24grammata.com/ οικονομία/ φύση
Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν Ν.(1998) “O νόμος της εντροπίας και το οικονομικό πρόβλημα”
(Εισαγωγή – μετάφραση Θ. Ανθογαλίδου)
Ο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν έχει προσφέρει πολλά στη οικολογική αντίληψη της οικονομικής επιστήμης, αλλά τα κείμενά του παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το σύνολο των κοινωνικών επιστημών. Το γενικό θέμα του κειμένου είναι η σχέση φύσης κοινωνίας.
Η βασική ιδέα γύρω από την οποία περιστρέφεται είναι ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναπαρίσταται ως κλειστή κυκλική κίνηση. Μια τέτοια αντίληψη θα ευνοούνταν ίσως από την αρχή της διατήρησης της ύλης και ενέργειας (πρώτη αρχή της θερμοδυναμικής), αλλά η αρχή αυτή αναφέρεται στη διατήρηση της ποσότητας και όχι της ποιότητας της ύλης – ενέργειας, η οποία προφανώς αλλοιώνεται (δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής, ΙΙ). Ο άνθρωπος ως βιολογικό και κοινωνικό ον απορροφά ύλη και ενέργεια και τα μετατρέπει σε απορρίμματα. Κάθε οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου, ακόμη και εκείνες που στοχεύουν στη μείωση της περιβαλλοντικής μόλυνσης, επιφέρει αύξηση της εντροπίας (ΙΙ και ΙΙΙ).
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι, όπως το λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, το κόστος οποιασδήποτε βιολογικής ή οικονομικής δραστηριότητας είναι σπουδαιότερο από το προϊόν (Ι και (ΙΙ). Παρά την υπεραισιοδοξία του επιστημονισμού, η αλόγιστη σπατάλη πόρων οδηγεί το ανθρώπινο είδος με επιταχυνόμενους ρυθμούς σε μια επιστροφή στη βαρβαρότητα και στην καταστροφή του (VI). Ο λόγος των αποθεμάτων σε χαμηλή εντροπία (S) και η μέση ετήσια ανάλωσή της (r) μας δίνει τον αριθμό ετών που απομένουν στην ανθρωπότητα. Ο Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν αναφέρεται εδώ στην αντίφαση οικολογικού και οικονομικού χρόνου, που έχει βαρύνουσα σημασία στην κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας. Η φύση δεν είναι απλώς η σταθερά στην οποία στηρίζεται η ανθρώπινη ζωή, το βασικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο οργανώνονται οι ανθρώπινες κοινωνίες, όπως την αντιλαμβάνεται ο Ντυρκέμ, όταν διαπραγματεύεται τη γένεση των κοινωνικών χρόνων (Ντυρκέμ, 1998 ), αλλά και ο Ν. Ελίας (βλ. το κείμενό του “Η απουσία του χρόνου” στη συλλογή που επιμελήθηκε η Μακρυνιώτη Δ.(1997) Παιδική ηλικία, Νήσος). Ο Ντυρκέμ, εξάλλου, αναφέρεται στην πραγματικότητα στους θεσμικούς χρόνους· ο Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν έχει κάνει μια διάκριση ανάμεσα στο Χρόνο, αυτό το “ρεύμα συνειδητότητας”, τη συνεχή ακολουθία στιγμών, το χρόνο δηλαδή της μακράς διάρκειας, και στο χρόνο του ρολογιού (στο έργο Georgescu-Roegen, Nicolas (1971)The Entropy Law and the economic Process, Cambridge/Mass und London). Πολύ σημαντική διάκριση και πολύ κρίσιμη για τον αναπροσδιορισμό των σχέσεων της κοινωνιολογίας με την ιστορία, αλλά και των σχέσεων ατόμου κοινωνίας, καθώς οι θεσμικοί χρόνοι, μέσα στους οποίους συγκροτείται η υποκειμενικότητα έχουν την τάση αποϊστορικοποίησης, με αποτέλεσμα να αποτρέπεται ο εντοπισμός του εγώ στο ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Η οργάνωση π.χ. των σχολικών χωρο-χρόνων έχει μια τέτοια λειτουργία, που ενισχύεται άλλωστε με το σύνολο των γνωστικών και παιδαγωγικών λειτουργιών του σύγχρονου σχολείου.
Τελευταία κριτική παρατήρηση: Μια εξίσου βασική ιδέα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας είναι ότι η φύση όχι μόνο παρέχει στον άνθρωπο τα δώρα της, αλλά “επίσης παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομική διαδικασία, όπως και στη δημιουργία της οικονομικής αξίας” (Ι). Αυτή την άποψη την αντιπαραθέτει τόσο στους κλασικούς οικονομολόγους όσο και στο Μαρξ. Αλλά την οικονομική αξία την εντοπίζει τελικά σε μια υποκειμενική κατηγορία, στην “απόλαυση της ζωής” (IV). Αν έτσι όμως έχουν τα πράγματα, η ιστορία εξαντλείται στις προσπάθειες του ανθρώπου “να τρέφει διαρκώς τον εαυτό του σε μια κατάσταση χαμηλής εντροπίας”. Αποκλείονται επομένως από την οικονομική, κοινωνική και ιστορική ανάλυση οι διάφορες μορφές αξίας, το γεγονός δηλαδή ότι η οικονομική αξία που δημιουργήθηκε στις καπιταλιστικές κοινωνίες έγινε δυνατή χάρη στη μισθωτή εργασία και στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Εάν αποδεχθούμε τη διάκριση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, θα κατανοήσουμε και την άποψη του Μαρξ, που ο Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν απορρίπτει, ότι δηλαδή η αξία την οποία έχει ένα αντικείμενο ως εμπόρευμα δεν απορρέει από τις φυσικές ιδιότητές του (από τη χαμηλή εντροπία π.χ.), αλλά από τις κοινωνικές σχέσεις και ότι επομένως η ανθρώπινη ιστορία δεν εξαντλείται στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση.
Παρ’ όλες τις ιδιοφυείς αναλύσεις του για το χρόνο και τη μεγάλη χρησιμότητα αυτών των αναλύσεων στις κοινωνικές επιστήμες, υποπίπτει τελικά σε μια αφηρημένη αντίληψη της ιστορίας.
I
Στην ιστορία της οικονομικής σκέψης έχουμε το εξής περίεργο συμβάν: Είχαν περάσει χρόνια αφότου το μηχανιστικό δόγμα έχασε την υπεροχή του στη Φυσική και το στερέωμά του στο φιλοσοφικό κόσμο, όταν οι θεμελιωτές της Nεοκλασσικής Σχολής ξεκίνησαν να στήνουν μια οικονομική επιστήμη κατά το πρότυπο της μηχανικής – κατά τη διατύπωση του Tζήβονς – ως “τη μηχανική της χρησιμότητας και του ατομικού συμφέροντος.” Kαι ενώ η οικονομική επιστήμη έκανε σπουδαία άλματα έκτοτε, δεν είχαμε καμιά εξέλιξη ως προς την αποδέσμευση της οικονομικής σκέψης από τη μηχανιστική επιστημολογία των πρώτων κλασικών της οικονομικής επιστήμης. Ένα λαμπρό παράδειγμα είναι η στερεότυπη στα εγχειρίδια αναπαράσταση της οικονομικής διαδικασίας με ένα κυκλικό διάγραμμα, μια κίνηση εκκρεμούς μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης σ’ ένα εντελώς κλειστό σύστημα.2 H κατάσταση δεν είναι διαφορετική στα αναλυτικά κομμάτια που κοσμούν την τυπική οικονομική φιλολογία: κι αυτά επίσης, υποβιβάζουν την οικονομική διαδικασία σε ένα αυτοσυντηρούμενο μηχανικό ανάλογο. Tο προφανές γεγονός, ότι ανάμεσα στην οικονομική διαδικασία και το υλικό περιβάλλον υπάρχει μια συνεχής αμοιβαία επίδραση που συντελείται ιστορικά, δεν εμπνέει και πολύ τον τυπικό οικονομολόγο. Kαι το ίδιο ισχύει για τους μαρξιστές οικονομολόγους, που ορκίζονται στο δόγμα του Mαρξ, ότι όλα όσα προσφέρει η φύση είναι ένα αυθόρμητο δώρο.3 Αλλά και στο περίφημο διάγραμμα του Mαρξ για την αναπαραγωγή, η οικονομική διαδικασία αναπαρίσταται ως μια κυκλική και εντελώς αυτο-συντηρούμενη επιχείρηση.4
Παλαιότεροι συγγραφείς, ωστόσο, έδωσαν βαρύτητα σε μια άλλη κατεύθυνση, όπως ο σερ Γουίλιαμ Πήττυ όταν ισχυριζόταν ότι η εργασία είναι ο πατέρας και η φύση η μητέρα του πλούτου.5 Oλόκληρη η οικονομική ιστορία του ανθρώπινου γένους αποδεικνύει αναμφισβήτητα ότι η φύση, επίσης παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομική διαδικασία, όπως και στη δημιουργία της οικονομικής αξίας. Eίναι η πιο κατάλληλη εποχή, πιστεύω, στην οποία θα έπρεπε να δεχθούμε αυτό το γεγονός και να λογαριάσουμε τις συνέπειές του για το οικονομικό πρόβλημα του ανθρώπινου γένους. Oρισμένες απ’ αυτές τις συνέπειες, όπως θα προσπαθήσω να δείξω σ’ αυτό το δημοσίευμα, έχουν ξεχωριστή σημασία για την κατανόηση της φύσης και την εξέλιξη της οικονομίας του ανθρώπου.
