24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας
Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.
(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.
(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,
Για την εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ
Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το ενδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το δωδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το δέκατο τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
Το δέκατο τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ
The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]
γλώσσα: ελληνική / αγγλική
15. Ο θρήνος του Hiawatha
Εκείνες τις μέρες τα Κακά Πνεύματα,
Όλα τα κακόβουλα Πνεύματα,
Τη σοφία του Hiawatha φοβόντουσαν,
Και για τον Chibiabos την αγάπη που αυτός έτρεφε,
Την πιστή τους φιλία, τα ζηλεύανε,
Την απ’ τα ευγενή λόγια και τις πράξεις τους,
Τη χτισμένη στο χρόνο σφιχτά που τους συνέδεε,
Να την παρενοχλήσουνε και να την καταστρέψουνε θέλανε.
Ο Hiawatha, σοφός κι επιφυλακτικός,
Συχνά στον Chibiabos έλεγε:
“Ω! αδελφέ μου! Να μη μ’ αφήσεις,
Μήπως τα κακά πνεύματα σε βλάψουνε!”
Ο Chibiabos, νέος και απρόσεκτος,
Τις κατάμαυρες κοτσίδες του τίναξε γελώντας,
Κι όσο ποτέ παιδιάστικα και γλυκά απάντησε:
“Ω! αδελφέ! Για μένα μη φοβάσαι,
Κοντά μου, η ζημιά και το κακό δεν έρχονται!”
Κάποτε όταν ο Peboan, ο Χειμώνας,
Με πάγο την επιφάνεια της Μεγάλης Λίμνης κάλυψε,
Όταν οι νιφάδες του χιονιού, προς τα κάτω στροβιλίζονταν,
Μεταξύ των μαραμένων φύλλων των βελανιδιών σφυρίζοντας,
Τα πεύκα (σε στάχτη) στα καλύβια μετατρέποντας,
Όλη τη γη στη σιωπή καλύπτοντας,
Με βέλη οπλισμένος και χιονοπέδιλα φορώντας,
Του αδελφού του την προειδοποίηση αγνοώντας
Τα Κακά Πνεύματα μη φοβούμενος,
Έξω, ολομόναχος, ο Chibiabos πήγε,
Ελάφια με κέρατα να κυνηγήσει.
Ακριβώς απέναντι, στη Μεγάλη Λίμνη,
Ένα ελάφι γρήγορα τρέχοντας μπροστά του πετάχτηκε,
Με τον άνεμο και το χιόνι αυτός τ’ ακολούθησε,
Πάνω απ’ το δόλιο στρώμα πάγου αυτός τ’ ακολούθησε,
Απ’ του κυνηγιού τον ενθουσιασμό:
Αγριεμένος και με μανία φορτωμένος.
Αλλά τα Κακά Πνεύματα, από κάτω, αυτόν περιμένανε
Στην ενέδρα που ‘χανε στήσει.
Τ’ από κάτω του δόλιο στρώμα πάγου σπάσανε,
Προς τα κάτω, στο βυθό, τον σύρανε,
Βαθιά στην άμμο το σώμα του θάψανε.
Ο Unktahee, ο Θεός του Νερού,
Αυτός, των Dacotahs ο Θεός,
Στης Gitche Gumee τη βαθιά άβυσσο,
Στης Μεγάλης Λίμνης τη βαθιά άβυσσο, τον έπνιξε.
Ο Hiawatha, απ’ τ’ ακρωτήριο,
Έναν τέτοιο θρήνο, απ’ την αγωνία του, έβγαλε,
Έναν τέτοιο φοβερό θρήνο, έβγαλε,
Ώστε οι βίσονες σταματήσανε ν’ ακούσουνε,
Και οι λύκοι απ’ τους λειμώνες ουρλιάζανε,
Κι η καταιγίδα, στο βάθος του ορίζοντα,
Άρχισε με βροντή: “Μπουααααμ!”
