24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας
Μια, ακόμη, αξιόλογη μεταφραστική δοκιμή μας έστειλε ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας. Τούτη τη φορά καταπιάνεται με την ποίηση του Λονγκφελόου (Henry W. Longfellow, 1807-1882), ενός από τους σημαντικότερους αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα, επιχειρεί να αποδώσει στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) στηριζόμενος περισσότερο στην ποιητική του διαίσθηση και όχι στη λεξιλογική πιστότητα. Σε αυτή τη ποιητική συλλογή, 644 σελίδων, ο Λονγκφελόου καταπιάνεται με τη λογοτεχνική παρουσίαση της καθημερινής ζωής των Ινδιανικών φυλών και αν και γράφτηκε στα 1855 καταδικάζει με προφητικό τρόπο τη σχιζοφρένεια του σημερινού Δυτικού ανθρώπου με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση με τους ινδιάνους της Αμερικής ή των ιθαγενών της Ταϊτή, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον. Η μετάφραση του Γ. Πρίμπα βρίσκεται εν προόδω και προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. Όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί με τη μορφή ebook από τις ηλ εκδόσεις του 24grammata.com (εντελώς δωρεάν)
The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]
by Henry W. Longfellow, Χένρι Ουάντσγουερθ Λονγκφέλοου
απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας
Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ
Για την εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ
2. Οι Τέσσερις Άνεμοι
“Τιμή στον Mudjekeewis!”
Φώναξαν οι πολεμιστές, φώναξαν κι οι γέροντες,
Όταν θριαμβευτής επέστρεψε στην πατρίδα
Φορώντας τη ζώνη με τις ιερές τις Χάντρες,
Απ’ τη χώρα του Βορρά,
Απ’ το βασίλειο του Wabasso*,
Απ’ τη γη του Λευκού Κουνελιού.
**Ο Wabasso ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του Μεγάλου Πνεύματος του δυνατού, του δημιουργού των εθνών, ο οποίος κατέβηκε στη γη και πήρε μια γυναίκα από τους ανθρώπους. Όταν ο Wabasso είδε το φως της ημέρας έφυγε προς το βορρά, όπου μετατράπηκε σε ένα Λευκό Κουνέλι το οποίο θεωρήθηκε ως το Μεγάλο Πνεύμα του Βορρά.
Αυτός είχε τη ζώνη με τις ιερές τις Χάντρες κλέψει
Απ’ του Mishe-Mokwa το λαιμό,
Απ’ της Μεγάλης των βουνών Αρκούδας,
Απ’ των εθνών τον τρόμο,
Καθώς κείτονταν κοιμισμένος και βαρύς
Σε απόκρημνη βουνοκορφή,
Σαν ένα βράχο με πάνω του βρύα,
Με καφέ κηλίδες και γκρι κατάστικτο απ’ τα βρύα.
Σιωπηλά τον έκλεβε
Μέχρι που τα κόκκινα του τέρατος τα νύχια
Τον άγγιξαν σχεδόν, τον τρόμαξαν σχεδόν,
Μέχρι που η καυτή απ’ τα ρουθούνια του ανάσα
Τα χέρια του Mudjekeewis ζέστανε
Καθώς τη ζώνη με τις ιερές τις Χάντρες τραβούσε
Απ’ τα στρογγυλά τ’ αυτιά πέρα, που δεν άκουγαν
Απ’ τα μικρά τα μάτια πέρα, που δεν έβλεπαν,
Απ’ τη μεγάλη μύτη και τα ρουθούνια πέρα,
Με τις μαύρες των ρουθουνιών τις ρινικές κόγχες,
Η βαριά αναπνοή απ’ τις οποίες
Τα χέρια του Mudjekeewis ζέστανε.
Ταλάντευσε ψηλά το ρόπαλό του τού πολέμου μετά,
Ουρλιάζοντας την κραυγή του τού πολέμου δυνατά,
Κτύπησε το Mishe-Mokwa το δυνατό
Στο κέντρο του μετώπου,
Τον κτύπησε ακριβώς στα μάτια του ανάμεσα.