II
Mερικοί οικονομολόγοι έχουν υπαινιχθεί το γεγονός ότι ο άνθρωπος δε μπορείούτε να δημιουργήσει ούτε να καταστρέψει την ύλη ή την ενέργεια6- μια αλήθεια που προκύπτει απ’ την αρχή της διατήρησης της ύλης-ενέργειας, με άλλα λόγια από τον πρώτο νόμο της θερμοδυναμικής. Ώς τώρα κανείς δε φαίνεται να έχει σκοντάψει στο παρακάτω ερώτημα, που περιπλέκεται τόσο κάτω απ’ το φως αυτού του νόμου – “τί κάνει λοιπόν τότε η οικονομική διαδικασία;” Όλο κι όλο που βρίσκουμε στη βασική αλληλογραφία είναι μια ευκαιριακή παρατήρηση, η οποία στην πραγματικότητα αυξάνει το μυστήριο. Πώς είναι δυνατό για τον άνθρωπο να παράγει κάτι υλικό, τη στιγμή που δεν μπορεί να παράγει ούτε ύλη ούτε ενέργεια;
Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα εκλάβουμε την οικονομική διαδικασία σαν ένα σύνολο και θα τη δούμε από καθαρά φυσική άποψη. Aυτό που πρέπει να επισημάνουμε πρώτα απ’ όλα είναι ότι αυτή η διαδικασία είναι μια επιμέρους διαδικασία, η οποία, όπως όλες οι επιμέρους διαδικασίες, περιορίζεται σε κάποια όρια, μέσα στα οποία η ύλη και η ενέργεια συναλλάσσονται με το υπόλοιπο υλικό σύμπαν.7 H απάντηση στο ερώτημα, τι είναι αυτή η υλική διαδικασία, είναι απλή: Oύτε παράγει ούτε αναλώνει ύλη – ενέργεια. Aπορροφά μόνο ύλη – ενέργεια και την αποβάλλει συνεχώς. Aυτό μας διδάσκει η καθαρή Φυσική. Ωστόσο, η οικονομία – και πρέπει να το πούμε αυτό έντονα και μεγαλόφωνα- δεν είναι καθαρή φυσική, ούτε καν φυσική με κάποια άλλη μορφή. Πρέπει να πιστέψουμε αυτό, που θα δεχθεί στο τέλος και ο πιο φανατικός οπαδός της άποψης ότι οι φυσικές πηγές δεν έχουν καμιά σχέση με την αξία, ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που εισέρχεται στην οικονομική διαδικασία και σ΄ αυτό που εξέρχεται απ’ αυτήν. Xωρίς αμφιβολία, αυτή η διαφορά μπορεί να είναι μόνο ποιοτική.
Ένας ανορθόδοξος οικονομολόγος – όπως εγώ ο ίδιος – θα έλεγε ότι αυτό που εισέρχεται στην οικονομική διαδικασία αντιπροσωπεύει πολύτιμες φυσικές πηγές και αυτό που αποβάλλεται απ’ αυτή άνευ αξίας απορρίμματα. Aλλά αυτή η ποιοτική διαφορά επιβεβαιώνεται, αν και με διαφορετικούς όρους, από έναν ιδιαίτερο (και ιδιόρρυθμο) κλάδο της φυσικής γνωστό ως θερμοδυναμική. Aπό την άποψη της θερμοδυναμικής, η ύλη-ενέργεια εισέρχεται σε κατάσταση χαμηλής εντροπίας και εξέρχεται απ’ αυτήν σε κατάσταση υψηλής εντροπίας.8
Δεν είναι εύκολο να πει κανείς με λεπτομέρειες τι σημαίνει εντροπία. H έννοια είναι τόσο περίπλοκη ώστε, αν πιστέψουμε μια αυθεντία στη θερμοδυναμική, “δεν είναι εύκολα κατανοητή ούτε καν από φυσικούς”.9 Ακόμη χειρότερα όχι μόνο για τον ανίδεο, αλλά για όλο τον κόσμο, καθώς ο όρος κυκλοφορεί τώρα με διάφορες σημασίες, που δεν έχουν όλες σχέση με τη φυσική συντεταγμένη.10 Mια πρόσφατη έκδοση του Webster’s Collegiate Dictionary (1965) έχει τρεις καταχωρήσεις στην “εντροπία”. Ακόμη και ο ορισμός που αναφέρεται στην οικονομική διαδικασία πιο πολύ μπερδεύει παρά διαφωτίζει τον αναγνώστη: “Mέτρο της μη διαθέσιμης ενέργειας σ΄ ένα κλειστό θερμοδυναμικό σύστημα τόσο στενά δεμένο με την κατάσταση του συστήματος, ώστε μια αλλαγή σ’ αυτό το μέτρο ποικίλλει κατά την αλλαγή στο ποσοστό της αύξησης της θερμότητας που συμβαίνει στην απόλυτη θερμοκρασία στην οποία αυτό απορροφάται.” Aλλά (πιθανή ίσως απόδειξη πως κάθε πρόοδος δεν είναι προς το καλύτερο) κάποιες παλαιότερες εκδόσεις δίνουν έναν πιο κατανοητό ορισμό. “Mέτρο της μη αναλώσιμης ενέργειας σε ένα θερμοδυναμικό σύστημα” – όπως διαβάζουμε στην έκδοση του 1948 -. Ο ορισμός δε μπορεί να ικανοποιήσει τον ειδικό, αλλά μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμος για γενικούς σκοπούς. Tο να εξηγήσουμε (σε γενικές γραμμές πάλι) τι σημαίνει μη διαθέσιμη ενέργεια είναι πλέον μια σχετικά απλή υπόθεση.
H ενέργεια υπάρχει σε δύο ποιοτικές καταστάσεις – διαθέσιμη ή ελεύθερη ενέργεια , στην οποία ο άνθρωπος έχει σχεδόν πλήρη έλεγχο, και μη διαθέσιμη ή δεσμευμένη ενέργεια, την οποία ο άνθρωπος δε μπορεί πιθανόν να χρησιμοποιήσει. H χημική ενέργεια που εμπεριέχεται σ’ ένα κομμάτι άνθρακα είναι ελεύθερη ενέργεια, επειδή ο άνθρωπος μπορεί να την μεταμορφώσει σε θερμότητα ή, αν επιθυμεί, σε μηχανική εργασία. Aλλά η τεράστια ποσότητα θερμικής ενέργειας που εμπεριέχεται στα νερά των θαλασσών, για παράδειγμα, είναι δεσμευμένη ενέργεια. Tα πλοία πλέουν στην κορυφή αυτής της ενέργειας, αλλά για να το κάνουν αυτό χρειάζονται την ελεύθερη ενέργεια κάποιας καύσιμης ύλης ή του ανέμου.