Κατόπιν αυτός, το πρόσωπό του με μαύρο χρώμα ζωγράφισε,
Με το χιτώνα του, το κεφάλι του κάλυψε,
Στο καλύβι του αυτός, έμεινε θρηνώντας,
Για εφτά ολόκληρες βδομάδες αυτός, έμεινε θρηνώντας,
Ακίνητος αυτός, αυτό το βογγητό λύπης αρθρώνοντας:
“Αυτός είναι νεκρός, ο γλυκός μουσικός νεκρός είναι!
Αυτός, ο γλυκύτερος όλων των μουσικών,
Από μας έχει για πάντα φύγει,
Αυτός πλησίον έχει,
Στον Κύριο όλων των μουσικών,
Στον Κύριο όλων των τραγουδιστών, μετακινηθεί!
Ω! Chibiabos, αδελφέ μου εσύ!”
Και τα μελαγχολικά τα έλατα
Τα σκουροπράσινα φυλλώματά τους, πάνω απ’ αυτόν, κυματίζανε,
Τους μωβ κώνους τους, πάνω απ’ αυτόν, κυματίζανε,
Για να τον παρηγορήσουνε, μαζί του αναστενάζανε,
Με το θρήνο του,
Το παράπονό τους και το θρήνο τους, σμίγοντας.
Η άνοιξη ήρθε
Κι όλο το δάσος, τον Chibiabos, μάταια έψαχνε·
Το Sebowisha, το ποτάμι, αναστέναζε,
Τα βούρλα στο λιβάδι αναστενάζανε.
Απ’ τις κορφές των δέντρων, το γαλαζοπούλι, τραγουδούσε,
Το Owaissa, το γαλαζοπούλι, τραγουδούσε:
“Ω! Chibiabos!, Chibiabos!,
Αυτός, ο γλυκός μουσικός, νεκρός είναι!”
Απ’ το καλύβι, ο κοκκινολαίμης, τραγουδούσε,
Το Opechee, ο κοκκινολαίμης, τραγουδούσε:
“Ω! Chibiabos!, Chibiabos!,
Αυτός, ο γλυκύτερος των μουσικών, νεκρός είναι!”
Και το βράδυ, πέρα ως πέρα, όλο το δάσος,
Το νυχτοπούλι παραπονούμενο το διέτρεχε,
Το Wawonaissa θρηνώντας το διέτρεχε:
“Ω! Chibiabos!, Chibiabos!,
Αυτός, ο γλυκός μουσικός, νεκρός είναι!
Αυτός, ο γλυκύτερος των μουσικών, νεκρός είναι!”
Στη συνέχεια, οι Medas, οι Θεραπευτές
Οι Wabenos, οι μάγοι/ ταχυδακτυλουργοί,
Και οι Jossakeeds, οι Προφήτες,
Τον Hiawatha να επισκεφτούνε ήρθανε·
Ένα Ιερό Κατάλυμα, δίπλα του, κατασκευάσανε,
Να τον κατευνάσουνε, να τον παρηγορήσουνε,
Η σοβαρή πομπή,
Αυτών που μ’ ένα θηκάρι μ’ επουλωτικά ερχόντουσαν, σιωπηλά προχωρούσε,
Από δέρμα κάστορα, λίγκα ή ενυδρίδας,
Με μαγικές ρίζες και θεραπευτικά φύλλα φυτών γεμισμένα,
Με πολύ αποτελεσματικά θεραπευτικά γεμισμένα.
Όταν αυτός τα βήματά τους άκουσε να πλησιάζουνε,
Ο Hiawatha το θρήνο σταμάτησε,
Τον Chibiabos να καλεί σταμάτησε·
Τίποτε αυτός δε ρώτησε, τίποτα αυτός δεν απάντησε,
Αλλά με το πένθιμο κεφάλι του ακάλυπτο,
Τα χρώματα του πένθους, απ’ το πρόσωπό του,
Σιγά-σιγά και σιωπηλά είχανε ξεπλυθεί,
Σιγά-σιγά και σιωπηλά,
Προς το Ιερό Κατάλυμα τους ακολούθησε.