Απ’ το πλήγμα το βαρύ ζαλισμένος,
Η Μεγάλη των βουνών Αρκούδα σηκώθηκε·
Αλλά τα πόδια του απ’ τα γόνατα και κάτω έτρεμαν,
Κα σα γυναίκα κλαψούριζε,
Καθώς τρίκλιζε και προς τα μπρος κλονιζόταν,
Καθώς πάνω στους γοφούς του κάτω κάθισε·
Και ο Mudjekeewis ο δυνατός,
Άφοβος μπροστά του στεκόταν
Περιγελώντας τον δυνατά τον χλεύασε,
Περιφρονητικά με τέτοια σοφά λόγια λάλησε:
“Αρκούδα, σ’ ακούω!, ένας δειλός είσαι·
Καμία ανδρεία καθόσον προσποιούσουνα·
Δε θα ‘κλαιγες διαφορετικά και θα κλαψούριζες
Σα μια γυναίκα άθλια!
Αρκούδα! Μάθε πως οι φυλές μας αλληλεχθρεύονται,
Κι επί μακρόν σε πόλεμο βρίσκονται·
Μα τώρα θα δεις ότι ισχυρότεροι είμαστε,
Κρυφά στο δάσος να φύγεις,
Στα βουνά να κρυφτείς!
Έχεις στη μάχη ήδη από μένα νικηθεί
Κι ούτ’ ένα βογγητό δεν έχω αρθρώσει·
Αλλά εσύ, Αρκούδα!, εδώ κάθεσαι και κλαψουρίζεις,
Και τη φάρα σου απ’ το κλάμα σου ντροπιάζεις,
Σαν ένας ελεεινός Shaugodaya*,
Σα μια γριά δειλή!”
* Shaugodaya σημαίνει ο δειλός.
Μετά σήκωσε το ρόπαλό του τού πολέμου και πάλι,
Κτύπησε το Mishe-Mokwa και πάλι
Στο κέντρο του μετώπου του
Το κρανίο του έσπασε όπως σπάει ο πάγος
Όταν κάποιος το χειμώνα για ψάρεμα πηγαίνει.
Έτσι το Mishe-Mokwa σκότωσε,
Αυτός τη Μεγάλη των βουνών Αρκούδα,
Αυτός των εθνών τον τρόμο.
“Τιμή στον Mudjekeewis!”
Με μια κραυγή αναφώνησε στους ανθρώπους
“Τιμή στον Mudjekeewis!
Στο εξής τ’ όνομά του Δυτικός Άνεμος θα ‘ναι
Εφεξής και για πάντα
Την υπέρτατη εξουσία θα κατέχει αυτός
Απ’ όλους πάνω τους ανέμους τ’ ουρανού,
Mudjekeewis τ’ όνομά του πια δε θα ‘ναι,
Kabeyun τ’ όνομά του θα ‘ναι”
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Mudjekeewis επιλέχθηκε
Πατέρας των Ανέμων τ’ Ουρανού.
Ο ίδιος για τον εαυτό του το Δυτικός Άνεμος κράτησε,
Τα υπόλοιπα στα παιδιά του έδωσε·
Στον Wabun το Ανατολικός Άνεμος έδωσε,
Στον Shawondasee το Νοτιάς έδωσε,
Και το Βόρειος Άνεμος, τον σκληρό και άγριο,
Στον Kabibonokka το μανιασμένο.
Νέος κι όμορφος ο Wabun ήταν·
Αυτός ήταν ο οποίος το πρωινό έφερε
Αυτός ήταν τ’ ασημένια βέλη του οποίου
Το σκοτάδι καταδίωξαν από λόφους και κοιλάδες επάνω·
Αυτός ήταν τα μάγουλα του οποίου ζωγραφισμένα ήταν
Με τις λαμπρότερες βυσσινί ραβδώσεις,
Και η φωνή του οποίου το χωριό ξύπνησε,
Το ελάφι κάλεσε και τον κυνηγό κάλεσε.
