24grammata.com/καλλιτεχνική ζωή αποδήμων
Ο αγγλοσαξονικός Τύπος συγκρίνει τον Χρίστο Τσιόλκα με τον Φίλιπ Ροθ και τον Τομ Γουλφ. Το μυθιστόρημά του «The Slap» (Το χαστούκι), που πάει ακάθεκτο για το βραβείο Booker, εξελίσσεται σε παγκόσμιο μπεστσέλερ
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ (από την ελευθεροτυπία)
Ο Χρίστος Τσιόλκας μέχρι να γράψει τη «Νεκρή Ευρώπη» («Printa»), για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο της αυστραλιανής εφημερίδας «Age», είχε περάσει στην Ελλάδα σχεδόν απατήρητος. Είχαν κυκλοφορήσει τα βιβλία του «Ο άνθρωπος του Ιησού» και «Κατά μέτωπο» («Οξύ»), αλλά το όνομά του δεν είχε αρχίσει ακόμη να συζητιέται έντονα.
Περισσότερο τον είχαμε ταυτίσει με την ταινία «Head on» της εναλλακτικής Ελληνοαυστραλής σκηνοθέτιδας Ανα Κόκκινος, που είχε βασιστεί στο μυθιστόρημά του «Κατά μέτωπο». Ταινία και βιβλίο ήταν μια γροθιά στις προκαταλήψεις της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας: ο Αλεξ Δημητριάδης ερμήνευε τον Αρη, έναν νεαρό Ελληνα, γιο μεταναστών, που επαναστατεί και οδηγείται στα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία. «Είμαι ναύτης και πουτάνα κι έτσι θα παραμείνω» φώναζε σπαραχτικά στο τελευταίο πλάνο. Μια κραυγή ενός μοναχικού άντρα, που διεκδικεί το δικαίωμά του να είναι ιδιαίτερος.
Το βιβλίο, που έμελλε να εκτινάξει τον Χρίστο Τσιόλκα στα ύψη της δημοσιότητας και στο κέντρο του αγγλοσαξονικού λογοτεχνικού χώρου, ήταν το «Χαστούκι» («The Slap»). Ετοιμάζεται σύντομα να κυκλοφορήσει στα ελληνικά, σε μετάφραση Βασ. Κιμούλη, από την «Ωκεανίδα». Το προκλητικό για τα μικροαστικά ήθη της αυστραλιανής οικογένειας μυθιστόρημα όχι μόνο τιμήθηκε με το Commonwealth Writers Prize, αλλά πέρασε στη μακρά λίστα του μεγάλου βρετανικού βραβείου Μπούκερ -και είναι αλήθεια ότι πανηγυρίσαμε, επειδή αισθανθήκαμε ότι ο Τσιόλκας είναι δικός μας άνθρωπος. Στις πρώτες σελίδες υπάρχει μια συγκλονιστική σκηνή: σ’ ένα προάστιο της Μελβούρνης, κατά τη διάρκεια ενός μπάρμπεκιου, ένας άντρας χαστουκίζει βίαια ένα παιδί που δεν είναι δικό του.
Το χαστούκι μόνο μυθοπλασία δεν είναι. Το «έφαγε» από την μητέρα του, όταν ήταν τριών χρόνων, γιατί… τόλμησε να πιάσει τα πόδια της. Οι γονείς του, που ζωντανεύουν μέσα από τη «Νεκρή Ευρώπη», μετανάστευσαν από την Ελλάδα στην Αυστραλία, αφού είχαν ζήσει τα πρώτα οδυνηρά μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια. Βρήκαν εύκολα δουλειά και οι δύο ως βιομηχανικοί εργάτες, χωρίς να καταφέρουν να ξεφύγουν από τα συντηρητικά στερεότυπα της ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης. Ο Χρίστος μέχρι που πήγε σχολείο δεν μιλούσε αγγλικά. «Νόμιζα ότι οι Αυστραλοί μιλούσαν ελληνικά. Σοκαρίστηκα όταν ανακάλυψα ότι υπήρχε κι άλλη γλώσσα, εκτός από αυτήν που είχα μάθει» εξομολογείται.
Στην ανάγνωση τον μύησε ο πατέρας του: «Κάθε εβδομάδα, την ημέρα της πληρωμής του, κι ας μη διάβαζε αγγλικά, σταματούσε σ’ ένα βιβλιοπωλείο να μου αγοράσει δύο βιβλία» θυμάται.
Ο Χρίστος Τσιόλκας, ο οποίος διανύει τα 45 του, παραδέχεται ότι ανακάλυψε αρκετά νωρίς την ομοφυλοφιλία του, γεγονός που τον ανάγκασε να επαναστατήσει εναντίον του παραδοσιακού παρελθόντος του. Οταν πήγε στο πανεπιστήμιο, γνώρισε και τον έρωτα στο πρόσωπο του συγκατοίκου του Σέιν. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, είναι ακόμα μαζί.