Εκεί ένα μαγικό ποτό αυτοί του δώσανε,
Απ’ το Nahma-wusk, το δυόσμο,
Κι απ’ το Wabeno-wusk, την αχιλλέα*, φτιαγμένο
Ρίζες να δυναμώσει και βότανα θεραπευτικά του δώσανε·
Τα τύμπανά τους χτυπήσανε και τα κρόταλα τους τινάξανε·
Κατ’ ιδίαν και σε χορωδίες ψάλανε,
Μυστικιστικά τραγούδια, όπως αυτό, αυτοί ψάλανε:
*επίσης και μυριόφυλλο ή χιλιόφυλλο ή αγριαψιθιά.
“Εγώ, εγώ! Ιδού εγώ!
Είναι ο Μεγάλος Αετός που σας μιλάει·
Ελάτε, εσείς λευκά κοράκια, να τον ακούσετε ελάτε!
Η δυνατή φωνή της καταιγίδας με βοηθάει·
Όλα τ’ αόρατα πνεύματα με βοηθάνε·
Τις φωνές μπορώ ν’ ακούω να με καλούνε,
Ολόγυρα στον ουρανό, εγώ τις ακούω!
Αδελφέ μου, να σου εμφυσήσω δύναμη εγώ μπορώ,
Hiawatha, να σε θεραπεύσω εγώ μπορώ!”
“Χάι αού χα!” ο χορός αποκρίθηκε,
“Γουίεχα γουέι!” η μυστικιστική χορωδία αποκρίθηκε.
“Όλα τα φίδια φίλοι μου είναι!
Το δέρμα μου, του γερακιού (που για κότες καιροφυλακτεί), ακούστε με να σείω!
Το Mahng, το λευκό παγοβούτι, μπορώ να τον* σκοτώσω·
Στην καρδιά σου εγώ μπορώ να εξακοντίσω και να το σκοτώσω!
Αδελφέ μου, να σου εμφυσήσω δύναμη εγώ μπορώ,
Hiawatha, να σε θεραπεύσω εγώ μπορώ!”
*ασαφής στίχος. Επειδή το πτώμα του Chibiabos δεν είχε ακόμα βρεθεί, πιθανόν να εννοεί ότι θα μεταμορφωθεί σε παγοβούτι, θα βουτήξει στο βάθος της Μεγάλης Λίμνης να βρει το πτώμα και θα το φέρει στην επιφάνεια, κάτι που σαν εικόνα θυμίζει το θύτη που μεταφέρει με τα χέρια του, αφού πρώτα το σκότωσε, το θύμα του. Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται εν μέρει και από όσο ακολουθούνε. Πιθανόν επίσης, ο Μεγάλος Αετός, να αποκαλύπτει ότι, ο πάγος, στο σημείο που έσπασε και χάθηκε ο Chibiabos, είχε αδυνατήσει από τρύπες που είχε ανοίξει κάποιο παγοβούτι.
“Χάι αού χα!” ο χορός αποκρίθηκε,
“Γουειχαγουέι!” η μυστικιστική χορωδία αποκρίθηκε.
“Εγώ, εγώ! Ο προφήτης!
Όταν εγώ μιλάω το καλύβι τρέμει,
Το Ιερό Κατάλυμα με τρόμο κλονίζεται,
Αόρατα χέρια αρχίζουνε να το κλονίζουνε!
Όταν εγώ περπατώ, ο ουρανός που βαδίζω
Κάμπτεται από κάτω μου και θορυβεί!
Αδελφέ μου, να σου εμφυσήσω δύναμη εγώ μπορώ!
Ω! Hiawatha, σήκω και μίλησε!”
“Χάι αού χα!” ο χορός αποκρίθηκε,
“Γουέι χα γουέι!” η μυστικιστική χορωδία αποκρίθηκε.
Κατόπιν, αυτοί, τα θηκάρια με τα θεραπευτικά,
Πάνω απ’ το κεφάλι του Hiawatha, τινάζανε
Και τους θεραπευτικούς τους χορούς ολόγυρά του χορεύανε·
Αγριεμένοι και ωχροί ξαφνικά τους ξεκινήσανε,
Όπως ένας άνθρωπος απ’ τα όνειρα ξυπνώντας,
Και αυτόν απ’ όλη του την τρέλα θεραπεύοντας.