Στη μοναξιά του στον ουρανό ο Wabun ήταν·
Αν και τα πουλιά εύθυμα γι’ αυτόν τραγουδούσαν,
Αν και του λιβαδιού τ’ αγριολούλουδα
Τον αέρα μ’ οσμές γι’ αυτόν γέμιζαν·
Αν και τα δάση και τα ποτάμια
Τραγουδούσαν στον ερχομό του και φώναζαν,
Μέσα του, η καρδιά του, ακόμη θλιμμένη ήταν,
Γιατί στον ουρανό μονάχος ήταν.
Αλλά ένα πρωινό, προς τη γη ατενίζοντας,
Ενόσω ακόμα το χωριό κοιμόταν,
Κι η ομίχλη στου ποταμού τις όχθες κείτονταν ,
Σαν ένα φάντασμα, που κατά του ήλιου την ανατολή χάνεται,
Αυτός μια κόρη να περπατά πρόσεξε
Καταμόναχη σ’ ένα λιβάδι επάνω,
Αγριόκρινα να μαζεύει και βούρλα
Στο λιβάδι παρά το ποτάμι.
Κάθε πρωί, προς τη γη ατενίζοντας,
Το πρώτο πράγμα, ακόμα, που εκεί έβλεπε
Τα γαλάζια της τα μάτια ήτανε να τον κοιτάζουν,
Δυο λίμνες μπλε στα βούρλα ανάμεσα.
Και τη μοναχική κόρη αγάπησε,
Που κι αυτή τον ερχομό του περίμενε·
Γιατί και οι δυο μοναχικοί ήτανε,
Στη γη αυτή και στον ουρανό αυτός.
Και την κορτάρισε με χάδια,
Με το χαμόγελό του το ηλιόλουστο την κορτάρισε
Με τα λόγια του τα κολακευτικά την κορτάρισε,
Με τους στεναγμούς του και το τραγούδι του την κορτάρισε,
Ψιθυρίζοντας μες απ’ τα κλαδιά ευγενικά,
Την πιο απαλή μουσική, τις πιο γλυκές οσμές,
Στην αγκάλη του μέχρι που την τράβηξε,
Στη βυσσινί του διπλωμένη τη ρόμπα,
Σ’ ένα αστέρι μέχρι που τη μεταμόρφωσε
Στο στήθος του επάνω ακόμα τρεμάμενο·
Και στους ουρανούς για πάντα
Να βαδίζουνε αντάμα φαίνονται.
Ο Wabun και η Wabun-Annung
Ο Ανατολικός Άνεμος και το Πρωινό Αστέρι.
Αλλά ο Kabibonokka ο μανιασμένος
Την κατοικία του μεταξύ των παγόβουνων είχε,
Στα μέρη με τις αιώνιες στιβάδες χιονιού
Στου Wabasso το βασίλειο,
Στη γη του Λευκού Κουνελιού.
Αυτός ήταν το χέρι του οποίου το Φθινόπωρο
Όλα τα δέντρα άλικα έβαφε,
Τα φύλλα με κόκκινο και κίτρινο χρωμάτιζε·
Αυτός ήταν ο οποίος τις νιφάδες χιονιού έστειλε,
Κοσκινίζοντας, σφυρίζοντας, πέρα ως πέρα στο δάσος,
Τους νερόλακκους, τις λίμνες και τα ποτάμια πάγωσε,
To παγοβούτι και το γλάρο προς το νότο οδήγησε,
Τον κορμοράνο και το νουμήνιο οδήγησε
Στις από βρύα και φύκια φωλιές τους
Στου Shawondasee το βασίλειο.
Μόλις ο Kabibonokka ο μανιασμένος
Απ’ των στιβάδων του χιονιού το κατάλυμά του, εξήλθε
Απ’ το σπίτι του, το μεταξύ των παγόβουνων,
Και τα πασπαλισμένα με χιόνι μαλλιά του
Σαν ποτάμι πίσω του κυμάτιζαν,
Σαν ένα μαύρο χειμωνιάτικο ποτάμι,
Καθώς ούρλιαζε και βιαστικά προς το νότο πήγαινε
Από βάλτους και λίμνες παγωμένα επάνω.
