24grammata.com/ ιστορια της λογοτεχνίας
Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.
(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.
(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,
Για την εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ
Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]
γλώσσα: ελληνική / αγγλική
7. Το Κανό του Hiawatha
“Από το φλοιό σου, Ω! Σημύδα, δώσε μου!
Από τον κίτρινο φλοιό σου, Ω! Σημύδα!
Που δίπλα στ’ ορμητικό ποτάμι μεγαλώνεις,
Ψηλή κι αρχοντική μες στην κοιλάδα!
Ένα εγώ ελαφρύ κανό για μένα έχω να κατασκευάσω,
Ένα γρήγορο από Σημύδα Κανό για ιστιοπλοΐα να κατασκευάσω,
Που πάνω στο ποτάμι θα επιπλέει
Όπως ένα κίτρινο φύλλο το Φθινόπωρο,
Όπως ένα κίτρινο νερόκρινο!
“Στην άκρη τη φλούδα σου βάλε, Ω! Σημύδα!
Στην άκρη το λευκόσαρκο σου περιτύλιγμα βάλε,
Γιατί το καλοκαίρι πλησιάζει,
Κι ο ήλιος στον ουρανό ζεστός θα ‘ναι,
Και άχρηστο το λευκόσαρκο σου περιτύλιγμα θα ‘ναι!”
Έτσι δυνατά o Hiawatha κραύγασε
Στο μοναχικό δάσος,
Δίπλα στον ορμητικό Taquamenaw*,
Όταν τα πουλιά εύθυμα τραγουδούσανε,
Στη διάρκεια του Φεγγαριού των νέων φύλλων τραγουδούσανε,
Και ο ήλιος, απ’ τον ύπνο ξυπνώντας,
Ξεκίνησε και είπε, “Να εγώ!
Ο Gheezis, ο μεγάλος ήλιος, να εγώ!”
* ο Taquamenaw είναι ποταμός με πολλούς καταρράκτες και φυσικές ομορφιές ο οποίος εκβάλει στη Μεγάλη Λίμνη.
Και το δέντρο σύγκορμο με τα κλαδιά του όλα
Στο αεράκι του πρωινού ψιθύρισε,
Και μ’ ένα στεναγμό υπομονής, είπε:
“Ω! Hiawatha, τη φλούδα μου πάρε!”
Με το μαχαίρι του αυτός στο δέντρο μια ζώνη κυκλικά χάραξε˙
Ακριβώς κάτω απ’ τα χαμηλότερα του τα κλαδιά,
Ακριβώς πάνω απ’ τις ρίζες, αυτός το ‘κοψε,
Μέχρι του δέντρου οι χυμοί να πηγάσουν στάζοντας˙
Κατακόρυφα στον κορμό, από πάνω προς τα κάτω,
Κάθετα αυτός το φλοιό έσκισε,
Με μια ξύλινη σφήνα αυτός το σήκωσε,
Εκδιώκοντας τον από τον κορμό ακέραιο.
“Απ’ τα κλωνάρια σου δώσε μου, Ω! Κέδρε!
Απ’ τα δυνατά κι εύκαμπτα κλαδιά σου,
Το κανό μου σταθερότερο να φτιάξω
Δυνατότερο και σφιχτότερο κει που πατώ να το φτιάξω!”
Κατ’ ευθείαν απ’ του Κέδρου την κορφή
Ένας ήχος, τρόμου κραυγή, έφυγε,
Ένας γογγυσμός αντίστασης˙
Αλλά προς τα κάτω στρεφόμενος, ψιθύρισε:
“Ω! Hiawatha! Τα κλωνάρια μου, πάρε.”
Κατακόρυφα αυτός του κέδρου τα κλωνάρια πελέκησε,
Κατευθείαν σε σκελετό διαμορφώνοντάς τα,
Σαν δύο τόξων το σχήμα αυτός τα διαμόρφωσε,
Όπως η ένωση δυο τόξων μαζί λυγισμένων.
