24grammata.com/ αφιέρωμα 28η Οκτωβρίου 2013
Θάνος Γκαραγκούνης
Λέκτορας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Διαβάστε τις επιστημονικές μελέτες του κ. Γκαραγκούνη, που δημοσιεύτηκαν από το 24grammata.com κλικ εδώ
Πατρίδα, Έθνος, Εθνικισμός
Αν με αφορμή την 28η Οκτώβρη η ερώτηση περί πατρίδας γίνεται επίκαιρη -η δυναμική της εν τούτοις, υφίσταται εδώ και καιρό- λαμβάνει παρόλα αυτά ιδιαίτερη επίμονη, αλλά αχαρτογράφητη ώθηση με την τρέχουσα κρίση. Ασφαλώς συνδέεται με τον εθνικισμό, ήτοι την επιθυμία ταύτισης πολιτικού και πολιτισμού χώρου (Gellner, 1983) και το έθνος, την δυνατότητα ένταξης σε μια πολιτισμική ομάδα δια του ‘έντυπου καπιταλισμού’ (Anderson, 1983) ή ακόμη φέρει τα χαρακτηριστικά που οι ιδεολόγοι της ‘αυτοδιαχείρισης’ κληρονόμησαν στο Διαφωτισμό, όπως ο Καντ (Kedourie, 1999). Κρισιμότερα όμως συνδέεται με την άνοδο του φασισμού. Θα τον ονομάσουμε, υπό μια ευριστική έννοια, νεοφασισμό, διότι δεν φέρει τα χαρακτηριστικά του φαινομένου του μεσοπολέμου, δεν αναδεικνύεται σε ίδια πλαίσια και κοινωνίες και, αυστηρά μιλώντας, δεν αποσκοπεί στην επίτευξη των ίδων στόχων. Τίποτα καινούριο μέχρι εδώ. Αλλαγές, μετασχηματισμοί και μεταβολές υπηρξαν πάντοτε και παντού για όλα τα πράγματα. Εύκολα, εντοπίζω εν τούτοις δύο δομικές διαφοροποίησεις. Η υπόθεση μου είναι σαφής. Η έννοια της πατρίδας, συνδέεται σήμερα με το νεοφασισμό και αφορά εν πολλοίς μια αντιδραστική, καθόλου αναστοχαστική πρακτική εξαιτίας της επικράτησης της καταναλωτικής-πληροφοριακής κοινωνίας (Castells, 1997) και της οπισθοχώρησης και απαξίωσης (αν και ο όρος ανήκει στο λεξιλόγιο της βιομηχανικής κοινωνίας και υπό τις σημερινές συνθήκες είναι μάλλον προς την έξοδο) της εργασίας, μεταφυσικά, κοινωνικά, και κοινωνιολογικά · το τελευταίο εμφανίζεται ως συνέπεια των δύο πρώτων. Παρακάτω, στην πλάτη αυτών των συλλογισμών, σχεδιάζω αχνά το πλαίσιο εντός του οποίου μια πληρέστερη απάντηση, στην ερώτηση τι είναι η πατρίδα μας; (Φραγκουδάκη, Δραγώνα, 1997) θα αναζητηθεί.
Η κατάπτωση και έκπτωση της εργασίας
Αν σε κάθε κοινωνική και ιστορική περίοδο και συγκυρία, η πολιτική παίρνει διαφορετικές μορφές, με τις διάφορες συνθρώσεις οικονομικού, πολιτικού και ιδεολογικού (Althusser, 1978) την περίοδο της ελληνικής κρίσης, ο νεοφασισμός είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να μας ανησυχεί. Tην περίοδο της καταναλωτικής κοινωνίας, (Baudrillard, 1996, Bauman, 1987) ο νεοφασισμός αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε ότι η εργασία συμπυκνώνει την αξία στην καπιταλιστική της έκδοση (Μαρξ). Αναπόφευκτα όμως σε μια κοινωνία που δεν υπάρχει χώρος για την εργασία, όπως η καταναλωτική, η αξία της εμφανώς καταπέφτει, περιστέλλεται και αδυνατίζει. Όταν λέμε ότι η εργασία τίθεται στο περιθώριο δεν εννοούμε ότι οι άνθρωποι δεν εργάζονται πλέον (αν και αυτό μπορεί να ισχύει ρίχνοντας μια ματιά στα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας). Δεν εννοούμε όμως να επιμείνουμε σε μια αριθμιτική ή ποσοτική προσέγγιση της απασχόλησης -όχι ότι κάτι τέτοιο είναι ανώφελο.
