εάν (ένθετο του 24grammata.com)
κείμενο φωτογραφίες: Μανώλης Δημελλάς
Πετάχτηκε αναντρανίζοντας τα μάτια του, είχε να την δει μήνες πολλούς στον ύπνο του. Την έψαχνε, την γύρευε, την αποζητούσε καιρό τώρα. Έπιασε ένα μολύβι που ήταν παραδίπλα και σκάλισε το ντουλαπάκι του ξύλινου παλιού, σκοροφαγωμένου κομοδίνου, απομεινάρι, προίκα από τον γάμο των γονιών του, ένα χαρτί, κάτι να γράψει. Πριν πετάξει το μυαλό σε άλλα, τα πάρει το ποτάμι, και σβήσει το χνάρι του ονείρου πάνω στα δεδομένα.
Μέσα στην θάλασσα, όχι ακριβώς θάλασσα, κάτι με πολλά βράχια γύρω-γύρω και εκείνος πλατσούριζε στο ρηχό, ένα μέτρο ήταν δεν ήταν, διάφανο νερό, εκεί μια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, άκου τηλέφωνο μέσα στα νερά, και ναι, ήταν εκείνη.
Το σήκωσε και μίλησαν, για λίγο, ήθελε να σιγουρευτεί πως ήταν αυτός. Καθόταν, κρυβόταν εκείνη παραδίπλα, μέσα στις σκουριάς τα βράχια, μα είχε περάσει η εποχή που γνώρισαν την μυρωδιά τα μάτια.
Ήταν δυο άγνωστοι τώρα, σαν να βρέθηκαν για πρώτη-πρώτη
τους φορά.
Μίλησαν για τα περασμένα, αυτό το θυμόταν, στο χρόνο που δεν έχουν, δεν υπάρχει πια, να κάνουν μια στάση, να γνωριστούν ξανά.
Εκεί που πήγε να ξυπνήσει, έκανε μια και γύρισε πήγε να σηκωθεί και στο γύρισμα πάνω έπεσε, στο σώμα της, στην αγκαλιά της, στα ολόλευκα στήθια της επάνω, μα όνειρο μέσα στο όνειρο, κι αυτό. Δεν του είχε ματατύχει ξανά. Το πάλεψε, με κάτι μεγάλα κολυβογράμματα, μα το κατάφερε, μπορούσε να τα διαβάσει.
Άγρια νύχτα, αξημέρωτη, σκέφτηκε να κλείσει ξανά τα μάτια, μα ήταν σίγουρος πως πέρασε εκείνη τραβώντας, σέρνοντας τον λιγοστό του ύπνο, μαζί της.
Σηκώθηκε, ούτε φως δεν ήθελε, σκόνταψε σε κάτι και του φάνηκε πως ήταν τα πόδια της, τη σου είναι το μυαλό, περάσαν χρόνια κι ακόμη θυμάται τα πόδια της. Θυμάται την γκρίνια της.
Μια ζήλια, μα την σιγότρωγε το πάθος, κι όλο τα νύχια έβγαζε, σαν τα ελεύθερα γατιά που σε ματώνουν κάθε που ένα χάδι άκριτο σκορπάς.
Πήγε στην κουζίνα, άναψε το γκαζάκι και με αργές κινήσεις έψησε έναν βαρύ καφέ. Ξανθό, ελληνικό έπινε πάντα, μερακλής ο γέρος, με μια στάξη ούζο, για να γλυκαίνει. Το είχε μάθει από τότε που δούλευε στο οινοποιείο στην Χίο. Άμα θα βάνεις ούζο στον καφέ θα έχει άρωμα, γλυκάδα, σκέτη απόλαυση. Θυμόταν, γυάλιζε το μάτι.
Με το φλιτζανάκι στο χέρι, αυτό με τα λουλούδια τα ζωγραφιστά, που δεν είχε όρεξη ο καλλιτέχνης όταν το στόλιζε, έμοιαζε με ψέμα πάνω στο ψέμα, τράβηξε για το μπαλκονάκι.
Μάιος, μα είχε μια ψύχρα που ένιωθες τα κόκαλα σου. Έριξε ένα σακάκι απάνω του και βγήκε να αγναντέψει την θάλασσα.
Θυμήθηκε τα χρόνια που έφυγαν, χασκογέλασε με την εικόνα του παράλογου που έχει η ζωή. Τρέχουν να προλάβουν όλοι σκέφτηκε, μα την ώρα που πάνε να πιάσουν κάτι εκείνο δίνει μια και πάει παρακάτω. Ξαναγύρισε έπειτα σε κείνη. Δεν άφηνε πια, να κυριεύει το μυαλό του, μα σήμερα της έπρεπε.
Βούρκωσαν ξανά, μα δεν τα άφησε να γεμίσουν αλάτια τα μάγουλα του, αξύριστος όπως ήταν θα στεκόντουσαν πάνω στα γένια του.
Στην τρίτη ηλικία δεν έχεις να μοιραστείς πολλά, τα μυστικά παραχώνονται, βαθειά, μέσα στο πηγάδι της μνήμης.
Αν τύχει και το φέρει καμιά κουβέντα, γίνει λόγος για τέτοια θέματα, αλλάζουν χρόνους και χρώματα οι λέξεις, γίνονται αδιάφορες, σχεδόν άοσμα παραμυθάκια.
Μα στην μοναξιά του πάνω τι να κρύψει, και από ποιόν, έτσι στάθηκε μέχρι να χαράξει. Μέχρι το πρώτο σκάσιμο του ήλιου που πιστός σε ένα ατέλειωτο ραντεβού ερωτοτροπεί με κάθε ζωντανό πλάσμα μα και δίνει σώμα στα άψυχα, που έτυχε να στέκουν στο ξύπνημα του.
Δεν είδε τυχαία το όνειρο, ξημέρωνε μια δικιά τους μέρα, η μέρα που ο ποιητής ταίριαξε στίχους δυο ψυχές, που έμειναν χάραγμα μες την καρδιά της πέτρας.
Έτυχε να φύγει πρώτη, έτυχε να σταθεί εκείνος λίγο παραπάνω.
Τι σημασία μπορεί να έχει, στέκομαι, φεύγω, τελικά η μοναξιά είναι που καθόταν, κούρνιαζε πάντα κοντά.
Βιαστικοί περαστικοί γειτόνοι, κόψανε τις σκέψεις του, γνώριμες φωνές, μιλούσαν για την φτώχεια, την κατάντια και το δράμα μας. Αυτό που έρχεται, αυτό που μας πλακώνει σαν σκιά, σαν θανατικό.
Πήρε το μυαλό του πίσω, μα έμεινε το γραμμένο όνειρο, να του θυμίζει πως κι ο αέρας ακόμη, με ένα φύσημα, παίρνει, μα και φέρνει τους δικούς μας ανθρώπους.
Στεκόμαστε στην αλμύρα, σαν το καράβι της σκουριάς με το πλανάρισμα του γλάρου, χάιδεψε μου τα μαλλιά, ήθελε να του πει, μα ποτε της δεν μολόγησε το βάθος της μιας αλήθειας.
Γιατί η δικιά της η αλήθεια είναι μοναχά μια, σαν τη σκουριά.