ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ “ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ” ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΡΜΕΝΙΑ

Ελευθέριος ΧΑΡΑΤΣΙΔΗΣ24grammata.com/ εκπαίδευση

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ “ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ” ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΡΜΕΝΙΑ (19ος αι. – δεκαετία του ’20 του 20ου αι.)

Ελευθέριος ΧΑΡΑΤΣΙΔΗΣ
Λέκτορας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου
Στο Τμήμα Γλώσσας, Λογοτεχνίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων χωρών.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εκπαίδευση     του     πληθυσμού     Ελλήνων    μεταναστών    της     Ρωσικής Αυτοκρατορίας, εν συνεχεία ελληνικού πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης, δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο χωριστής μελέτης ούτε από δικούς μας μελετητές ούτε όμως και από ειδικούς των τέως Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα έχει να κάνει με το γεγονός ότι σε μικρό μόνο βαθμό έχει ερευνηθεί η εθνοπολιτισμική ζωή των Ελλήνων στη Ρωσία και την ΕΣΣΔ γενικά και στην Αρμενία ειδικότερα. Εφόσον η αγωγή και η εκπαίδευση της νέας γενιάς αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εθνοπολιτισμικής και κοινωνικής κατάστασης της κοινωνίας η μελέτη τους είναι επίκαιρη, όπως άλλωστε και η μελέτη του υλικού πολιτισμού ενός λαού.

Στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές του 19ου τα εδάφη μιας αχανούς περιοχής από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας και μέχρι την Κασπία σταδιακά εντάχθηκαν στη Ρωσική αυτοκρατορία. Σε όλον αυτόν το χώρο η τσαρική κυβέρνηση δημιουργεί ένα δίκτυο στρατιωτικών, αστυνομικών, διοικητικών, δικαστικών και οικονομικών υπηρεσιών. Φυσικά, συγκροτήθηκε και ένα νέο σύστημα σχολικής εκπαίδευσης παράλληλα με το ήδη υπάρχον στις περιοχές αυτές. Ειδικές επιτροπές ασχολούτανε με την προώθηση του νέου συστήματος. Σ’ αυτές είχε ανατεθεί η οργάνωση ενός δικτύου εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όμοιων και αντιστοίχων με το μοντέλο του εκπαιδευτικού συστήματος που ίσχυε στην ίδια τη Ρωσία

Εννοείται ότι βασικός σκοπός των νεοϊδρυθέντων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ήταν η εκμάθηση της γλώσσας της αυτοκρατορίας, δηλ. της ρωσικής γλώσσας, καθώς και η επαφή τόσο των ντόπιων κατοίκων (Αρμενίων, Γεωργιανών, Αζέρων) , όσο και των μεταναστών (κυρίως Ελλήνων και Αρμενίων) με το ρωσικό πολιτισμό.

Σε ένα τέτοιο πολιτιστικό – ιστορικό πλαίσιο μελετούμε τα προβλήματα της εκπαίδευσης και του γραμματισμού στο περιβάλλον των Ελλήνων – μεταναστών. Πέραν τούτου στην ανακοίνωση μας παρουσιάζονται διεξοδικά ζητήματα που συνδέονται με τη γνώση και τη μελέτη της μητρικής γλώσσας από τους Έλληνες, πράγμα που κατά την άποψη μας αποτελεί και τη βάση της “ελληνικής εκπαίδευσης” . Μέσα στην προοπτική αυτή παρατίθεται η ιστορία της ίδρυσης σχολείων στους ελληνικούς οικισμούς καθώς και στις πρωτεύουσες των επαρχιών (ουγιέζντ ) της Αρμενίας, όπου ελάμβαναν τη βασική εκπαίδευση οι νέες γενιές των Ελλήνων.

ABSTRACT

The education of the Greek immigrants of the Russian empire and then Greek population of the Soviet Union has not been studied separately neither by our own Greek scholars nor by the scholars of the former USSR republics. This is most probably due to the fact that the ethnocultural life of the Greeks in Russia and the USSR in general and in Armenia in particular has been studied only to a small extent. Since the culture and education of the new generation is an integral part of the ethnocultural and social status of society, their study is opportune as well as the study of the material culture of a people.

At the end of the 18th century and the beginning of the 19th century the lands of a vast area from the coasts of the Black Sea to the Caspian Sea were gradually integrated into the Russian empire. The Tsar’s government established in this whole region a network of military, police, administrative, judicial and financial services. Of course, a new school system was developed in parallel with the one already existing in those regions. Special committees were engaged in the promotion of the new system. They were also assigned with the organization of a network of educational institutes similar and equivalent to the model of the educational system that used to exist in Russia itself.

It goes without saying that the main goal of the newly-established educational institutes was to teach the language of the empire, that is the Russian   language,   and   to   introduce   the   local   residents   (Armenians,

Georgians, Azéris) as well as the immigrants (mainly Greeks and Armenians) to the Russian culture.

In this cultural-historical frame, we study the problems of education and literacy in the environment of the Greek immigrants. In addition to that, our presentation also refers to issues that are linked with the knowledge and study of the mother tongue by the Greeks, something, which, in our opinion, is the basis of the “Hellenic Education”. In this perspective, we present the history of the establishment of schools in the Greek settlements and in the capitals of the districts (uyezd) of Armenia, where new generations of Greeks used to receive their basic education.

Οι ιστορικές προϋποθέσεις της εμφάνισης νέου συστήματος σχολικής εκπαίδευσης στην Ανατολική Αρμενία. Η κατάσταση της εκπαίδευσης κατά τον πρώτο μισό του 19ου αιώνα.

Στις αρχές του 18ου αιώνα παρατηρήθηκαν νέες τάσεις στην ανάπτυξη του ρωσικού πολιτισμού. Αυτή ήταν η εποχή της αλλαγής του προσανατολισμού της ορθόδοξης  μόρφωσης προς την κοσμική, κρατική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι από τον τομέα της διαπαιδαγώγησης και της εκπαίδευσης  χάθηκε η ορθόδοξη παιδαγωγική κατεύθυνση. Αυτή υποστηριζόταν πάντα από την τσαρική κυβέρνηση και διατηρήθηκε έως το 1917. Παρ’ όλα αυτά οι ανάγκες της κοινωνικής και της οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας από τις αρχές του 18ου αιώνα, κατέστησαν αναγκαία την κοσμική εκπαίδευση, συνεπώς τη δημιουργία της κοσμικής παιδαγωγικής.

Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι πίσω από την κοσμική παιδαγωγική κρύβονταν πολλοί οικονομικοί παράγοντες. Η κοινωνική και η κρατική ανάπτυξη της χώρας συνδεόταν με την ανάδειξη της ανάγκης για τα επαγγέλματα  γεωπόνων, μηχανικών, γιατρών, νομικών, δασκάλων. Πολύ μεγάλη ανάγκη υπήρχε στην εκπαίδευση κρατικών υπαλλήλων, ειδικών του στρατού ξηράς και του ναυτικού. Γι’ αυτό η κοσμική μόρφωση έγινε πλέον κρατική υπόθεση, πράγμα που συνέβαλε στην επιτυχή πραγματοποίησή της. Η αρχή στην ανάπτυξη της κρατικής μόρφωσης εκδηλώθηκε έντονα στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος επεδίωκε να θέσει τα σχολεία και την επιστήμη στην υπηρεσία των πρακτικών αναγκών του στρατού και του ναυτικού, της βιομηχανίας, του εμπορίου, και της κρατικής διοίκησης. [1,σελ. 302]

Με τον τρόπο αυτό στη Ρωσία δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ουσιαστική μόρφωση και μάλιστα πολύ πιο νωρίς απ’ ό,τι στις Ευρωπαϊκές χώρες. Η απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι το πρώτο και μεγαλύτερο μορφωτικό ίδρυμα στην Ευρώπη είναι η διάσημη σχολή των μαθηματικών και ναυσιπλοϊκών επιστημών της Αγίας Πετρούπολης. [2, σελ 94].
Δύο γεγονότα στην ιστορία της ρωσικής παιδείας που συνδέονται μ’ αυτήν την περίοδο, είναι άξια  ιδιαίτερης προσοχής. Αυτά είναι: η θεμελίωση της Ακαδημίας των επιστημών στην Αγία Πετρούπολη από τον Μεγάλο Πέτρο και η σύσταση του Πανεπιστημίου με τρεις σχολές, φιλοσοφική, νομική και ιατρική, στη Μόσχα το 1755, σύμφωνα με το σχέδιο του Μιχαήλ Λομονόσοβ. Η ιδιαιτερότητα που διακρίνει την Ακαδημία των επιστημών είναι ότι, σύμφωνα με το σχέδιο του ιδρυτή της, αυτή έπρεπε να είναι όχι μόνο κέντρο επιστημονικών ερευνών αλλά και να επικεντρώσει τις δραστηριότητές της  και στη διδακτική. Ο κοσμικός χαρακτήρας του Πανεπιστημίου της Μόσχας υπογραμμιζόταν από την απουσία σε αυτήν της θεολογικής σχολής [2,σελ342-344., 1,σελ.305].
Στην εποχή της Αικατερίνης Β’  η κυβέρνηση της Ρωσίας, έθεσε ως στόχο για πρώτη φορά την εισαγωγή και καλλιέργεια της γενικής μόρφωσης στη χώρα. Για πρώτη φορά η κυβέρνηση επέκτεινε σε αρκετά μεγάλη έκταση τη γενική εκπαίδευση με σκοπό να  ανεβάσει το επίπεδο του πολιτισμού στη χώρα. Η ίδια η αυτοκράτειρα εύρισκε τα κονδύλια στον κρατικό προϋπολογισμό. Κατά την γνώμη της, αντίθετα από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου για τον οποίο τα σχολεία ήταν  μόνον για να εκπαιδεύσουν πυροβολητές και ναυτικούς, τώρα  το έργο τους είναι να προωθήσουν τη διαπαιδαγώγηση «του ανθρώπου της νέας γενιάς».Υποθετικά  η νέα γενιά του ανθρώπου θα ανατραφεί αποκλειστικά με τον ευρωπαϊκό τρόπο. Μεγάλη προσοχή δινόταν στις ξένες γλώσσες, (κυρίως ευρωπαϊκές) και την ανθρωπιστική παιδεία. Αυτή η γενιά ανθρώπων έπρεπε να διαπαιδαγωγηθεί σε ειδικά  «ιδρύματα διαπαιδαγώγησης».  Από την  αρχή της βασιλείας της η Αικατερίνη έθεσε τα θεμέλια για τη γυναικεία μόρφωση. Δημιουργήθηκαν παρθεναγωγεία στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη. Εκτός από αυτά ιδρύθηκαν κλειστά πανεπιστήμια αποκλειστικά για γυναίκες.
Το 1764 στην Αγία Πετρούπολη, ιδρύθηκε από αυτήν το Ινστιτούτο του Σμόλνι – εκπαιδευτικό ίδρυμα  για την ανατροφή των ευγενών κοριτσιών. Σύμφωνα με τον «Κανονισμό λαϊκών σχολείων στη  Ρωσική Αυτοκρατορία», που εκδόθηκε από την αυτοκράτειρα  το 1786, στις  πόλεις της Ρωσίας έπρεπε να ιδρυθούν δύο τύποι λαϊκών σχολείων: «πρωτοβάθμια εκπαιδευτήρια» (στις πρωτεύουσες των κυβερνείων) με τέσσερις τάξεις και με ευρύ μορφωτικό πρόγραμμα και οι «ανώτερες» σχολές που έπρεπε να ετοιμάζουν διδάσκοντες για τα «πρωτοβάθμια», τα οποία θα ιδρυόταν στις επαρχιακές πόλεις. Το μορφωτικό πρόγραμμα της Αικατερίνης έλαβε υπόψη του και μερικές από τις εθνικές ιδιαιτερότητες  της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Έτσι λοιπόν, ύστερα από την ένωση της Κριμαίας και με τις γύρω περιοχές στην Ρωσία, η αυτοκράτειρα διέταξε τον κόμη Ποτιόμκιν να ιδρύσει εθνικά σχολεία στο  Νότο της Ρωσίας με τη διδασκαλία της ρώσικης, της ελληνικής και της τατάρικης γλώσσας.[3, σελ291] Όμως το πείραμα για διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς απέτυχε. Όσον αφορά τη στοιχειώδη εκπαίδευση η Ρωσία έμεινε πίσω από την Ευρώπη. Εκτός από το ότι το σύστημα των μορφωτικό-παιδαγωγικών ιδρυμάτων δεν απέδωσε, το κράτος ξεχνούσε να τα χρηματοδοτεί. Τη χειρότερη κατάσταση αντιμετώπιζαν τα σχολεία στις επαρχίες.

