εάν (ένθετο του 24grammata.com)
Πριν λίγες μέρες (13 Σεπτεμβρίου) ήταν η γενέθλιος μέρα του Κάρολου Κουν. Ας τον (ξανα)θυμηθούμε
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Εκείνο το οποίο διαφοροποιεί το αρχαίο θέατρο από το σύγχρονο μελόδραμα, δεν είναι άλλο, τονίζει μια φίλη από την απόσταση έναντι του συναισθήματος. Η εξέλιξη του διθυράμβου, όπως διαπιστώνεται με την πορεία της ελληνικής τραγωδίας, προβλέπει ένα χαρακτήρα κυρίως διδακτικό. Η θεματολογία της ανθρώπινη, βαίνει ευθύγραμμα προς εσωτερικότερα μεγέθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Η κυριαρχία του λόγου αποπειράται και τελικά κατορθώνει να επιβληθεί, να διαμορφώσει την ατμόσφαιρα πέρα από την οποιαδήποτε εκφορά. Έτσι επιτυγχάνεται η επίτευξη του πρωταρχικού στόχου του αθηναϊκού δράματος, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ανάδειξη της τέχνης των υπονοουμένων, όσων δηλαδή καλείται το μυημένο ή ολότελα αμύητο, σύγχρονο κοινό των επιδαύρειων παραγωγών να συμπεράνει μέσα από την τραγικότητα των προσώπων, έτσι όπως εξαντλούνται και ολοκληρώνονται ως υπάρξεις μες στον τραγικό μύθο. Μόνο μέσο για την άμβλυνση της τραχύτητας του αρχαίου δράματος, μία οδός για την «εξημέρωση» του λόγου, αντιστάθμισμα με άλλα λόγια της ατμόσφαιρας και επισήμανση στη ροή, η επινόηση του χορού, μια ας πούμε όψη της συνείδησης των ηρώων, η οποία εκθέτει τους προβληματισμούς που θα απασχολήσουν το φιλοθεάμον κοινό.
Το σύγχρονο θέατρο, έπειτα από την τομή με την εμφάνιση του παραλόγου και την παραχώρηση μιας ολοκληρωτικής ελευθερίας στα ύφη, τις σκηνογραφίες, την κίνηση, τις θεματικές είχε όλη την άνεση να αναπτύξει νέες φόρμες, να αποπειραθεί σε μια αποδόμηση του μελοδράματος, ακόμα και του ίδιου του αρχαίου δράματος. Οι διαφορετικές κατευθύνσεις, οι οποίες δόθηκαν από την ίδια την κοινωνική επικαιρότητα επέβαλα μια πολυπλοκότητα θεματική πολύ πιο πλούσια. Η πολιτική, η αστική κοινωνία, η σκληρότητα μιας εποχής η οποία έμελε να εξελιχθεί σε αποτρόπαια, οι δυο, μεγάλοι πόλεμοι, οι οποίοι συνέτριψαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια έδωσαν τροφή για ένα καινούριο, αδοκίμαστο υλικό. Κάπως έτσι η αρχαία τραγωδία απέκτησε τη διάσταση του κλασσικού δίχως να μπορεί όμως να σταθεί ως υλικό μες στη νέα εποχή. Οι νέες τάσεις προβλέπουν ολιγομελή σχήματα, έντονη κίνηση, ένα σωματικό δηλαδή θέατρο, το οποίο διευρύνει την προοπτική του με τη χρήση μέσω τεχνικών.Δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε πως η μεταβολή στον αστικό τρόπο ζωής συμπαρέσυρε και το θέατρο στη δίνη του, καθορίζοντας ένα νέο είδος θεάτρου, πολύ απομακρυσμένο από την καλά μελετημένη αρχαία τραγωδία.