Ο Ελληνοαυστραλός συγγραφέας τον τελευταίο καιρό δέχεται πολλές προσκλήσεις σ’ όλο τον κόσμο για να παρουσιάσει το βιβλίο του, που εξελίσσεται σε παγκόσμιο μπεστ σέλερ. Απάντησε στις ερωτήσεις μας με μια ειλικρίνεια που «σπάει κόκαλα».
– Πώς δεχτήκατε την είδηση ότι το «Χαστούκι» βρέθηκε στη μακρά λίστα του Μπούκερ;
«Με γέλια και χαρά! Πάντα τέτοιες ειδήσεις είναι ευπρόσδεκτες, γιατί είναι μια μορφή αναγνώρισης του έργου σου. Αλλά, όταν καθήσεις να γράψεις το επόμενο βιβλίο σου, όλα τα βραβεία και οι επευφημίες του κόσμου δεν έχουν πια και τόση σημασία. Αισθάνεσαι σαν να είσαι αρχάριος. Το μέγιστο καλό σ’ ένα βραβείο είναι ότι δίνει χαρά στους γονείς σου, την οικογένεια και τους φίλους σου. Η μητέρα μου και εγώ γελάγαμε πριν από λίγους μήνες, γιατί μου έλεγε ότι εδώ και χρόνια, όταν πήγαινε στο ελληνικό παντοπωλείο, τη ρωτούσαν περισσότερο για τον αδελφό μου παρά για μένα. Ημουν ο παράξενος γιος, που έγραφε ή επιδιδόταν σε κάποια τέχνη. Οταν κέρδισα ένα βραβείο και είδαν τις φωτογραφίες μου στις εφημερίδες, τη ρωτούσαν: “Πώς πάει ο Χρίστος; Τι κάνει;”»
– Μήπως ενοχληθήκατε όταν μάθατε ότι αναγνώστες στη Βρετανία χαρακτήρισαν το «Χαστούκι» μισογύνικο;
«Αυτό το βιβλίο είναι για τη μεσαία τάξη και δεν είναι ένα κολακευτικό πορτρέτο γι’ αυτή. Δεν ξεχωρίζω τον κόσμο σε “καλά” και “κακά” παιδιά, όπως σε κάποια παλιά γουέστερν του Χόλιγουντ. Στο “Χαστούκι” τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες είναι υποκριτές. Και οι δυο πλευρές ψεύδονται και παραπλανούν, ωστόσο αποζητούν τρυφερότητα και ευγένεια. Ορισμένες αστές γυναίκες θέλουν βιβλία που να τις κατευνάζουν, να τις κάνουν να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους, να επιβεβαιώνουν τα δικαιώματά τους και την υπεροχή τους. Θέλουν να διαβάζουν μια εξευγενισμένη πρόζα που δεν θ’ αλλάζει τον κόσμο τους. Χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν οι άντρες την πορνογραφία. Το “Χαστούκι” δεν είναι τέτοιο βιβλίο. Γι’ αυτό και όλο αυτό το μίσος».
– Βρίσκεστε ανάμεσα σε δύο χώρες και δύο γλώσσες. Αισθάνεστε Ελληνας συγγραφέας της Κοινοπολιτείας που γράφει αγγλικά ή Αυστραλός ελληνικής καταγωγής;
«Με λένε “Ελληνο-αυστραλό”. Η χώρα μου είναι η παύλα. Ναι, είμαι Αυστραλός, εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, αυτήν τη χώρα ξέρω. Είμαι όμως και Ελληνας, χωρίς να είμαι Ευρωπαίος. Αυτό αισθάνομαι. Είμαι μια “αντίφαση”».
– Πώς αντέδρασε το οικογενειακό περιβάλλον σας όταν μιλήσατε ανοιχτά στα βιβλία σας για την ομοφυλοφιλία σας;
«Είμαι πολύ τυχερός που έχω μια οικογένεια η οποία με στηρίζει, ακόμη κι αν αρχικά τρόμαξε με μένα. Επρεπε να επαναστατήσω. Διαφορετικά θα υπέφερα από την ασφυξία της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας. Ηταν δύσκολο και επίπονο για την οικογένειά μου, ειδικότερα για τους γονείς μου. Προσπάθησα να ζήσω διπλή ζωή, αλλά αποδείχτηκε αδύνατο. Δεν υπάρχει προσωπική τιμή χωρίς γενναιότητα. Εν τούτοις, υπάρχουν παρά πολλοί φίλοι μου οι οποίοι είναι εντελώς φοβισμένοι και ζουν ακόμη κάτω από τη βαριά σκιά των γονέων τους. Δεν μπορείς, όμως, να έχεις ώριμη σχέση ενήλικου με τους γονείς σου, αν δεν αντιμετωπίσετε ο ένας τον άλλο με αμοιβαία γενναιότητα. Το σθένος τού πατέρα μου να με αγαπάει, ανεξαρτήτως του τι κάνω ή του ποιος είμαι, είναι μεγαλύτερο από το δικό μου. Αλλά δεν θα είχα σήμερα αυτού του είδους τη σχέση, αν δεν είχα αντισταθεί στην εύκολη συμμόρφωση.
