24grammata.com/ ευθυμογράφημα
γράφει ο Βαγγέλης Μαυροδής
Το στοίχημα –ήγουν περί του πώς άνθρωπός τις εκέρδισεν έν στοίχημα, αλλ’ απώλεσεν την ζωήν αυτού, ίδωμεν πώς.
Αδελφοί μου, επιδείξατε υπομονήν μόνον, διότι η “απομουνή ανίκ’σι τ’ν αντρεία”, κατά την ρήσιν τής προ πεντηκονταετίας μεταστάσης εις κόλπους Οσίων αειμνήστου και σεβαστής γιαγιάς Αναστασίας και Φράγκαινας καλουμένης και ο ακηκοώς μαρτυρεί.
Και από τότε πέρασε μισός αιώνας και κάτι (ή, μάλλον, ένας αιώνας παρά κάτι) και ο μικρός εγγονός της γιαγιάς Αναστασίας της Φράγκαινας, ο Θόδωρος, (μικρός δηλαδή λέμε, αλλά είναι πλέον συνταξιούχος –και, άμα λέμε μικρό το Θόδωρο, τι να πούμε για τους άλλους, σουπάτι, αυτά μόνον ο ληξίαρχος τα ξέρει και αυτός ο ΑΜΚΑς, που μας έβαλαν τώρα τελευταία… Κι τι τού ‘θιλαν, να φαίνεται με το πρώτο πόσο χρονών είσαι κι εκεί που πας στις διάφορες υπηρεσίες να σε βλέπουν οι μικρές δυο φορές και να σε βλέπουν περίεργα, σαν να σου λένε “ζας ακόμα, μπάρμπα, κι μας ταλιπωράς”… και να το καταλαβαίνεις αυτό και να σου ‘ρχεται να πεις “άρε μπ…ρδο”, αλλά από ευγένεια σιωπάς και χαμογελάς κι από πάνω, κι άμα θέλεις πες και τίποτα, εκείνη με την τσίχλα στο στόμα έχει άμεση την απάντηση, και πού να πας να βρεις το δίκιο σου, η συμπεριφορά δεν καθορίζεται με νόμους και εγκυκλίους…).
Ξεφύγαμε πάλι, αλλά –είπαμε– το χούι δεν κόβεται και ξαναγυρίζουμε στο Θόδωρο τον Φράγκο (δεν τον… ξεχάσαμε), τον αγαπητό Θόδωρο, ο οποίος κληρονόμησε εκείνη τη σκωπτική διάθεση για πιργιέλιου, κι όποτε βρεθούμε όλο και κάποιο… σοβαρό καλαμπούρι θα πει. Και λέμε “σοβαρό” και εννοούμε σοβαρό, γιατί κυκλοφορούν και αστεία και ανέκδοτα που τα ακούς και γελάς από υποχρέωση, ενώ τα δικά του σε κάνουν να γελάς ακόμα και σε… κηδεία!
Τα προυχτέ μού είπε μια ιστορία για κάποιον ορεινό Χαλκιδικιώτη, που πήγε –λέει– τη γυναίκα του σε κλινική της Θεσσαλονίκης για γυναικολογικά προβλήματα κι εκεί χρειάστηκε να την ξουρίσουν, αλλά έλειπε η αρμόδια νοσοκόμα / ξουρίστρια και του είπαν ότι τη δουλειά θα την κάνει κάποιος νοσοκόμος, “εκτός αν έχετε κάποια δικιά σας” κ.λπ. και από δω και πέρα αρχίζουν τα γεγονότα, γεγονότα σπαρταριστά, τα οποία θα παρουσιάσουμε μόλις… ωριμάσουν.
Ο Θόδωρος είναι ατελείωτος, χαμογελαστός και χρήσιμος και του χρωστούσα λίγη από την εισαγωγή. Θα πρέπει να παραδεχόμαστε ότι μερικοί άνθρωποι έχουν το χάρισμα της αφήγησης και κρίμα που δεν μπορούμε να τους πάμε εκεί που πρέπει, να πουν παραμύθια και ιστορίες, και αφήνουμε να μας καθοδηγούν οι άσχετοι, οι οποίοι μπορεί να έχουν χίλια διπλώματα, αλλά δεν μπορούν να πουν αυτά που σκέφτονται και ιδίως αυτά που πρέπει κι εκεί που πρέπει.