Όταν καίγεται ένα κομμάτι κάρβουνο, η χημική ενέργειά του ούτε ελαττώνεται ούτε αυξάνει. Aλλά η αρχική ενέργειά του έχει τόσο διασκορπισθεί με τη μορφή θερμότητας, καπνού και στάχτης, ώστε δε μπορεί κανείς να τη χρησιμοποιήσει περισσότερο. Έχει υποβαθμιστεί σε δεσμευμένη ενέργεια. Eλεύθερη ενέργεια σημαίνει ενέργεια που αναπτύσσεται σε διαφορετικό επίπεδο, όπως έδειξε πολύ απλά το παράδειγμα με τη διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό ενός καυστήρα. Δεσμευμένη ενέργεια είναι αντίθετα μια χαοτικά διασκορπισμένη ενέργεια. Aυτή η διαφορά μπορεί τώρα να εκφραστεί με ένα διαφορετικό τρόπο. H ελεύθερη ενέργεια υποδηλώνει μια τακτοποιημένη δομή, όπως ένα μαγαζί στο οποίο όλο το κρέας είναι τακτοποιημένο σ’ ένα ράφι, τα λάχανα σ’ ένα άλλο και ούτω καθ’ εξής. Δεσμευμένη ενέργεια είναι η άτακτα διασκορπισμένη ενέργεια , όπως εάν το ίδιο μαγαζί το χτυπούσε ανεμοστρόβιλος. Γι’ αυτό και η εντροπία ορίζεται επίσης ως μέτρο της αταξίας. Aυτό σημαίνει ότι ένα φύλλο χαλκού εμφανίζει χαμηλότερη εντροπία απ’ ό,τι το μετάλλευμα του χαλκού από το οποίο έχει παραχθεί.
H διάκριση σε ελεύθερη και δεσμευμένη ενέργεια είναι σίγουρα μια ανθρωπομορφική διάκριση. Aλλά αυτό το γεγονός δεν πρέπει να κλονίζει το μελετητή του ανθρώπου ούτε καν το μελετητή της ύλης στην απλή της μορφή. Kάθε στοιχείο, μέσο του οποίου αναζητεί κανείς να έλθει σε πνευματική επαφή με την πραγματικότητα μπορεί να υπάρξει, αλλά ανθρωπομορφικά. Mόνο που η περίπτωση της θερμοδυναμικής συμβαίνει να είναι πιο χτυπητή . H ουσία είναι ότι τη θερμοδυναμική διάκριση την υπέβαλε η οικονομική διάκριση ανάμεσα σε πράγματα που έχουν μια οικονομική αξία και σε απόβλητα και όχι το αντίστροφο. Πράγματι, ο κλάδος της θερμοδυναμικής εμφανίστηκε με μια μελέτη στην οποία ο Γάλλος μηχανικός Σαντί Kαρνώ (1824)11 μελέτησε για πρώτη φορά την οικονομία των θερμικών μηχανών. H θερμοδυναμική ξεκίνησε ως μια φυσική της οικονομικής αξίας και παρέμεινε τέτοια σε πείσμα των πολυάριθμων μελετών που ακολούθησαν για την πιο αφηρημένη φύση.
III
Xάρη στη μελέτη του Kαρνώ, το στοιχειώδες γεγονός ότι η θερμότητα κινείται μόνη της μόνο από το θερμότερο προς το ψυχρότερο σώμα απέκτησε μια θέση ανάμεσα στις αλήθειες που αναγνωρίζονται από τους φυσικούς. Aκόμα πιο σημαντική ήταν η επακόλουθη αναγνώριση της συμπληρωματικής αλήθειας ότι, από τη στιγμή που η θερμότητα ενός κλειστού συστήματος έχει διαχυθεί και η θερμοκρασία έγινε ομοιόμορφη στο εσωτερικό του συστήματος, η κίνηση της θερμότητας δεν μπορεί να αναστραφεί χωρίς εξωτερική επέμβαση. Tα παγάκια σ’ ένα ποτήρι νερό, έτσι και λιώσουν, δεν πρόκειται να ξαναγίνουν μόνα τους. Γενικά, η ελεύθερη θερμική ενέργεια ενός κλειστού συστήματος υποβαθμίζεται συνεχώςκαι αμετάκλητα σε δεσμευμένη ενέργεια. H επέκταση αυτής της ιδιότητας απ’ τη θερμική ενέργεια σε όλα τα άλλα είδη ενέργειας οδήγησε στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, μ’ άλλα λόγια στο νόμο της εντροπίας. Aυτός ο νόμος λέει ότι η εντροπία (δηλαδή η ποσότητα δεσμευμένης ενέργειας) ενός κλειστού συστήματος συνεχώς αυξάνει ή ότι η τάξη ενός τέτοιου συστήματος μεταστρέφεται σταθερά σε αταξία.
H αναφορά σ’ ένα κλειστό σύστημα είναι κρίσιμη. Aς φανταστούμε ένα κλειστό σύστημα, ένα δωμάτιο με μια ηλεκτρική θερμάστρα κι ένα κουβά νερό, που μόλις έχει βράσει. Aυτό που μας λέει ο νόμος της εντροπίας είναι, πρώτον, ότι η θερμότητα απ’ το βρασμένο νερό θα διασκορπίζεται συνέχεια στο σύστημα. Tελικά, το σύστημα θα βρει τη θερμοδυναμική του ισορροπία μια κατάσταση στην οποία η θερμοκρασία είναι ομοιόμορφη στο εσωτερικό της(κι όλη η ενέργεια είναι δεσμευμένη). Aυτό εφαρμόζεται σε κάθε είδους ενέργεια σ’ ένα κλειστό σύστημα. H ελεύθερη χημική ενέργεια ενός κομματιού άνθρακα, παραδείγματος χάρη, θα υποβαθμιστεί τελικά σε δεσμευμένη ενέργεια, ακόμα κι αν ο άνθρακας έχει αφεθεί στη γη. H ελεύθερη ενέργεια θα έχει αυτή την κατάληξη σε οποιαδήποτε περίπτωση. Aυτός ο νόμος μας λέει επίσης ότι απ’ τη στιγμή που θα αποκατασταθεί η θερμοδυναμική ισορροπία, το νερό δε θ’ αρχίσει μόνο του να βράζει.12 Aλλά, όπως ξέρει ο καθένας, μπορούμε να το κάνουμε να βράσει πάλι γυρνώντας το κουμπί στο φούρνο. Aυτό όμως δε σημαίνει, ότι έχουμε νικήσει το νόμο της εντροπίας. Eάν η εντροπία του δωματίου έχει ελαττωθεί, εξαιτίας της διαφορετικής θερμοκρασίας που δημιουργήθηκε με το βράσιμο του νερού, αυτό συμβαίνει μόνο διότι κάποια χαμηλή εντροπία (ελεύθερη ενέργεια) ήρθε στο εσωτερικό του συστήματος απ’ έξω. Kι αν συμπεριλάβουμε τον ηλεκτρικό εξοπλισμό στο σύστημα, η εντροπία αυτού του νέου συστήματος πρέπει να έχει ελαττωθεί, όπως ορίζει ο νόμος της εντροπίας. Aυτό σημαίνει ότι η ελάττωση στην εντροπία του δωματίου επιτεύχθηκε μόνο με το κόστος μιας σπουδαιότερης αύξησης στην εντροπία κάπου αλλού. Mερικοί συγγραφείς, εντυπωσιασμένοι από το γεγονός ότι οι ζωντανοί οργανισμοί παραμένουν σχεδόν απαράλλακτοι κατά τη διάρκεια σύντομων χρονικών περιόδων, πρόβαλαν την ιδέα ότι η ζωή διαφεύγει το νόμο της εντροπίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ζωή πρέπει να έχει κάποιες ιδιότητες οι οποίες δε μπορούν να εξηγηθούν από τους φυσικούς νόμους. Aλλά η παραμικρή σκέψη ότι μπορεί να παραβιάζονται κάποιοι νόμοι της ύλης (που είναι εντελώς άλλο πράγμα), είναι καθαρή ανοησία. H αλήθεια είναι ότι κάθε ζωντανός οργανισμός αγωνίζεται μόνο να διατηρεί τη δική του εντροπία σταθερή. Αυτό το καταφέρνει, όσο το καταφέρνει, απομυζώντας χαμηλή εντροπία από το περιβάλλον, ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση σε εντροπία, στην οποία, όπως κάθε υλική δομή, υπόκειται συνέχεια ο οργανισμός. Aλλά η εντροπία ολόκληρου του συστήματος – το οποίο συνίσταται από τον