Σημαίνει απλά ότι η εργασία δεν διαδραματίζει το ρόλο που είχε στη βιομηχανική νεωτερικότητα, και είναι κοινωνιολογική και λογική υποθήκη περισσότερο και λιγότερο εμπειρική διαπίστωση -τουλάχιστον έτσι χρησιμοποιείται εδώ. Η εργασία, ειλικρινά ήταν για μεγάλο διάστημα ένας τρόπος διάπλασης, ηθικής εκγύμνασης και περιστολής της θυμικής συμπεριφοράς (Elias, Φουκώ). Δεν ήταν αποκλειστικά το προτεσταντικό υπόβαθρο που έκανε τον δυτικό καπιταλισμό κυρίαρχο (Weber), ούτε ήταν η οικονομίζουσα διάσταση της ανάπτυξης (Marx). Ταυτόχρονα, και πιο σημαντικά υπήρξε, η δυνατότητα να αποτελέσει ένα μέσο πίεσης αλλά και διαπραγμάτευσης στο αγώνα μεταξύ σώμα-εργασίας vis a vis σώμα-κεφαλαίου. Λυπηρώς, η εργασία κατάφερε να αποτελέσει το διαβατήριο για την από-πολιτικοποίηση του κοινωνικού στοιχείου. Η εργασία ως ηθική, καταναγκασμός και χρησιμότητα, υπήρξε όχι απαραίτητα ένα μέσο πλουτισμού ή θησαυρισμού, αλλά περισσότερο μια διαμεσολάβηση εγκλεισμού και κοινωνικοποίησης υπό την ευρεία έννοια. Η βιομηχανική κοινωνία ήταν αυτή που πριμοδοτούσε ολόκαρδα μια τέτοια εκγύμναση των ψυχών, ηθών και συνειδησεών του νεωτερικού ανθρώπου. Δεν ήταν ασφαλώς εύκολο η μικρή κοινότητα να προσδεθεί σε μια εργοστασιακού τύπου πειθαρχία, όπως η εργασία που σφυρηλάτησε η βιομηχανική κοινωνία, όχι γιατί ήταν τεμπέλικα και παρασιτικά τα μέλη της, αλλά διότι η εργασία που τελούσαν ήταν εσωστρεφής, αφορούσε την παραγωγή και αναπαραγωγή των ζωών τους και της κοινότητας, δια μέσου πρακτικών που διασφάλιζαν και εξυπρετούσαν μια στοιχειώδη αυτονομία εν σχέσει με την εργασία. Εν τούτοις, στο δρόμο προς την ίδρυση και πλήρη εξάπλωση της καταναλωτικής κοινωνίας, η εργασία δεν έχει την ίδια αρχηγική θέση. Στην πορεία, η όποια καταπίεση επέβαλλε το σώμα-κεφάλαιο δεν συνάντησε αντίδραση. Αντίθετα, απλόχερα εξαγοράστηκε η υποταγή και σιωπή, με γενναιόδωρο αντάλλαγμα την είσοδο στην καταναλωτική κοινωνία και το σύστημα των αναγκών (Bauman, 1982).
Κράτος, Εθνικισμός, Βιομηχανισμός
Παραδεκτά, κράτη, έθνη και οικονομική παραγωγή, υπήρχαν πάντα στην ανθρώπινη κοινωνία. Το καπιταλιστικό κράτος εν τούτοις, ως αυτό που συμπυκνώνει τις ταξικές αντιθέσεις, ο εθνικισμός ως επιθυμία ταύτισης πολιτικού και κοινωνικού-πολιτισμικού και ο βιομηχανισμός ως η παράδοση της αυτονομίας και η υποταγή του σώματος στο εργοστασιακό καθεστώς με αντάλλαγμα καταναλωτικά αγαθά και ελεύθερη είσοδο στην αγορά του πολιτισμού, είναι ο πρώτογνωρος αλλά τόσο επιτυχημένος συνδυασμός που με απλά λόγια σφράγισε ότι ο Hobsbawm αποκάλεσε εύστοχα ‘διττή επανάσταση’. Ενάντια στους διαπρύσσιους κατήγορους του μεταμοντέρνου περί πολιτισμικού αχταρμά και αδιαφοροποίητης κοινωνίας, ήταν η τριπλέτα κράτος-εθνικισμός-βιομηχανισμός, που ευνοούσε την ομοιογένεια του πολιτισμικού (έθνη), την υποταγή στο εργοστασιακό καθεστώς (βιομηχανισμός) και τo επονομαζόμενο κράτος δικαίου (καπιταλιστικό-κατασταλτικό κράτος). Στο τρίπτυχο αυτό, ο κρίκος της εργασίας είναι καίριας σημασίας.