Έτσι, λοιπόν, η ανάπτυξη της κοσμικής μόρφωσης στη Ρωσία υπό την προστασία της κυβέρνησης είχε αναμφισβήτητη επιτυχία. Δεν ονομάστηκε τυχαία  ο 18ος αιώνας «Αιώνας του Διαφωτισμού». Έως το τέλος του αιώνα στη Ρωσία υπήρχαν περίπου 550 εκπαιδευτικά ιδρύματα, στα οποία  εκπαιδεύονταν περισσότεροι από 60.000 σπουδαστές.[1, σελ.306]

Το Σεπτέμβριο του 1802 εκδόθηκε το μανιφέστο για την ίδρυση Υπουργείων. Το σύνολο των δημιουργημένων Υπουργείων ήταν 8, το ένα από τα οποία ήταν το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Το νέο αυτό Υπουργείο Παιδείας εκπόνησε και πραγματοποίησε σχέδιο αρκετά ευρείας ανάπτυξης της μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την ίδρυση σχολών τεσσάρων κατευθύνσεων (ειδών): 1)αγροτικές ενοριακές, 2) επαρχιακές, 3) περιφερειακές ή γυμνάσια  (με πολύ ευρύ διδακτικό πρόγραμμα), 4) πανεπιστήμια. Οι ενοριακές σχολές ιδρυόταν και χρηματοδοτούνταν από τις τοπικές κοινωνίες και γι’αυτό το λόγο δεν  αναπτύχθηκαν πολύ [3, σελ. 305].

Για να οριστεί η κατεύθυνση σε ένα σχολείο την εποχή που υπήρχε το Υπουργείο Παιδείας, δημιουργήθηκε η Γενική Διεύθυνση σχολών στα πλαίσια της οποίας λειτουργούσε η Διδακτική Επιτροπή, το έργο της οποίας ήταν να παρακολουθεί τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εκδίδονταν στην Ρωσία. Για την προετοιμασία των στελεχών των καινούριων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ιδρύθηκε στην Αγία Πετρούπολη το Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο, το οποίο το 1819 μετατράπηκε σε Πανεπιστήμιο.

Κατά την αναφερόμενη περίοδο στη Ρωσία υπήρχαν 42 γυμνάσια, 405 επαρχιακές σχολές και 6 πανεπιστήμια. Όλη η Ρωσία είχε διαιρεθεί σε 6 εκπαιδευτικές περιφέρειες. Σε κάθε περιφέρεια το έργο της λαϊκής εκπαίδευσης διευθυνόταν από το τοπικό πανεπιστήμιο. [3, σελ. 305].

Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών στην παιδεία, έγινε η ένωση της Ανατολικής Αρμενίας (τα σύνορα της οποίας συμπίπτουν με την σημερινή Αρμενία) με την Ρωσική Αυτοκρατορία. Η ένωση, η οποία άρχισε  το 1801, ολοκληρώθηκε το 1828. Η κυβέρνηση της Ρωσίας δημιούργησε στην Αρμενία μια μεγάλη αλυσίδα από στρατιωτικά, αστυνομικά, διοικητικά, νομικά και οικονομικά  ιδρύματα, μέσω των οποίων επιδίωκε να πετύχει στόχους εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Όλα τα προαναφερόμενα ιδρύματα  ήταν συγκεντρωμένα σε οικισμούς, οι περισσότεροι από τους οποίους  ήδη τη 4η δεκαετία του 19ου αιώνα μετατράπηκαν σε πόλεις. Ειδικές επιτροπές  είχαν την αποστολή να οργανώσουν αλυσίδα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που θα είχαν τη μορφή του συστήματος της Ρωσίας. Οργανώθηκε η Εκπαιδευτική Περιφέρεια του Καυκάσου με έδρα την Τιφλίδα. [4, σελ.243-253]

Ύστερα από την ένωση της Υπερκαυκασίας με τη Ρωσική Αυτοκρατορία ένα μεγάλο κύμα πολυεθνικού πληθυσμού (κυρίως Αρμένιοι και Έλληνες) ήρθε στην Ανατολική Αρμενία και τις ανατολικές περιοχές της Γεωργίας. Λόγω της ανεπαρκούς ποσότητας των πληροφοριών, είναι δύσκολο να δοθεί σαφής εικόνα της εκπαίδευσης τόσο στο περιβάλλον του ντόπιου πληθυσμού τόσο και των μεταναστών αυτών.

Μιλώντας για την Αρμενία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποσπασματικές πληροφορίες της περιόδου αυτής τις  οποίες μπορούμε να βρούμε στα αρχεία και σε περιγραφές και πολύ συχνά στις έρευνες και στις εκθέσεις των στρατιωτικών υπαλλήλων, μας δίνουν μια εικόνα για τα αρμενικά και τα μουσουλμανικά σχολεία. Όπως φαίνεται από τις πληροφορίες αυτές, τα σχολεία
λειτουργούσαν σύμφωνα με τις θρησκευτικές ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και αποτελούσαν την κύρια πηγή της μόρφωσης. Γενικά όμως, στην αναφερόμενη περίοδο, η Ανατολική Αρμενία δεν έδινε την αναμενόμενη εικόνα στον τομέα της εκπαίδευσης. [4, σελ.243-251]

Στα μουσουλμανικά σχολεία οι καθηγητές ήταν εκπρόσωποι του κλήρου. Ήταν και οι μόνοι που είχαν το δικαίωμα της εκπαίδευσης των νέων. Το αντικείμενο της μελέτης ήταν το κοράνι, που ήταν γραμμένο στην αραβική γλώσσα, εντελώς ακατανόητη για τους μαθητές και λίγο κατανοητή για τους καθηγητές. Έτσι οι γνώσεις που αποκτούσαν οι μαθητές δεν είχαν κανένα
πραγματικό όφελος. Αμέσως μετά την ολική προσάρτηση της Ανατολικής Αρμενίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία, στο περιβάλλον των Αρμενίων (των ντόπιων και των μεταναστών) παρατηρήθηκε μεγάλη στροφή προς την εκπαίδευση. Ήδη στις αρχές της 3ης δεκαετίας του 19ου αιώνα στο μοναστήρι του Ετσμιατζίν ιδρύθηκε το πνευματικό ιεροδιδασκαλείο. Εκτός από αυτό, ο αρμενικός κλήρος ίδρυσε μερικές, όχι πολύ μεγάλες, σχολές. Σε όλα αυτά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η διδασκαλία γινόταν στην μητρική τους γλώσσα. [4, σελ.252].

Το προαναφερόμενο σύστημα της εκπαίδευσης στην περιοχή όλης της Υπερκαυκασίας μπήκε σε λειτουργία ύστερα από την πλήρη προσάρτηση της Αρμενίας στη Ρωσία. Σε όλη την Υπερκαυκασία άνοιγαν κυριακάτικα σχολεία: γυμνάσια,  συμπεριλαμβανομένων και γυναικείων γυμνασίων, αστικά σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης κ.α.

Η Αρμενία, όπως πολλά άλλα απόκεντρα μέρη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, εντάχθηκε σε αυτή την κοινή διαδικασία. Εφαρμόζοντας το καινούριο σύστημα εκπαίδευσης το Υπουργείο λάμβανε υπόψη του τις εθνικές ιδιαιτερότητες του τόπου αφενός και μέσα από αυτό το σύστημα προσπαθούσε να διαδώσει την ιδέα της Μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας αφετέρου.

Έτσι λοιπόν, στο Ερεβάν ιδρύθηκε περιφερειακή σχολή που αποτελούνταν από 3 τάξεις: μία για αρχαρίους, ενοριακή και δύο τάξεις για προχωρημένους. Τα αντικείμενα διδασκαλίας ήταν: τα θρησκευτικά για τους Αρμενίους και το κοράνι για τους μουσουλμάνους. Οι γλώσσες ήταν: ρωσικά, αρμενικά, τουρκικά και περσικά. Άλλα αντικείμενα ήταν η αριθμητική, η γενική γεωγραφία, η γεωγραφία της Ρωσίας κ.α. Οι διδάσκοντες ήταν δύο για τις μεγάλες τάξεις και ένας για τις μικρές. Μαθητές: 101.

