Το ’21 ως μεταφραστικό πρόβλημα (Του Κωστή Παπαγιώργη)
Πριν από λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή ο Κωστής Παπαγιώργης, ένας σημαντικός εργάτης των ελληνικών γραμμάτων, ένας πραγματικός διανοητής.
Με την ευκαιρία της σημερινής εθνικής εορτής, αναδημοσιεύω ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του, για τον ρόλο των γραμματικών (καλαμαράδων) στην επανάσταση του 1821 και τη σύνθετη σχέση τους με τους οπλαρχηγούς. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε το 2000 στο περιοδικό Άρδην.
Το ’21 ως μεταφραστικό πρόβλημα (Του Κωστή Παπαγιώργη)
Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι γραμματικοί που πλαισίωναν τους οπλαρχηγούς κατά τη διάρκεια του Αγώνα δεν πολέμησαν. Ο Βλαχογιάννης σημειώνει με τη γνωστή του εμπάθεια ότι “από το πλήθος τ’ αμέτρητο των καλαμαράδων που ακολουθούσαν τα στρατόπεδα, κανένας δεν ακούστηκε ποτέ να λάβη μέρος στον πόλεμο, να πληγωθή ή να σκοτωθή”. Άρα οι Ιερολοχίτες ήταν το μόνο εγγράμματο ελληνικό σώμα που πολέμησε και θυσιάστηκε.
Μπορεί όντως τα καθήκοντα της σπάθης να μη συγκρίνονται με κείνα της γραφίδας, αλλά ο ρόλος των κάθε λογής γραφιάδων αποδείχθηκε μείζων σε σημασία. Οι καπεταναίοι, όπως ξέρουμε, μπορεί να ήταν ξεσκολισμένοι στην κλέφτικη ζωή, αλλά από γράμματα δεν σκάμπαζαν ούτε είχαν αγαθές σχέσεις με το χαρτοβασίλειο. Ακόμα κι εκείνοι που είχαν βγάλει λίγες τάξεις του αλληλοδιδακτικού, μόλις που κατάφερναν να συλλαβίζουν κάποιες αράδες καθότι το αλληλοδιδακτικό σύστημα διέπλαθε “διαβαστές” και όχι γραφιάδες.
Είναι λοιπόν προφανής η ξεχωριστή θέση των γραφιάδων μέσα στο στρατόπεδο. Για να σταλεί μια επιστολή, μια αναφορά, μια κατεπείγουσα αίτηση χρειαζόταν ειδική ικανότητα την οποία οι ορεσίβιοι ένοπλοι (γεωργοί, τσοπάνηδες, μαραγκοί και πεταλωτές) ή οι άξεστοι συντροφοναύτες αντιμετώπιζαν με δέος όσο και περιφρόνηση. Αξιομνημόνευτα είναι τα χοντρά πειράγματα του Καραϊσκάκη σε βάρος του Κασομούλη που, μολονότι καλαμαράς, επέμενε να φέρει και σπάθα. “Τί το θες αυτό το κρεμαστάρι;” τον ρώτησε κάποτε για να ειρωνευτεί τον τρόπο πού κρεμόταν το σπαθί από τη μέση του. Η λέξη καλαμαράς (από το μελανοδοχείο πού φύλαγε κάθε γραμματικός στο κεμέρι του) ηχούσε μειωτικά, αλλά ουδείς αμφισβητούσε την συμβολή τους στην εν γένει επιχείρηση. Άχρηστοι την ώρα της μάχης, ήταν πολύτιμοι στα πριν και στα μετά, διότι αποτελούσαν το δεξί (πολιτικό) χέρι του καπετάνιου ή, πιο σωστά, το επίσημο “στόμα” του σώματος προς τα άλλα σώματα και την Διοίκηση.