Ενας από τους λόγους που αγάπησα τον “Κυνόδοντα” του Γιώργου Λάνθιμου είναι αυτή η ανωριμότητα που είχε η σχέση των παιδιών με τους γονείς τους. Νόμιζα ότι τέτοιες σχέσεις υπήρχαν μόνο στους Ελληνες της Διασποράς. Δεν είχα δίκιο. Τελικά και οι Ελληνες στην Ελλάδα είναι το ίδιο σκλαβωμένοι στις οικογένειές τους».
– Η συγγραφή σάς δίνει ευχαρίστηση; Γράφετε εύκολα; Σας παιδεύει να τελειώσετε ένα μυθιστόρημα;
«Είναι μια μαθητεία της ζωής, για να χρησιμοποιήσω την καλύτερη μεταφορά για τη διαδικασία της συγγραφής. Δεν υπάρχει ποτέ ένα σταθερό σημείο, γιατί είναι μια τέχνη που δεν κατακτάται ποτέ. Καθώς γράφεις, αρχίζει να λειτουργεί η φαντασία, να φαίνεται η δομή, να δημιουργούνται οι χαρακτήρες. Τότε συνειδητοποιείς ότι έχεις την εμπειρία και την τεχνική με το μέρος σου. Αλλά το σημαντικό είναι να μην εφησυχάζεις ποτέ, να είσαι πάντα ανοιχτός σε αλλαγές. Νομίζω ότι τόσο η πειθαρχία όσο και το ρίσκο είναι τα βασικά στοιχεία της συγγραφής».
– Ποια είναι τα αγαπημένα σας θέματα; Υπάρχουν απαγορευμένα;
«Επιστρέφω συχνά στα θέματα της οικογένειας, της εξορίας και της προσφυγιάς και στη σύγκρουση προσωπικής και ιστορικής μνήμης. Επίσης με γοητεύει η προδοσία της μνήμης. Μια μέρα ελπίζω να γίνω ένας καλός συγγραφέας, για να αντιμετωπίσω δυναμικά κι όχι συναισθηματικά το θέμα της αγάπης. Είμαι πολύ σταθερός στα πιστεύω μου. Ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν είναι να λογοκρίνει τον εαυτό του. Ετσι δεν υπάρχει κάτι που να είναι απαγορευμένο».
– Με τι στενοχωριέστε και με τι χαίρεστε περισσότερο;
«Αυτό που με θλίβει περισσότερο είναι όταν η ξενοφοβία επικρατεί της φιλοξενίας. Η ευτυχία μου έρχεται από το γράψιμο, από το να χάνομαι στη μουσική, από το μαγείρεμα, από τους μακρινούς περιπάτους με τον αγαπημένο μου».
– Τι σημαίνει να είσαι αριστερός στην Αυστραλία;
«Καλή ερώτηση. Είναι εύκολο να είσαι αριστερός σε μια χώρα του αναπτυγμένου κόσμου. Αν και η Αυστραλία έχει έλλειμμα επαναστατικής ιστορίας, έχει μακρά προοδευτική παράδοση. Διαθέτει ισχυρό εργατικό κίνημα και είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που διεκδίκησε οχτώ ώρες την ημέρα εργασία και από τις πρώτες που κατοχύρωσαν την καθολική ψηφοφορία. Δεν ξεπέρασε ποτέ την πληγή που άφησε στην καρδιά της η αποικιοκρατία και η συνεχιζόμενη πολιτική ξεριζώματος των Αβορίγινων. Οι λευκοί Αυστραλοί δεν μπορούν να κάνουν ένα βήμα παρακάτω, είτε από ντροπή είτε από λυσσασμένη άρνηση. Αλλα και οι Αβορίγινες έχουν αποτύχει, γιατί η ηγεσία τους διατελεί υπό διαίρεση και σύγχυση. Ο υλισμός είναι μεταδοτική και επικίνδυνη εμμονή στην Αυστραλία. Οι Αυστραλοί είναι τοπικιστές και ξενοφοβικοί. Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για τη χώρα μου, αισθάνομαι αηδιασμένος από τον εγωισμό και την άγνοιά της. Τελικά, ένας αριστερός στην Αυστραλία αισθάνεται “σαν να κατουρά ενάντια στον άνεμο” -ελπίζω να έχει νόημα στα ελληνικά η έκφραση “pissing against the wind”… Εύχομαι να επικρατήσει κάποτε μια ηθική της παγκόσμιας κοινότητας πολιτών, που δεν θα βασίζεται στην καπηλεία εθνών, πολιτισμών και κρατών».