Την ίδια περίοδο άνοιξε η Περιφερειακή σχολή και στην πόλη Αλεξανδραπόλ (Λενινακάν έως 1993, σήμερα Γκιουμρί). Η σχολή είχε δύο τάξεις. Τα αντικείμενα διδασκαλίας ήταν θρησκευτικά, δηλαδή σύντομη κατήχηση και σύντομη ιστορία της θρησκείας, ρωσική γλώσσα και ρωσική γραμματική, καθώς επίσης  αρμενική γλώσσα, ταταρική (τουρκική) γλώσσα, αριθμητική, γεωγραφία του Καύκασου και της Υπερκαυκασίας και καλλιγραφία. Η σχολή είχε πλούσια βιβλιοθήκη απασχολούσε  4 δασκάλους, ενώ είχε 65 μαθητές. Περιφερειακή σχολή με 80 μαθητές ιδρύθηκε και στο Ναχιτσεβάν. Ενώ στο μοναστήρι της Αγίας Ριψιμέ (στην πόλη Ετσμιτζίν) άρχισε να λειτουργεί το μοναδικό στη Ανατολική Αρμενία ίδρυμα  εκπαίδευσης γυναικών. Εδώ εκπαιδευόταν 19 κοπέλες,¨ 4 Ρωσίδες, 12 Αρμένισσες και 3 μουσουλμάνες. Το ίδρυμα είχε τα εξής αντικείμενα διδασκαλίας: τα θρησκευτικά για τις Ρωσίδες ορθόδοξους και Αρμένισσες, το κοράνι για τις μουσουλμάνες, ρωσική, αρμένική και ταταρική (δηλ. τουρκική) γλώσσα και εργόχειρο. [4,σελ.253]

Ο κύριος σκοπός όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ήταν η διδασκαλία της γλώσσας της αυτοκρατορίας, δηλαδή της ρωσικής γλώσσας και η επαφή (κοινωνία) των μεταναστών και των ντόπιων κατοίκων με την ρωσική κουλτούρα. Ο στόχος της τσαρικής κυβέρνησης ήταν βαθμιαίος ο εκρωσισμός των καινούριων περιοχών της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Αυτή η διαδικασία δεν είχε μαζικό χαρακτήρα και δεν ήταν αποτελεσματική, επειδή «.τσαρικές κυβερνήσεις επεδίωκαν τον εκρωσισμό των υπηκόων της αυτοκρατορίας, δεν εφάρμοζαν κανένα συγκεκριμένο σχέδιο για την ενθάρρυνση των μη ρωσικών εθνοτήτων στη εκμάθηση της ρωσικής.» [5, σελ.187].  Ένας από τους κρατικούς υπαλλήλους, που εργαζόταν για πολλά χρόνια στη ρωσική διοίκηση στην Κεντρική Ασία, υποστήριζε, πως αξίζει να σημειωθεί, ότι «η προσπάθεια ευρείας διάδοσης της ρωσικής γλώσσας και άλλων μαθημάτων του σχολικού μας προγράμματος κρύβει δυσδιάκριτες μυστικές ελπίδες για τον εκρωσισμό του τοπικού πληθυσμού, ελπίδες οι οποίες αποδείχτηκαν μάταιες»[6, σελ.101]. Να τι έγραφε ένας περιηγητής για το Αζερμπαϊτζάν: «Είναι δύσκολο να φανταστείς ότι ταξιδεύεις στη ρωσική βασιλεία. Πουθενά δεν βλέπεις ούτε ένα ρωσικό πρόσωπο, δεν ακούς ούτε μια λέξη ρωσική, τίποτα ρωσικό. Τουλάχιστον να διακρινόταν ένας σταυρός μιας εκκλησίας, όμως ήδη εδώ και ένα ολόκληρο αιώνα ο τόπος αυτός θεωρείται ρωσικός.» [7, σελ.109-110]. Ένας από τους μελετητές του νομού  του Ερεβάν το 1853 έγραφε σχετικά: «Η κυβέρνηση ίδρυσε σχολές στις πόλεις Ερεβάν, Ναχιτσεβάν και Αλεξανδραπόλ. Το βασικό αντικείμενο της μελέτης είναι η ρωσική γλώσσα και (η κυβέρνηση Ε.Χ) πρέπει να ελπίζει, ότι οι νέες βελτιώσεις στην εκπαιδευτική πολιτική της Υπερκαυκασίας στο μέλλον θα δώσουν καλύτερα αποτελέσματα, απ’ ότι είχαν έως τώρα». [4, σελ.252]

Για το τι ακριβώς συνέβαινε στο περιβάλλον των Ελλήνων μεταναστών στα πλαίσια της εκπαίδευσης κατά το 1830 -1840 μπορούμε μόνο να υποθέσουμε. Τουλάχιστον στη βιβλιογραφία της περιόδου αυτής δεν υπάρχει καμία αναφορά στα εθνικά σχολεία και ούτε στο επίπεδο της μόρφωσης των Ελλήνων μεταναστών.

Η εθνοπολιτιστική και γλωσσική κατάσταση στο περιβάλλον των Ελλήνων – μεταναστών. Οι πρώτοι δάσκαλοι  της ελληνικής γλώσσας και της διδασκαλίας της στις σχολές της ανατολικής Αρμενίας.

Στις αρχές της 5ης δεκαετίας του 19ου αιώνα στο ελληνικό περιβάλλον της Ανατολικής Αρμενίας δημιουργήθηκε μια περίεργη κατάσταση. Η ήδη διαμορφωμένη ελληνική κοινότητα αποτελούνταν από διάφορες ξεχωριστές εθνογραφικές ομάδες Ελλήνων από διάφορες περιοχές της Τουρκίας, η κάθε μία από τις οποίες είχε την ιστορία της, τη γλώσσα της (ελληνική ή τουρκική), τις δικές της ιδιαιτερότητες στη οικιακή οικονομία και τον τρόπο ζωής. Η κάθε ομάδα είχε τη δική της ονομασία  (οι Ρωμαίοι- αυτοί που μιλούσαν «ρωμέικα», δηλ., την ποντιακή διάλεκτο και οι Ουρούμ – αυτοί που μιλούσαν τούρκικα). Το πρώτο ρεύμα των προσφύγων ήταν από τις περιοχές  του Ερζερούμ, του Καρς και του Μπαγιαζέτ. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς, κυρίως οι Έλληνες από το Ερζερούμ, εγκαταστάθηκαν στην Τριαλέτι (στην Τσάλκα). Ένα τμήμα των οποίων πήγε στην περιοχή της πόλης Αλεξανδραπόλ, δημιουργώντας έτσι τους συνοικισμούς Μπαγιαντούρ και Μπαϊτάρ. Αυτοί στο μεγαλύτερο μέρος ήταν τουρκόφωνοι. Περιγράφοντας τους Έλληνες του Μπαγιαντούρ, ένας στρατιωτικός υπάλληλος έγραφε: «Αυτοί δεν ξέρουν καθόλου τη γλώσσα των ομοφύλων τους και μιλούν αποκλειστικά στην τουρκική γλώσσα». Παρακάτω, τονίζοντας τις εθνοπολιτιστικές ιδιαιτερότητες αυτής της ομάδας των Ελλήνων, ο συγγραφέας γράφει: «.Μόνο η θρησκεία τους ξεχωρίζει από τους γείτονές τους, τους μουσουλμάνους. Σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ακριβώς ίδιοι με τους τελευταίους» [4, σελ.183]. Σίγουρα για έναν στρατιωτικό δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού και πολύ περισσότερο για ό,τι είχε σχέση με την καθημερινή ζωή και την παραδοσιακή ενδυμασία, που διακρίνει αυτήν την εθνογραφική ομάδα των Ελλήνων.

Οι Έλληνες από τις περιοχές του Μπαγιαζέτ, του Καρς και της Τραπεζούντας, εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Λορή στα ελληνικά χωριά Γιαγκντάν, Ανκαβάν (πρώην Μισχανά, Νοβομιχάιλοβκα), στη χαράδρα του Παμπάκ, κοντά στα εργοστάσια του Αλαβερντί και στο χωριό Σιτσί- Μαντάν. Αυτό το κομμάτι των Ελλήνων ήταν ελληνόφωνο. Επίσης αυτή η ομάδα ήταν φορέας δύο γλωσσών ταυτόχρονα: της μητρικής τους ελληνικής (ρωμέικης) και της τουρκικής, η οποία ήταν η γλώσσα επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο εθνογλωσσολογικές  ομάδες Ελλήνων, αλλά και όλων των μεταναστών από την Τουρκία. Η τουρκική γλώσσα ήταν η επίσημη γλώσσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και γλώσσα της διεθνούς επικοινωνίας μέσα στην αυτοκρατορία. Μπορούμε να πούμε πως η διγλωσσία στο ελληνόφωνο περιβάλλον διατηρήθηκε έως το 1920-30. Ένα μέρος εκπροσώπων αυτής της ομάδας, κυρίως οι τεχνίτες, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Αλεξανδροπόλ.[8, σελ.238-239].

