου επίσκεψη στο Florian με τη Μαρία, τη γυναίκα μου, τον Τίτο και τη Ρένα Πατρικίου πριν από τρία χρόνια, το καφενείο κατά ευτυχή συγκυρία ήταν σχεδόν άδειο. Ετσι, μπορέσαμε να καθήσουμε στο τραπέζι που προτιμούσαν ο Οντεν και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, o oποίος είχε πάθος με τη Βενετία, μια κι εδώ βρήκε την άλλη, πολύχρωμη και πιο μυθική πλευρά του δικού του καθρέφτη: της Πετρούπολης. Εγραψε άλλωστε δύο χρόνια προτού πεθάνει έναν εξαίσιο ύμνο για τη Βενετία, όπου και βρίσκεται θαμμένος: το λακωνικό αριστούργημα Υδατογράφημα.

Στο τραπέζι μας ήρθε ο γιος του ιδιοκτήτη, που λατρεύει την Κεφαλλονιά. Αλλά κάτι παράξενο συνέβη. Λίγα λεπτά μετά από εμάς μπήκε στο καφενείο ένας κοντόσωμος μεσήλικος και μολονότι όλα τα υπόλοιπα τραπέζια ήταν άδεια, στάθηκε όρθιος σε μιαν άκρη, σαν κάτι ή κάποιον να περίμενε, ρίχνοντάς μας πού και πού φευγαλέες ματιές. Σύντομα καταλάβαμε ότι αυτό που περίμενε ήταν να φύγουμε εμείς και να πάει βιαστικά να καθήσει στο τραπέζι μας δίπλα στο παράθυρο. Κάποιος από τους πελάτες που τιμούσε στο μπαρ ένα ωραιότατο παγωτό με βανίλια και φιστίκι, χαμογέλασε και μας είπε ψιθυριστά: «Ετσι κάνει πάντοτε. Είναι θαυμαστής του Οντεν».
www.tovima.gr