24grammata.com/ Λαογραφία
γράφει ο Βαγγέλης Μαυροδής [email protected]
Το να γράψεις για το τσίπουρο, δεν είναι απλό ούτε εύκολο, δεν είναι παίξε γέλασε, κι’ ας φαίνεται κάτι συνηθισμένο. Γιατί είναι σίγουρο ότι όσοι είναι οι χιλιάδες και τα εκατομμύρια οι μερακλήδες που προτιμούν το τσίπουρο από τα λεγόμενα ευγενή ποτά, άλλες τόσες είναι και οι γνώμες πάνω στο θέμα το οποίο θέμα δεν έχει τελειωμό, δεν έχει μέση και άκρες, δεν έχει λογική, γιατί το τσίπουρο δεν είναι ότι νάναι, δεν είναι όποιο κι’ όποιο προϊόν, δεν είναι ρόφημα, δεν είναι ένα απλό γιατρικό, δεν είναι ένα οποιοδήποτε ποτό, είναι προϊόν με ταυτότητα, είναι το πρώτο σκαλοπάτι για το όνειρο, είναι σκέτη ΙΔΕΑ. Σε όλη την υφήλιο είναι γνωστό το τσίπουρο, μόνο η ονομασία του αλλάζει, αλλού το λένε γκράπα, ρακί ή τσικουδιά και οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι τόλεγαν λέει Αράκ και ίσως αυτή η ονομασία να έχει σχέση με το δικό μας . . .«αραχ-τός» ποιος ξέρει. Από μια ιστοσελίδα όμως στο διαδίκτυο, με την ονομασία «ΛΕΞΙΓΝΩΣΤΙΚΑ» της κυρίας Δόμνας, -επισκεφθείτε αυτήν την ιστοσελίδα, δε θα χάσετε, είναι μια σελίδα που δείχνει νοικοκυροσύνη, καλαισθησία και άριστη γνώση των θεμάτων που πραγματεύεται-, πληροφορήθηκα λοιπόν από κει, ότι ο αρχαίος γιατρός μας ο γνωστός Γαληνός, το τσίπουρο το ονομάζει «οξυπόριον» και πώς να το πουν οι μπαρμπάδες έτσι, φαίνεται ότι αυτές οι μεταβυζαντινές αρχαιοπρεπείς καταλήξεις τούς εμπόδιζαν και για να εξαντλήσουμε τα της ονομασίας αυτού του. . . ευγενούς ποτού, λέμε και το άλλο, ότι δηλαδή δεν μπορείς να πίνεις τσίπουρο και να το λες έτσι, να το λες «οξυπόριον» άντε να το πεις στο πρώτο ποτήρι, έστω και στο δεύτερο, αλλά από κει και πέρα δε νομίζω ότι μπορεί η γλώσσα να πει αυτόν το γλωσσοδέτη, φαντάζεσαι στη βραδινή παρέα την ώρα της τσιπουροποσίας γύρω από τον πάγκο στο μπακάλικο-ταβέρνα, φαντάζεσαι το μπάρμπα Στέργιο να προσπαθεί να πει, στον άλλο μπάρμπα Στέργιο -στον μπάρμαν ντε που λέμε σήμερα στα . . .Ελληνικά- να προσπαθεί να πει, «βάλι μας κόμα που ένα . . . «οξυπόριον;», είμαστε καλά; Αλλά για να μη μακρηγορούμε πολύ,-γιατί αν ξεστρατίζουμε συνέχεια το βλέπω να . . .βραδιαστούμε-, υποθέτω ότι οι μερακλήδες το έκαναν στην αρχή «τσιπόριον» και νάτο το σημερινό τσίπουρο –στη Θεσσαλία το λεν και «τσίπρο» και όπως γράφουν οι μεταγενέστεροί του, το απέδιδε λέει ο Γαληνός, «εις συσκευασίαν εκ σταφυλών κατεσκευασμένην, έχον δύναμίν τινα, διαχεομένην παραχρήμα δια των φλεβών» προσέξτε εδώ, αυτό το τελευταίο, αυτό το «παραχρήμα δια των φλεβών», αυτό τα λέει και τα εξηγεί όλα, γι’ αυτό σε όλα τα μήκη και πλάτη η κατανάλωσή του, φέρνει το ίδιο αποτέλεσμα, φέρνει το κέφι και τη λησμονιά, με μια καλή τσιπουροποσία ξεχνιούνται οι δυσκολίες και γίνονται όλα ίσιωμα και είναι