– Με την «πολυτέλεια» της απόστασης, τι εικόνα έχετε αποκομίσει για τη σημερινή Ελλάδα;
«Βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο. Αν ο νεοφιλελευθερισμός μπορέσει να καταστρέψει την αντίσταση και την ανεξαρτησία των Ελλήνων, φοβάμαι ότι δεν υπάρχει ελπίδα από πουθενά. Μου φαίνεται ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και υπαρξιακή. Η σημερινή γενιά πολιτικών, τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τη Νέα Δημοκρατία, πρέπει να περάσει από εκκαθάριση -δεν εννοώ ότι πρέπει να τους στείλετε σε γκουλάγκ, αν και ορισμένοι θα το άξιζαν. Δεν διαθέτουν διορατικότητα, αίσθηση του καθήκοντος και έμπνευση. Είναι τόσο υπερφίαλοι, που δεν έχουν αντιληφθεί το επείγον του προβλήματος, την “κατάσταση πολιορκίας” στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα. Η νέα πολιτική, η οποία θα αναδυθεί, πρέπει να προσφέρει τόσο αντοχή και ρεαλισμό, όσο έμπνευση και στόχο». *
Μικρός ένιωθα νόθο παιδί Εβραίων
– Πιστεύετε ότι το μυθιστόρημά σας «Νεκρή Ευρώπη» είναι ένα σκοτεινό έργο;
«Υπήρχαν στιγμές που έγραφα για τις σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης συνείδησης και το σκοτάδι με συνέτριβε. Δεν ήταν η ίδια η γραφή σκληρή, ήταν κουραστική η πάλη που είχα με τις ιδέες. Οταν γράφω, είναι φορές που αισθάνομαι ότι πετάω, είναι φορές που εργάζομαι μέσα στη νύχτα με την απελπισμένη επιθυμία να καθυποτάξω τις λέξεις. Τότε η χαρά είναι κάτι το προφανές, είναι η ευχαρίστηση που αισθάνεσαι όταν έχεις πάρει ναρκωτικά. Χαρά υπάρχει ακόμα κι όταν νομίζεις ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις, όταν αμφισβητείς την κλίση σου. Συμπερασματικά, δεν χάνω ποτέ την αίσθηση για το πόσο τυχερός είμαι που κάνω αυτό που κάνω. Δεν έχω χρόνο να σκεφτώ τον καλλιτέχνη, που αυτοοικτίρεται».
– Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεστε εκτενώς στη μοίρα των Εβραίων. Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε μαζί τους;
«Είμαι ένας συγγραφέας που κατάγεται από την ευρωπαϊκή κληρονομιά, αλλά ζει στον λεγόμενο “νέο κόσμο”. Η ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι αδιανόητη χωρίς την παρουσία των Εβραίων συγγραφέων. Επειδή ήμουν παιδί μεταναστών, ανακάλυψα ότι στα μέσα του εικοστού αιώνα αναδύθηκαν Αμερικανοεβραίοι συγγραφείς, όπως ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Φίλιπ Ροθ και ο Μπαντ Σούλμπεργκ. Ολοι αυτοί μου έδωσαν μια φανταστική αναπαράσταση του δικού μου κόσμου, που δεν μπόρεσα να βρω στους Αυστραλούς ή τους Ευρωπαίους συγγραφείς. Από πολύ μικρός ένιωθα ότι ήμουν το νόθο παιδί Εβραίων.
Η εργασία και η προσωπική μου ζωή είναι προσηλωμένες στο ζήτημα και την κληρονομιά του ρατσισμού. Ο αντισημιτισμός ήταν η πρώτη μορφή ρατσισμού που γνώρισα και εξακολουθώ να τη μάχομαι. Ηθελα να είμαι ειλικρινής απέναντι στην κολοσσιαία υποκρισία ότι η Δύση έχει ασχοληθεί με το στίγμα του αντισημιτισμού. Δεν έχει σημασία αν χτίζουν μνημεία του Ολοκαυτώματος, όταν σε περιφρονούν, σε απελαύνουν, υποτιμούν τα παιδιά του Ισμαήλ, παραμένουν ακόμη γαμημένοι αντισημίτες. Ο ρατσισμός δεν είναι “αμαρτία”, είναι ιστορία και πρακτική. Αυτή είναι και η φοβερή αντίφαση στην καρδιά του βιβλίου “Νεκρή Ευρώπη”. Πώς θέλουν οι Ευρωπαίοι να τιμήσουν την τρομερή αδικία που έχει γίνει στους Εβραίους, όταν, την ίδια στιγμή, θέλουν να σκοτώσουν τον Θεό τους;»