Εκεί: στα καλάμια και τα βούρλα ανάμεσα
Ο Shingebis, το βουτηχτάρι βρέθηκε,
Σειρές ψαριών πίσω του σέρνοντας,
Απ’ τα παγωμένα: τυρφώνες και βαλτότοπους επάνω,
Ακόμη, μεταξύ των βαλτότοπων, χρονοτριβώντας
Αν και η φυλή του είχε προ πολλού αποδημήσει
Για του Shawondasee τη γη.
O Kabibonokka ο μανιασμένος κραύγασε:
“Ποιος είν’ αυτός που να μ’ αψηφήσει τολμά;
Να μένει μες στα όρια κυριαρχίας μου τολμά;
Το Wawa όταν έχει αποχωρήσει,
Η άγρια χήνα όταν προς το νότο έχει φύγει,
Και ο Shuh-shuh-gah ο ερωδιός
Προ πολλού προς το νότο αναχώρησε;
Στην καλύβα* του μέσα θα μπω
Και τη φωτιά του θα σβήσω που σιγοκαίει!”
*Το wigwam είναι η καλύβα, το αντίσκηνο, του ερυθρόδερμου.
Κι όταν βράδιασε, ο Kabibonokka,
Έρμος στο κατάλυμα θρηνώντας ήρθε,
Σωριάζοντας το χιόνι γι’ αυτό,
Μες στην κάπνα των καυσαερίων γιουχάροντας,
Τα δοκάρια του καταλύματος μες στη μανία του τινάζοντας,
Το παραπέτασμα της εισόδου κτυπώντας,
Ο Shingebis, το βουτηχτάρι, δε φοβήθηκε,
Ο Shingebis, το βουτηχτάρι, δε νοιάστηκε˙
Τέσσερεις είχε, για καυσόξυλα, κορμούς μεγάλους,
Έναν για κάθε του χειμώνα φεγγάρι,
Και ψάρια του σέρβιρε για φαγητό.
Στη λαμποκοπούσα δίπλα εκεί στη φωτιά του καθόταν,
Εύθυμα και ζεστά, τρώγοντας, γελώντας,
Τραγουδώντας: “Ω! Kabibonokka,
Δεν είσαι παρά ο θανάσιμος μου σύντροφος!”
O Kabibonokka κατόπιν εισήλθε,
Και μολονότι ο Shingebis, το βουτηχτάρι,
Την παρουσία του από την παγωνιά ένιωσε,
Την παγερή του την ανάσα επάνω του ένιωσε,
Το τραγούδι του ακόμη δε σταμάτησε,
Το γέλιο του ακόμη δεν άφησε,
Μόνο το κούτσουρο γύρισε λίγο,
Μόνο τη φωτιά να καίει πιο φωτεινά έκανε,
Τις σπίθες στων καυσαερίων την κάπνα να πετάξουν ψηλότερα έκανε.
Απ’ του Kabibonokka το μέτωπο,
Απ’ τις με χιόνι πασπαλισμένες κοτσίδες του,
Βαριές του ιδρώτα στάλες με ταχύ έπεφταν ρυθμό,
Γκρι βαθουλώματα στις στάχτες κάνοντας,
Όπως μπρος στων καταλυμάτων τα γείσα,
Όπως απ’ τα πεσμένα του κώνειου τα κλαδιά,
Το λειωμένο χιόνι την άνοιξη στάζει,
Κοιλότητες στις στιβάδες του χιονιού κάνοντας.
Μέχρι που στο τέλος καταβεβλημένος σηκώθηκε,
Τη ζέστη δεν άντεχε και το γέλιο,
Το εύθυμο δεν άντεχε το τραγούδι,
Αλλά προς τα έξω όρμησε απ’ την πόρτα με βιάση,
Στις κρούστες των στιβάδων του χιονιού επάνω βαριοπατώντας,
Στις λίμνες και τα ποτάμια επάνω βαριοπατώντας,
Το χιόνι επάνω τους σκληρότερο έκανε,
Τον πάγο επάνω τους παχύτερο έκανε,
Ώστε ο Shingebis, το βουτηχτάρι, από θέση μειονεκτική,
Μπροστά να ‘ρθει μαζί του να παλέψει,
Μπροστά να ‘ρθει γυμνό να παλέψει,
Στα παγωμένα: τυρφώνες και βαλτότοπους επάνω.