λάθος αυτό που μας μάθαιναν οι δάσκαλοι παλιά, ότι δήθεν ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του έφαγαν λέει λωτούς στη χώρα των Λωτοφάγων και ξέχασαν την πατρίδα τους και την ταυτότητά τους, μην ακούτε τέτοια, μακάρι να ήταν έτσι, το δοκίμασα, όσους λωτούς και να φας δεν παθαίνεις τίποτα, έχει όμως τη βάση της η αναφορά του Ομήρου σ’ αυτό το συμβάν, γιατί πριν από μερικά χρόνια επιστήμονες, ειδικοί «τσιπουρολόγοι», δοκίμασαν τσίπουρο από Λωτούς και ανακάλυψαν ότι φέρνει μια προσωρινή αμνησία, και επομένως οι σύντροφοι του Οδυσσέα σίγουρα τσίπουρο ήπιαν και όλα τα άλλα είναι φιλολογία και μεταγενέστερη συγκάλυψη ανήθικων ενεργειών τών περί τον Οδυσσέα παρατρεχάμενων και συντρόφων, νηστικοί και θαλασσοδαρμένοι ήταν, έπεσαν με τα μούτρα στο φαΐ και στο τσίπουρο και σε ότι άλλο ήταν διαθέσιμο , και το σίγουρο είναι ότι σε τέτοια χώρα που έπεσαν με τσίπουρα και τα τοιαύτα που λέμε, όλο και θα δοκίμασαν και κάποιες άλλες . . .αμαρτωλές χαρές, οι ναυτικοί ξέρουν από τέτοια και να πούμε και το άλλο, ότι δηλαδή μπορεί οι σύντροφοι του Οδυσσέα να μην έπαθαν αμνησία λόγω τού τσίπουρου, αλλά να προσποιήθηκαν, να το έκαναν επίτηδες, αναβάλλοντας όσο γίνονταν την επάνοδο, συγκρίνοντας νοερά τη «σιτεμένη» συμβία που πιθανόν να εύρισκαν ύστερα από περιπλάνηση και περιπέτειες τόσων χρόνων στην ξενιτιά, συγκρίνοντάς την με ό τι ήταν μαργιόλικο και διαθέσιμο μπροστά τους, τι να πεις, ποιος ξέρει, υποθέσεις κάνουμε και οι καταστάσεις σε όλες, μα σε όλες τις εποχές ίδιες, μια και η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια και το χούι(1) ως γνωστόν, φεύγει τελευταίο. Εκεί λοιπόν στη χώρα των Λωτοφάγων έγινε το κακό, εκεί αναφέρθηκε για πρώτη φορά το σύμπτωμα της αμνησίας το οποίο μάλλον κάτι θα ήθελε να κρύψει και να σκεπάσει, γιατί, και ο παππούς ο Όμηρος, μερακλής ο ίδιος πονηρός και εξ επαγγέλματος περιπλανώμενος ποιητής, μπερμπάντης τραγουδιστής και οργανοπαίχτης, τα έτσουζε σίγουρα και, δεν μπορεί, αν ο ίδιος δεν είχε την εμπειρία των ταξιδιών νοστιμισμένη με τα πονηρά τυχερά του ταξιδιώτη, δε θα μπορούσε να περιγράψει με τέτοιο γλαφυρό τρόπο όλα όσα τραγουδιστά μετέδωσε στους λαούς που επισκέφτηκε, είναι σίγουρο ότι δεν τραγούδησε μόνο όσα άκουσε από άλλους, αλλά εξιστόρησε στους ανθρώπους και τις προσωπικές του εμπειρίες, αφαιρώντας απ’ αυτές όσα θεωρούνταν μεμπτά από πλευράς εποχικής ηθικής. Και είναι εξακριβωμένο ότι οι μουσικάντηδες διαχρονικά είναι ίδιοι παντού, χωρίς να πιουν δεν παίζουν, και για να έρθουμε και στα δικά μας τα κοντινά, όπως γνωρίζουν οι ερωτευμένοι μερακλήδες ξενύχτηδες, όταν αγκαζάριζαν όργανα στην Αρναία(2) για ολονυχτιά, για αγρυπνία που λέμε, η συμφωνία γίνονταν στο πόδι, «τόσου για του παίξμου κι τα ρακιά μέσα, θκα σας» όλα δηλαδή τα πλήρωνε