Γνωστοί καλαμαράδες ήταν: ο Φωτάκος (στην υπηρεσία του Κολοκοτρώνη), ο Αινιάν (στην υπηρεσία του Καραϊσκάκη), ο Κάρπος Παπαδόπουλος (στην υπηρεσία του Ανδρούτσου), ο Κασομούλης ( στην υπηρεσία του Στορνάρη). Όσο για τους Υψηλάντηδες, σπουδασμένοι αυτοί λόγω καταγωγής και στρατιωτικού κλάδου, είχαν τον Λασσάνη (ο Αλέξανδρος) και τον Φιλήμονα, τον μετέπειτα ιστορικό (ο Δημήτριος).
Ο Υδραίος που με τον σαλτιρμά (περίφημο μαχαίρι) κατέσφαξε ενενήντα άτομα μέσα σε μια μέρα κατά την άλωση της Τριπολιτσιάς, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το άγριο έργο του θα αθανατιζόταν χάρη στους καλαμαράδες. Εντούτοις κάποια υποψία του όλου πράγματος θα είχε συλλάβει το κοφτερό μυαλό του Καραϊσκάκη. Επιστρέφοντας από μια επιχείρηση στη Δομπραίνα –“καταβεβαρημένος από την βροχήν, την λάσπην καί τον κόπον”-στράφηκε λένε στον καλαμαρά του Δ. Αινιάνα και του είπε : “Βλέπεις τι βάσανα τραβάμε; Και μ’ όλα τούτα ποιος μας γνωρίζει; Γράφε καν, γράφε ό,τι βλέπεις κι αυτό θα είναι η ανταμοιβή μας”.
Αλλά το “γράφε καν” –προστακτικό, προτρεπτικό ή ευκτικό– δεν αφορούσε μιαν απλή, τεχνική δραστηριότητα. Εμπλεκόταν χαρακτηριστικά στα ίδια τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα γιατί αυτό –το φτερό βουτηγμένο στη μελάνη– τα μετέδιδε. Ο οπλαρχηγός δεν φειδόταν επιστολών και μηνυμάτων – πλην όμως δεν τα υπαγόρευε. Πρόκειται για μιαν λεπτότατη πτυχή του ’21 που δικαιολογημένα περνάει ασχολίαστη. Ο καπετάνιος αράδιαζε άραθα μάραθα κι ο καλαμαράς, παρευθύς, τα “μετέφραζε” δεόντως στην επίσημη και καθιερωμένη γλώσσα.
Ο Καραϊσκάκης πχ. “γράφει” από τη Δερβέκιστα στις 28 Ιουλίου 1825 :
“Σεβαστή Διοίκησις
…Και τότε ο Άρης άναψε το πυρ πανταχόθεν και τα σπαθιά και αϊταγάνια έλαμπαν, τα βόλια ως χάλαζα έπιπταν και ο αλαλαγμός έως τον ουρανόν ανέβαινεν. Επειδή δε εκ φύσεως το αιφνίδιον και ανέλπιστον κακόν είναι τρομερόν εις παν ζώον, εξόχως δε εις τον λογικόν άνθρωπον, ας στοχασθή ο καθείς οίαν τρομάραν έλαβον οι εχθροί· Τί σκοτωμός έγιναν!
Οι ευπειθείς πατριώται”.
Σε όλη αυτή τη σχοινοτενή περιγραφή, η οποία πάει του μάκρους στο ίδιο ακριβώς ρητορικό μοτίβο, δεν αναγνωρίζουμε τίποτα από το λέγειν του αρχηγού. Απεναντίας η σκηνή της καταγραφής έχει περίπου ως εξής. Ο γιος της καλογριάς (ο και μούλος ονομαζόμενος) μαζί με τον Φ. Τζαβέλα, τον Σαφάκα και τον Φωτομάρα βωμολοχούσαν, απειλούσαν θεούς και δαίμονες, ήθελαν να κόψουν τα ποδάρια των “πολιτικών” της Διοίκησης, κομπορρημονούσαν αφήνοντας τη ρουμελιώτικη λαλιά να εκρήγνυται, ενώ ο γραμματικός, διατηρώντας την κεντρική ιδέα, υποκαθιστούσε το εκπεφρασμένο θυμικό με ένα ρητορικό γράμμα. Συνεπώς ο καλαμαράς είχε τον τελευταίο λόγο – οι άλλοι μιλούσαν για να ακούγονται μεταξύ τους. Αυτός συνόψιζε, εξέφραζε, συνέτασσε και γενικά μετέφραζε από τα “άγρια” ελληνικά στα “λόγια” ελληνικά.