Και ο Shingebis, το βουτηχτάρι, πήγε μπροστά,
Με το Βόρειο τον Άνεμο όλη τη νύχτα πάλεψε,
Γυμνό στους βαλτότοπους πάλεψε
Με τον Kabibonokka το μανιασμένο,
Μέχρι που η λαχανιασμένη του η ανάσα εξάντληση του ‘φερε,
Μέχρι που, όντας παγωμένο, η ικανότητα του στις λαβές αδυνάτισε,
Μέχρι που τρίκλισε προς τα πίσω και κλονίστηκε,
Και υποχώρησε, διαφεύγοντας, ηττημένο,
Προς το βασίλειο του Wabasso,
Προς του Λευκού Κουνελιού τη γη,
Το θυελλώδες γέλιο ακούγοντας ακόμη
Τον Shingebis, το βουτηχτάρι, ακούγοντας,
Να τραγουδά: “Ω! Kabibonokka,
Δεν είσαι παρά ο θανάσιμος μου σύντροφος!”
Ο Shawondasee, παχύς και οκνηρός,
Την κατοικία του μακριά στο νότο είχε,
Στα γεμάτα υπνηλία μέρη με την ηλιοφάνεια την ονειρική,
Στου ατέλειωτου καλοκαιριού τα μέρη.
Αυτός ήταν που τα πουλιά του δάσους έστειλε,
Το Opechee, τον κοκκινολαίμη έστειλε,
Το Owaissa, το γαλαζοπούλι, έστειλε
Το Shawshaw, το χελιδόνι, έστειλε
Το Wawa, την άγρια χήνα, έστειλε, προς το βορρά
Τα πεπόνια έστειλε και τον καπνό,
Και τα σταφύλια σε πορφυρά τσαμπιά.
Απ’ την πίπα του ο καπνός που ανέβαινε
Τον ουρανό με καταχνιά και ατμούς γέμισε,
Τον αέρα με απαλότητα ονειρική γέμισε,
Στο νερό μια λάμψη έδωσε,
Τους απόκρημνους με απαλότητα τους λόφους άγγιξε,
Των ερυθρόδερμων το τρυφερό το καλοκαίρι έφερε,
Στη μελαγχολία των χωρών του βορρά,
Στων χιονοπέδιλων τα μέρη με το θλιβερό φεγγάρι.
Ο Shawondasee: Νωθρός και απρόσεκτος!
Στη ζωή του μία σκιά είχε,
Στην καρδιά του μία θλίψη είχε.
Κάποτε, καθώς ατένιζε προς το βορρά,
Πολύ μακριά σ’ ένα λειμώνα επάνω
Μια κόρη να στέκεται πρόσεξε,
Μια ψηλή και καλλίγραμμη κόρη είδε
Πάνω στο λειμώνα καταμόναχη·
Σε πράσινο χρώμα λαμπερό ήταν όλα της τα ρούχα,
Και σαν του ήλιου το φως τα μαλλιά της ήταν.
Μέρα με τη μέρα πάνω της ατένιζε,
Μέρα με τη μέρα με πάθος αναστέναζε,
Μέρα με τη μέρα στην καρδιά του μέσα του
Της αγάπης και της λαχτάρας η φωτιά φούντωνε
Για την κόρη με τις κίτρινες κοτσίδες.
Αλλά τόσο παχύς και οκνηρός ήταν
Για να κινηθεί και μαζί της να ερωτοτροπήσει.
Ναι, τόσο νωχελικός και τεμπέλης
Για να την ακολουθήσει και να την πείσει·
Κι έτσι μονάχα την ατένιζε,
Καθόταν μονάχα και με πάθος αναστέναξε
Για την κόρη στο λειμώνα.
Μέχρι που ένα πρωινό, προς το βορρά κοιτάζοντας,
Αυτός είδες πως οι κίτρινες κοτσίδες της
Άλλαξαν και με μια λευκότητα καλύφτηκαν
Όπως με τις λευκότερες των χιονονιφάδων καλύφτηκαν
“Αχ! αδελφέ μου απ’ τη χώρα του Βορρά,
Απ’ το βασίλειο του Wabasso
Απ’ τη γη του Λευκού Κουνελιού!