Η πατρίδα δεν μπορεί να ιδωθεί έξω από το χώρο που οριοθετούν οι τρεις αυτές μεταβλητές. Τίθεται αναπόδραστα, με διαφορετικό τρόπο ασφαλώς, στην υπηρεσία και των τριών. Χονδρικά, στον εθνικιστικό πόλο, εξυπηρετεί την πολιτισμιική ομοιγένεια της νεωτερικότητας. Στον οικονομικό πόλο, βοηθά στην ευκολότερη παράδοση της αυτονομίας. Και στο επίπεδο του Κράτους, εξυπηρετεί και κάνει πιο εύπτεπτη την απολυταρχία και την κρατική καταστολή. Η καλοδουλεμένη αλυσίδα κράτος-εθνικισμός-βιομηχανισμός έδωσαν, κοντολογίς, στην νεωτερικότητα την αυτοπεποίθηση που δεν απολάμβανε καμιά προηγούμενη περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας. Τί γίνεται όμως όταν ένας κρίκος της αλυσίδας σπάσει; Τι θα συμβεί όταν ένα γρανάζι εμφανίζει δυσλειτουργίες; Ποια η θέση της έννοιας και πρακτικής του πατριωτισμού στο νέο, υπό διαμόρφωση, καθεστώς;
Καταναλωτική κοινωνία, πατρίδα, φασισμός
Η άνοδος της καταναλωτικής κοινωνίας, εκγυμνάζει τους ανθρώπους πρώτα ως καταναλωτές και κατόπιν ως εργάτες και παραγωγούς. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά και το νέο πλαίσιο εντός του οποίου τοποθετείται πλέον η πατρίδα. Η εργασία, η πρόσδεση στο εργοστασιακό καθεστώς δεν αποτελεί πια διαπραγματευτικό ατού των ανθρώπων, έναντι της δυναμικής του σώματος-κεφαλαίου. Το τρίπτυχο κράτος-εθνικισμός-βιομηχανισμός, μεταλλάσσεται αργά αλλά σταθερά και ουσιαστικά φθίνει. Το ίδιο και η έννοια της πατρίδας, η οποία δεν φθίνει απλά αλλά υπόκειται σε κολοσσιαίες μεταβολές και μετασχηματισμούς. Τη θέση της πρώτης πλεόν τριάδας, παίρνει πλέον μια άλλη τριπλέτα, αυτή του κράτους-φασισμός-καταναλωτισμός. Ας δούμε με ποιον τρόπο αυτή η διαδικασία λαμβάνει σάρκα και οστά. Στην καταναλωτική κοινωνία, η εργασία έχει περιθωριακό ρόλο, καταρχήν κοινωνιολογικά και κατόπιν πραγματολογικά και κοινωνικά. Ο καταναλωτής κοινωνικοποιέιται όχι πλέον με τη βαναυσότητα του μαστιγίου του εργοστασιακού καθεστώτος, αλλά δια του καρότου του συστήματος των αναγκών (Clarke, 2003 · Γκαραγκούνης, 2012).