“Τις ρίζες σου δώσε μου, Ω! Αγριόπευκο!
Τις ινώδεις ρίζες σου, Ω! Αγριόπευκο!
Το κανό μου αυτές να δέσουν,
Έτσι ώστε οι άκρες σφιχτά μαζί να δεθούν
Ώστε το νερό να μη μπορεί να εισέλθει,
Ώστε το ποτάμι να μη μπορεί να με βρέξει!”
Και τ’ Αγριόπευκο, μ’ όλες του τις ρίζες,
Στον πρωινό αγέρα σύγκορμο τρέμοντας,
Με των πευκοβελόνων τις φούντες το μέτωπό του άγγιξε,
Και μ’ ένα μακρύ αναστεναγμό λύπης, υποχώρησε.
“Ω! Hiawatha, όλες πάρε τες!”
Μες απ’ τη γη τις ίνες έσκισε,
Τις τραχιές τις ρίζες του Αγριόπευκου έσκισε,
Στεγανά τους φλοιούς μαζί τους έραψε,
Σφιχτά, στο σκελετό επάνω, τους έδεσε.
“Το βάλσαμο σου, δώσε μου, Ω! Έλατο!
Το Βάλσαμό σου και τη ρητίνη σου,
Έτσι ώστε οι γραμμές συναρμογής να κλείσουν
Ώστε το νερό να μη μπορεί να εισέλθει,
Ώστε το ποτάμι να μη μπορεί να με βρέξει!”
Και το Έλατο, ψηλό και σκοτεινό,
Μέσω όλου του του σκοτεινού χιτώνα σε λυγμούς αναδύθηκε,
Σα μια ακτή με βότσαλα τραντάχτηκε,
Θρηνώντας απάντησε, κλαίγοντας απάντησε:
“Το βάλσαμό μου πάρε, Ω! Hiawatha!”
Και του βάλσαμου τα δάκρυα πήρε,
Τη ρητίνη του Έλατου πήρε,
Κάθε γραμμή συναρμογής και κάθε σχισμή μ’ αυτό αλείφοντας,
Κάθε χαραμάδα ασφαλή απ’ το νερό καθιστώντας.
“Τ’ αγκάθια σου δώσε μου, Ω! Σκαντζόχοιρε!
Τ’ αγκάθια σου όλα, Ω! Kagh, σκαντζόχοιρε εσύ!
Ένα περιδέραιο απ’ αυτά θα κάνω,
Μια ζώνη για την ομορφιά μου θα φτιάξω,
Και δύο αστέρια το στήθος μου να στολίσουν!”
* κατά λέξη: το στήθος της (ομορφιάς μου) δηλαδή το στήθος μου
Από ‘να κούφιο δέντρο ο Σκαντζόχοιρος
Με τα νυσταγμένα του τα μάτια τον κοίταξε,
Τα λαμπερά του τ’ αγκάθια του, σα βέλη, εξακόντισε
Και μουρμουρίζοντας νυσταγμένα,
Μες απ’ τα μπλεγμένα του τα γένια,
Είπε: “Τ’ αγκάθια μου πάρε, Ω! Hiawatha!”
Απ’ το έδαφος τ’ αγκάθια αυτός μάζεψε,
Όλα τα μικρά λαμπερά βέλη,
Και κόκκινα, μπλε και κίτρινα τα ‘βαψε,
Με των ριζών και των μούρων τους χυμούς·
Στο κανό του μέσα αυτός τα κατεργάστηκε,
Γύρω απ’ τη μέση του μια λαμπερή ζώνη,
Γύρω απ’ το σβέρκο του έν’ αστραφτερό περιδέραιο,
Στο στέρνο του δυο αστέρια απαστράπτοντα.