Την κόρη από μένα έχεις κλέψει,
Το χέρι σου επάνω της έχεις θέσει,
Την έχεις διεκδικήσει ερωτικά την κόρη και την κέρδισες,
Με τις ιστορίες σου απ’ τη χώρα του Βορρά!”
Έτσι, ο άθλιος Shawondasee
Στον αέρα εμφυσούσε τη θλίψη του·
Και ο Νότιος Άνεμος απ’ το λειμώνα επάνω
Ζεστός με πάθους στεναγμούς περιπλανήθηκε,
Με του Shawondasee τους στεναγμούς,
Μέχρι που ο αέρας γεμάτος με χιονονιφάδες φαινόταν,
Το λειμώνα με των ανθών τα χνούδια γεμίζοντας,
Και η κόρη με τα σαν τον ήλιο μαλλιά
Απ’ τ’ ορατό του πεδίο για πάντα εξαφανίστηκε·
Και ποτέ πια, ο Shawondasee,
Δεν ξανά ‘δε το κορίτσι με τις κίτρινες κοτσίδες!
Φτωχέ, παραπλανημένε Shawondasee!
Γυναίκα την οποία ατένιζες δεν υπήρχε,
Κόρη για την οποία αναστέναζες δεν υπήρχε,
Των λειμώνων η πικραλίδα υπήρχε
Την οποίαν, καθ’ όλο τ’ ονειρικό καλοκαίρι
Με τέτοια λαχτάρα ατένιζες,
Με τόσο πάθος γι αυτήν αναστέναζες,
Και για πάντα έχει στον άνεμο χαθεί,
Αναστενάζοντας απ’ τον αέρα παρασυρμένη,
Αχ! παραπλανημένε Shawondasee!
Έτσι οι Τέσσερις Άνεμοι μοιράστηκαν
Έτσι του Mudjekeewis οι γιοι
Στους ουρανούς τις θέσεις τους απόκτησαν
Στ’ ουρανού τις γωνίες·
Το Δυτικό Άνεμο για τον εαυτόν του μονάχα
Ο Mudjekeewis ο δυνατός κράτησε.
II. The Four Winds
“Honor be to Mudjekeewis!”
Cried the warriors, cried the old men,
When he came in triumph homeward
With the sacred Belt of Wampum,
From the regions of the North-Wind,
From the kingdom of Wabasso,
From the land of the White Rabbit.
He had stolen the Belt of Wampum
From the neck of Mishe-Mokwa,
From the Great Bear of the mountains,
From the terror of the nations,
As he lay asleep and cumbrous
On the summit of the mountains,
Like a rock with mosses on it,
Spotted brown and gray with mosses.
Silently he stole upon him
Till the red nails of the monster
Almost touched him, almost scared him,
Till the hot breath of his nostrils
Warmed the hands of Mudjekeewis,
As he drew the Belt of Wampum
Over the round ears, that heard not,
Over the small eyes, that saw not,
Over the long nose and nostrils,
The black muffle of the nostrils,
Out of which the heavy breathing
Warmed the hands of Mudjekeewis.
Then he swung aloft his war-club,
Shouted loud and long his war-cry,
Smote the mighty Mishe-Mokwa
In the middle of the forehead,
Right between the eyes he smote him.
With the heavy blow bewildered,
Rose the Great Bear of the mountains;
But his knees beneath him trembled,
And he whimpered like a woman,
As he reeled and staggered forward,
As he sat upon his haunches;
And the mighty Mudjekeewis,
Standing fearlessly before him,
Taunted him in loud derision,
Spake disdainfully in this wise:
“Hark you, Bear! you are a coward;
And no Brave, as you pretended;
Else you would not cry and whimper
Like a miserable woman!
Bear! you know our tribes are hostile,
Long have been at war together;
Now you find that we are strongest,
You go sneaking in the forest,
You go hiding in the mountains!
Had you conquered me in battle
Not a groan would I have uttered;
But you, Bear! sit here and whimper,
And disgrace your tribe by crying,
Like a wretched Shaugodaya,
Like a cowardly old woman!”