η παρέα. Έτσι λοιπόν και ο προπάππος μας ο Όμηρος, πονηρά σκεφτόμενος και μερακλής στο τσίπουρο, χειρίσθηκε το θέμα ανώδυνα, σού λέει αντί να τους μαρτυρήσω και να κατηγορηθεί το τσίπουρο στους αιώνες, είναι καλύτερο να πω μόνο για τους Λωτούς και δε βαριέσαι, ώσπου να φτάσει η είδηση στην Ιθάκη μάλλον όλα θα ξεχαστούν στις χαρές της επιστροφής, ήξερε αυτός, οι λωτοί σού λέει έτσι κι’ αλλιώς σπάνιο φρούτο είναι, και πόσους θα φάνε, άστο το τσίπουρο για τους μερακλήδες, άστο για τους βαριά πονεμένους, μια και η κατανάλωσή του αποδεδειγμένα έχει διπλή ενέργεια, έστω και προσωρινή, φέρνει λήθη και διώχνει τα προβλήματα, τα κάνει όλα ίσιωμα καταργώντας ανηφόρες και κατήφορους, με δυο τρία τσίπουρα ξεχνιέται η εφορία, ξεχνιέται προσωρινά το τεφτέρι στον μπακάλη, και έρχεται ένας ύπνος χωρίς όνειρα και εφιάλτες.
Ο τρόπος παρασκευής του τσίπουρου είναι γνωστός στους περισσότερους και γίνεται από τα «στέμφυλα» που μένουν μετά από το πάτημα των σταφυλιών για να βγει ο μούστος, αφού μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα για να ωριμάσουν όπως λέμε, «να βράσουν» πριν να μπουν στο ρακοκάζανο τον « άμβυκα» όπως τον αντέγραψε απ’ τους αρχαίους η Εφορία, η οποία εκδίδει και τη σχετική άδεια για να μπορέσει να λειτουργήσει το καζάνι και να φορολογήσει ανάλογα τον παραγωγό και νομίζω ότι ο «ρακοκαζανάς» πληρώνει φόρο ανάλογα με τις ώρες που λειτουργεί το καζάνι και όχι για την ποσότητα που παράγεται. Τώρα γιατί πιάσαμε τέτοιο θέμα, αφού υπάρχουν τόσα άλλα, η απάντηση είναι ότι το τσίπουρο αυτή την εποχή του χρόνου έχει την τιμητική του, οι μερακλήδες τώρα το προτιμούν και το πίνουν, το τσίπουρο είναι κάπως δυνατό ποτό, δεν είναι σαν το κρασί, αν και υπάρχουν ποτά πολύ πιο δυνατά, με οινόπνευμα περισσότερο, αλλά αυτά είναι τα ξενικά τα εισαγόμενα, αυτά που διαφημίζονται πολύ, ενώ το δικό μας το ταπεινό τσίπουρο το πίνουμε όσοι το γνωρίζουμε, όσοι το συνηθίσαμε. Κι’ εδώ έρχεται η συνήθεια η οποία ξεκινάει από παλιά, από τη μυρωδιά η οποία μας ακολουθεί ακόμα από τα μικρά μας τα χρόνια, από τότε που κάθε χειμώνα κρυώναμε και βήχαμε συνέχεια και δόστου μάλλινα πανιά στο στήθος μουσκεμένα με ζεστό τσίπουρο και το κάθε σπίτι είχε από ένα μπουκάλι τσίπουρο μπορεί και παραπάνω, και τύχαινε μέρα που όλο το σχολείο μύριζε τσίπουρο, όλοι κρυολογούσαμε τότε, το ντύσιμο φτωχό και η θέρμανση προβληματική τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο, τι να πεις, επιβιώσαμε και τα ξεπεράσαμε αυτά, μεγαλώσαμε και μας έμεινε η μυρωδιά, η γνωστή μυρωδιά, ευωδιά θα την έλεγα, που δε φεύγει ακόμα, μια και μεγαλώνοντας για να φανούμε κι’ εμείς μεγάλοι, τι να πιούμε, στις παρέες τσίπουρο δοκιμάσαμε, αφού και στις ονομαστικές γιορτές, ιδίως στις χειμωνιάτικες, το ποτό που κερνούσαν στα σπίτια