”Ειδικότερα, η κατανάλωση αλυσοδένει χειροπόδαρα το σώμα, ως συνέχεια της πειθαρχικής εξουσίας, τα χνάρια της οποίας αποτύπωσε ο Foucault μια εξουσία όμως που δεν λειτουργεί στηριζόμενη σε έναν μπαμπούλα που εποπτεύει όπως στο Πανόπτικον. Αντίθετα, η εξουσία του καταναλωτισμού υποβάλλει το σώμα στις επιταγές της αισθητικής αλλοτρίωσης και της επιδεικτικής δαπάνης με σημείο αναφοράς δύο απεδαφικοποιημένα (και για αυτό αυτοαναφερόμενα) άκρα. Κοντολογίς, ο μπαμπούλας τώρα είναι μέσα στον καθένα –ενάντια π.χ. στη διαδικασία εδαφικοποίησης και απεδαφικοποίησης (που ξεπερνά την αυτοαναφορικότητα) των Deleuze και Guattari στον Αντι-Οιδίποδα, η αυτοαναφορικότητα της κατανάλωσης συνάδει με αυτό που εννοεί ο Bauman όταν λέει ότι είναι πιο διασκεδαστικό να ‘ελέγχεις’ αλλά και να ‘ξεφεύγεις’ (από) τον εαυτό σου, παρά να ελέγχεσαι πειθαρχικά: (γυμναστήρια, δίαιτες, ανορεξία, από τη μία πλευρά, και παχύσαρκα άτομα υποδουλωμένα και εθισμένα στο έτοιμο φαγητό απέναντι τους υποταγή του γυναικείου φύλου, μέσα από αισθητικές παρεμβάσεις, που πλέον είναι του συρμού, και η ταυτόχρονη διαπόμπευση της ‘ασχήμιας’ μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές εν είδει διαγωνισμού ‘περιέργων υπάρξεων’, ‘αναξιοπαθούντων’, ‘δυσεύρετων ταλέντων’ κτλ. η καταστροφική επιλογή του καπνίσματος, από τη μία πλευρά, που ωμά αποδίδεται πλέον με φωτογραφίες ή προειδοποιήσεις επάνω στο πακέτο των τσιγάρων και η νομιμοποίηση των ‘μαλακών’ ναρκωτικών, των ηρεμιστικών, των ψυχοφαρμάκων κτλ., από την άλλη). ” (Γκαραγκούνης, 2012)
Σε αυτό πλαίσιο, η βιομηχανία του πολιτισμού όπως φοβόταν απαισιόδοξα η πρώτη σχολή της Φρανκφούρτης, παράγει όχι ομοιογένεια αλλά ετερογένεια, ποικιλία, αγαθών, αλλά προτιμότερα, ποικιλία αναγκών -χωρίς να μπούμε εδώ στη διαδικασία να ελέγξουμε την γνησιότητα κάποιων από αυτές (τι είναι αληθινή και τι ψευδής ανάγκη είναι ερώτημα μη παραγωγικό, για ευνοήτους λόγους, που έχει κατακριθεί πολύ μετά τις γνωστές διατυπώσεις του Μαρκούζε στο Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος). Εφόσον όμως, το πολιτισμικό διαφοροποιείται, ο εθνικισμός (ταύτιση πολιτισμικού-πολιτικού) αλλάζει εξίσου μορφή. Ως μη εκπληρούμενη υπόσχεση, γίνεται αναπόφευκτα επιθετικός, αντιδραστικός, συντηρητικός (αν και ποτέ δεν διεφυγε τον κίνδυνο). Εξού και η μετατροπή του σε νεοφασισμό. Σε συνδυασμό με την περιθωριοποίηση της εργασίας και την έλλειψη διαπραγματευτικής δύναμης από το σώμα-εργασία επιτρέπει να αναδειχθεί πιθανόν το πραγματικό του πρόσωπο (το μίσος, η μισαλοδοξία, η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό). Το κράτος στην τριπλέτα κράτος-φασισμός-καταναλωτισμός, από την άλλη πλευρά, παράδοξα αλλά τόσο αληθινά, αποκτά πλέον ρόλο ‘προοδευτικό’. Ανεπαίσχυντα, ομιλεί περί δημοκρατίας, ανοχής, αποδοχής της πολιτισμικής διαφοροποίησης, ‘καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται’ κτλ. Η πατρίδα, εν τούτοις, στο μετανεωτερικό τρίτπυχο κράτος-εθνικισμός-καταναλωτισμός είναι από τα πιο αντιδραστικά συστατικά του. Εκπροσωπεί το λόγο αυτών που έχουν αφεθεί εκτός της πολιτισμικής ετερογένειας του καταναλωτισμιού. Ο εθνικισμός γίνεται έτσι νεοφασισμός. Δεν είναι πλέον μόνο η ταύτιση του πολιτισμικού με το πολιτικό για το οποίο κόπτεται η πατρίδα (ή όσοι την χρησιμοποιούν ως λόγο ύπαρξης, κρούωντας τον κώδωνα του κινδύνου μιας μελλοντικής πιθαναλογούμενης απώλειας), όπως κατά την νεωτερική περίοδο της ηγεμονίας του τρίπτυχου κράτος-εθνικισμός-βιομηχανισμός, όχι γιατί άλλαξε η εθνικιστική επιταγή, αλλά εξ ορισμού επειδή η τελευταία είναι πλέον αδύνατη, λόγω της προωθούμενης πολιτισμικής ετερογένειας της βιομηχανίας του πολιτισμού. Η πατρίδα, ιδωμένη στο τρίπτυχο κράτος-φασισμός-καταναλωτισμός είναι πλέον μειονοτικη, περιθωριακή, επιθετική λόγω της αδυνατότητας υλοποίησης της και άγρια, όσο και επικίνδυνη. Το κράτος, απεναντίας, στο μετανεωτερικό τρίπτυχο είναι φαινομενικά ανοιχτό, υποκριτικά δημοκρατικό και ψευδεπίγραφα διαλλακτικό.