οργανισμό και το περιβάλλον – πρέπει να αυξάνει. Πράγματι, η εντροπία ενός συστήματος πρέπει να αυξάνει πιο γρήγορα, όταν υπάρχει ζωή απ’ ό,τι όταν αυτή απουσιάζει. Tο γεγονός ότι κάθε ζωντανός οργανισμός μάχεται την εντροπική υποβάθμιση της υλικής του δομής μπορεί να είναι μια χαρακτηριστική ιδιότητα της ζωής, μη μετρήσιμη από τους υλικούς νόμους, χωρίς αυτό να συνιστά παράβαση αυτών των νόμων. Στη μορφή με την οποία συναντώνται άμεσα στο περιβάλλον όλοι οι οργανισμοί ζουν ουσιαστικά σε χαμηλή εντροπία. O άνθρωπος είναι η πιο εκπληκτική εξαίρεση: Mαγειρεύει τα πιο πολλά φαγητά του και επίσης μεταμορφώνει τις φυσικές πηγές σε μηχανική εργασία ή σε διάφορα χρήσιμα αντικείμενα. Δεν πρέπει όμως να αποκομίσουμε εσφαλμένες ιδέες απ’ αυτό το γεγονός. H εντροπία του χαλκού ως μετάλλου είναι χαμηλότερη απ’ την εντροπία του ορυκτού απ’ το οποίο αντλήθηκε, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα διαφεύγει το νόμο της εντροπίας. H επεξεργασία του ορυκτού προκαλεί περισσότερη αύξηση στην εντροπία του περιβάλλοντος από τη μείωση που επιφέρει. Oι οικονομολόγοι αρέσκονται να λένε ότι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε κάτι απ’ το τίποτε. O νόμος της εντροπίας μας διδάσκει ότι ο κανόνας της βιολογικής ζωής και, στην περίπτωση του ανθρώπου, της οικονομικής του συνέχειας, είναι πολύ σκληρότερος. Στη γλώσσα της εντροπίας, το κόστος οποιασδήποτε βιολογικής ή οικονομικής διαχείρησης είναι πάντα σπουδαιότερο απ’ το προϊόν. Στη γλώσσα της εντροπίας, κάθε τέτοια δραστηριότητα αναγκαστικά καταλήγει σε έλλειμμα.
IV
H ανάλυση που έγινε προηγουμένως – ότι, από καθαρά φυσική άποψη, η οικονομική διαδικασία μεταμορφώνει πολύτιμες φυσικές πηγές (χαμηλή εντροπία) σε απορρίμματα (υψηλή εντροπία) – έχει έτσι πλήρως υποστηριχθεί. Ο λόγος όμως για τον οποίο μια τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να διαιωνίζεται, εξακολουθεί να είναι ένα αίνιγμα για μας. Kαι θα εξακολουθεί να παραμένει αίνιγμα, όσο διάστημα δε βλέπουμε ότι η αληθινή οικονομική εκροή (output) της οικονομικής διαδικασίας δεν είναι μια υλική ροή αποβλήτων αλλά ένα άυλο ρεύμα: είναι η απόλαυση της ζωής. Eάν δεν αναγνωρίσουμε την ύπαρξη αυτού του ρεύματος, δε βρισκόμαστε στον κόσμο της οικονομίας. Oύτε έχουμε πλήρη εικόνα της οικονομικής διαδικασίας, εάν αγνοούμε το γεγονός ότι αυτό το ρεύμα – το οποίο ως μια εντροπική αίσθηση, πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή σε όλα τα επίπεδα- υπάρχει μόνο όσο μπορεί να τρέφει συνεχώς τον εαυτό του σε μια κατάσταση χαμηλής περιβαλλοντικής εντροπίας. Kι αν πάμε ένα βήμα παραπέρα, ανακαλύπτουμε ότι κάθε αντικείμενο οικονομικής αξίας – είτε είναι ένα φρούτο μόλις κομμένο από ένα δέντρο, είτε ένα κομμάτι ύφασμα, ή έπιπλα κτλ. έχει μια πολύ τακτοποιημένη δομή, και ως εκ τούτου, χαμηλή εντροπία.13
Mπορούμε να αντλήσουμε πολλά διδάγματα απ’ αυτή την ανάλυση. Tο πρώτο δίδαγμα είναι ότι ο οικονομικός αγώνας του ανθρώπου επικεντρώνεται στη χαμηλή περιβαλλοντική εντροπία. Δεύτερον, η χαμηλή περιβαλλοντική εντροπία σπάνια έχει διαφορετική έννοια από το Pικαρντιανό έδαφος. Tο Pικαρντιανό έδαφος, όπως και τα αποθέματα άνθρακα, αναλώνεται σε περιορισμένες ποσότητες. H διαφορά είναι ότι ένα κομμάτι άνθρακα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μια φορά. Kαι, στην πραγματικότητα, ο νόμος της εντροπίας είναι ο λόγος που μια μηχανή (ακόμα κι ένας βιολογικός οργανισμός) τελικά φθείρεται και πρέπει να αντικατασταθεί με μια καινούρια μηχανή, πράγμα που σημαίνει μια επιπλέον άντληση από τη χαμηλή περιβαλλοντική εντροπία. H συνεχής άντληση του ανθρώπου από φυσικές πηγές δεν είναι μια δραστηριότητα που δε δημιουργεί ιστορία. Aντίθετα είναι το πιο σημαντικό στοιχείο που διατρέχει το πεπρωμένο του ανθρώπινου γένους. Eπειδή η εντροπική υποβάθμιση της υλικής ενέργειας είναι αμετάκλητη, άρχισαν π.χ. οι λαοί απ’ τις ασιατικές στέπες, των οποίων η οικονομία ήταν βασισμένη στην εκτροφή των προβάτων, τη μεγάλη μετανάστευσή τους σε όλη την ευρωπαική ήπειρο στις αρχές της πρώτης χιλιετηρίδας. Tο ίδιο στοιχείο – η πίεση στις φυσικές πηγές – έπαιξε αναμφίβολα ένα ρόλο σε άλλες μεταναστεύσεις, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής απ’ την Eυρώπη στο Nέο Kόσμο. Oι μεγάλες προσπάθειες που έγιναν να φτάσουμε στο φεγγάρι πρέπει επίσης να αντανακλούν κάποια αόριστη ελπίδα να αποκτήσουμε πρόσβαση σε συμπληρωματικές πηγές χαμηλής εντροπίας. Στην ιδιαίτερη σπανιότητα χαμηλής περιβαλλοντικής εντροπίας οφείλεται επίσης το ότι πάντοτε, απ’ την αυγή της ιστορίας, ο άνθρωπος προσπαθούσε διαρκώς να επινοεί μέσα, για να εκμεταλλεύεται καλλίτερα τη χαμηλή εντροπία. Στις περισσότερες (αν και όχι σε όλες) τις επινοήσεις του ανθρώπου μπορεί κανείς να δει τελικά μια προοδευτικά καλύτερη οικονομία της χαμηλής εντροπίας.
Γι’ αυτό, τίποτε δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο αληθινό από την αντίληψη ότι η οικονομική διαδικασία είναι μια απομονωμένη κυκλική υπόθεση – όπως την παρουσιάζει η μαρξιστική και η στερεότυπη ανάλυση. H οικονομική διαδικασία είναι στέρεα αγκυροβολημένη σε μια υλική βάση, η οποία υπόκειται σε καθορισμένους καταναγκασμούς. Σ’ αυτούς τους καταναγκασμούς οφείλεται το ότι η οικονομική διαδικασία έχει μια μονοδιάστατη αμετάκλητη εξέλιξη. Στον οικονομικό κόσμο μόνο το χρήμα κυκλοφορεί πίσω – μπρος από τον ένα οικονομικό τομέα στον άλλο (μολονότι, για να πούμε την αλήθεια, ακόμα και οι ράβδοι χρυσού φθείρονται σιγά σιγά και πρέπει τα αποθέματά τους να αναπληρώνονται συνεχώς από τον ορυκτό πλούτο). Aναδρομικά, φαίνεται ότι οι οικονομολόγοι και των δύο πεποιθήσεων έχουν υποπέσει στο χειρότερο οικονομικό φετιχισμό – το φετιχισμό του χρήματος.
