24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας
«Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
«Να εκληφθεί ως εθνικό ό,τι μπορεί να σταθεί αληθινό.» Η αξιωματική ετούτη θέση του Κωστή Παλαμά συνιστά μία από εκείνες τις επισημάνσεις που με τον καιρό ωριμάζουν ιδεολογικά και ανακτούν μια κορυφαία δυναμική, παγιώνοντας τις θέσεις τους ως αρχές. Πρόκειται για εκείνες τις ομολογίες που ρηγματώνουν με τρόπο δημιουργικό τις παραδοσιακές δομές, θεμελιώνουν με μια αστείρευτη δύναμη τις βασικές αρχές ενός τόπου. Οι τοποθετήσεις ετούτες κατορθώνουν να απεμπολήσουν οριστικά το δογματικό χαρακτήρα, με τον οποίο προικίζονται από μια ενστικτώδη αντίδραση απέναντι στο νεωτερισμό και να αποκτήσουν μια πνευματική, αναγωγική δύναμη. Ο Κωστής Παλαμάς στάθηκε πάντοτε πρωτοπόρος, με μια δημιουργική κατάφαση απέναντι στην αμφισβήτηση των φυσικών, πνευματικών δομών, εκείνων που επιβιώνουν λόγω κυρίως μιας τεχνητής, μεθοδευμένης δυναμικής, κερδισμένης από την παγιωμένη και καθολική θέση τους. Ακριβώς ετούτη τη θέση έρχεται να αποκρούσει ο ευαγγελικός λόγος του Παλαμά. Μιλούμε δηλαδή για ένα αξίωμα του μέλλοντος, για μια διατύπωση, η οποία αρνείται ιδεολογικά να αποδεχτεί τους όρους του ολοκληρωτισμού, ακόμη και κατά τη διάρκεια περιόδων αποσυνθετικών σε επίπεδο εθνικό. Περιόδων οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια εγγενή, σχεδόν αντανακλαστική ανάσυρση ολοκληρωτικών προθέσεων από φορείς οι οποίοι διέκριναν μες στον ανθρώπινο φόβο όλη εκείνη την ευκαιρία και τη σκοπιμότητα, την οποία συνεπάγεται το συναίσθημα αυτό. Σε τούτες τις οριακές, ιστορικές περιόδους, ο Παλαμάς με τη θέση και την παρουσία του, με την ταύτιση ενός ηθικού και αισθητικού μέτρου, ανάλογου με εκείνο το οποίο διατήρησε σε μια ιδεώδη ισορροπία το μέτρο και την ύβρη του αρχαίου, ελληνικού κόσμου, αποστρέφεται την ευκαιρία για μια αναπαραγωγή των πιο στείρων ιδιοτήτων του ελληνισμού. Μιλούμε για τον απομονωτισμό, έναν ελιτίστικο, πνευματικό αυτισμό, αξεπέραστο ως τις μέρες μας, μία παρενδυσία πνευματικής στρεβλότητας, μία ακαδημαϊζουσα οπτική του ελληνικού, πνευματικού κόσμου, η οποία αποκλείει κάθε τι ζωντανό και αγέννητο. Ο Παλαμάς, άκαμπτος εμπρός στις απαιτήσεις ενός νέου κόσμου, εισάγεται με όλη την ψυχή του σε μια νέα γλώσσα, επιστρατεύει ένα μέσο επικοινωνίας πλησιέστερο στις απαιτήσεις ενός δοκιμασμένου και ωριμότερου, πλέον λαού. Η ζωντανή γλώσσα, η ίδια εκείνη υψηλή κορυφή που κερδίθηκε με την απλότητα και τη συναισθηματική ευρύτητα της δημοτικής, προφορικής αρχικά και έπειτα καταγεγραμμένης, ποίησης μοιάζει να συνιστά τη βάση, την αφετηρία για το καινούριο «τραγούδι» του τόπου μας. Ο συμβολοποιημένος λόγος, η χρήση αρχετυπικών, ελληνικών χαρακτηριστικών, η ανάδειξη των ουσιωδών στοιχείων που ακμάζουν μες στην ελληνική ψυχή τρέφει τη δημιουργία του Παλαμά και για πρώτη φορά μοιάζει να συντελείται ο σύνδεσμος εκείνος ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, εννοώντας ό,τι συντελείται ήδη μα και ότι πρόκειται να ξεσηκωθεί μέσα από τα καινούρια κινήματα και το μπόλιασμά τους με το «ελληνικό.»