ήταν το τσίπουρο σε κείνα τα ποτηράκια- δαχτυλήθρες και με το μεζέ στον περιφερόμενο δίσκο. Η σοβαρή κατανάλωση όμως γίνονταν από τους μεγάλους, τους μπαρμπάδες, που το μπουκάλι το είχαν και στον τρουβά, όσες φορές πήγαιναν για δουλειά μακριά απ’ το σπίτι και θα μού μείνει αξέχαστη η ιστορία που έζησα κάποτε με πρωταγωνιστές δυο καλούς φίλους και γείτονες που δούλευαν στο δάσος μακριά απ’ το χωριό και έμεναν σε πρόχειρη καλύβα στον Κάκκαβο(3), είχαν ό,τι είχαν μαζί τους για φαγητό και μαγείρεμα, είχαν όμως και μια μικρή νταμιτζάνα με τσίπουρο, την οποία είχε απ’ τη μεριά του και την . . .πρόσεχε ο μπάρμπας και κάθε φορά που κάθονταν για φαγητό, μόλις γύρευε ο φίλος τη νταμιτζάνα, ο μπάρμπας πριν τη δώσει έπινε και μια γουλιά, την έπαιρνε ο φίλος έπινε κι’ εκείνος και την ξανάδινε πίσω αλλά παίρνοντάς την ο άλλος ξαναέπινε, αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές οπότε το «ρίξιμο» ήταν φανερό, ο . . συνεταίρος ας τον πούμε έτσι νευρίασε και άναψε ο καυγάς, και όταν γύρισαν στο χωριό για βδομαδιάτικο, άκουσα τον πατέρα να λέει στη Μάννα μας ότι «μι του Νικουλάκ’ του Φράγκου δε ξαναπααίνου στη δλειά, είνι ταμαχιάρ’ς» και τρόμαξαν να τους μονιάσουν για να μη διαλυθεί ο . . .συνεταιρισμός και μείνει η δουλειά στη μέση άσε που θα μπορούσε να λυθεί το πρόβλημα με ένα δεύτερο μπουκάλι, τέλος πάντων, ωραίο το τσίπουρο και ο τόπος μας παράγει αρκετό, παράγει το κλασσικό από σταφύλια, αλλά και αρκετό κουμαρίσιο, το κουμαρίσιο λίγο, αλλά το ψάχνουν και το προτιμούν οι πολύ μερακλήδες. Θα έπρεπε όμως το τσίπουρό μας να γίνει γνωστό και παραπέρα, θα πρέπει οι άρχοντές μας και οι τρανοί, κάπου κάπου όταν κάθονται σε δημόσιους χώρους να το προτιμούν και να φαίνεται αυτή η προτίμησή τους- είναι αλήθεια ότι αυτή η προτίμηση σε μερικούς. . . .παραφαίνεται. . .- να το πίνουν πότε πότε και όχι να καταναλώνουν ποτά εισαγόμενα για να φουσκώνουν τα πορτοφόλια των σκωτσέζων και άλλων, είπαμε όμως αρκετά σοβαρά για το τσίπουρο, ας τελειώσουμε το θέμα με κάποιο χαμόγελο, αναφέροντας το περιστατικό που συνέβη παλιότερα στο χωριό μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής , τότε που η θεια Βαγγελιώ, μπροστά στον άντρα της τον μπάρμπα Στέργιο τον Τσιόγκα(4) , σήκωσε το μισιοκάρικο μπουκάλι για να δοκιμάσει το περιεχόμενο, νόμιζε ότι είχε νερό αλλά ήταν τσίπουρο, ήπιε λίγο, κάηκε και βήχοντας γύρισε και είπε στον σύζυγο «αμάν βρε χριστιανιέ μ’, πώς του πίντι, μι καταέκαψι. . .» και ο μπάρμπα Στέργιος σοβαρός και αφ’ υψηλού που λέμε, απευθυνόμενος στη σύζυγο απάντησε με σημασία, «σι καταέκαψι; . . Ά . . για να δγείτι τι τραβούμι ιμείς που του πίνουμι κάθι μέρα, μα ποιος μας καταλαβαίν’. . .!!!» και αυτό συνέβη πραγματικά κι’ αν αμφιβάλλετε, ρωτήστε στο χωριό, θα μάθετε περισσότερα.