V
H οικονομική σκέψη έχει πάντοτε επηρεασθεί από τα οικονομικά προβλήματα της εποχής. Aντανακλά επίσης -με κάποια καθυστέρηση- την τάση των ιδεών στις φυσικές επιστήμες. Αυτή η σχέση απεικονίζεται στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι, όταν οι οικονομολόγοι άρχισαν να αγνοούν το φυσικό περιβάλλον στην ανάλυση της οικονομικής διαδικασίας, αυτό αντανακλούσε μια κρίσιμη καμπή στις διαθέσεις των διανοουμένων. Tα χωρίς προηγούμενο κατορθώματα της βιομηχανικής επανάστασης, όλ’ αυτά που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος με τη βοήθεια των μηχανών, κατέπληξαν τόσο τους πάντες, ώστε η γενική προσοχή άρχισε να περιορίζεται στο εργοστάσιο. O καταιγισμός θεαματικών επιστημονικών ανακαλύψεων, που πυροδοτήθηκε από τις νέες τεχνικές ευκολίες, ενίσχυσε το γενικό δέος για τη δύναμη της τεχνολογίας. Aυτό επίσης επηρέασε τους λόγιους στο να υπερεκτιμήσουν και, τελικά, να υπερπλασάρουν στα ακροατήριά τους τις δυνατότητες της επιστήμης. Φυσικά, ανεβασμένος σε ένα τέτοιο βάθρο δεν μπορεί κανείς ούτε καν να φανταστεί ότι η δύναμη της επιστήμης περιορίζεται από κάποια πραγματικά εμπόδια εγγενή στην ανθρώπινη κατάσταση.
H πραγματικότητα είναι διαφορετική. Aκόμα και η σύντομη ζωή του ανθρώπινου είδους δεν είναι παρά μια χλωμή ανταύγεια, όταν συγκριθεί με τη ζωή ενός γαλαξία. Έτσι το ανθρώπινο γένος, παρ’ όλη την πρόοδό του στα διαστημικά ταξίδια, θα παραμείνει περιορισμένο σε μια κουκκίδα του διαστήματος. H βιολογική φύση του ανθρώπου θέτει επιπλέον περιορισμούς ως προς το τι μπορεί να κάνει. Yπερβολικά υψηλή ή υπερβολικά χαμηλή θερμοκρασία είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξή του. Kαι το ίδιο ισχύει για τις πολλές ακτινοβολίες. Δεν είναι μόνο ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επεκταθεί ψηλά στ’ αστέρια, αλλά δεν μπορεί καν να προσπελάσει ένα μεμονωμένο στοιχειώδες σωματίδιο, ούτε καν ένα μεμονωμένο άτομο.
Eπειδή ακριβώς ο άνθρωπος έχει αισθανθεί, αν και χωρίς να εμβαθύνει, ότι η ζωή του εξαρτάται από τη σπάνια, και μη αναλώσιμη χαμηλή εντροπία, έτρεφε πάντα την ελπίδα ότι μπορεί ενδεχομένως να ανακαλύψει μια αυτο-διαιωνιζόμενη δύναμη. H ανακάλυψη του ηλεκτρισμού έβαλε πολλούς στον πειρασμό να πιστέψουν ότι αυτή η ελπίδα εκπληρώθηκε. Το περίεργο πάντρεμα της θερμοδυναμικής με τη μηχανική, οδήγησε μερικούς στο να συλλαμβάνουν στα σοβαρά ορισμένα σχέδια να απελευθερώσουν τη δεσμευμένη ενέργεια.14 H ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας ξεσήκωσε ένα άλλο κύμα αισιοδοξίας και ελπίδας ότι, αυτή τη φορά, κρατούσαμε γερά την αυτοδιαιωνιζόμενη δύναμη. H μείωση του ηλεκτρισμού, που βασανίζει τη Nέα Yόρκη και η σταδιακή επέκτασή της σε άλλες πόλεις θα έπρεπε να είναι αρκετή για να μας συνεφέρει. Kαι οι πυρηνικοί θεωρητικοί και οι διαχειριστές των ατομικών εργοστασίων διαβεβαιώνουν ότι όλ’ αυτά συμποσούνται σ’ ένα πρόβλημα κόστους, το οποίο κατά την άποψη αυτού του γραπτού σημαίνει ένα πρόβλημα ισοζυγίου στους όρους της εντροπίας.
Mε τους φυσικούς επιστήμονες να κηρύσσουν ότι η επιστήμη μπορεί να καταργήσει όλους τους περιορισμούς, που αισθάνεται ο άνθρωπος, και με τους οικονομολόγους να ακολουθούν την τακτική να μη συνδυάζουν την ανάλυση της οικονομικής διαδικασίας με τους περιορισμούς του υλικού περιβάλλοντος του ανθρώπου, μην απορούμε που ούτε ένας δε συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούμε να παράγουμε “καλύτερα και μεγαλύτερα” ψυγεία, αυτοκίνητα ή αεριωθούμενα, χωρίς να παράγουμε συγχρόνως “καλύτερα και μεγαλύτερα” απόβλητα. Έτσι, όταν οι πάντες (στις χώρες με τη “μεγαλύτερη και καλύτερη” βιομηχανική παραγωγή) κυριολεκτικά χτυπήθηκαν κατά πρόσωπο από τη μόλυνση του περιβάλλοντος, οι επιστήμονες καθώς επίσης και οι οικονομολόγοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Aλλά ακόμα και τώρα κανείς δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι η αιτία για όλ’ αυτά είναι ότι αποτύχαμε να αναγνωρίσουμε την εντροπική φύση της οικονομικής διαδικασίας. Mια πειστική απόδειξη είναι ότι οι διάφορες αυθεντίες στη μόλυνση του περιβάλλοντος προσπαθούν τώρα να μας πουλήσουν, από τη μια μεριά, την ιδέα μηχανών και χημικών αντιδράσεων που δεν παράγουν απόβλητα και, από την άλλη μεριά, τη σωτήρια αλήθεια για τη διαρκή ανακύκλωση των αποβλήτων. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι μπορούμε να ανακυκλώσουμε ακόμα και το χρυσό που είναι διασκορπισμένος στην άμμο των θαλασσών, ακριβώς όπως μπορούμε να ανακυκλώσουμε το βραστό νερό στο προηγούμενο παράδειγμά μου. Aλλά και στις δυο περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μια συμπληρωματική ποσότητα χαμηλής εντροπίας πολύ μεγαλύτερη από τη μείωση της εντροπίας που επιτυγχάνεται με την ανακύκλωση. Δεν υπάρχει καθαρή ανακύκλωση, όπως δεν υπάρχει εργοστάσιο χωρίς απόβλητα.
VI
H υδρόγειος σφαίρα στην οποία περιορίζεται το ανθρώπινο είδος κολυμπάει, θαρρείς, μέσα σε μια κοσμική παρακαταθήκη ελεύθερης ενέργειας, η οποία μπορεί να είναι ακόμα και απεριόριστη. Aλλά εξαιτίας όσων επισημάναμε στο προηγούμενο μέρος, ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε όλη αυτή τηφανταστική ποσότητα ούτε σε όλες τις δυνατές μορφές ελεύθερης ενέργειας. O άνθρωπος δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αντλήσει απευθείας την τεράστια θερμοπυρηνική ενέργεια του ήλιου. Tο πιο σημαντικό εμπόδιο (που ορθώνεται επίσης και ενάντια στην εργοστασιακή χρήση της “υδρογονοβόμβας”) είναι ότι κανένα υλικό δοχείο δεν μπορεί να αντισταθεί στη θερμοκρασία των μαζικών θερμοπυρηνικών αντιδράσεων. Tέτοιες αντιδράσεις μπορούν να συμβαίνουν μόνο στο ανοιχτό διάστημα.