Έτσι το από Σημύδα Κανό κατασκευάστηκε
Στην κοιλάδα, δίπλα στο ποτάμι,
Στους κόλπους του δάσους·
Και τη ζωή ολάκερη του δάσους αυτό περιέκλειε,
Το μυστήριο του και τη μαγεία του ολάκερη,
Την ελαφρότητα της σημύδας ολάκερη,
Τη σκληρότητα του κέδρου ολάκερη,
Την ευλυγισία των τενόντων της αγριοπεύκης ολάκερη·
Και στο ποτάμι επέπλεε
Όπως ένα κίτρινο φύλλο το Φθινόπωρο,
Όπως ένα κίτρινο νερόκρινο!
Κουπιά ο Hiawatha δεν είχε,
Κουπιά αυτός δεν είχε ή δε χρειάζονταν,
Γιατί οι σκέψεις του ως κουπιά του του χρησίμευαν,
Και οι επιθυμίες του ως οδηγός του του χρησίμευαν·
Γοργά ή αργά κατά τη βούλησή του αυτός γλιστρούσε,
Δεξιά ή αριστερά κατά την ευαρέσκειά του αυτός στεφότανε.
Κατόπιν αυτός τον Kwasind με δυνατή φωνή κάλεσε,
Το φίλο του, τον Kwasind, το δυνατό άνδρα,
Λέγοντας του: “Βοήθησέ με, το ποτάμι αυτό,
Απ’ τα βυθισμένα κούτσουρα και τις συσσωρεύσεις άμμου, να καθαρίσω.”
Κατ ‘ευθείαν, o Kwasind, στο ποτάμι
Σα να ‘ταν ενυδρίδα βούτηξε,
Σα να ‘ταν κάστορας βυθίστηκε,
Με τη μέση του στο νερό σηκώθηκε,
Με τις μασχάλες του στο ποτάμι,
Κολυμπούσε στο ποτάμι και κατόπτευε,
Τα βυθισμένα κούτσουρα δυνατά τραβώντας και τα κλαδιά,
Με τα χέρια του τις συσσωρεύσεις άμμου αυτός καθάριζε
Με τα πόδια του τις λάσπες και τη σαβούρα.
Κι έτσι ο Hiawatha μου εξέπλευσε
Προς τα κάτω στον ορμητικό Taquamenaw,
Μέσω των στροφών του όλων και των περιελίξεών του έπλεε,
Μέσω των βαθιών του όλων και των ρηχών του έπλεε,
Την ώρα που ο φίλος του, ο Kwasind, ο δυνατός άντρας
Στα βαθιά κολυμπούσε, στα ρηχά υδροβατούσε.
Απ’ ανάντη μέχρι κατάντη αυτοί το ποτάμι πήγανε,
Πέρα ως πέρα μεταξύ των νησιών του,
Από ρίζες και συσσωρεύσεις άμμου την κοίτη του καθαρίσανε,
Τα νεκρά δέντρα απ’ τα κανάλια του σύρανε,
Το πέρασμα του ασφαλές και σίγουρο καταστήσανε,
Ένα δρόμο για τους ανθρώπους φτιάξανε,
Απ’ τις πηγές του στα βουνά ανάμεσα,
Στου Pauwating τα νερά,
Στου Taquamenaw τον κόλπο.
VII. Hiawatha’s Sailing
“Give me of your bark, O Birch-tree!
Of your yellow bark, O Birch-tree!
Growing by the rushing river,
Tall and stately in the valley!
I a light canoe will build me,
Build a swift Cheemaun for sailing,
That shall float upon the river,
Like a yellow leaf in Autumn,
Like a yellow water-lily!
“Lay aside your cloak, O Birch-tree!
Lay aside your white-skin wrapper,
For the Summer-time is coming,
And the sun is warm in heaven,
And you need no white-skin wrapper!”
Thus aloud cried Hiawatha
In the solitary forest,
By the rushing Taquamenaw,
When the birds were singing gayly,
In the Moon of Leaves were singing,
And the sun, from sleep awaking,
Started up and said, “Behold me!
Gheezis, the great Sun, behold me!”
And the tree with all its branches
Rustled in the breeze of morning,
Saying, with a sigh of patience,
“Take my cloak, O Hiawatha!”
