Και εκεί που Μανώλης Δημελλάς έψαχνε το παυσίλυπο στην Κάρπαθο, και εκεί που ο Απόστολος Θηβαίος είχε ξεκινήσει τα ταξίδια του στους φάρους του Αιγαίου, να το Ψυχοσάββατο, το μεγάλο, το επίσημο ψυχοσάββατο πριν τη Κυριακή της Πεντηκοστής. Μαύρο – άσπρο δίχως χρώμα, σε απάνεμο λιμάνι, δίχως ανέμους μαγικούς, να μας θυμίζει ότι οι μεγάλοι Φάροι στα ταξίδια μας βρίσκονται αλλού. Όσο για τους φάρους του Αιγαίου τα ξαναλέμε από τη Δευτέρα…
γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς
Όλα ασπρόμαυρα, άσπρα για κείνους που πομείναν ζωγραφιές, σκονισμένες στατικές φωτογραφίες.
Μαύρα για μας που αναπνέουμε, ακόμη, προχωράμε σε χρόνους δύσκολους, σε καιρούς που η πίστη γράφεται στο κατακάθι ενός πικρού τέλος.
Ανήσυχος στο ξύπνημα, η βιαστική καμπάνα θερίζει τις τελευταίες ράπες του ονείρου. Ήταν και η νύχτα που με θόρυβο το πορτοκαλί του φεγγαριού έχυνε το δάκρυ μέσα στην θάλασσα, μια μαύρη σιωπηλή, σχεδόν ακίνητη γυναίκα ήταν εχθές η θάλασσα.
Στο βήμα πάνω, τα λόγια βγαίνουν αχώνευτα, οι χθεσινοβραδινές στιγμές μπλέκουν με τις εικόνες μνήμης των νεκρών.
Είναι που τριγυρνούν ψυχές στο κατόπι μου. Είναι που μοναχά αυτές πια τρεκλίζουν στα στενά.
Το μικρό χωριό, η Μενετές τραβά, ρουφά άπληστα τον ήλιο, εκείνος πάλι απλόχερα χαρίζει ανάσες ζωής στο άγονο, στην παρθένα πέτρα.
Ανεβαίνω τις σκάλες, μόνιμα νομίζω, μα στην αλήθεια, πως γίνεται νάναι μια περίεργη κάθοδος όλος αυτός ο δρόμος.
Στην είσοδο λιγοστές μαυροφόρες, μανάδες, φέρνουν το σταυρωμένο στάρι, το μίγμα με την ζάχαρη που γλυκαίνει την ανημπόρια, φέρνει την μνήμη στα κολασμένα χρώματα, κάνει το δέρμα να ανατριχιάζει, να ξεσηκώνονται οι γερασμένες θύμισες στην τελευταία του άκρη.
Η εκκλησιά γεμίζει, ένας κόσμος που χτες, στο σήμερα, αναζητά ελπίδα να πιαστεί, να κρατηθεί, να μην πνιγεί στον στιγμιαίο εφιάλτη του. Φιλά σταυρούς, εικόνες, άγιους που κράτησαν μόνο μια μέρα για δικιά τους. Όμως η έλλειψη δεν είναι στο παρόν είναι που απολείπει το παρελθόν από το μέλλον.
Είναι που έφυγε χωρίς ένα γιατί, ξανοίχτηκε σε κείνα τα στενά, που χέρια δεν αγγίζουν και αν ποτέ φτάσεις εκεί μόνο ένα κάντρωμα θα μείνει, θα στέκεις μέσα στο πλαίσιο, χωρίς κινήσεις, δίχως λέξεις και με συναίσθημα την μνήμη. Φονιά θα λένε το χρόνο σε άλλα μέρη.
Δεν κρατά αυτή η λειτουργία, ούτε ο παπάς κάνει το κάλεσμα του προσμονή. Ονόματα που στου κεριού την φλόγα σβήνουν και δίνουν στους υπόλοιπους μια φωτεινή ματαιότητα του τώρα.
Ζάχαρη, αλεύρι και σιτάρι. Είναι τα κόλλυβα γλυκά για συχωρέσεις και να συχωρεθείς. Οι αμαρτίες πολλές κι ο χρόνος πάντα, μα πάντα στλιπνός, μαύρος, και λίγος.
Σε αυτό το ψυχοσάββατο γύρισαν όλοι πίσω, και εμείς ακόμη, γυρνάμε πιο πίσω κι ας πιστέψαμε στο ψεύτικο, ακούραστο, ρολόι.
* Ψυχοσάββατο του Καταταμού: (καταταμός=κατάταξη). Σύμφωνα με την ντοπιολαλιά της Καρπάθου κατά τον “καταταμό” ο Ύψιστος κατατάσσει τις Ψυχές, που επί 50 ημέρες κυκλοφορούσαν ελεύθερες