Η τοποθέτηση του Παλαμά, συνιστά ένα ισοδύναμο της οικουμενικότητας, με την οποία απαντήθηκε ο ελληνικός, μέγας κόσμος. Ακριβώς σε μια αναγέννηση του βασικού εκείνου στοιχείου με το οποίο ο αρχαίος, ελληνικός πολιτισμός κληροδοτήθηκε μες στις επόμενες φάσεις του ελληνισμού επικεντρώθηκε ο Παλαμάς. Και το βλέμμα του δεν περιορίστηκε σε στείρες αναπαραγωγές μιας εθνικιστικής και κυρίως στείρης προσκόλλησης σε παρωχημένες προτάσεις. Γύρεψε να παραχωρήσει ένα νέο δρόμο στην αδιαμόρφωτη, ελληνική πνευματικότητα. Στήνει νέους ορίζοντες και κρούει την ίδια στιγμή τον κώδωνα του κινδύνου στον νέο Έλληνα, στον ίδιο εκείνον που αποζητά να διακρίνει πια την ενδεδειγμένη, εθνική συνείδηση. Με τη θέση του προτείνει ένα νέο μοντέλο λογοτεχνικής καταγραφής, στηριγμένο ολότελα σε ένα στέρεο, κριτικό πνεύμα, ικανό να διακρίνει, να ανιχνεύσει, να ξεχωρίσει τα οράματα και τις διελκυνστίδες, εκείνα τα ίδια, πνευματικά οδοφράγματα, τις εθνικές αξιώσεις που τόσο εστοίχισαν στο εθνικό δυναμικό και την αξιοπρέπειά του. Ο Παλαμάς με τη γραφή του, η οποία ίσως να έλκει και ίσως πάλι να παραμείνει τεχνική και περισσότερο ιδεολογική, παρά υπαινικτική κατέστη ένας πυλώνας πνευματικής αναγέννησης, αντιλαμβανόμενος ίσως περισσότερο από κάθε άλλον την αναγκαιότητα μιας πνευματικότητας εμποτισμένης με τα ειδικά, εθνικά χαρακτηριστικά. Η εθνικοφροσύνη του Παλαμά στάθηκε υγιής και ιδανική. Εκείνο που αναδεικνύει ακόμη περισσότερο το βάρος του ως ειδικό δεν είναι άλλο από το αίτημα για ένα κριτικό στοχασμό. Ο ποιητής μας, με το θάνατό του να αποτελεί ορόσημο και εθνικό αγγελτήριο ανάκαμψης και συσπείρωσης στα ταραγμένα, κατοχικά χρόνια, ζητεί από τον νεοελληνικό τύπο που μόλις διαμορφώνεται και σχηματοποιείται να κρατήσει την ίδια αιωνιότητα στο πνεύμα. Ακόμα και αν η κριτική διαφέρει ως προς την ουσία και τα μέσα της από την ποίηση, εντούτοις η ψυχολογία της παραμένει η ίδια, τονίζει ο Ανδρέας Καραντώνης. Και είναι τούτη την ευτυχή σύμπτωση που συνέλαβε, πρότεινε και πίστεψε ο συνθέτης του «Δωδεκάλογου.» Η τιμή του εθνικού αρμόζει σε εκείνον, διότι σε τούτο το ύψος στάθηκε, αφιερωμένος σε ένα εν προόδω έργο, συνεπές, αταλάντευτο και νεωτερικό. Σιωπηρά σπαραχτικό.