Και μετά την ανωτέρω μακροσκοινισμένη επικεφαλίδα και εισαγωγή, που διατυπώθηκε σύμφωνα με παρόμοιες επικεφαλίδες από μυθιστορήματα του ύστερου μεσαίωνα, μπαίνουμε στο θέμα να δείξουμε πώς έχασε τη ζωή του κάποιος απ’ το χωριό μου –το Νεοχώρι, να το ξαναπούμε– ενώ κέρδισε το στοίχημα, χωρίς βέβαια να φτάσει μέχρις ημών και το κέρδος από το στοίχημα, διότι δεν πρόλαβε να το εισπράξει και να το χαρεί, όποιο κι αν ήταν αυτό το κέρδος, και μάλλον έμεινε στα αζήτητα.
Μπερδεμένα ακούγονται, αλλά αμέσως αρχίζει το κουβάρι να μικραίνει. Ας μακρύνουμε λίγο την εισαγωγή, δε βλάπτει και μάλλον όφελος θα ‘χουμε αφού το όλο θέμα μπορεί να εξαντληθεί σε λίγες γραμμές και τότε ένα κείμενο παύει να είναι τέτοιο και καταντάει να γίνει… ανέκδοτο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να συνεχίσω την εισαγωγή σε μιαν άλλη γλώσσα, σε γλώσσα υστερομεσαιωνική, αλλά αυτή η αρκετά ιδιωματική γλώσσα, δεν ανασταίνεται πια, πάει και τελείωσε, εξακολουθεί μόνο να υπάρχει και να ταλαιπωρεί τους φοιτητές των Φιλοσοφικών σχολών στα ειδικά μαθήματα, τα σχετικά με τη Βυζαντινή και Μεσαιωνική γραμματεία.
Συνεχίζουμε, λοιπόν, την παράθεση των γεγονότων σε γλώσσα κατανοητή, αν και μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, που μπήκαν στο Ντιενέι σε πολύ μικρή ηλικία, φανερώνονται με την ανάπτυξη του θέματος και προκλητικά απαιτούν να παρουσιαστούν, έστω και ανεπίκαιρα, σε ένα αναγνωστικό κοινό που ίσως (όχι ίσως αλλά, μάλλον, σίγουρα) τις αγνοεί.
Και πάμε παρακάτω, αρκετά είπαμε, να μπούμε σιγά / σιγά και στο κυρίως θέμα. Έτυχα, λοιπόν, την Καθαρή Δευτέρα του 1993 σε ένα χωριό του κάμπου της Χρυσούπολης του νομού Καβάλας, το χωριό διοργάνωσε καρναβάλι και εκεί είδα πολλά. Πέρασαν διάφοροι μασκαρεμένοι, που παρίσταναν άλλος κάποιον πολιτικό, κάποιος έναν πρωτόγονο άνθρωπο, πέρασαν πολλοί, τέλος πάντων, όλοι αυτοσχέδιοι, πλαστικό και φελιζόλ δεν υπήρχε, όλα ήταν πρωτόγονα και πηγαία. Πέρασε, όμως, και κάποιος ντυμένος με… τίποτα ή σχεδόν τίποτα δηλαδή. Ήταν γυμνός και φορούσε μόνον ένα πάμπερ, απ’ αυτά τα χοντροκομμένα που βάζουν στους γέρους για την ακράτεια, και μέσα από το πάμπερ έβγαινε ένας καθετήρας, ο οποίος κατέληγε σε μια μεγάλη άσπρη διάφανη πλαστική σακούλα, που την κρατούσε ένας συνοδός ντυμένος νοσοκόμα –γεμάτη ρετσίνα η σακούλα, για να φαίνεται σαν κατουρλιό.
Μου άρεσε η όλη παρουσίαση, ιδίως το ύφος και των δύο, που πραγματικά “ζούσαν” τους ρόλους τους. Ήταν και οι δύο γύρω στα 50 και μετά την παρέλαση εξακολούθησαν να χορεύουν, έτσι μέσα στο κρύο και στο ψιλόχιονο.
Βλέποντας αυτό το ζευγάρι που διασκέδαζε, θυμήθηκα μια παλιά ιστορία, απ’ αυτές που φτάνουν σε μας προφορικά και οι οποίες, με το πέρασμα του χρόνου, μπαίνουν στη σφαίρα του μύθου και στο τέλος ξεχνιούνται. Παιδιά, λοιπόν, στο χωριό –και μάλιστα πολλά παιδιά στο κάθε σπίτι– οι χώροι μικροί κι ο χειμώνας βαρύς, η θέρμανση στα σπίτια προβληματική, παγωνιά έξω και κρύο μέσα, ένα τζάκι τι να ζεστάνει, αργότερα μια ξυλόσομπα κάτι έκανε, βελτιώθηκε η κατάσταση, αλλά, παρ’ όλες τις φροντίδες και τα χοντρά ρούχα, όλοι –μα όλοι– βήχαμε, δεν είχαμε με τι να ασχοληθούμε, στο σχολείο βέβαια πηγαίναμε, αλλά όλα τα τελειώναμε εκεί, για το σπίτι δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα, μιαν “αντιγραφή” που την κάναμε στα γρήγορα και μετά; Μετά παίζαμε, παίρναμε και φορούσαμε ό,τι παλιό βρίσκαμε, γινόμασταν έτσι αυτοσχέδια και πρόχειρα καρναβάλια, φοβερίζαμε τα μικρότερα αδέρφια, άνω / κάτω το σπίτι, κλάμα, φασαρία και κάποια στιγμή η μάνα άρπαζε το “τζμπίδ’” (τη “μασιά”, όπως τη λένε οι των πόλεων) και βαρούσε όπου να ‘ναι, μέχρι να ησυχάσουμε.