Όπως τα σύννεφα απ’ τους ουρανούς σαρώνονται,
Αμέσως απ’ το μυαλό του,
Όλ’ η κυκλοθυμική του μελαγχολία έφυγε·
Όπως τα στρώματα του πάγου απ’ τα ποτάμια σαρώνονται,
Αμέσως απ’ την καρδιά του,
Όλ’ η λύπη του και η θλίψη του φύγανε.
Ακολούθως τον Chibiabos,
Απ’ τον τάφο του κάτω από τα νερά, αυτοί κλητεύσανε,
Απ’ την άμμο της Μεγάλης Λίμνης
Τον αδελφό του Hiawatha αυτοί κλητεύσανε.
Και τόσο δυνατή η μαγεία,
Της κραυγής και επίκλησης, ήτανε
Ώστε αυτός,
Όπως εκεί, κάτω απ’ τα νερά της Μεγάλης Λίμνης κείτονταν, άκουσε·
Απ’ την άμμο αυτός σηκώθηκε και άκουσε,
Τη μουσική και το τραγούδι άκουσε,
Πειθαρχώντας στην κλήτευση,
Μπροστά στην πόρτα εισόδου του καλυβιού, ήρθε,
Αλλά να εισέλθει του απαγορεύτηκε.
Μέσ’ από μια χαραμάδα ένα κομμάτι κάρβουνο του δώσανε,
Μέσ’ απ’ την πόρτα ένα δαυλό με φωτιά του δώσανε·
Νομοθέτη στη Χώρα των Πνευμάτων,
Νομοθέτη πάνω στους νεκρούς, τον ορίσανε,
Λέγοντάς του μια φωτιά ν’ ανάψει
Για όλους εκείνους που εφεξής θα πεθαίνουνε,
Φωτιές για τους νυχτερινούς τους καταυλισμούς
Στο μοναχικό τους ταξίδι
Για το βασίλειο του Ponemah,
Για τη χώρα του Επέκεινα.
Απ’ το χωριό της παιδικής του ηλικίας,
Απ’ τα σπίτια αυτών που τον γνωρίζανε,
Σιωπηλά μέσ’ απ’ το δάσος περνώντας,
Όπως κυματιστά ο καπνός πλάγια μέσω του αέρα ταξιδεύει,
Σιγά-σιγά ο Chibiabos χάθηκε!
Όπου αυτός περνούσε, τα κλαδιά δεν μετακινούνταν,
Όπου αυτός πατούσε, τα χορτάρια δεν καμπτόντουσαν,
Και του περασμένου χρόνου τα φύλλα τα πεσμένα
Κάτω απ’ τα βήματά του, ήχο δε βγάζανε.
Για τέσσερις ολόκληρες μέρες προς τα εμπρός,
Κάτω στο μονοπάτι των νεκρών, ταξίδευσε·
Με τις φράουλες για τους νεκρούς αυτός γιόρτασε,
Τον μελαγχολικό ποταμό αυτός διέσχισε,
Πάνω στον κορμό (που πέρα δώθε πάει) αυτός το διέσχισε,
Προς την Ασημένια Λίμνη,
Με το Πέτρινο Κανό,
Προς τα Νησιά του Ευλογημένου,
Προς τη χώρα των σκιών και των φαντασμάτων, αυτός μεταφέρθηκε.
Στο ταξίδι αυτό, σιγά-σιγά κινούνταν,
Πολλά κουρασμένα πνεύματα αυτός είδε,
Κάτω απ’ τα βαριά τους φορτία ν’ ασθμαίνουνε,
Με τα πολεμικά τους ρόπαλα, τα τόξα και τα βέλη,
Χιτώνες από γούνα, κατσαρόλες και βραστήρες,
Και με τα τρόφιμα που, οι φίλοι, τους είχανε δώσει
Για το μοναχικό τους ταξίδι, φορτωμένοι.
“Αχ! Γιατί στη ζήση,” αυτοί λέγανε,
“Με τέτοια βαριά φορτία πάνω μας να γεννιόμαστε;
Αν τη βαδίζαμε γυμνοί, καλύτερη θα μας ήτανε,
Αν τη βαδίζαμε σ’ εγκράτεια, καλύτερη θα μας ήτανε,
Απ’ ότι με τέτοια βαριά φορτία,
Στο μεγάλο και κουραστικό μας ταξίδι, να την υφιστάμεθα!”