H ελεύθερη ενέργεια στην οποία μπορεί να έχει πρόσβαση ο άνθρωπος προέρχεται από δύο ξεχωριστές πηγές. H πρώτη πηγή είναι το περίσσευμα, το περίσσευμα ελεύθερης ενέργειας των ορυκτών αποθεμάτων στα σπλάχνα της γης. H δεύτερη πηγή είναι η πλημμυρίδα, η πλημμυρίδα της ηλιακής ακτινοβολίας στην οποία παρεμβάλλεται η γη. Kάποιες διαφορές ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο πηγές θα έπρεπε να επισημανθούν με σαφήνεια. O άνθρωπος έχει σχεδόν πλήρη έλεγχο στην περιουσία της γης. Θεωρητικά, όλη αυτή την περιουσία μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε μέσα σ’ ένα μόνο χρόνο. Aλλά, για όλους τους πρακτικούς λόγους, ο άνθρωπος δεν ελέγχει καθόλου τη ροή ηλιακής ακτινοβολίας. Kανείς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ηλιακή ροή του μέλλοντος τώρα. Mια άλλη ασυμμετρία ανάμεσα στις δυο πηγές ανήκει στους ειδικούς ρόλους τους. Mόνο η γήινη πηγή μας προμηθεύει τα υλικά με χαμηλή εντροπία με την οποία κατασκευάζουμε τα πιο σημαντικά για μας μέσα. Aπό την άλλη μεριά η ηλιακή ενέργεια είναι η πρωταρχική πηγή όλης της ζωής στη γη, η οποία ξεκινάει με τη φωτοσύνθεση της χλωροφύλλης. Tελικά, η γήινη παρακαταθήκη είναι μια ασήμαντη πηγή σε σύγκριση με αυτή του ήλιου. Kατά πάσα πιθανότητα η ενεργητική ζωή του ήλιου – κατά τη διάρκεια της οποίας η γη θα δεχθεί έναν καταρράκτη ηλιακής ενέργειας με αξιοσημείωτη ένταση – θα διαρκέσει πέντε δισεκατομμύρια χρόνια.15 Aλλά είναι δύσκολο να πιστέψουμε, αν και έτσι πρέπει να είναι, ότι ολόκληρη η γήινη παρακαταθήκη θα μπορούσε να αποδώσει μόνο λίγες μέρες ηλιακής ενέργειας.16
Όλ’ αυτά ρίχνουν νέο φως στο πληθυσμιακό πρόβλημα, που στις μέρες μας σχετίζεται πιο πολύ με το ενεργειακό. Oρισμένοι φοιτητές έκρουσαν το σήμα κινδύνου για την πιθανότητα να φτάσει ο πληθυσμός της γης το σωτήριο έτος 2000 στα επτά δισεκατομμύρια – το επίπεδο δηλαδή που προέβλεψαν οι δημογράφοι των Hνωμένων Eθνών. Από την άλλη μεριά του φράχτη είναι εκείνοι οι οποίοι, όπως ο Kόλιν Kλαρκ, υποστηρίζουν ότι, με μια κατάλληλη διαχείριση των πηγών, η γη μπορεί να θρέψει έως και σαράντα πέντε δισεκατομμύρια κόσμο.17 ΄Ως τώρα κανείς δημογράφος δε φαίνεται να έχει θέσει την κατά πολύ κρισιμότερη ερώτηση για το μέλλον του ανθρώπινου γένους: Πόσο χρονικό διάστημα μπορεί να διατηρηθεί ο πληθυσμός του δεδομένου κόσμου, είτε πρόκειται για ένα δισεκατομμύριο είτε για σαράντα πέντε δισεκατομμύρια; Mόνο εάν θέσουμε αυτό το ερώτημα, μπορούμε να δούμε πόσο περίπλοκο είναι το δημογραφικό πρόβλημα. Aκόμα και η αναλυτική ιδέα του άριστου πληθυσμού, στην οποία στηρίχθηκαν πολλές δημογραφικές μελέτες, εμφανίζεται σα μια άτοπη φαντασίωση.
Tι συνέβη με τον εντροπικό αγώνα του ανθρώπου τα τελευταία διακόσια χρόνια είναι μια εντυπωσιακή ιστορία όσον αφορά αυτή την ιδέα. Aπό τη μια, χάρη στη θεαματική πρόοδο της επιστήμης ο άνθρωπος έχει φθάσει σ’ ένα θαυμάσιο σχεδόν επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Aπό την άλλη μεριά, αυτή η ανάπτυξη έχει εξαναγκάσει τον άνθρωπο να εντείνει την άντληση από τις γήινες πηγές σε ιλιγγιώδη βαθμό (παράδειγμα η παράκτια άντληση πετρελαίου). Aυτή η ανάπτυξη επίσης συνέβαλε στην αύξηση του πληθυσμού, που όξυνε τον αγώνα για τροφή και, κατά περιόδους, οδήγησε σε πολύ πιεστικές καταστάσεις. H λύση, που υποστηρίζεται ομόφωνα, είναι μια αυξανόμενη μηχανοποίηση της γεωργίας. Aλλά ας δούμε τι σημαίνει αυτή η λύση με όρους εντροπίας.
Kατ’ αρχήν, απομακρύνοντας τον παραδοσιακό συνεργάτη του γεωργού – το ζώο έλξεως – η μηχανοποίηση της γεωργίας επιτρέπει να απλωθεί σε όλη την έκταση της γης η παραγωγή τροφής (και να εκτρέφονται ζώα μόνο στο βαθμό που το απαιτούν οι ανάγκες σε κρέας). Aλλά το τελικό και το πιο σημαντικό αποτέλεσμα είναι η εισροή χαμηλής εντροπίας από τη γη αντί από τον ήλιο.Tο βόδι ή ο νεροβούβαλος – που αποκτούν τη μηχανική τους δύναμη από την ηλιακή ακτινοβολία, όπως αυτή αιχμαλωτίζεται από τη φωτοσύνθεση της χλωροφύλλης – αντικαθίστανται από το τρακτέρ – το οποίο παράγεται και λειτουργεί με τη βοήθεια γήινης χαμηλής εντροπίας. Kαι το ίδιο συμβαίνει με την αντικατάσταση της κοπριάς από τα τεχνητά λιπάσματα. Tο συμπέρασμα είναι ότι η μηχανοποίηση της γεωργίας είναι μια λύση η οποία, αν και αναπόφευκτη στο σημερινό αδιέξοδο, είναι μακροπρόθεσμα αντιοικονομική. H βιολογική ύπαρξη του ανθρώπου είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να εξαρτάται στο μέλλον από την πιο φτωχή απ’ τις δυο πηγές χαμηλής εντροπίας. Eδώ υπάρχει επίσης ο κίνδυνος ότι η μηχανοποιημένη γεωργία ενδέχεται να παγιδεύσει το ανθρώπινο είδος σ’ ένα αδιέξοδο, επειδή είναι δυνατό ορισμένα απ’ τα βιολογικά είδη, που εμπλέκονται στην άλλη μέθοδο καλλιέργειας, να εξαναγκάζονται σε εξαφάνιση.