Το 1839 στην Αλεξανδροπόλ εμφανίστηκε μεγάλη ομάδα προσφύγων, η οποία αποτελούσε μία ομάδα από πολύ καλούς τεχνίτες, εμπόρους. Ανάμεσά τους πολλοί Έλληνες γνωστών έως τις μέρες μας οικογενειών, όπως: των Τσιτοχτσόβων, Μερκούροβων κ.α. Με την πρωτοβουλία τους και τις δωρεές τους  το 1849, άρχισε να χτίζεται η εκκλησία στο όνομα του Αγίου Γεωργίου του Νικηφόρου, η οικοδόμηση της οποίας ολοκληρώθηκε το 1852. Η νέα αυτή ομάδα προσφύγων είχε επίσης ελληνική παιδεία και βεβαίως γνώριζε και την νέα ελληνική γλώσσα. Φυσικά αργότερα αυτοί παίξανε σημαντικό ρόλο τόσο στη διατήρηση της γλώσσας, όσο και στη σε βάθος μελέτη της. Οι Έλληνες της πόλης Αλεξαντροπόλ χρησιμοποίησαν την ευκαιρία που έδινε η Κυβέρνηση, επιτρέποντας τη «γραπτή χρήση των εθνικών γλωσσών, αλλά μόνο στο πλαίσιο της παρεχόμενης εκκλησιαστικής εκπαίδευσης.»[5, σελ.187., 1, σελ.57]. Όμως εδώ η ελληνική εκπαίδευση δεν είχε μεγάλη επέκταση. Στην πόλη εμφανίστηκαν και δάσκαλοι που δίδασκαν αφιλοκερδώς τη νέα ελληνική γλώσσα στα Ελληνόπουλα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με την εμφάνιση στην πόλη του δασκάλου της ελληνικής γλώσσας του Ιωακειμίδη Ισραήλ του Θεοδοσίου. Αρχίζοντας από το 1852 στη σχολή της Αλεξανδραπόλ, στην οποία υπήρχαν μόνο δύο τάξεις, η διδασκαλία της μητρικής ελληνικής γλώσσας γινόταν σε εθελοντική βάση. Την πρωτοβουλία και την ευθύνη είχε ο γραμματέας του κυβερνείου, δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας, ο Ιωακειμίδης, γιος του πρωθιερέα που μορφώθηκε στο γυμνάσιο της Τραπεζούντας. Αυτός είχε τιμηθεί με το Σκούρο Μπρούντζινο μετάλλιο για τη συμμετοχή του στον τουρκικό πόλεμο το 1853-1856. Το 1853 είχε διοριστεί καθηγητής της  ελληνικής γλώσσας στην περιφερειακή σχολή της Αλεξανδραπόλ. Το 1854, ύστερα από την μεσολάβηση του διευθυντή διεύθυνσης της εκπαίδευσης του Καυκάσου ο Ιωακειμίδης «ανταμείφθηκε με 100 ρούβλια για την αφιλόκερδη προσφορά του στη διδασκαλία την ελληνικής γλώσσας στους Έλληνες μαθητές την περίοδο από Οκτώβρη του 1852 ως το Μάρτη του 1854», δίδασκε στην ίδια αυτή σχολή θρησκευτικά στην ελληνική γλώσσα, καθώς επίσης και την τουρκική γλώσσα. [9, Α.19, φάκελοι 64].

Η κατάσταση αυτή επικρατούσε έως το 1860. Στην καθημερινότητα των Ελλήνων έμπαιναν σιγά – σιγά η ρωσική και η αρμενική γλώσσα. Αυτό υπαγορευόταν από κοινωνικά αίτια και πιο πολύ από την ανάγκη να «έχουν ευκολότερη πρόσβαση είτε στον διοικητικό μηχανισμό είτε στο κυρίαρχο κοινωνικό σώμα.» [5, σελ.187]. Αργότερα η αρμενική γλώσσα έγινε η βασική γλώσσα για τη διεθνή επικοινωνία στην πόλη. Από την άλλη πλευρά η υποχρεωτική γνώση της ρωσικής γλώσσας απέδειξε τη δική της χρησιμότητα. Αναφερόμενος σ’ αυτό το θέμα, ένας από τους ερευνητές του κυβερνείου Ερεβάν το 1855, έγραφε για τους κατοίκους της Αλεξανδραπόλ.: «Όλοι οι κάτοικοι, λίγο έως πολύ, μιλούν καλά την ρωσική γλώσσα, πράγμα που είναι σπάνιο στις άλλες πόλεις του κυβερνείου Ερεβάν».[4, σελ.259].
Διαφορετικά ήταν τα πράγματα στον τομέα της εκπαίδευσης  στις βόρειες περιοχές της Αρμενίας, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι οικισμοί των Ελλήνων μεταλλωρύχων, που είχαν ιδρυθεί εκεί το 1760 – 1770. Οι περιοχές αυτές και μαζί τους οι οικισμοί των Ελλήνων λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν από τους Πέρσες στα τέλη του 18ου αιώνα.

Η αποστολή της ειδικής επιτροπής μεταλλουργίας της τσαρικής κυβέρνησης στις περιοχές αυτές με την καθοδήγηση του κόμη Μούσιν-Πούσκιν βρήκε το κομμάτι των Ελλήνων που είχε σωθεί, σε τραγική κατάσταση.

Για την ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων εργοστασίων δεν έφταναν τα εργατικά χέρια. Ο κόμης Μ.- Πούσκιν ήλπιζε να προσελκύσει για αυτές τις θέσεις εργασίας ειδικούς από την Ανατολία που εργάζονταν σε τουρκικά εργοστάσια, δηλ. Έλληνες. [10, σελ.253]. Ήλπιζε μάλιστα να εγκαταστήσει στις περιοχές αυτές από 2500 – 3000 χιλιάδες εργαζομένους.

Στην έκθεσή του προς την Κυβέρνηση πρότεινε να προσκληθούν για την ανασυγκρότηση και την επέκταση της μεταλλουργίας στη Γεωργία μόνον Έλληνες που θεωρούνταν πρωτοπόροι στον τομέα της μεταλλουργίας στον Καύκασο. Κατά τη γνώμη του οι Έλληνες, επειδή γνώριζαν άριστα την αγορά και ήταν καλά οργανωμένοι στην Τουρκία, είχαν αναπτύξει εμπόριο με όλες της γειτονικές χώρες.
Έτσι λοιπόν στις αρχές του 1803 υπογράφτηκαν συμφωνίες ανάμεσα στους πρίγκιπες των περιοχών αυτών και τους Έλληνες μεταλλουργούς και εγκαθιδρύθηκαν οι διοικήσεις στα μεταλλουργικά εργοστάσια του Αλαβερντί και της Αχταλά. Το 1804 ο κόμης ανακοίνωσε στους ανωτέρους του ότι από την Ανατολία και την Κωνσταντινούπολη αναμένονται 1500 οικογένειες για να εγκατασταθούν κοντά στα εργοστάσια [10, σελ.71].

Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Εσάτζε, από τον κόμη Μ.-Πούσκιν συγκροτήθηκε επιτροπή η οποία ανέλαβε τη διαδικασία υπογραφής του συμφωνητικού μεταξύ των Ρώσων, Ελλήνων και των προαναφερθέντων αρχών. Η ελληνική πλευρά με επικεφαλή τον αρχιμεταλλουργό Φ. Χατζιφώτοβ απαρτίστηκε από μορφωμένους και γνωστούς Έλληνες όχι μόνο στον κύκλο των Ελλήνων, αλλά και στο περιβάλλον του εντόπιων ευπατρίδων.

Αυτό το γεγονός μας ενδιαφέρει από την άποψη των γλωσσών που χρησιμοποιήθηκαν για να συνταχθούν οι προαναφερόμενες συμφωνίες (το συμφωνητικό). Το συμφωνητικό αυτό έχει συνταχθεί σε τρεις γλώσσες: ελληνική, γεωργιανά  και ρωσική. Στα πρώτα του αντίγραφα οι Έλληνες υπέγραψαν ελληνικά και γεωργιανά. Στο ρωσικό αντίγραφο στη θέση τους υπέγραψε ο πληρεξούσιος εκπρόσωπός τους ο Διονύσιος Τσεταμπούζοβ, σημειώνοντας ότι οι Έλληνες δεν ξέρουν τη ρωσική γλώσσα. [10, σελ.127]. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς γνώριζαν τη ελληνική γλώσσα. Για το γεγονός ότι οι Έλληνες γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν τη μητρική τους γλώσσα έμμεσα μαρτυρούν οι επιγραφές στα ελληνικά στους επιτάφιους σταυρούς και οι προσωπικές υπογραφές στην ελληνική γλώσσα που έβαζαν οι Έλληνες σε διάφορες δηλώσεις, αιτήσεις κ.λ. [9,19,133,20,105,113,112]

Όμως, λόγω της έλλειψης οποιονδήποτε πληροφοριών για σχολεία και σχολές στα ελληνικά χωριά των μεταλλωρύχων στις βόρειες περιοχές της Αρμενίας κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα είναι δύσκολο να μιλάμε για «ελληνική εκπαίδευση».

Γενικεύοντας, μπορούμε να επισημάνουμε ότι στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα στις νεοαποκτημένες περιοχές της Υπερκαυκασίας, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Αρμενίας, αναπτύχθηκε μια μορφή, ένα σύστημα  κοσμικής εκπαίδευσης. Αυτό το σύστημα υπηρετούσε τα συμφέροντα της Ρωσικής αυτοκρατορίας και είχε ως στόχο την προώθηση του ρωσικού πολιτισμού, της γλώσσας κ.λ. Όμως μέσα σ’ όλη αυτή τη χαοτική κατάσταση στην οποία βρισκότανε αυτό το σύστημα διακρίνονται ήδη τα βλαστάρια της γενικής εκπαίδευσης και, όπως θα δούμε στη συνεχεία, «εθνικής εκπαίδευσης».

Κοινωνικό – παιδαγωγικό κίνημα στη Ρωσία το 60 – 70 του 19ου αιώνα. Η παραδοσιακή διαπαιδαγώγηση των παιδιών στο ελληνικό περιβάλλον. Η μεταρρύθμιση στη μέση εκπαίδευση. Ίδρυση σχολείων και σχολές στα ελληνικά χωριά. Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στη μέση εκπαίδευση.

Στην 6η δεκαετία του 19ου αιώνα παρουσιάστηκε το κοινωνικό – παιδαγωγικό κίνημα. Σ’ αυτό συμμετείχαν άνθρωποι διάφορων κοσμοθεωριών, οι επονομαζόμενοι δημοκράτες και εκπρόσωποι της τάξης των ευγενών. Δεν τους ικανοποιούσε η κατάσταση της εκπαίδευσης στη χώρα. Ήταν πρόθυμοι να δημιουργήσουν καινούριο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο θα ικανοποιούσε τις ανάγκες  της κοινωνικό – οικονομικής εξέλιξης της χώρας. Θεωρούσαν επίσης αναγκαίο  το σύστημα αυτό να συμπεριλάβει τα ευρεία λαϊκά στρώματα του πληθυσμού. Γι’ αυτό έπρεπε να ιδρυθούν στα χωριά δημοτικά σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης. Το κοινωνικό – παιδαγωγικό κίνημα έπαιρνε διαστάσεις από χρόνο σε χρόνο. Στην αρχή του 20ου  αιώνα σχεδόν όλοι οι καθηγητές των λυκείων και γυμνασίων, καθηγητές των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και μορφωμένοι γονείς συμμετείχαν στο κίνημα αυτό. Στη συνέχεια όλα τα νεοϊδρυθέντα κόμματα στα προγράμματά τους είχαν σχετική παράγραφο με τις απαιτήσεις στον τομέα της εκπαίδευσης [1, σελ. 308].