Εκτός του χωριού του, μετά απ’ αυτά, ο Hiawatha, εξήλθε
Ανατολικά περιπλανήθηκε, δυτικά περιπλανήθηκε,
Για τη χρήση των φύλλων των φυτών,
Για των δηλητηρίων τ’ αντίδοτα,
Και τις θεραπείες των ασθενειών, τους ανθρώπους διδάσκοντας.
Έτσι, για πρώτη φορά στους θνητούς,
Όλη η ιερή τέχνη της θεραπείας,
Όλα τα μυστήρια των Medamin, έγιναν γνωστά.
XV. Hiawatha’s Lamentation
In those days the Evil Spirits,
All the Manitos of mischief,
Fearing Hiawatha’s wisdom,
And his love for Chibiabos,
Jealous of their faithful friendship,
And their noble words and actions,
Made at length a league against them,
To molest them and destroy them.
Hiawatha, wise and wary,
Often said to Chibiabos,
“O my brother! do not leave me,
Lest the Evil Spirits harm you!”
Chibiabos, young and heedless,
Laughing shook his coal-black tresses,
Answered ever sweet and childlike,
“Do not fear for me, O brother!
Harm and evil come not near me!”
Once when Peboan, the Winter,
Roofed with ice the Big-Sea-Water,
When the snow-flakes, whirling downward,
Hissed among the withered oak-leaves,
Changed the pine-trees into wigwams,
Covered all the earth with silence,
Armed with arrows, shod with snow-shoes,
Heeding not his brother’s warning,
Fearing not the Evil Spirits,
Forth to hunt the deer with antlers
All alone went Chibiabos.
Right across the Big-Sea-Water
Sprang with speed the deer before him.
With the wind and snow he followed,
O’er the treacherous ice he followed,
Wild with all the fierce commotion
And the rapture of the hunting.
But beneath, the Evil Spirits
Lay in ambush, waiting for him,
Broke the treacherous ice beneath him,
Dragged him downward to the bottom,
Buried in the sand his body.
Unktahee, the god of water,
He the god of the Dacotahs,
Drowned him in the deep abysses
Of the lake of Gitche Gumee.
From the headlands Hiawatha
Sent forth such a wail of anguish,
Such a fearful lamentation,
That the bison paused to listen,
And the wolves howled from the prairies,
And the thunder in the distance
Starting answered “Baim-wawa!”
Then his face with black he painted,
With his robe his head he covered,
In his wigwam sat lamenting,
Seven long weeks he sat lamenting,
Uttering still this moan of sorrow:
“He is dead, the sweet musician!
He the sweetest of all singers!
He has gone from us forever,
He has moved a little nearer
To the Master of all music,
To the Master of all singing!
O my brother, Chibiabos!”
And the melancholy fir-trees
Waved their dark green fans above him,
Waved their purple cones above him,
Sighing with him to console him,
Mingling with his lamentation
Their complaining, their lamenting.
Came the Spring, and all the forest
Looked in vain for Chibiabos;
Sighed the rivulet, Sebowisha,
Sighed the rushes in the meadow.
From the tree-tops sang the bluebird,
Sang the bluebird, the Owaissa,
“Chibiabos! Chibiabos!
He is dead, the sweet musician!”
From the wigwam sang the robin,
Sang the robin, the Opechee,
“Chibiabos! Chibiabos!
He is dead, the sweetest singer!”
And at night through all the forest
Went the whippoorwill complaining,
Wailing went the Wawonaissa,
“Chibiabos! Chibiabos!
He is dead, the sweet musician!
He the sweetest of all singers!”
Then the Medicine-men, the Medas,
The magicians, the Wabenos,
And the Jossakeeds, the Prophets,
Came to visit Hiawatha;
Built a Sacred Lodge beside him,
To appease him, to console him,
Walked in silent, grave procession,
Bearing each a pouch of healing,
Skin of beaver, lynx, or otter,
Filled with magic roots and simples,
Filled with very potent medicines.