Είναι όμως γεγονός, πως καθώς και το κλασσικό, σαιξπηρικό δράμα παρέμεινε ακμαίο, έτσι και το αττικό δράμα κατάφερε τελικά να κερδίσει τη θέση του μες στην παγκόσμια εργογραφία. Είναι από τη μια η εκτίμηση πως μια τέτοια, αδιαπραγμάτευτη απόσταση του ανθρώπου από το διαβρωτικό συναίσθημα δεν πραγματοποιήθηκε σε καμία περίπτωση από κανέναν δημιουργό και καμιά εποχή. Η δυναμική του λόγου, η ένταξη της ποίησης μες στη θεατρική προφορικότητα, συνιστά ακόμα και σήμερα μία ας πούμε διατύπωση του συναισθήματος, ικανή να δημιουργήσει την απαραίτητη αισθητική και την αναγκαία οικονομία, με την οποία η ποίηση προικίζεται στις πιο μεγαλοφυείς εκφάνσεις της. Η αδυναμία του σύγχρονου λόγου να διατηρήσει έναν αιχμηρό χαρακτήρα, πλην σαφώς ορισμένων, λαμπρών εξαιρέσεων, επιβεβαιώνει με τον πιο σαφή τρόπο την ανωτερότητα των αρχαίων κειμένων. Ίσως η ανεπάρκεια να ειπωθεί με την ίδια διαφάνεια ο ανθρώπινος προβληματισμός, να χαραχτεί η εσωτερική του πολυπλοκότητά του έθεσε το σωσμένο, δραματικό λόγο σε μια θέση πολύ υψηλή, ενώ την ίδια στιγμή έπεισε τους μύστες της θεατρικής λειτουργίας να ενδώσουνε με νέους τρόπους στο θεατρικό δρώμενο. Τρόπους δηλαδή να περιγραφούν τα τοπία με τα πιο σκοτεινά αλσύλλια του εσωτερικού μας κόσμου. Έτσι ερμηνεύεται και η σκληρότητα του μύθου, η φονική του ένταση.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν μόνο σκέψεις, ακαθόριστες επισημάνσεις γύρω από την αέναη, αιώνια νεαρή επίδραση του αρχαίου δράματος στη διαχρονική δραματουργία. Ετούτο δε επιβεβαιώνεται ως αληθές από τη σταθερή εμμονή των καλλιτεχνικών φορέων να αναμείξουν τα νέα ρεύματα με την αρχαία δημιουργία, προσδοκώντας, καθώς πάντα σε τόσο ευφάνταστες εξισορροπήσεις, οι οποίες άλλοτε συνιστούν ένα «προχώρημα» και άλλοτε πάλι αποδεικνύονται πολύ μακρινές σε σχέση με το ζητούμενο της ανθρώπινης απογύμνωσης. Σαφώς και δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει πως οι παραπάνω πεποιθήσεις θίγουν το νέο θέατρο, το οποίο τόση ανάγκη όμως έχει να παρουσιαστεί νεότερο, έτοιμο για νέες διεκδικήσεις, έτοιμο να συλλάβει τον ανθρώπινο ρυθμό. Εκείνο το οποίο απαιτείται δεν είναι παρά η ανάδειξη του λόγου, η διατήρηση ορισμένων μορφών και παραμέτρων κοντύτερα προς μια διδασκαλία, η οποία επέτυχε πλήρως.΄Δεν μιλούμε για ένα θέατρο «φιμωμένο», εγκλωβισμένο σε αναχρονιστικές θεωρήσεις. Η προσέγγιση και η βαθιά μελέτη του αρχαία δράματος απόν ανθρώπους, όπως ο Κάρολος Κουν βεβαιώνει με τρόπο πανηγυρικό του λόγου το αληθές. Πως δηλαδή σε αυτό το είδος του θεάτρου, παρεμβαίνει κανείς για να αισθανθεί και πάλι την τραγική, ανθρώπινη μοναξιά, να αισθανθείς δηλαδή μια επίκαιρη ασθένεια, μια οικεία μυρωδιά για των πόλεων τα τρομερά σφαγεία. Και άλλωστε, άνθρωποι όπως ο Κουν, προτιμούν τις αποστάσεις, την τραχύτητα, την επιβελημένη, ανθρώπινο απομόνωση, διότι σε αυτήν, βρίσκουν τον άνθρωπο γυμνό, ευάλωτο, αντικρίζουν τα πρόσωπα συντριμμένα, με την ευπάθεια που τόσο επιθυμείτε στην ψυχογραφία των θεατρικών μορφών.
Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στην Προύσα στις 13 Σεπτεμβρίου του 1908. Μελέτησε και εμβάθυνε στο αρχαίο δράμα όσο κανείς, με έναν τρόπο πρακτικό, με μια υποκριτική καταβύθιση των σπουδαστών του στην εκτίμηση του ρυθμού, την οποία και συνέλαβε σε όλο το μάκρος της ζωής του.