Νάνος την ώρα της μάχης, ο καλαμαράς κέρδιζε πρώτο μπόι στα πολιτικά ζητήματα. Εγγράμματος ων, συχνά πολυσπουδασμένος, είχε πολύ πιο συγκροτημένες ιδέες από τους ίδιους τους μαχητές. Δουλειά του δεν ήταν να συντάσσει παθητικά τα γαυγίσματα των οπλαρχηγών, αλλά να τα αναμορφώνει ριζικά και κυρίως να τα εμπλουτίζει με τις επείσαχτες και νεόκοπες ιδέες περί έθνους, ελληνισμού, αρχαιότητος, ελευθερίας, κράτους, δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εκφέροντας τις καπετανέικες κουβέντες με άλλα λόγια δεν εξωράιζε απλώς την πρωτόγονη λαλιά, ουσιαστικά την αποκαθιστούσε με κριτήριο τις απώτερες βλέψεις του Αγώνα. Πιο ωμά: δίδασκε στους οπλαρχηγούς γιατί ακριβώς πολεμούν. Τους έλεγε ποιοι (πρέπει να) είναι, καθότι ήταν μυημένος εταιριστής.
Δε χρειάζεται να θυμίσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αυθαίρετη διεύρυνση αρμοδιοτήτων ή με πατριωτικές εξάρσεις εκτός κανόνος. Η ιδεολογική γραμμή ήταν σαφής: οι ραγιάδες ήξεραν τα όπλα, σιγά σιγά θα μάθαιναν και τα υπόλοιπα. Η ιστορική προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη –παρότι ο ίδιος δεν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα– ήταν σαφέστατη στο πατριωτικό της μάθημα :
“Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, δια να μας αφήσωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί. Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμεινώνδου του Θηβαίου και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους· εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτονος οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν· εις εκείνην του Τιμολέοντος όστις απεκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας· μάλιστα εις εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών των οποίων τους βαρβαρωτέρους και ανανδρεστέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου”.
Από κακεντρέχεια θα λέγαμε ότι ο γραμματικός του Υψηλάντη δεν πρόσεξε ότι όλα τα ονόματα που αναφέρει –εκτός από τα τρία τελευταία– αφορούν εμφυλίους σπαραγμούς. Ας είναι όμως. Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι οι οπλαρχηγοί εμφορούνταν απολύτως από τοπικιστικό πνεύμα. Ο καθένας πολεμούσε για το κόλι του, την πολιταρχία του και το αρματολίκι του. Έτσι πίσω από κάθε επίσημη και εθνικώς στρογγυλεμένη ανακοίνωση λανθάνει μια άλλη που, επειδή ακριβώς αποδίδει την πραγματική κατάσταση, αποσιωπάται. Ο Κολοκοτρώνης δεν βγήκε ποτέ από τα όρια του Μοριά (μάλιστα στη μάχη του Πέτα πρόλαβε την δωδεκάτη ώρα να αποσύρει τον γιο του). Ο Καραϊσκάκης άρχισε να ενεργεί “εθνικά” μόνο αφότου του έδωσαν να καταλάβει ότι έχασε τελεσίδικα το αρματολίκι των Αγράφων. Ανάλογα πράγματα ίσχυαν για κάθε επαρχία, για κάθε νήσο, για κάθε μικροκαπετάνιο ή κολιτζή.