When he heard their steps approaching,
Hiawatha ceased lamenting,
Called no more on Chibiabos;
Naught he questioned, naught he answered,
But his mournful head uncovered,
From his face the mourning colors
Washed he slowly and in silence,
Slowly and in silence followed
Onward to the Sacred Wigwam.
There a magic drink they gave him,
Made of Nahma-wusk, the spearmint,
And Wabeno-wusk, the yarrow,
Roots of power, and herbs of healing;
Beat their drums, and shook their rattles;
Chanted singly and in chorus,
Mystic songs like these, they chanted.
“I myself, myself! behold me!
`T is the great Gray Eagle talking;
Come, ye white crows, come and hear him!
The loud-speaking thunder helps me;
All the unseen spirits help me;
I can hear their voices calling,
All around the sky I hear them!
I can blow you strong, my brother,
I can heal you, Hiawatha!”
“Hi-au-ha!” replied the chorus,
“Wayha-way!” the mystic chorus.
“Friends of mine are all the serpents!
Hear me shake my skin of hen-hawk!
Mahng, the white loon, I can kill him;
I can shoot your heart and kill it!
I can blow you strong, my brother,
I can heal you, Hiawatha!”
“Hi-au-ha!” replied the chorus,
“Wayhaway!” the mystic chorus.
“I myself, myself! the prophet!
When I speak the wigwam trembles,
Shakes the Sacred Lodge with terror,
Hands unseen begin to shake it!
When I walk, the sky I tread on
Bends and makes a noise beneath me!
I can blow you strong, my brother!
Rise and speak, O Hiawatha!”
“Hi-au-ha!” replied the chorus,
“Way-ha-way!” the mystic chorus.
Then they shook their medicine-pouches
O’er the head of Hiawatha,
Danced their medicine-dance around him;
And upstarting wild and haggard,
Like a man from dreams awakened,
He was healed of all his madness.
As the clouds are swept from heaven,
Straightway from his brain departed
All his moody melancholy;
As the ice is swept from rivers,
Straightway from his heart departed
All his sorrow and affliction.
Then they summoned Chibiabos
From his grave beneath the waters,
From the sands of Gitche Gumee
Summoned Hiawatha’s brother.
And so mighty was the magic
Of that cry and invocation,
That he heard it as he lay there
Underneath the Big-Sea-Water;
From the sand he rose and listened,
Heard the music and the singing,
Came, obedient to the summons,
To the doorway of the wigwam,
But to enter they forbade him.
Through a chink a coal they gave him,
Through the door a burning fire-brand;
Ruler in the Land of Spirits,
Ruler o’er the dead, they made him,
Telling him a fire to kindle
For all those that died thereafter,
Camp-fires for their night encampments
On their solitary journey
To the kingdom of Ponemah,
To the land of the Hereafter.
From the village of his childhood,
From the homes of those who knew him,
Passing silent through the forest,
Like a smoke-wreath wafted sideways,
Slowly vanished Chibiabos!
Where he passed, the branches moved not,
Where he trod, the grasses bent not,
And the fallen leaves of last year
Made no sound beneath his footstep.
Four whole days he journeyed onward
Down the pathway of the dead men;
On the dead-man’s strawberry feasted,
Crossed the melancholy river,
On the swinging log he crossed it,
Came unto the Lake of Silver,
In the Stone Canoe was carried
To the Islands of the Blessed,
To the land of ghosts and shadows.
On that journey, moving slowly,
Many weary spirits saw he,
Panting under heavy burdens,
Laden with war-clubs, bows and arrows,
Robes of fur, and pots and kettles,
And with food that friends had given
For that solitary journey.
“Ay! why do the living,” said they,
“Lay such heavy burdens on us!
Better were it to go naked,
Better were it to go fasting,
Than to bear such heavy burdens
On our long and weary journey!”
Forth then issued Hiawatha,
Wandered eastward, wandered westward,
Teaching men the use of simples
And the antidotes for poisons,
And the cure of all diseases.
Thus was first made known to mortals
All the mystery of Medamin,
All the sacred art of healing.