With his knife the tree he girdled;
Just beneath its lowest branches,
Just above the roots, he cut it,
Till the sap came oozing outward;
Down the trunk, from top to bottom,
Sheer he cleft the bark asunder,
With a wooden wedge he raised it,
Stripped it from the trunk unbroken.
“Give me of your boughs, O Cedar!
Of your strong and pliant branches,
My canoe to make more steady,
Make more strong and firm beneath me!”
Through the summit of the Cedar
Went a sound, a cry of horror,
Went a murmur of resistance;
But it whispered, bending downward,
“Take my boughs, O Hiawatha!”
Down he hewed the boughs of cedar,
Shaped them straightway to a frame-work,
Like two bows he formed and shaped them,
Like two bended bows together.
“Give me of your roots, O Tamarack!
Of your fibrous roots, O Larch-tree!
My canoe to bind together,
So to bind the ends together
That the water may not enter,
That the river may not wet me!”
And the Larch, with all its fibres,
Shivered in the air of morning,
Touched his forehead with its tassels,
Slid, with one long sigh of sorrow.
“Take them all, O Hiawatha!”
From the earth he tore the fibres,
Tore the tough roots of the Larch-tree,
Closely sewed the bark together,
Bound it closely to the frame-work.
“Give me of your balm, O Fir-tree!
Of your balsam and your resin,
So to close the seams together
That the water may not enter,
That the river may not wet me!”
And the Fir-tree, tall and sombre,
Sobbed through all its robes of darkness,
Rattled like a shore with pebbles,
Answered wailing, answered weeping,
“Take my balm, O Hiawatha!”
And he took the tears of balsam,
Took the resin of the Fir-tree,
Smeared therewith each seam and fissure,
Made each crevice safe from water.
“Give me of your quills, O Hedgehog!
All your quills, O Kagh, the Hedgehog!
I will make a necklace of them,
Make a girdle for my beauty,
And two stars to deck her bosom!”
From a hollow tree the Hedgehog
With his sleepy eyes looked at him,
Shot his shining quills, like arrows,
Saying with a drowsy murmur,
Through the tangle of his whiskers,
“Take my quills, O Hiawatha!”
From the ground the quills he gathered,
All the little shining arrows,
Stained them red and blue and yellow,
With the juice of roots and berries;
Into his canoe he wrought them,
Round its waist a shining girdle,
Round its bows a gleaming necklace,
On its breast two stars resplendent.
Thus the Birch Canoe was builded
In the valley, by the river,
In the bosom of the forest;
And the forest’s life was in it,
All its mystery and its magic,
All the lightness of the birch-tree,
All the toughness of the cedar,
All the larch’s supple sinews;
And it floated on the river
Like a yellow leaf in Autumn,
Like a yellow water-lily.
Paddles none had Hiawatha,
Paddles none he had or needed,
For his thoughts as paddles served him,
And his wishes served to guide him;
Swift or slow at will he glided,
Veered to right or left at pleasure.
Then he called aloud to Kwasind,
To his friend, the strong man, Kwasind,
Saying, “Help me clear this river
Of its sunken logs and sand-bars.”
Straight into the river Kwasind
Plunged as if he were an otter,
Dived as if he were a beaver,
Stood up to his waist in water,
To his arm-pits in the river,
Swam and scouted in the river,
Tugged at sunken logs and branches,
With his hands he scooped the sand-bars,
With his feet the ooze and tangle.
And thus sailed my Hiawatha
Down the rushing Taquamenaw,
Sailed through all its bends and windings,
Sailed through all its deeps and shallows,
While his friend, the strong man, Kwasind,
Swam the deeps, the shallows waded.
Up and down the river went they,
In and out among its islands,
Cleared its bed of root and sand-bar,
Dragged the dead trees from its channel,
Made its passage safe and certain,
Made a pathway for the people,
From its springs among the mountains,
To the waters of Pauwating,
To the bay of Taquamenaw.