Αυτός είναι ο λόγος που όταν περνούμε από την επίσημη αλληλογραφία στην ιδιωτική –όπου πλέον τα λεγόμενα υπαγορεύονται και δεν “αποκαθίστανται”– ο Αγώνας παίρνει άλλο νόημα. Αξίζει να διαβάσει κανείς την αλληλογραφία των Κουντουριωταίων για να εκτιμήσει του λόγου το αληθές. Εκεί ο καλαμαράς δεν έχει κανένα ρόλο.
Θέλουμε να πούμε ότι από πολύ νωρίς ο Αγώνας είχε χωριστεί σε μέσα και έξω. Είτε φουστανελάδες και ψαλιδοκέρια δούμε σε αυτή τη διάκριση, είτε αυτόχθονες και ετερόχθονες, το συμπέρασμα δεν αλλάζει. Υπήρχε η ένδοθεν Ελλάδα που πήρε (ή της φόρτωσαν) τα άρματα και η έξωθεν Ελλάδα που έφερε το βαρύ φορτίο του διαφωτισμού και κυρίως του “εξελληνισμού” της χώρας. Η Οδησσός, η Μόσχα, η Κωνσταντινούπολη, η Πίζα, η Τεργέστη είχαν ξαποστείλει τους εθνοσωτήρες αποστόλους τους. Το πνεύμα της ευρωπαϊκής εποχής έπρεπε πάση θυσία να μετακενωθεί, να μεταφυτευθεί, να μεταφραστεί στα καθ’ ημάς. Μια κατασκευασμένη Ελλάδα στην περιφέρεια έπρεπε να εγκατασταθεί στην ήδη υπάρχουσα. Διαφωτισμός, ιακωβινισμός, καρμποναρία, ανάγκη πάσα να μεταγλωττιστούν σε έθνος, κράτος, θρησκευτική και πληθυσμιακή ομοιομορφία, σε σύνορα, τακτικό στρατό, σημαία, διοίκηση κ.λπ.
Μπορεί οι οπλαρχηγοί να είχαν το πολεμικό σθένος, αλλά τα πνευματικά όπλα ανήκαν στους επήλυδες Ρωμιούς, ως εκ τούτου επεβλήθησαν. Οι καλαμαράδες νίκησαν κατά κράτος τους αρματωμένους. Μέσα σε μια δεκαετία, από το 21 ως το 30, οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες φοίτησαν σε σκληρό φροντιστήριο. Όσα ήξεραν τα ξέμαθαν ή τα διδάχτηκαν αλλιώς. Τότε έμαθαν ότι λέγονται Έλληνες –και όχι ρωμιοί, Ρωμαίοι ή Γραικοί όπως επέμενε να τους αποκαλεί ο παριζιάνος Κοραής. Όψιμα έμαθαν να βάζουν τη λέξη πατρίδα στη θέση της λέξης Γένος. Τότε έμαθαν ότι η Ελλάς –πράγμα καινοφανές για την τρισχιλιετή της ιστορία– θα μπορούσε να έχει σύνορα, κρατική αυτονομία και κεντρική διοίκηση. Και το θαύμα εγένετο. Το ’21 των άγριων τοπικισμών, των θανάσιμων φατριασμών, που αγνοούσε απολύτως την ιστορική προοπτική, υποκαταστάθηκε από το ’21 με τις φερτές εθνο-πολιτικές απόψεις και την εκ δυσμών κηδεμονία.
“Η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή” μολογάει ο Κολοκοτρώνης στον Τερτσέτη. “Η Επανάστασίς μας εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι όπου δεν εγνώριζον άλλο χωριό μακρυά μιαν ώρα από το εδικό τους. Την Ζάκυνθο την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα το μακρύτερο μέρος του κόσμου”. Πράγματι, όταν ο Κασομούλης κατεβαίνει στην Εθνοσυνέλευση, με κατάπληξη διαπιστώνει ότι εκτός από τον Πετρόμπεη, τον Κολοκοτρώνη και τονΑναγνωσταρά, οι υπόλοιποι Οπλαρχηγοί –με μέστια και τζαρούχια ποδεμένοι–“δεν ήξευραν ίσως και αν υπάρχει Όλυμπος εις την Ελλάδα” …Μήπως στις Εθνοσυνελεύσεις οι οπλαρχηγοί καταλάβαιναν όλους αυτούς τους πολύγλωσσους και φραγκοφορεμένους που διαχειρίζονταν τις τύχες τους; Επανειλημμένα οι αγράμματοι αγωνιστές εξαπατήθηκαν στις ψηφοφορίες απλά και μόνο επειδή δεν ήξεραν να διαβάζουν ούτε καν τα ονόματα.
