24grammata.com/ παυσίλυπος λόγος
Κείμενο: Καλλιόπη Μαλλόφτη – Μανώλης Δημελλάς.
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο24grammata.com κλικ εδώ
Ελέφαντας, Χαλιμάς, Τσόκαρος, Κοκκινόσκαρος, Γλύσσσος, Μπουλιός, Πόρδος, Μάτακας, Σπίθας, Μπλάκος, Κινέζος, Αγρίλης, Μουζούρης, Παουζάνος, Αλαραμάνης, Εργαλείος, Κότερος, Σκούρος, φλόκος, Κλάινος, Γορίλας, Σπαρίλας, Εξαλλος, Τσιριμώκος, Τανάς, Χοίρος, Λαομάχος, Καλάουρας, Αφτάκλας, Κολακίνας, Κίσσιγκερ, Μπιλάρδος, Χασοδίκης, Κλανιό, Μπέκος, Σταφίδας, Τσιθείος, Μελίνα, Φουάρος, Νουάρος, Ατζαμής, Τσολιάς, Σφήνας, Χατζιμπηλότας, σουβλού, Σάενα, Ανάλατος, Κόναν, Πατέντας, ο Ούφος, ο Μπούφος κι ο Τούβλος.
Είναι οι 300 καλύτεροι, είναι το χωργκιό, αλλουνού πλανήτη, θρύλοι και θρύλοι. Δράκοι φτερωτοί. Όπως λέει και ο Κόναν σε κάποια τιτάνια μάχη του Θώρ με τον Θεό τον Μενεδιάτη, ο Θώρ φυσικά έχασε, ο δευτερος τον γονάτισε και τον καταδίκασε εσαεί να βόσκει κατσίκες στη Χόμαλη.
Με την προοπτική της Χόμαλης μας εκγύμναζε, οταν δεν μας έβαζε να δένουμε παραγάδια στην τάξη, και ο Δάσκαλος στο δημοτικό. Γάαααμαλε, πήενε με τον πατέρα σου να βόσκεις. Προφανώς εννοούσε τον Θωρ…
Κυνηγημένοι απο τον Πάνω Αφιάρτη, με τους πειρατές στο κατόπι. Οι πρώτοι 300, είδαν τον βράχο και είπαν αυτό είναι. Ένας τόπος γόνιμος, εδώ θα χτίσουμε. Στο Λάι να πάμε είπαν κανα δυο, σίγουρα ξένοι, μάλλον Οθείτες θα ‘τανε. Τότε είδαν να κρώζουν τα πετεινά του ουρανού και φώτα να λαμπυρίζουν στο βουνό των ασπαλάθων. Και μιά φωνή απ το υπερπέραν να φωνάζει Μέενετε!
Μενεδιάτες και απανοκάαλοι έκτοτε.
Στην πάνω πλατεία, στου γλύτσου αουπόξω τα λέμε πάλι, μεγαλεία, ήρθαν κι οι γενίτσαροι.
Με τα ουζάκια εμελετούσαμε την πατελία που έφερε ο χαλιμάς,
ο άτιμος, που ήτο σα σκάφη και την έκαμε και γύρω στο χωριό.
Ο μόνος που δεν τον επίστεψε ήταν ο Χαζάκας.
Ακούγονται απο μέσα γκαρίσματα. Έκαμε το γάαρο ο Χατζημπιλότας, εκέρδισε και μια γκοφρέτα. Δεν έχει πια χαίρι το καφενείο. Πού οι εποχές με τις πόκες, που σε μιά παιξιά πάνω παραλίγο να χάσει το σπίτι και τη Μαριγώ.
Η καλή μας μπιλότα είναι ο καθένας και πάνω του. Στα δύσκολα όμως όλοι στέκονται, σαν τον πάνω χορό, πιασμένοι σταυρωτά, ξεσηκωμένοι.
Το νερό του λαδιού είναι του χωργκιού, θυμούνται, τους ξεσηκωμούς οι παλαιότεροι, τώρα που κόβεται και το νεράκι όλα τα φέρνουμε μπροστά. Και πήραμε τα όπλα ακόμη και για να διώξουμε το φάντασμα,
τι κι αν ήταν ο Μουζούρης….
Θερμόαιμοι όπως είμαστε τίποτε δεν μας σταματά, μοναχά να προλάβεις να οπλίσεις και να ξεκινήσεις να βαράς: χίλιοι λαοί στου κραμπά μα τελικά ήταν οι χοίροι του Μαλλόφτη.
Φωνές ακούγονται απ’τον Καρακαλά, αμα ήμουνα λολός δεν θα μούνα κλεισμένος μέσα; ξαμολητό θα με είχανε¨
Βασανιστικό το ερώτημα που τρέχει σαν μαύρο ανέφαλο:
ένας καλός δεν υπάρχει;
Τα παρατσούκλια στέκονται μπροστά κι από το βαφτισμένο όνομα, είναι στην εκκλησία του δήμου, στα καφενεία, στα σοκάκια, όπου οι
παρέες γνωρίζουν την ιδιαιτερότητα, την προσωπική αδυναμία, δίνουν στα πρόσωπα πραγματική ταυτότητα.
Είναι το χασομέρι στον συνάνθρωπο, τον διπλανό μας,
στον ίδιο μας τον εαυτό.
Είναι που επιλέγουμε να επενδύσουμε χρόνο στην ανθρώπινη σχέση που έχει ταυτότητα, πάνω από όλα ένα βαθύ άνοιγμα του χαρακτήρα σαν μια διαρκή αντιμεταβίβαση, σαν το ντιβάνι του Γιάλομ.
Έτσι γεννήθηκαν φιλίες και έμειναν οι χαραγμένες μνήμες πιο βαθειά κι από την πιο σκληρή συγκίνηση.
Υ.Γ. Κυριακή 5 Αυγούστου, παραμονή του Χριστού, στου γυαλού του κύμα πάνω, μικρές φλυαρίες σαν το σκυλί, τον Τσάρλυ που τελικά δεν νιαούρισε. Ακόμα το παλεύει ο Σακελλάκης…