Μια μέρα, λοιπόν, που (ξανα)χιόνιζε στο χωριό και το είχε φτάσει γύρω στο ένα μέτρο, μετά από την επιβολή της τάξης, η μάνα μάς είπε μια ιστορία για κάποιον από το χωριό, χωρίς να προσδιορίζει την εποχή κατά την οποία συνέβη το γεγονός ούτε και ποιος ήταν αυτός ο κάποιος, απλώς τον ανέφερε ως “παππού” στα παλιά τα χρόνια…
Είπε, λοιπόν, η μάνα, “μας αφηγιούνταν οι μανάκες” κι όταν κάτι έφτασε σε μας από αφηγήσεις μιας μανάκας, μην το ψάχνεις και πολύ, ξεθώριασε μέχρι να φτάσει σε μας από μανάκα σε μανάκα, χάθηκε η εποχή, ξεχάστηκε το πρόσωπο, έμεινε μόνο το γεγονός κι αυτό είναι που μετράει.
Ήταν –λέει– στα παλιά τα χρόνια κάποιος απ’ το χωριό που έβαλε στοίχημα, ότι την Καθαρή Δευτέρα θα περνούσε μέσα απ’ τον κόσμο όπως τον γέννησε η μάνα του. Τότε το καρναβάλι στα περισσότερα μέρη γιορταζόταν την Καθαρή Δευτέρα, δε νοιάζονταν κανείς για αργίες και ωράρια, μπήκαν κι άλλοι στη μέση και σιγά / σιγά μετακινήθηκε στην Κυριακή, για λόγους που ίσως εκθέσουμε κάποιαν άλλη φορά.
Έμαθαν όλοι στο χωριό για το “στοίχημα” και περίμεναν να δουν το σπάνιο θέαμα. Από διαδόσεις μερικοί γνώριζαν, βέβαια, και ποιος ήταν και οι συζητήσεις άναβαν την περιέργεια του κόσμου κι έτσι την καθορισμένη ώρα ήταν μαζωμένο όλο το χωριό στην απάνω βρύση, εκεί όπου είναι τα σπίτια των Κουιμτζήδων.
Αυτός ο μακρινός πρόγονος, λοιπόν, με τη βοήθεια φίλων, αλείφτηκε με μέλι γυμνός και κόλλησε στο κορμί του φτερά και πούπουλα από κότες, βγήκε από το σπίτι του Κουιμτζή τρέχοντας και χώθηκε ανάμεσα στον κόσμο, προσπαθώντας να περάσει απέναντι, πολύς ο κόσμος “νάτους έρχιτι”, “μ’ πχιός είνι, μαρή;”, καθένας ήθελε να δει το φαινόμενο, “ου” ο ένας, “ου” ο άλλος ,όλοι έκαναν ένα κύκλο γύρω του, τον εμπόδισαν να προχωρήσει προς το σπίτι όπου είχε τα ρούχα του, χιόνιζε, πολύ το κρύο, τον σταμάτησαν, τον καθυστέρησαν, “αφήκ’τι μι να πιράσου…”, κρύωσε, πούντιασε και σε δύο / τρεις μέρες πέθανε. Και το “στοίχημα” το κέρδισε…
Και λεν οι μανάκες (ποιος άλλος;) ότι ο μακαρίτης θα πρέπει να ήταν Καραουλίσιος και μάλιστα να ήταν δικός μας πρόγονος, από το σόι μας, αλλιώς δεν εξηγείται η σκωπτική μας διάθεση και η έφεσή μας για πιργιέλιου.
Κρίμα, που δεν σώθηκε κάτι παραπάνω και “θειος σχουρέσ’ τουν”, αλλά στο θέμα θα επανέλθουμε, μόλις μαζέψουμε νεότερα στοιχεία.
Χαιρετισμούς σε όλους και Καλές Απόκριες!