Από αυτή την περίοδο παρατηρείται η ραγδαία εξέλιξη της εκπαίδευσης στην επικράτεια της Ρωσίας. Στα γυμνάσια άρχισαν να διδάσκουν την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα. Παράλληλα με τα γυμνάσια υπήρχαν και τεχνικές σχολές, οι απόφοιτοι των οποίων μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα ανώτερα τεχνικά ιδρύματα.

Η δεκαετία του 70 διακρίνεται με την έναρξη της ανώτατης εκπαίδευσης των γυναικών. Ήδη από την αρχή της δεκαετίας εμφανίστηκαν σχολές για γυναίκες με πανεπιστημιακά προγράμματα μαθημάτων. [3, σελ. 342-343]

Αυτή την περίοδο ιδρύθηκαν ενοριακά σχολεία στα ελληνικά χωριά και τεχνικές σχολές στις πόλεις της Ανατολικής Αρμενίας. Στην πόλη Αλεξαδραπόλ ιδρύθηκε γυναικεία σχολή, η οποία έδινε τη δυνατότητα στα κορίτσια να συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους.

Η δημιουργία των γυμνασίων για γυναίκες ήταν μια κίνηση προοδευτική. Τα αγόρια και τα κορίτσια μέσα στην ελληνική οικογένεια, κατά παράδοση, διαπαιδαγωγούνταν διαφορετικά. Τα κορίτσια από νηπιακή ηλικία ακόμη συνήθιζαν τις καθημερινές οικιακές ασχολίες και τους κανόνες συμπεριφοράς, που τους διέκρινε το γυναικείο μέρος της ελληνικής κοινότητας. Αυτές
διαπαιδαγωγούνταν στο σπίτι. Με την διαπαιδαγώγησή τους ασχολούταν η μητέρα τους. Στα σπίτια των πλούσιων αστικών οικογενειών μετά τα 7-8 τους χρόνια τη διαπαιδαγώγηση αναλάμβαναν οι γκουβερνάντες, οι οποίες διδάσκανε μουσική, εργόχειρο, ξένες γλώσσες. Ταυτόχρονα διατηρήθηκαν οι παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας δηλ: χοροί, γεύματα, μασκαράτες κ.α.[11, σελ.182-184., 8, σελ.237-238] Στα χωριά οι μορφές ψυχαγωγίας αλλά και η συμμετοχή σ’ αυτές ήταν περιορισμένες. Τα κορίτσια συμμετείχαν στις τυπικά γυναικείες μορφές ψυχαγωγίας, για παράδειγμα, σε διάφορούς τρόπους μαντείας («φιτσίακ»), τους οποίους διοργάνωναν την Απόκριες κ.α. [11, σελ182-184., 8, σελ.237-238].

Γενικά, όλα τα κορίτσια και όλες οι γυναίκες στα χωριά ήταν στην κυριολεξία αναλφάβητες. Ούτε ένα κορίτσι δε φοιτούσε στα ενοριακά σχολεία των ελληνικών χωριών. Η πλειοψηφία μάλιστα αυτών στα τέλη του 19ου αιώνα ακόμη και μετά τη δημιουργία των σχολών μέσης εκπαίδευσης και των τεχνικών σχολών, βρίσκονταν εκτός (αυτών). Σ’ αυτό μπορούν να δοθούν μερικές αντικειμενικές εξηγήσεις. Πρώτα από όλα οι θρησκευτικές αντιλήψεις της κοινωνίας απαγόρευαν την είσοδο των κοριτσιών στο σχολείο, η πόρτα του οποίου «ήταν προνόμιο των αγοριών μονάχα και κάθε απόπειρα παραβίασης της αρχής αυτής από γυναίκα, κρινότανε ως ιεροσυλία.»[12,σελ.53]

Ένας αρκετά σημαντικός λόγος ήταν η έλλειψη των γυναικών καθηγητριών, η παρουσία των οποίων έδινε την δυνατότητα στις κοινότητες να οργανώνουν και να ανοίγουν σχολεία, γυμνάσια και σχολές για γυναίκες και κορίτσια. Σε άλλες περιπτώσεις οι τοπικές κοινότητες δεν είχαν την οικονομική άνεση για την ίδρυση γυναικείων ενοριακών σχολείων και σχολών. Σύμφωνα με το νόμο απαγορευότανε η ίδρυση κοινών σχολείων για τα αγόρια και κορίτσια. Γι’ αυτό το λόγο αξιολογούνταν ως πιο σημαντική η ίδρυση σχολειών για τα αγόρια [9, 19/φ. 600].

Με βάση τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα τα παραπάνω εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν επιφορτισμένα να διδάξουν όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και διάφορες τέχνες, γεγονός το οποίο θα προσέλκυε τα παιδιά και των δύο φύλων στα σχολεία και θα μπορούσε στο μέλλον, να αποτελέσει στήριγμα για τις φτωχές οικογένειες. Έτσι, ο επόπτης της τεχνικής σχολής δύο τάξεων του Μπαϊαντούρ κατά την αναφορά του στην ανώτατη διεύθυνση παραπονιόταν ότι οι γονείς δε έστελναν εδώ τις κόρες τους να σπουδάσουν, παρ’ όλο που εκτός από τη γλώσσα είχαν τη δυνατότητα να διδαχθούν και το εργόχειρο.[9, 19/φ. 710]. Δυστυχώς, η τεχνική σχολή του Μπαγιαντούρ δεν ήταν η εξαίρεση. Σχεδόν σε όλους τους ελληνικούς οικισμούς παρατηρούνταν η ίδια εικόνα. [9, 19/φ. 710]

Από το 1880 και μετά στις πόλεις της Αρμενίας, εκτός από τη διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών στο σπίτι, όλο και περισσότερη σημασία αποκτούσε αυτή που πραγματοποιούνταν εκτός σπιτιού. Στην πόλη Αλεξαντραπόλ ιδρύθηκαν το ενοριακό σχολείο για τα κορίτσια και γυναικείο προγυμνάσιο. Και τα δύο συντηρούνταν, κατά κύριο λόγο, από τις δωρεές της ελληνικής κοινότητας και τα κέρδη από τα καταστήματα της ελληνικής εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας. Η ελληνική κοινότητα για την άνοδο του επιπέδου εκπαίδευσης στις σχολές κοινότητας για τα παιδιά και των δυο φύλων, ήταν έτοιμη να πληρώσει στο ταμείο 200 – 300 ρούβλια το χρόνο.[9, 19/φ.600].

Τα αγόρια μεγάλωναν έχοντας πιο πολλές ελευθερίες. Από την παιδική ηλικία αυτά ήταν κύριοι του εαυτού τους. Η επαφή τους με το μελλοντικό τους επάγγελμα άρχιζε στα 7-8 τους χρόνια. Στα χωριά τα ετοίμαζαν για διάφορες αγροτικές εργασίες, ενώ στις πόλεις τους έστελναν για εκμάθηση κάποιον τεχνών [8, σελ.236.,  11, σελ.181-182]

Το 1880 στον τομέα της (εθνικής) λαϊκής εκπαίδευσης αναγνωρίστηκε ότι καλό θα ήταν να αυξηθεί ο αριθμός των ενοριακών σχολείων και να εντατικοποιηθεί ο έλεγχος των κρατικών σχολείων. Σε όλα τα ελληνικά χωριά ανοίγουν αγροτικά – ενοριακά σχολεία.

Σε πολλά χωριά άνοιξαν δημόσιες σχολές δύο τάξεων τις οποίες χρηματοδοτούσε το Υπουργείο Παιδείας. Τα ενοριακά σχολεία συνέχιζαν τη λειτουργία τους σε βάρος των αγροτικών και τοπικών κοινοτήτων. Η χρηματοδότησή τους σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα βαρύτατο φορτίο για τις τελευταίες. Οι αγροτικές κοινότητες πολλών ελληνικών χωριών προσπαθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο να πείσουν την εξουσία για την αναγκαιότητα να υπάρχουν Υπηρεσιακά Υπουργικά δηλ., δημόσια σχολεία. Σε πολύ δύσκολη θέση βρέθηκαν οι οικισμοί των Ελλήνων μεταλλωρύχων οι οποίοι βρίσκονταν μακριά στα βουνά και ήταν αποκομμένοι από τα διοικητικά κέντρα. Πέρα απ’ αυτό ο πληθυσμός αυτών των χωριών βρέθηκε σε άθλια κατάσταση μετά τη διακοπή της παραγωγής των εργοστασίων. Οι κάτοικοι των οικισμών αυτών δεν είχαν καμία δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους για μόρφωση στα διοικητικά κέντρα, όπου κατά κύριο λόγο ανοίγουν τα «υπουργικά σχολεία». Σε πολλές περιπτώσεις οι αγροτικές κοινωνίες ήταν έτοιμες να χτίσουν μόνες τους τις δικές τους σχολικές αίθουσες, ώστε να ανοίξουν στα χωριά τους  «υπηρεσιακά σχολεία». Έτσι οι Έλληνες του χωριού Ν.Μιχάϊλοβκα ( σημερινό Ανκαβάν) στην αίτησή τους προς τον διευθυντή των λαϊκών τεχνικών σχολών του νομού  του Ερεβάν, ζητούσαν να ανοίξει σχολή δύο τάξεων υπό την διεύθυνση του Υπουργείου Λαϊκής Παιδείας στη θέση του ενοριακού σχολείου μίας τάξης. Στην αίτησή τους ανέφεραν  ότι τα παιδιά, τελειώνοντας το σύντομο κύκλο μαθημάτων τους στα ενοριακά σχολεία, υπήρχε ανάγκη να συνεχίσουν τη μόρφωσή τους, όμως δεν μπορούσαν, και η αιτία ήταν μεγάλη απόσταση των σχολείων δύο και τριών τάξεων στις πόλεις από τα χωριά μιας [9, 19/φ.1192]. Σε παρόμοια κατάσταση βρίσκονταν και όλα τα απομακρυσμένα από τα διοικητικά κέντρα ελληνικά χωριά. Πολλές δε αγροτικές κοινότητες έχοντας οικονομικές δυσκολίες να υποστηρίξουν τα δικά τους ενοριακά σχολεία, ζητούσαν οικονομική βοήθεια από τις τοπικές αρχές.