Then again he raised his war-club,
Smote again the Mishe-Mokwa
In the middle of his forehead,
Broke his skull, as ice is broken
When one goes to fish in Winter.
Thus was slain the Mishe-Mokwa,
He the Great Bear of the mountains,
He the terror of the nations.
“Honor be to Mudjekeewis!”
With a shout exclaimed the people,
“Honor be to Mudjekeewis!
Henceforth he shall be the West-Wind,
And hereafter and forever
Shall he hold supreme dominion
Over all the winds of heaven.
Call him no more Mudjekeewis,
Call him Kabeyun, the West-Wind!”
Thus was Mudjekeewis chosen
Father of the Winds of Heaven.
For himself he kept the West-Wind,
Gave the others to his children;
Unto Wabun gave the East-Wind,
Gave the South to Shawondasee,
And the North-Wind, wild and cruel,
To the fierce Kabibonokka.
Young and beautiful was Wabun;
He it was who brought the morning,
He it was whose silver arrows
Chased the dark o’er hill and valley;
He it was whose cheeks were painted
With the brightest streaks of crimson,
And whose voice awoke the village,
Called the deer, and called the hunter.
Lonely in the sky was Wabun;
Though the birds sang gayly to him,
Though the wild-flowers of the meadow
Filled the air with odors for him;
Though the forests and the rivers
Sang and shouted at his coming,
Still his heart was sad within him,
For he was alone in heaven.
But one morning, gazing earthward,
While the village still was sleeping,
And the fog lay on the river,
Like a ghost, that goes at sunrise,
He beheld a maiden walking
All alone upon a meadow,
Gathering water-flags and rushes
By a river in the meadow.
Every morning, gazing earthward,
Still the first thing he beheld there
Was her blue eyes looking at him,
Two blue lakes among the rushes.
And he loved the lonely maiden,
Who thus waited for his coming;
For they both were solitary,
She on earth and he in heaven.
And he wooed her with caresses,
Wooed her with his smile of sunshine,
With his flattering words he wooed her,
With his sighing and his singing,
Gentlest whispers in the branches,
Softest music, sweetest odors,
Till he drew her to his bosom,
Folded in his robes of crimson,
Till into a star he changed her,
Trembling still upon his bosom;
And forever in the heavens
They are seen together walking,
Wabun and the Wabun-Annung,
Wabun and the Star of Morning.
But the fierce Kabibonokka
Had his dwelling among icebergs,
In the everlasting snow-drifts,
In the kingdom of Wabasso,
In the land of the White Rabbit.
He it was whose hand in Autumn
Painted all the trees with scarlet,
Stained the leaves with red and yellow;
He it was who sent the snow-flake,
Sifting, hissing through the forest,
Froze the ponds, the lakes, the rivers,
Drove the loon and sea-gull southward,
Drove the cormorant and curlew
To their nests of sedge and sea-tang
In the realms of Shawondasee.
Once the fierce Kabibonokka
Issued from his lodge of snow-drifts
From his home among the icebergs,
And his hair, with snow besprinkled,
Streamed behind him like a river,
Like a black and wintry river,
As he howled and hurried southward,
Over frozen lakes and moorlands.
There among the reeds and rushes
Found he Shingebis, the diver,
Trailing strings of fish behind him,
O’er the frozen fens and moorlands,
Lingering still among the moorlands,
Though his tribe had long departed
To the land of Shawondasee.
Cried the fierce Kabibonokka,
“Who is this that dares to brave me?
Dares to stay in my dominions,
When the Wawa has departed,
When the wild-goose has gone southward,
And the heron, the Shuh-shuh-gah,
Long ago departed southward?
I will go into his wigwam,
I will put his smouldering fire out!”
And at night Kabibonokka,
To the lodge came wild and wailing,
Heaped the snow in drifts about it,
Shouted down into the smoke-flue,
Shook the lodge-poles in his fury,
Flapped the curtain of the door-way.
Shingebis, the diver, feared not,
Shingebis, the diver, cared not;
Four great logs had he for firewood,
One for each moon of the winter,
And for food the fishes served him.
By his blazing fire he sat there,
Warm and merry, eating, laughing,
Singing, “O Kabibonokka,
You are but my fellow-mortal!”