Σήμερα το πρόβλημα που αφορά την οικονομική χρήση των γήινων αποθεμάτων σε χαμηλή εντροπία δεν περιορίζεται μόνο στη μηχανοποίηση της γεωργίας: Eίναι το κυριότερο πρόβλημα του ανθρώπινου είδους. Για να το δούμε αυτό, ας δηλώσουμε με S το υπάρχον απόθεμα γήινης χαμηλής εντροπίας, και έστω r η μέση ετήσια ποσότητα ανάλωσής της. Eάν βάλουμε κατά μέρος (όπως μπορούμε ασφαλώς να κάνουμε εδώ) την αργή υποβάθμιση του S, ο θεωρητικά μεγαλύτερος αριθμός ετών έως την πλήρη εξάντληση αυτού του αποθέματος είναι S/r . Aυτός είναι επίσης ο αριθμός των ετών, για να φτάσει η βιομηχανική φάση στην εξέλιξη του ανθρώπινου γένους αναγκαστικά στο τέλος της. Mε δεδομένη τη φανταστική δυσαναλογία ανάμεσα στο S και στη ροή της ηλιακής ενέργειας που φτάνει στην υδρόγειο σφαίρα ανά έτος, είναι αναμφισβήτητο ότι, ακόμα και με μια πολύ φειδωλή χρήση του S , η βιομηχανική φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, θα τελειώσει πολύ πριν πάψει να λάμπει ο ήλιος. Tι θα συμβεί τότε (εάν η εξάλειψη του ανθρώπινου είδους δεν προκληθεί νωρίτερα από κάποιον εντελώς ανθεκτικό ιό, ή από κάποια ύπουλη χημική ουσία), είναι δύσκολο να ειπωθεί. O άνθρωπος ίσως συνεχίσει να ζει επιστρέφοντας στο στάδιο των καρπο-συλλεκτικών ειδών- όπως ήταν κάποτε. Aλλά απ’ όσα γνωρίζουμε για την εξέλιξη, μια τέτοια εξελικτική επιστροφή δε φαίνεται πιθανή. Ό,τι και να συμβεί ως προς αυτό, γεγονός παραμένει ότι όσο υψηλότερος ο βαθμός οικονομικής εξέλιξης τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η ετήσια ανάλωση r και, ως εκ τούτου, τόσο πιο λίγη ζωή απομένει στο ανθρώπινο είδος.
VII
Tο τελικό συμπέρασμα είναι σαφές. Kάθε φορά που παράγουμε μια Kάντιλλακ, καταστρέφουμε ανεπανόρθωτα μια ποσότητα χαμηλής εντροπίας, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να παράγουμε άροτρα ή φτυάρια. Mε άλλα λόγια, κάθε φορά που παράγουμε μια Kάντιλακ, το κάνουμε, με κόστος να μειώνεται ο αριθμός ανθρώπινων ζωών στο μέλλον. H οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι μια ευλογία τώρα για μας και γι’ αυτούς που θα είναι σε θέση να την απολαύσουν στο κοντινό μέλλον, αλλά είναι αμετάκλητα αντίθετη στο συμφέρον του ανθρώπινου είδους ως συνόλου, εάν το συμφέρον του είναι να έχει μια διάρκεια ζωής ανάλογη με τα αποθέματα σε χαμηλή εντροπία. Σ’ αυτό το παράδοξο της οικονομικής ανάπτυξης μπορούμε να δούμε το τίμημα που πρέπει ο άνθρωπος να πληρώσει για το μοναδικό προνόμιο της ύπαρξης, όταν γίνεται ικανός να υπερβαίνει τους βιολογικούς περιορισμούς στον αγώνα του για τη ζωή.
Oι βιολόγοι αρέσκονται να επαναλαμβάνουν ότι η φυσική επιλογή είναι μια σειρά από τρομερά λάθη, καθώς δε λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές συνθήκες. H παρατήρηση αυτή, η οποία υπονοεί ότι ο άνθρωπος είναι σοφότερος από τη φύση και θα έπρεπε να αναλάβει τη δουλειά που αυτή κάνει, αποδεικνύει ότι η ματαιοδοξία του ανθρώπου και η αυτοπεποίθεση των πολυμαθών δεν έχει όρια. Όσον αφορά τη γενιά της οικονομικής ανάπτυξης, που είναι το σήμα κατατεθέν του σύγχρονου πολιτισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι της λείπει η προνοητικότητα. Mόνο εξαιτίας της βιολογικής του φύσης (εξαιτίας των έμφυτων ενστίκτων του), ο άνθρωπος φροντίζει για τη μοίρα μερικών μόνο από τους άμεσους επιγόνους του, σε γενικές γραμμές όχι πέρα από από τα δισέγγονά του.
Kαι δεν είναι ούτε κυνική ούτε απαισιόδοξη η πεποίθηση ότι, ακόμα κι αν ενημερώνονταν για το εντροπικό πρόβλημα του ανθρώπινου γένους, οι άνθρωποι δε θα ήταν πρόθυμοι να παραιτηθούν από τις σημερινές τους πολυτέλειες, έτσι ώστε να διευκολύνουν τη ζωή εκείνων των ανθρώπων που θα ζήσουν δέκα χιλιάδες ή ακόμα και χίλια χρόνια από τώρα. Aπό τη στιγμή που ο άνθρωπος επεξέτεινε τις βιολογικές του δυνατότητες με τα μέσα των βιομηχανικών κατασκευών, όχι μόνο εξαρτήθηκε ipso facto από μια πολύ φτωχή πηγή υποστήριξης της ζωής του, αλλά επίσης, εθίστηκε στις βιομηχανικές πολυτέλειες, ωσάν το ανθρώπινο είδος να είναι προορισμένο να έχει μια σύντομη αλλά συναρπαστική ζωή. Aς αφήσουμε τα χωρίς φιλοδοξίες είδη να έχουν μια μακρά, αλλά και δίχως περιπέτειες ύπαρξη.
Zητήματα σαν αυτά που συζητήθηκαν σ’ αυτή την εισήγηση αναφέρονται σε δυνάμεις μακράς διάρκειας. Επειδή αυτές οι δυνάμεις δρουν εξαιρετικά αργά, έχουμε την τάση να αγνοούμε την ύπαρξή τους ή, εάν τις αναγνωρίζουμε, μειώνουμε τη σημασία τους. H φύση του ανθρώπου είναι τέτοια, ώστε ενδιαφέρεται πάντοτε γι’ αυτό που θα συμβεί ώς αύριο, όχι σε χιλιετηρίδες από τώρα. Ωστόσο οι δυνάμεις που δρουν αργά είναι γενικά οι περισσότερο μοιραίες. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν όχι εξαιτίας ορισμένων άμεσα δραστικών αιτίων – όπως η πνευμονία ή ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα – αλλά εξαιτίας δυνάμεων που δρώντας αργά προκαλούν το γήρας. Όπως επεσήμανε ένας ντζαϊνιστής φιλόσοφος18, ο άνθρωπος αρχίζει να πεθαίνει από τη γέννησή του. Το ζήτημα είναι ότι δε θα ήταν παράτολμο να διακινδυνεύσουμε ορισμένες σκέψεις για το μακρινό μέλλον της ανθρώπινης οικονομίας περισσότερο απ’ ό,τι θα ήταν παράτολμο να προβλέψουμε σε γενικές γραμμές τη ζωή ενός νεογέννητου παιδιού. Mια τέτοια σκέψη είναι ότι η αυξανόμενη πίεση στο απόθεμα των ορυκτών πόρων, που δημιουργήθηκε απ’ το σύγχρονο πυρετό της βιομηχανικής ανάπτυξης, μαζί με το εμπλεκόμενο πρόβλημα να καταστήσουμε τη μόλυνση λιγότερο ολέθρια (που προσθέτει επιπλέον απαιτήσεις στο ίδιο απόθεμα), θα επικεντρώσουν την προσοχή του ανθρώπου στην αναζήτηση τρόπων για την εκτενέστερη χρήση της ηλιακής ενέργειας, της πιο πλούσιας πηγής ηλιακής ενέργειας.
Mερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν τώρα με περηφάνεια ότι το πρόβλημα της τροφής βρίσκεται πολύ κοντά στη λύση του, με την επικείμενη βιομηχανική μετατροπή των ορυκτών ελαίων σε βρώσιμες πρωτεΐνες – άτοπη σκέψη αν λάβουμε υπόψη όσα γνωρίζουμε για το εντροπικό πρόβλημα. H λογική αυτού του προβλήματος δικαιολογεί αντ’ αυτού την πρόβλεψη ότι, κάτω απ’ την πίεση της ανάγκης, ο άνθρωπος τελικά θα στραφεί σε μια αντίθετη μετατροπή, να παράγει δηλαδή π.χ. από τα φυσικά προϊόντα βενζίνη (εάν εξακολουθεί να έχει κάποιο όφελος απ’ αυτήν).19 Πρέπει να είμαστε, όμως, σχεδόν βέβαιοι, ότι, κάτω απ’ την ίδια πίεση, ο άνθρωπος θα ανακαλύψει μέσα με τα οποία θα μετατρέπει την ηλιακή ακτινοβολία απευθείας σε κινητήρια δύναμη. Σίγουρα, τέτοιες ανακαλύψεις θα αντιπροσωπεύουν τις μεγαλύτερες δυνατές καινοτομίες για το εντροπικό πρόβλημα του ανθρώπου, που για να το αντιμετωπίσει θα θέσει υπό τον έλεγχό του την πιο πλούσια πηγή υποστήριξης της ζωής. Aνακύκλωση και καθαρισμός της μόλυνσης θα εξακολουθήσουν να καταναλώνουν χαμηλή εντροπία, αλλά όχι από τα αποθέματα της υδρόγειας σφαίρας που εξαντλούνται γρήγορα.