Εκτός από τις πραγματικές ποιοτικές αλλαγές στο σύστημα της παιδείας, η νέα τσαρική κυβέρνηση έλαβε σειρά μέτρων για την ρωσοποίηση των παραμεθόριων περιοχών. Η πολιτική αυτή επανέρχεται στο προσκήνιο. Τα σχολεία μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης αποτελούσαν έναν ιδιόρρυθμο φορέα αυτής της πολιτικής. Στις περιοχές της Βαλτικής η κυβέρνηση αποφάσισε να πολεμήσει το «εκγερμανισμό», γι’ αυτό από το 1883 υποχρέωνε η διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων αλλά και η αλληλογραφία να γίνονται στη ρωσική γλώσσα. Το 1883 το πανεπιστήμιο του Γιούρι, όπου το διδακτικό προσωπικό αποτελούμενο από Γερμανούς καθηγητές, άλλαξε στο σύνολο με Ρώσους. [3, σελ. 356].

Αξίζει να σημειωθεί ότι απόφοιτος αυτού του Πανεπιστημίου ήταν ο καθηγητής μαθηματικών στην Εμπορική σχολή της Αλεξανδραπόλ, ο αξιότιμος πολίτης της Κωνσταντίνος  Κανδελάκη [9, 20/φ. 139]. Για τη διοίκηση της περιοχής του Καυκάσου η κυβέρνηση επιδίωκε την ενοποίηση με τις υπόλοιπες περιοχές της αυτοκρατορίας [3, σελ.356]. Όλα τα σχολικά ιδρύματα μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης  συμπεριλήφθηκαν στο ενιαίο σύστημα των μέσων για την επίτευξη αυτού του στόχου. Οι μαθητές όλων των αγροτικών σχολών, οι οποίες βρίσκονταν στην διοίκηση  του Υπουργείου Παιδείας, είχαν μείωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής τουςθητείας. Η διδασκαλία σ’ αυτές  τις σχολές γινόταν σύμφωνα με το καθορισμένο από το Υπουργείο πρόγραμμα. Πέραν αυτού όλα τα μαθήματα σ’ αυτά τα σχολεία  πραγματοποιούνταν στη ρωσική γλώσσα. Να τι έγραφε ο επιθεωρητής των λαϊκών τεχνικών σχολών του νομού του Ερεβάν στον προϊστάμενό του περιγράφοντας τα γεγονότα που σχετίζονταν με τα εγκαίνια της σχολής στο χωριό Μπαγιαντούρ: «Πριν από τα εγκαίνια της σχολής έγιναν δοξολογίες στην ελληνική και την ρωσική γλώσσα από τον Έλληνα ιερέα και στην αρμενική γλώσσα από τον Αρμένιο ιερέα. Η σχολή παρέχει το προνόμιο μείωσης της στρατιωτικής θητείας, διδασκαλία θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με αρχές αλλά και με το πρόγραμμα του Υπουργείου ..» [9,19/φακ. 709]

Σε άλλο έγγραφο ο επόπτης της ίδιας σχολής, μιλώντας για την αναγκαιότητα προσέλευσης στην εκπαιδευτική διαδικασία και των κοριτσιών του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού, έγραφε στη αναφορά του: «Η διαπαιδαγώγηση και η μόρφωση των κοριτσιών της τοπικής κοινωνίας θα ήταν ίσως πολύ περισσότερο απαραίτητη απ’ αυτή των αγοριών. Αυτό προκύπτει από το στόχο, τον οποίο θέτει το ίδιο το ρωσικό σχολείο για τον ντόπιο πληθυσμό. Ο στόχος του ρωσικού σχολείου είναι ο εκρωσισμός της περιοχής. Και αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί μόνο με τη συμμετοχή των γυναικών. Εδώ θα ήθελα να επαναλάβω το παλαιό ρητό: Στη γλώσσα που μιλά και σκέπτεται η μητέρα, σ’ αυτή τη γλώσσα θα μιλούν και θα σκέφτονται και τα παιδιά». [9,19/φ. 704].

Σε αίτησή τους οι κάτοικοι του ελληνικού χωριού Ν.Μιχάιλοβκα για τη δημιουργία σχολής δύο τάξεων αναφέρουν ότι τα παιδιά τους γρήγορα «ξεχνούν τη ρώσικη γλώσσα εξ’ αιτίας της τοποθεσίας του χωριού, το οποίο είναι αποκομμένο επικοινωνιακά από το ρωσικό πληθυσμό εξ’ αιτίας των πολλών χιλιομέτρων, αλλά και των ταταρικών χωριών να διασχίσουν, επιπλέον διότι στο χωριό μιλούν όλοι στη μητρική τους γλώσσα την ελληνική.» [9, 19/φ.241]

Έτσι οι Έλληνες, μη κατανοώντας και οι ίδιοι, εξηγούσαν τις αιτίες της αναπόφευκτης  λήξης και αποτυχίας όλης αυτής της πολιτικής. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, μάλλον η πολιτική ηγεσία θα έπρεπε από μέσα να μελετήσει και να γνωρίσει τις εθνοπολιτιστικές ιδιαιτερότητες των ντόπιων πληθυσμών. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σε τέτοιες συνθήκες, γίνονταν θετικά βήματα στη μελέτη και τη διάδοση των εθνικών γλωσσών σε όλη την περιοχή του Καυκάσου. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στις σχολές και τα ενοριακά σχολεία έγινε βασικός στόχος των κοινοτήτων των πόλεων και των χωριών.
Ένας από τους βασικούς στόχους των ελληνικών κοινοτήτων ήταν η ίδρυση με τα δικά τους κονδύλια ενοριακών σχολείων και γυμνάσιων για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Αυτό τόνιζε και ο εκπρόσωπος των τοπικών αρχών κατά την διάρκεια των μεγαλόπρεπων εγκαινίων  της σχόλης με δύο τάξεις στο χωριό Μπαγαντούρ.

Σε μία άλλη περίπτωση, στην αίτησή τους για την ίδρυση της σχολής για αγόρια, οι Έλληνες τόνιζαν ότι «χωρίς αυτό δεν είναι δυνατόν η αποκατάσταση της χαμένης  μητρικής τους γλώσσας.»[9,19/φ.700].
Από το 1874 ακόμη σε απόφαση της συνέλευσης της ελληνικής κοινότητας της Αλεξανδραπόλ τονίζεται ότι είναι έτοιμη να χρηματοδοτήσει τις δικές της σχολές  «αναφορικά με την εισαγωγή ενός καλύτερου τρόπου εκμάθησης της νεοελληνικής γλώσσας στη δική μας ελληνική σχολή και γενικότερα την άνοδο του επιπέδου της για τα παιδιά και των δύο φύλων.» [9, 19/φ 600].
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες των ελληνικών κοινοτήτων σε πολλές περιπτώσεις δεν βρήκαν ούτε υποστήριξη ούτε κατανόηση από τις τοπικές αρχές. Συχνά απλά δεν βρίσκονταν τα χρηματικά ποσά για την μίσθωση των δασκάλων. Σε άλλες περιπτώσεις η αλληλογραφία με ανάλογα θέματα μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων και τοπικών αρχών παρατεινόταν για ολόκληρα χρόνια μην έχοντας θετικά αποτελέσματα. [9, 19/φ.600.,241., 105/φ.2970]

Γι’ αυτό το λόγο είναι δύσκολο να μιλάμε για συγκεκριμένες επιτυχίες στο τομέα της εκμάθησης της μητρικής γλώσσας και πολύ περισσότερο για το επίπεδο γνώσης της στο ελληνικό περιβάλλον της Ανατολικής Αρμενίας. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό  στους οικισμούς των τουρκόφωνων Ελλήνων. Τα ενοριακά σχολεία στη διάρκεια ενός χρόνου διδασκαλίας έδιναν στους μαθητές στοιχειώδεις γνώσεις στη γραφή και την ανάγνωση της ελληνικής γλώσσας, όμως δεν δίδασκαν την επικοινωνία. Το αρχειακό υλικό βρίθει από αιτήσεις, καταγγελίες, αποφάσεις των κοινοτήτων με τουρκικά κείμενα, όμως γραμμένα με
ελληνικά γράμματα. [9, 113/φ. 22-30]

Όπως φαίνεται από τα προαναφερόμενα, ήδη από τις αρχές των δεκαετιών του 70-80 του 19ου αιώνα, η εκπαίδευση στην Ρωσική Αυτοκρατορία προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς. Γύρω στο 1890 τα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης της Ρωσίας φτάνανε στις 87.080, ενώ ο αριθμός των εκπαιδευόμενων  έφτανε στα 3.804.262 άτομα. Αυξήθηκε αρκετά ο αριθμός των  σχολείων μέσης εκπαίδευσης, των γυμνασίων  και τεχνικών σχολείων. Ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευόμενων σπούδαζε στα λεγόμενα «λαϊκά σχολεία», τα οποία ήταν κυρίως ενοριακά εκκλησιαστικά σχολεία. Η ονομασία «λαϊκά σχολεία» συνδεόταν άμεσα με την έννοια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και με την άκρως λιγοστή ποσότητα γνώσεων που πρόσφερε [1, σελ. 312]. Για τον λόγο αυτό οι ελληνικές κοινότητες επεδίωκαν την ίδρυση  γυμνασίων και τεχνικών σχολών στα οποία τα παιδιά τους θα είχαν την ευκαιρία της εις βάθος μελέτης της νεοελληνικής γλώσσας, εκτός από τα βασικότερα αντικείμενα που προέβλεπε το πρόγραμμα.

Η κατάσταση της μόρφωσης στο ελληνικό περιβάλλον της Αρμενίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Η εισαγωγή της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας. Τα ενοριακά και υπουργικά σχολεία. Η κατάσταση και η διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας στην Αρμενία στην δεκαετία του 20.

Γενικότερα, κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, η Ανατολική Αρμενία και κυριότερα οι κεντρικές της περιοχές ήρθανε σε επαφή με τη μόρφωση σε ελάχιστο βαθμό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, που αναφέρονται στα βιβλία της Πρώτης Γενική Απογραφής του πληθυσμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας η οποία πραγματοποιήθηκε το 1897, οι εγγράμματοι στις περιοχές αυτές αποτελούσαν μόνο το 6,4 %. Από τον αναφερόμενο αριθμό, το ποσοστό των αγράμματων ανδρών έφτανε στο 10,33% ενώ των γυναικών στο μόλις 2%. Στις πόλεις – 37,36% αγράμματων ανδρών, 2,75% γυναικών, ενώ στην περιφέρεια – 6,55% ανδρών και 0,62% γυναικών. [13, σελ. 21].

