Στην εποχή του θεωρούνταν κατασκευαστικό θαύμα
Είχε ξύλινη σκεπή χωρίς στηρίγματα
Πώς θα φαινόταν άραγε σήμερα στο φεστιβαλικό κοινό του Ηρωδείου αν είχε πάνω από το κεφάλι του μια τεράστια στέγη; Δεν μπορεί να πει κανείς ότι η παρουσία της θα ήταν ευχάριστη, δεδομένων των κλιματικών συνθηκών του αττικού θέρους, στην αρχαιότητα όμως, όχι απλώς υπήρχε στέγη αλλά είχε αποτελέσει και θαύμα της αρχιτεκτονικής.
Φυσικά ήταν ξύλινη και για την κατασκευή της πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν περί τις 3.000 δέντρα, μεγάλα ως επί το πλείστον, όπως κέδροι, κυπαρίσσια και λάρικες, ενώ κατεργασμένη η ξυλεία θα πρέπει να ζύγιζε περί τους 750 – 800 τόνους. Και το σημαντικότερο: Δεν είχε καθόλου ενδιάμεσα στηρίγματα!
Ο καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ κ. Μανόλης Κορρές , ο οποίος έχει μελετήσει διεξοδικά το ζήτημα της στέγης του Ηρωδείου είναι σε θέση να μιλήσει με ακρίβεια (όση επιτρέπει ασφαλώς η απόσταση των 2000 περίπου χρόνων) για το κατασκευαστικό θαύμα, που θεωρείτο στην εποχή του αυτό το οικοδόμημα. Γιατί το Ηρώδειο, δώρο ας μη ξεχνούμε, του Ηρώδη Αττικού στην Αθήνα είχε κερδίσει από την αρχαιότητα τον θαυμασμό των ανθρώπων.
Ο Παυσανίας στα κείμενά του το χαρακτηρίζει ως το αξιολογότερο οικοδόμημα του είδους του ενώ ο Φιλόστρατος αναφέρει: «ανέθηκε δε ο Ηρώδης και το επί Ριγίλλη θέατρον, κέδρου ξυνθείς το όροφον η δε ύλη και εν αγαλματοποιίαις σπουδαία».
«Η στέγη του Ηρωδείου, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ μέγιστου ανοίγματος έως και τον 19ο αιώνα! Δύναται μετά πάσης βεβαιότητος να λεχθεί, ότι το Ηρώδειο υπήρξε το υψηλότερο κτίριο της χώρας ως την εποχή της κατασκευής του ξενοδοχείου Χίλτον ενώ την δεύτερη θέση ως τα μέσα του 20ού αιώνα κατείχαν δύο επίσης ρωμαϊκά κτίρια: το λεγόμενον Οκτάγωνον κι η λεγόμενη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης», όπως αναφέρει ο κ. Κορρές στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Ανθέμιον» της Ενωσης Φίλων Ακροπόλεως, που είναι αφιερωμένο ολόκληρο στον Ηρώδη Αττικό και την εποχή του.
Πώς όμως έγινε δυνατό αυτό το θαύμα; «Η λύση βρίσκεται μάλλον στον τρόπο κατασκευής των ρωμαϊκών γεφυρών και όχι μόνον των ρωμαϊκών στεγών», αναφέρει ο μελετητής, προσθέτοντας ότι σαν παράδειγμα προσφέρεται η γέφυρα του Τραϊανού (105 μ.Χ.) έργο του διάσημου Απολόδωρου από την Δαμασκό.
Τα διάφορα μέρη της στέγης θα πρέπει να ετοιμάζονταν στο έδαφος μπροστά από το κτίριο και την Στοά του Ευμένους, όπου θα πρέπει να συναρμολογούνταν δοκιμαστικά και να διορθώνονταν, σύμφωνα πάντα με την μελέτη του κ. Κορρέ. Στη συνέχεια χαράσσονταν στην επιφάνειά τους τα τεκτονικά σύμβολα ως οδηγοί της τελικής συναρμολόγησης και ακολούθως τα διάφορα μέρη ανεβάζονταν με την βοήθεια γερανών επάνω σε τεράστιο ικρίωμα ύψους 29 μέτρων. Εκεί ειδικοί τεχνίτες εκτελούσαν την συναρμολόγηση με τη βοήθεια άλλων μηχανών, που ήταν επίσης εγκατεστημένες σε αυτό το ύψος!
Η κατασκευή της γιγάντιας στέγης πρέπει να διήρκεσε τουλάχιστον τρία χρόνια, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος για την αναζήτηση της ξυλείας και την ξήρανσή της. Το κτίριο οικοδομήθηκε σε οκτώ το πολύ εννέα χρόνια.
Στην νεότερη εποχή μία επιπλέον απόδειξη της ύπαρξης της στέγης υπήρξε το παχύ στρώμα στάχτης που βρέθηκε από τον Πιττάκη το 1858 κατά τις ανασκαφές για την αποκάλυψη του μνημείου. Θραύσματα από κεράμους, καρβουνιασμένα ξύλα _συχνά ογκώδη_ σιδηρόκαρφα εντυπωσιακού μεγέθους και σιδηρελάσματα ήταν αναμεμειγμένα με την στάχτη. Αποτέλεσμα προφανώς, όπως σημειώνει και ο κ. Κορρές της καταστροφικής μανίας των Ερούλων το 267 μ.Χ. από την οποία δεν γλίτωσε και το Ηρώδειο.