Then Kabibonokka entered,
And though Shingebis, the diver,
Felt his presence by the coldness,
Felt his icy breath upon him,
Still he did not cease his singing,
Still he did not leave his laughing,
Only turned the log a little,
Only made the fire burn brighter,
Made the sparks fly up the smoke-flue.
From Kabibonokka’s forehead,
From his snow-besprinkled tresses,
Drops of sweat fell fast and heavy,
Making dints upon the ashes,
As along the eaves of lodges,
As from drooping boughs of hemlock,
Drips the melting snow in spring-time,
Making hollows in the snow-drifts.
Till at last he rose defeated,
Could not bear the heat and laughter,
Could not bear the merry singing,
But rushed headlong through the door-way,
Stamped upon the crusted snow-drifts,
Stamped upon the lakes and rivers,
Made the snow upon them harder,
Made the ice upon them thicker,
Challenged Shingebis, the diver,
To come forth and wrestle with him,
To come forth and wrestle naked
On the frozen fens and moorlands.
Forth went Shingebis, the diver,
Wrestled all night with the North-Wind,
Wrestled naked on the moorlands
With the fierce Kabibonokka,
Till his panting breath grew fainter,
Till his frozen grasp grew feebler,
Till he reeled and staggered backward,
And retreated, baffled, beaten,
To the kingdom of Wabasso,
To the land of the White Rabbit,
Hearing still the gusty laughter,
Hearing Shingebis, the diver,
Singing, “O Kabibonokka,
You are but my fellow-mortal!”
Shawondasee, fat and lazy,
Had his dwelling far to southward,
In the drowsy, dreamy sunshine,
In the never-ending Summer.
He it was who sent the wood-birds,
Sent the robin, the Opechee,
Sent the bluebird, the Owaissa,
Sent the Shawshaw, sent the swallow,
Sent the wild-goose, Wawa, northward,
Sent the melons and tobacco,
And the grapes in purple clusters.
From his pipe the smoke ascending
Filled the sky with haze and vapor,
Filled the air with dreamy softness,
Gave a twinkle to the water,
Touched the rugged hills with smoothness,
Brought the tender Indian Summer
To the melancholy north-land,
In the dreary Moon of Snow-shoes.
Listless, careless Shawondasee!
In his life he had one shadow,
In his heart one sorrow had he.
Once, as he was gazing northward,
Far away upon a prairie
He beheld a maiden standing,
Saw a tall and slender maiden
All alone upon a prairie;
Brightest green were all her garments,
And her hair was like the sunshine.
Day by day he gazed upon her,
Day by day he sighed with passion,
Day by day his heart within him
Grew more hot with love and longing
For the maid with yellow tresses.
But he was too fat and lazy
To bestir himself and woo her.
Yes, too indolent and easy
To pursue her and persuade her;
So he only gazed upon her,
Only sat and sighed with passion
For the maiden of the prairie.
Till one morning, looking northward,
He beheld her yellow tresses
Changed and covered o’er with whiteness,
Covered as with whitest snow-flakes.
“Ah! my brother from the North-land,
From the kingdom of Wabasso,
From the land of the White Rabbit!
You have stolen the maiden from me,
You have laid your hand upon her,
You have wooed and won my maiden,
With your stories of the North-land!”
Thus the wretched Shawondasee
Breathed into the air his sorrow;
And the South-Wind o’er the prairie
Wandered warm with sighs of passion,
With the sighs of Shawondasee,
Till the air seemed full of snow-flakes,
Full of thistle-down the prairie,
And the maid with hair like sunshine
Vanished from his sight forever;
Never more did Shawondasee
See the maid with yellow tresses!
Poor, deluded Shawondasee!
‘T was no woman that you gazed at,
‘T was no maiden that you sighed for,
‘T was the prairie dandelion
That through all the dreamy Summer
You had gazed at with such longing,
You had sighed for with such passion,
And had puffed away forever,
Blown into the air with sighing.
Ah! deluded Shawondasee!
Thus the Four Winds were divided
Thus the sons of Mudjekeewis
Had their stations in the heavens,
At the corners of the heavens;
For himself the West-Wind only
Kept the mighty Mudjekeewis.