Μετά από τη δολοφονία του Κυβερνήτη, όταν αρχίζουν πλέον να γράφονται τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών και να κομίζεται κουτσά στραβά το πρώτο ιστορικό υλικό, θα περίμενε κανείς ότι θα εκφραζόταν σε κάποιο μέτρο αυτή η καθυστέρηση της ντόπιας συνείδησης απέναντι στα γεγονότα και η ανομοιότητα της ντόπιας Ελλάδας με την φερτή Ελλάδα. Φρούδες ελπίδες. Διότι τότε συνέβη μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μεταμορφώσεις της νεοελληνικής συνείδησης. Οι πάντες κράτησαν απόσταση από το παρελθόν. Η Ελλάδα του 1800 εξορίστηκε στο απώτατο παρελθόν. Ενώ βρέθηκαν σε έναν κόσμο που δεν είχαν φανταστεί, όταν κλήθηκαν να δώσουν την μαρτυρία τους εκφράστηκαν σαν οψιμαθείς ιδεολόγοι: πατρίδα, έθνος, ελληνισμός, αρχαιότητα, θρησκεία, κράτος κ.λπ. Ουδεμία κατάπληξη, ουδεμία σύγκριση όχι του παρελθόντος με το παρόν, αλλά των παλαιών τους αντιλήψεων με τις νεόκοπες. Αυτό το κομμάτι του Αγώνα, το μέγιστο κατά τη γνώμη μας, το έφαγε το σκοτάδι. Ακόμα και ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αναδείχθηκαν σε εθνικούς οραματιστές. Ακόμα και πρόσωπα σαν τον Σπηλιάδη –ο οποίος είχε σοβαρές αντιρρήσεις για την Επανάσταση και μάλιστα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στην Αυλώνα αδυνατώντας να υπερβεί τις προσωπικές του αντινομίες– όταν τραγούδησαν, ακολούθησαν το γνωστό μοτίβο.
Οι αγωνιστές φιμώθηκαν ή φίμωσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους για ευνόητους λόγους. Αλλά η πιο συναρπαστική μούγγα αφορά την ίδια τη λαλιά αυτών των ιστορικών προσώπων. Σήμερα, με τα μπάζα της λογιοσύνης που κάλυψαν τον Αγώνα, δεν ξέρουμε πώς πραγματικά μιλούσε ο Κολοκοτρώνης, ο Κανάρης, ο Μιαούλης ή ο Καραϊσκάκης. Οι καλαμαράδες θεώρησαν περιττό –μάλλον ντροπή– να απαθανατίσουν τη φυσική λαλιά των αγωνιστών. Ίσως γι’ αυτό οφείλουμε χάριτες στον Κασομούλη που είχε το ένστικτο να απομνημειώσει ορισμένα φρασίδια του Καραϊσκάκη. Παραθέτουμε ένα από τα πιο εύγλωττα, έστω και σε αυτή την παραφθαρμένη μορφή:
“Ποία Κυβέρνησις, Καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρέιζ εφέντη, ο τεσσερομάτης (εννοεί τον Μαυροκορδάτο επειδή φορούσε γυαλιά). Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν, δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχωνται με το ζουρνά (δηλαδή εύκολα). Ο Σκαλτζάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ (επαναλαμβάνει ό,τι του λένε). Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη (έλεγε πάντα ναι στον Μαυροκορδάτο). Ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές (…) την ώραν, ο ξεινόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας (ήταν ξεινογαλάς) οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!”http://sxoliopoliti.blogspot.gr