Ανάμεσα στις εγγράμματες εθνότητες «εγγράμματες στην κρατική γλώσσα» (δηλαδή, ρωσική), αναφέρονται οι Αρμένιοι, τους ακολουθούν οι Τάταροι, ενώ οι Έλληνες, επειδή ήταν μικρή σε αριθμό εθνική ομάδα στις περιοχές αυτές, δεν αναφέρονται καθόλου. (βλ. στο ίδιο αρχείο). Στις νοτιοδυτικές και βορειοανατολικές περιφέρειες της Ανατολικής Αρμενίας, όπου βρισκόταν οι εργοστασιακοί συνοικισμοί των Ελλήνων μεταλλωρύχων και στις νότιες περιφέρειες τα χωριά των αγροτών και η αστική κοινότητα της πόλης Αλεξαντραπόλ μας έδιναν περισσότερο καθησυχαστική εικόνα. Στα αρχεία  της απογραφής  αναφέρονται 20% εγγράμματων ανθρώπων μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού. Από αυτούς το 15,3%  αποτελούν οι άνδρες και το 3,1% – οι γυναίκες. Όπως φαίνεται οι εγγράμματοι άνδρες είναι αρκετά περισσότεροι από τις γυναίκες. Στην πόλη το ποσοστό του εγγράμματου ελληνικού πληθυσμού είναι το μεγαλύτερο, ενώ η μόρφωση του γυναικείου πληθυσμού κοντεύει  τον ανδρικό. Η μόρφωση του ελληνικού πληθυσμού στα χωριά υστερεί σε σχέση με αυτό της πόλης. Τέλος οι περισσότερο μορφωμένοι ήταν οι νέοι άνθρωποι ηλικίας από 20 έως 29 χρονών, από τους οποίους στις πόλεις οι άνδρες αποτελούσαν το 55,9% ενώ οι γυναίκες το 36,6% και ανάλογα στην περιφέρεια  – 28,3% και 12,1%  [14, σελ.12].

Το επίπεδο της μόρφωσης του πληθυσμού του Κυβερνείου του Κάρς σε αριθμούς παρουσίαζε την εξής εικόνα: στους 1000 κατοίκους του «Κυβερνείου» ο αριθμός των εγγραμμάτων ανερχόταν στα 107,8 άτομα, από τα οποία είχαν στοιχειώδη ρωσική μόρφωση 62,3 άτομα και με βάση τις «άλλες» γλώσσες (εδώ λαμβανόταν υπόψη η μητρική γλώσσα των άλλων εθνοτήτων, Ελ. Χαρατσίδης) 41,3 άτομα και μορφωμένους στις σχολές και γυμνάσια 4,2 άτομα. Στον αστικό πληθυσμό οι μορφωμένοι ανερχόταν στα 388,1 άτομα από τα οποία τη στοιχειώδη ρωσική μόρφωση είχαν τα 276,6 άτομα και σε «άλλες» γλώσσες 89,0 και με ανώτερη μόρφωση 20,5 άτομα.

Στο σύνολο των εγγραμμάτων οι Έλληνες του «Κυβερνείου», που κατατασσόταν στις έξι πολυάριθμες εθνότητες, κρατούσαν αρκετά υψηλή θέση και ανερχόταν στα 162 άτομα (επί πληθυσμού 1000 ατόμων). Από αυτά είχαν στοιχειώδη ρωσική μόρφωση πάνω από 120 άτομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αριθμός των εγγράμματων ανδρών πολλές φορές ξεπερνούσε τον αριθμό των μορφωμένων γυναικών. [15, σελ. 5-8].

Δυστυχώς τα αναφερόμενα στοιχεία δεν μας βοηθάνε να παρουσιάσουμε την ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα για τον αριθμό των Ελλήνων οι οποίοι μορφώθηκαν με βάση την ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η «Απογραφή.» είναι δύσκολο επίσης να μιλάμε για τη γλώσσα την οποία οι Έλληνες δήλωναν ως μητρική: την ελληνική ή την τουρκική. Είναι γνωστό ότι στο Κυβερνείο του Κάρς υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός τουρκόφωνων Ελλήνων. Εάν οι τελευταίοι θεωρούσαν τη μητρική τους γλώσσα την ελληνική όσον αφορά τις στοιχειώδεις γνώσεις (δηλ., δεξιότητες γραφής και ανάγνωσης) που κατέκτησαν στα ενοριακά σχολεία, τότε εν τοιαύτη περίπτωση είναι δύσκολο να κρίνουμε τις γνώσεις της ελληνικής γλώσσας και την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η γλώσσα αυτή στο ελληνικό περιβάλλον του Κυβερνείου του Καρς.

Έτσι λοιπόν, τα προαναφερόμενα στοιχεία μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι η μόρφωση στο ελληνικό περιβάλλον της Ανατολικής Αρμενίας βρισκόταν σε ένα καλό επίπεδο. Όμως η αλήθεια είναι πως η μόρφωση μεταξύ του γυναικείου πληθυσμού σε σχέση με το ανδρικό ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Η διαφορά αυτή εμφανίζεται έντονα στον αγροτικό χώρο. Εκτός από αυτό η εκπαίδευση με βάση τη μητρική γλώσσα παρέμεινε ως ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα. Αυτό το πρόβλημα έπρεπε να λύσει το Πρώτο Συνέδριο των δασκάλων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (1905), στη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε να επεκταθεί το δίκτυο σχολείων καινούριου τύπου, να εισαχθεί η διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, να δημιουργηθούν εγχειρίδια για τη διδασκαλία των μητρικών γλωσσών κ.α. Παράλληλα με την υποχρεωτική εκπαίδευση με βάση τη μητρική γλώσσα το «Συνέδριο.» αποφάσισε να εισαχθεί σε όλη τη χώρα γενική, υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, καθώς επίσης και μαθημάτων εργασίας στα σχολεία των χωριών. [3, σελ.389., 1, σελ.59-60].

Μετά από το δεύτερο συνέδριο(1907) άρχισαν να λειτουργούν εθνικά εκπαιδευτήρια στοιχειώδους εκπαίδευσης σε όλη την Υπερκαυκασία. Σε όλες τις περιοχές της Ανατολικής Αρμενίας με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό ιδρύθηκαν επίσημα ελληνικά σχολεία. Τα περισσότερα από αυτά υποτασσόταν στις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές (τα ενοριακά σχολεία) και λιγότερα – στο Υπουργείο Παιδείας (υπουργικά σχολεία).

Όμως η εμφάνιση αυτών των σχολειών δε βοηθούσε στην επίτευξη του βασικού στόχου, τη δημιουργία της «ελληνικής εκπαίδευσης». Ο περιορισμένος αριθμός των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα ενοριακά σχολεία, καθώς επίσης και τα μεγάλα έξοδα των κοινοτήτων για τη διατήρησή τους προέτρεπαν τους Έλληνες σε ενέργειες, κατευθυνόμενες για ίδρυση
«υπουργικών» σχολείων. Η προοπτική ίδρυσης «υπουργικών» σχολών με πιο ευνοϊκούς όρους και με ευρύ πρόγραμμα εκπαίδευσης, στις οποίες οι εκπαιδευόμενοι εκτός των θεωρητικών γνώσεων μπορούσαν να αποκτήσουν οποιοδήποτε εργατικό ή αγροτικό επάγγελμα, προσέλκυε τους Έλληνες. Δεν ήταν τυχαίο που αυτοί άρχισαν να απευθύνονται με αιτήσεις στο Υπουργείο Παιδείας για να ιδρυθούν «υπουργικές» σχολές. Αυτή η κατάσταση προκαλούσε την αντίδραση του Επισκοπικού Συμβουλίου της Γεωργίας στην ευθύνη του οποίου βρισκόταν όλα τα ενοριακά σχολεία των ορθόδοξων κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών. Εξαιτίας της άρχισε αγώνας μεταξύ αυτών των δύο φορέων. Στην επιστολή του προς στους ανωτέρους του ο κυβερνήτης του Κυβερνείο Καρς, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση με τη ίδρυση «υπουργικών» σχολών, έγραφε: «Η κατάσταση αυτή προχώρησε τόσο πολύ που σχεδόν όλα τα ορθόδοξα χωριά επιθυμούν να ιδρύουν υπουργικές σχολές και έχουν άρχισει να μποϊκοτάρουν τα ενοριακά σχολεία. Σ’ αυτό έστρεψε την προσοχή του ο Εξεχότατος  Εκζάρχος της Γεωργίας και είχε προσωπική συζήτηση με τον Διοικητή της Περιφέρειας». Το αρχειακό υλικό αφθονεί με ένα μεγάλο αριθμό ανάλογων πληροφοριών.[9,113/φ 1174,1119,1232]

Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν η συμφωνία μεταξύ των δυο φορέων να μην ιδρυθούν «υπουργικές» σχολές σε εκείνα τα ελληνικά χωριά όπου ήδη λειτουργούσε ενοριακό σχολείο. Σχεδόν όλα τα ελληνικά  χωριά είχαν ενοριακά σχολεία. Ήταν αδύνατο να ιδρυθούν παράλληλα με αυτά και «υπουργικές» σχολές». Και όμως την περίοδο από το 1901 έως το 1914 ιδρύθηκαν 29 «υπουργικές» σχολές μόνο στο Κυβερνείο του Καρς. «Υπουργικές» σχολές ιδρύθηκαν στους οικισμούς των Ελλήνων μεταλλωρύχων.

Η παράθεση μεταξύ τους αντήχησε ακόμη και σε πιο απομακρυσμένα ελληνικά χωριά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αντιπαράθεσης μεταξύ του ενοριακού σχολείου και της «υπουργικής» σχολής του χωριού Νοβο-Μιχάιλοβκα. Η αντιπαράθεση αυτή εκδηλώθηκε στα πρόσωπα του ιεροδιάκονου Χαράλαμπου Εφρεμείδη και του δάσκαλου Αρσένιου Ασλανίδη, στην οποία νίκησε ο τελευταίως. [9, 19/ φ 1191].

Όμως οι «υπουργικές» σχολές, όπως και τα ενοριακά σχολεία, δεν λειτουργούσαν για την καλύτερη εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Η πολιτική στην εκπαίδευση, την οποία κληρονόμησαν από τις προηγούμενες αρχές και η εκκλησία και το Υπουργείο Παιδείας, είχε την τάση να στρέφεται εναντίον των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που λειτουργούσαν με βάση τη μητρική γλώσσα μη ρωσικών εθνοτήτων, καθώς επίσης «απέβλεπε στην εμπέδωση της ρωσικής σε βάρος της μητρικής γλώσσας των αλλοεθνών μαθητών.» [5, σελ. 208].