Τα εθνικά κουρέλια (δεν) τραγουδάν ακόμη
Από το νεωτερικό τρίπτυχο κράτος-εθνικισμός-βιομηχανισμός, στο τρίπτυχο κράτος-φασισμός-καταναλωτισμός, η απόσταση δεν είναι τόσο μεγάλη · διαπιστώσαμε παρόλα αυτά τρεις θεμελίωδης διαφορές. Στο επίπεδο του πολιτικού το κράτος, από συμπυκνωτής ταξικών αντιθέσεων, μετατρέπεται σε δημοκρατικό καθεστώς και ανοιχτό μόρφωμα που πομπωδώς φροντίζει να μην επικρατήσουν τα λεγόμενα ‘δύο άκρα’. Ακολουθως, η πατρίδα, από αυτό που συνέχει το πολιτισμικό ομοιογενές του εθνικισμού της νεωτερικότητας, γίνεται ο αντιδραστικός λόγος αυτών που αποτυγχάνουν (ασφαλώς η αποτυχία δεν είναι ατομική ή προσωπική) να κοινωνικοποιηθούν υπό τη σαγήνη του μαστιγίου του συστήματος των αναγκών του καταναλωτισμού. Τέλος η εργασία από το βιομηχανικό καθεστώς όπου παρέδωσε την αυτονομία που διατηρούσε στην μικρή κοινότητα με αντάλλαγμα την είσοδο στον πολιτισμικό ετερογενές του μετανεωτερικού χώρου, χάνει το διαπραγματευτικό της ρόλο και ατού και υπεισέρχεται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Επομένως, η πατρίδα σε αυτό το πλαίσιο συνεχών αλλά καθορισμένων αλλάγων και μετασχηματισμών δεν έχει αυτονόητο ρόλο και λόγο. Δεν έχει σημασία αν εγγενώς παρουσιάζει στοιχεία, φασισμού. Άλλωστε τι θα πεί εγγενώς ή εσωτερικώς; Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη φύση των πραγμάτων. Στοιχίζεται, εν τούτοις, με το λόγο όλων αυτών που αδυνατούν να παρακολουθήσουν το καρότο του καταναλωτισμου. Είναι αντιδραστική και επιθετική. Είναι μια πρακτική, εν τέλει, που αποτελεί καταφύγιο όλων όσων τέθηκαν στο περιθώριο της καταναλωτικής-πληροφοριακής κοινωνίας.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Althusser, L. (1978) Για τον Μαρξ. Αθήνα: Ελλ. Γράμματα
Anderson, B (1997) Φαντασιακές Κοινότητες. Αθήνα: Νεφέλη
Baudrillard, J. (2000) Η Καταναλωτική Κοινωνία. Αθήνα: Νήσος
Bauman, Z. (1987) Legislators and Interpreters. Cambridge: Polity Press
Castells, M. (1997) The Rise of the Network Society. London: Blackwell
Clarke, D. (2003) The Consumer Society and the Postmodern City. London: Routledge
Γκαραγκούνης, Θ (2012) Η Καταναλωτική Κοινωνία, Σημείο-Πόλη-Εμπόρευμα: Έξι Διατυπώσεις στο Ορίζοντα της Κοινωνικής Γεωγραφίας. Πάτρα: Αμφιλύκη
Φραγκουδάκη, Α., Δραγώνα, Θ. (1997) Τι είναι η πατρίδα μας; Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Φουκώ, Μ. (2011) Τιμωρία και Επιτήρηση. Αθήνα: Πλέθρον
Gellner, E. (1992) Έθνη και Εθνικισμός. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Kedourie, E. (1999) Ο Εθνικισμός. Αθήνα: Κατάρτι
Weber, M. (1997) Η Προτεσταντικη Ηθική και το Πνέυμα του Καπιταλισμού. Αθήνα: Δαρδάνος