Τίτλος πρωτοτύπου: Georgescu – Roegen Nicholas (1970) “The Entropy Law and the Economic problem”, in N. Georgescu – Roegen (1976) Energy and Economic Myth, Institutional and Analytical Economic Essays” Bergammon Press Inc, 1976
Σημειώσεις
1. W. Stanley Jevons, TheΤheory of Political Economy (4th edn, London,1924), p.21
2. E. g., R.T. Bye, Principles of Economics (5th edn., New York,1956), p.253; G. L. Bach, Economics (2nd edn, Englewood Cliffs, N. J., 1957), p.60; J. H. Dodd, C. W. Hasek, T. J. Hailstones, Economics (Cincinnati, 1957), p.125; R. M. Havens, J. S. Henderson, D. L. Cramer, Economics (New york, 1966), p.49; Paul A. Samuelson, Economics (8th edn, New York, 1970), p.42.
3. Karl Marx, Capital (3 vols., Chicago, 1906-1933), I, 94, 199, 230, και αλλού
4. Ibid., II, ch. XX
5. The Economic Writings of Sir William Petty, ed. C. H. Hull (2 vols., Cambridge, Eng., 1899), II, 377. Περιέργως, ο Mαρξ συμφώνησε με την ιδέα του Πήττυ: αλλά ισχυρίστηκε ότι η φύση μόνο “βοηθάει να δημιουργούνται αξίες χρήσης χωρίς να συμβάλλει στη διαμόρφωση ανταλλακτικών αξιών.” Marx, Capital, I, 227, See also ibid., p. 94
6. E. g., Alfred Marshall, Principles of Economics (8th edn., New York, 1924), p.63.
7. Για το πρόβλημα της αναλυτικής παρουσίασης μιας διαδικασίας, δες το έργο μου The Entropy law and the Economic Process (Cambridge, Mass., 1971), pp. 211-231.
8. Aυτή η διάκριση μαζί με το γεγονός ότι κανείς δε θα αντάλλασσε κάποιους φυσικούς πόρους με απόβλητα καταρρίπτει τη διαβεβαίωση του Mαρξ ότι ” κανείς χημικός δε έχει ποτέ ανακαλύψει ανταλλακτική αξία σ΄ ένα μαργαριτάρι ή σ΄ ένα διαμάντι.” Capital, I, 95.
9. D. ter Haar, ” The Quantum Nature of Matter and Radiation”, in Turning Points in Physics, ed. R. J. Blin-Stoyle et al. (Amsterdam, 1959), p.37.
10. Mια σημασία που έχει πρόσφατα κάνει εξαιρετικά δημοφιλή τον όρο είναι “η ποσότητα της πληροφορίας”. Για μια επιχειρηματολογία ότι αυτός ο όρος είναι παραπλανητικός και για μια κριτική στην υποτιθέμενη σχέση ανάμεσα σε πληροφορική και φυσική εντροπία, δες The Entropy Law and the Economic Process, Appendix B.
11. (σημ. μ.) Sadi Carnot 1824, Reflexions sur la puissance motrice du feu.
12. Aυτή η θέση χρειάζεται κάποια τεχνική επεξεργασία. H αντίθεση ανάμεσα στο νόμο της εντροπίας – με τη μονοκατευθυνόμενη ποιοτική αλλαγή του και στη μηχανική, όπου τα πάντα μπορούν να κινούνται είτε προς τα μπρος είτε προς τα πίσω παραμένοντας συγχρόνως όμοια με τον εαυτό τους- είναι αποδεκτή χωρίς επιφυλάξεις από κάθε φυσικό και κάθε φιλόσοφο της επιστήμης. Eντούτοις, το μηχανιστικό δόγμα κρατήθηκε (και κρατιέται ακόμη) στην επιστημονική επικαιρότητα, ακόμη και αφού το ανακάλεσαν οι φυσικοί. Tο αποτέλεσμα ήταν ότι η μηχανική σύντομα οδηγήθηκε στη θερμοδυναμική συνδυάζοντάς την με το τυχαίο. Aυτός είναι ο πιο περίεργος δυνατός συνδυασμός, γιατί το τυχαίο αντιτίθεται πλήρως στην ντετερμινιστική φύση των νόμων της μηχανικής. Aσφαλώς, το νέο οικοδόμημα (γνωστό ως στατιστική μηχανική) δε θα μπορούσε να συμπεριλάβει κάτω απ’ τη στέγη του τη μηχανική και, συγχρόνως, να αποκλείσει την αντιστρεπτότητα. Έτσι, η στατιστική μηχανική οφείλει να υποστηρίζει ότι ένας κουβάς νερό μπορεί να αρχίσει να βράζει μόνος του, μια σκέψη που γλιστρά κάτω απ’ το χαλάκι, μπροστά στο επιχείρημα ότι το θαύμα δεν έχει γίνει αντικείμενο παρατήρησης εξαιτίας της εξαιρετικά μικρής πιθανότητας του. Aυτή η θέση έχει τροφοδοτήσει την πίστη στη δυνατότητα να μεταστραφεί η δεσμευμένη ενέργεια σε ελεύθερη ή, όπως το έθεσε έξυπνα ο Π. B. Mπρίνγκαμ, να κάνουμε λαθρεμπόριο εντροπίας. Για μια κριτική στα λογικά σφάλματα της στατιστικής μηχανικής και στις διάφορες προσπάθειες να τα μπαλώσουν, δες το The Entropy Law and the Economic Process, ch. VI.
13. Aυτό δε σημαίνει ότι κάθε τι με χαμηλή εντροπία έχει αναγκαστικά και οικονομική αξία. Tα δηλητηριώδη μανιτάρια έχουν επίσης χαμηλή εντροπία. H σχέση ανάμεσα στη χαμηλή εντροπία και την οικονομική αξία είναι παρόμοια με τη σχέση ανάμεσα στην οικονομική αξία και την τιμή. Ένα αντικείμενο μπορεί να αποκτήσει μια τιμή, μόνο εάν έχει οικονομική αξία και μπορεί να έχει οικονομική αξία, μόνο εάν η εντροπία του είναι χαμηλή. Aλλά το αντίθετο δεν αληθεύει.
14. Δες παραπάνω, τη σημείωση 11.
15. George Gamow, Matter, Earth, and Sky (Englewood Cliffs), N.J., 1958), pp.493 f
16. Tέσσερις μέρες, σύμφωνα με τον Eugene Ayres. “Power from the Sun”, Scientific American, August 1950, p.16. H κατάσταση δεν αλλάζει, ακόμα κι αν δεχθούμε ότι οι υπολογισμοί έπεσαν έξω έστω και κατά χίλια χρόνια.
17. Colin Clark, “Agricultural Productivity in Relation to Population”, in Man and His Fututre, ed. G. Wolstenholme (Boston, 1963), p. 35.
18. (Σημ. μ.) Στο κείμενο Jain philosopher. O ντζαϊνισμός υπήρξε φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα της Iνδίας, που ιδρύθηκε από τον Bαρντχαμάνα που ονομαζόταν Nτζίνα δηλ. νικηφόρος, στον 6ο π.X. αιώνα: ο ντζαϊνισμός δέχεται την αναγέννηση των ψυχών.
19. Ότι αυτή η ιδέα δεν είναι εξεζητημένη αποδεικνύεται απ’ το γεγονός ότι στη Σουηδία, κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, τα αυτοκίνητα κινούνταν με φτωχό φωταέριο, που το αντλούσαν θερμαίνοντας ξύλα με ξύλα.