Στα προγράμματα αυτών των ιδρυμάτων η ελληνική γλώσσα υπήρχε ως ένα μάθημα απομονωμένο από τα άλλα μαθήματα με λίγες ώρες διδασκαλίας, το οποίο δεν βοηθούσε στην αφομοίωση της ελληνικής γλώσσας.    Εκτός από αυτό ήταν αισθητή η έλλειψη των εγχειριδίων για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων στη
διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα ενοριακά σχολεία «στα οποία τα παιδιά μιλούν την νέα ελληνική γλώσσα (πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την ποντιακή διάλεκτο, Ελ. Χαρ.)», οι δάσκαλοι πρότειναν τα εγχειρίδια του Π. Κορχανίδη, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα ήταν δίγλωσσοι: ελληνικά και ρωσικά. Ο επόπτης του ενοριακού σχολείου του χωριού Νόβο-Μιχάιλοβκα, ο κ. Συμεών Κυρτακίδης, στην αναφορά του προς τους ανωτέρους του για αυτά τα εγχειρίδια έγραφε:«Επειδή η παράλληλη εκμάθηση της μητρικής και ρωσικής γλώσσας κατά πολύ διευκολύνει την εκμάθηση, η αφομοίωση και της μιας και της άλλης γλώσσας γίνεται συνειδητή και φυσική».[9,19/φ1191].

Οι Έλληνες δάσκαλοι έβλεπαν την πρόοδο στην εκμάθηση της μητρικής γλώσσας στη συνολική διδασκαλία και την αλληλοσύνδεση διάφορων μαθημάτων στην ελληνική γλώσσα. Περισσότεροι από αυτούς θεωρούσαν παράλογο το γεγονός ότι στα ενοριακά σχολεία των ελληνικών χωριών της Ανατολικής Αρμενίας δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο της «Κοινής διαθήκης» στα ελληνικά. Στις αναφορές τους προς τους ανωτέρους εκφράσανε την επιθυμία «να έχουν τουλάχιστον την «Κοινή Διαθήκη» στα ελληνικά ή εγχειρίδια για το αναφερόμενο μάθημa» και μάλιστα υποδείκνυαν το βιβλιοπωλείο του κ. Ζερβάτη – Περάκησα, όπου υπήρχαν αυτά τα βιβλία. Οι δάσκαλοι θεωρούσαν απαραίτητο να αγοραστούν για τα σχολεία αυτά προσευχητάρια στην ελληνική γλώσσα, τα οποία κατά τη γνώμη τους θα βοηθούσανε τα παιδιά, που ήδη γνωρίζανε τα ελληνικά γράμματα, να μάθουν τις προσευχές. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του κ. Συμεών Κυρτακίδη, ο οποίος στην αναφορά του γράφει για τα θέματα αυτά και ζητεί από το Επαρχιακό Συμβούλιο Σχολών της Γεωργίας «…την ικανοποίηση των προαναφερόμενων άμεσων αναγκών, χωρίς τις οποίες μπορούμε μόνο να βασανίζουμε τα παιδιά χωρίς να τα εκπαιδεύσουμε». [9,19/ φ 1191]

Συμπεράσματα

Έτσι λοιπόν, όλο το σύστημα εκπαίδευσης με τα σχολεία διάφορων τύπων και επιπέδων, από τα στοιχειώδη έως και τα πανεπιστήμια, βρισκόταν υπό την διοίκηση του Υπουργείου Εκπαίδευσης, το οποίο είχε εκτελεστική εξουσία και προωθούσε μέσο αυτού του συστήματος την πολιτική της Κυβέρνησης «την συνένωση στη ρωσική κουλτούρα» όλων των «αλλοεθνών» Αρμένιων, Γεωργιανών, Ελλήνων, Κούρδων κ.α.

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα συνεχιζόταν η διαδικασία της διαμόρφωσης της λαϊκής εκπαίδευσης με βάση «την κρατική ρωσική γλώσσα». Στα μέσα του 19ου αιώνα με «την προσωπική πρωτοβουλία και τα έξοδα» των ελληνικών κοινοτήτων ιδρύθηκαν σχολές και σχολεία με σκοπό την απόκτηση γνώσεων με βάση την ελληνική γλώσσα, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα με την εμφάνιση των «υπουργικών» σχολών με τη διδασκαλία στη ρωσική γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα σιγά σιγά αντικαταστάθηκε από τη ρωσική στα προγράμματα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Τα ενοριακά σχολεία  με τον περιορισμένο αριθμό ωρών διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας (δηλ., της ελληνικής) και με μεγάλο έλλειμμα εγχειριδίων στην ελληνική γλώσσα δεν μπορούσαν να γίνουν βάση για την εξέλιξη της ελληνικής εθνικής εκπαίδευσης.  Πρέπει να επισημάνουμε ότι ό,τι αφορά τη μόρφωση με βάση την κρατική γλώσσα (δηλ., την ρωσική) βρισκόταν σ’ ένα όχι άσχημο επίπεδο. Όμως πρέπει να τονίσουμε ότι οι εγγράμματοι του γυναικείου πληθυσμού υπερίσχυαν του ανδρικού.

Μιλώντας για τη γνώση της ελληνικής γλώσσας, πρέπει να σημειώσουμε πως από την περίοδο εγκατάστασης των Ελλήνων στην Ανατολική Αρμενία και σχεδόν κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα είναι δύσκολο να παρατηρήσουμε ποιοτική αλλαγή στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και πολύ περισσότερο για την χρησιμοποίησή της στην καθημερινή ζωή.
Από την αρχή του 20 αιώνα «η ρωσική γλώσσα βαθμιαία έδιωχνε την μητρική γλώσσα όχι μόνο από το σχολείο, αλλά και από την οικιακή χρήση, μπαίνοντας έτσι στην καθημερινή ζωή σχεδόν ως μητρική και αναγνωριζόμενη ως  επίσημη γλώσσα διδασκαλίας στα σχολεία».  [9, 112/ φ 202]. Αυτή η διαδικασία εκδηλώθηκε ιδιαίτερα έντονα στο ελληνικό πληθυσμό των πόλεων. Στις περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, παράλληλα με την ελληνική μητρική γλώσσα (δηλ., την ποντιακή διάλεκτο) μαζί με τις «υπουργικές» σχολές στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων επικράτησε ως εργαλείο επικοινωνίας και η ρωσική γλώσσα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.      Pedagogika narodov mira. Istoria i sovremennost. Moscow, 2000.  Η παιδαγωγική των λαών του κόσμου.  Ιστορία και επικαιρότητα. (ρωσικά).

2.      Klutsevskii V.O. Ruskaya istoria. Polnii kurs lektsii v trioh knigach. Kniga tretya. Moscow 1993. Η ρώσικη ιστορία. Σειρά παραδόσεων σε τρία βιβλία, τρίτο βιβλίο. (ρωσικά).

3.      Puskariov S.G. Obzor ruskoy istorii, Stavropol, 1993. Η ανασκόπηση της ρώσικης ιστορίας (ρωσικά).

4.      Voenno-statisticheskoye obozrenie Rossiskoy imperii, Sankt Peterburg, 1855. Στρατιωτική και στατιστική ανασκόπηση της ρώσικης αυτοκρατορίας. (ρώσικα).

5.      Χασιώτης Ι.Κ. Οι έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, UNIVERSITY STUDIO PRESS ,Θεσσαλονίκη, 1997 (ρώσικα).

6.      Otserk V.P.Nalivkina, Tuzemtsi ranshe I teper. Taskent, 1913, σελ 101. Δοκίμιο του Ναλιβκιν. Οι ιθαγενείς πριν και τώρα. (ρωσικά)

7.      Rosiia v Srednei Azii. Otserki puteshestviya po Zakavkaziyu, Turkmenii, Buhare, Samarkandskoy, Taskentskoy i Fergouskoy oblastiam, Kaspiskomu moriu i Volge Yevgenia Markova, S-Peterburg 1901. Η Ρωσία στην Κεντρική Ασία. Οι επιφυλλίδες των ταξιδιών στο Καζαχστάν, στο Τουρκμενιστάν στη Μπουχάρα, στην Σαμαρκανδή, στα κυβερνεία της Τασκένδης και της Φεργκανά, της Κασπίας θάλασσας και Βόλγας του Ευγενίου Μάρκοβ. (ρώσικα).

8.      Sehbosian K.V. Arestavorakan avanduitnere yev drants artahaytutiunnere Leninakantsineri Kentsagum// Hay azgagutsyun yev banahusutyun, Yerevan, 1974.. Οι χειροτεχνικές παραδόσεις και οι εκδηλώσεις τους στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης Λενινακάν. (αρμένικα)

9.      Hayastani Azgayin Arxiv. Εθνικό Αρχείο της Αρμενίας. (Αρχειακό υλικό: αποθέματα 19,133,20,112,105,113).

10.  Esatze Spiridon. Otserk istorii gornogo dela na Kavkaze, Tiflis, 1903. Ιστορικό δοκίμιο των μεταλλίων στον Καύκασο. (ρώσικα).

11.  Anchabadze Yu. D.  i  G. Volkova.  Stariy Τbilisi. Gorod i gorozane v 19 veke. Moscow,1990.  Η παλιά Τιφλίδα. Η πόλη και οι κάτοικοί της . (ρώσικα).

12.  Ελευθεριάδη Ελ. Λαογραφικά  Λαράχνης της Ματσούκας του Πόντου.  Αθήνa,  1991.

13.  Pervaya vseobshaya perepis naselenia Rossiskoy imperii, 1897, Erivanskaya Gubernia, Tiflis, 1905. Η πρώτη γενική απογραφή του πληθυσμού της Ρώσικης Αυτοκρατορίας του Nomού του Εριβάν, 1897 (ρώσικα).

14.   Pervaya vseobshaya perepis naselenia Rossiskoy imperii, 1897, Tbiliskaya Gubernia, Tiflis, 1905. Η πρώτη γενική απογραφή του πληθυσμού της Ρώσικης Αυτοκρατορίας του Νομού της Τιφλίδας. (ρώσικα)

15.   Pervaya vseobshaya perepis naselenia Rossiskoy imperii 1897, Karskaya oblast, Tiflis 1905. Η πρώτη γενική απογραφή του πληθυσμού της Ρώσικης Αυτοκρατορίας του Κυβερνείου του Καρς 1905. (ρώσικα).