γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Ο ναός, μια παλιά, πετρόχτιστη εκκλησία, σε μια μικρή απόσταση από τον οικισμό. Πρόκειται για μια ωραία, βυζαντινή βασιλική, σωσμένη από φωτιές και επαναστάσεις και δύσκολες εποχές. Ο άγιος παραμένει φθαρμένος, μα σε μια ακμαιότητα πανηγυρική, στο κέντρο του υπερυψωμένου θόλου. Κρατεί τη ρομφαία και φέρει αλεξανδρινή πανοπλία. Ίσως για τούτη την αισθητική ετερότητα να προσέλκυσε το ενδιαφέρον τόσων και τόσων μελετητών. Συρρέουν εδώ και χρόνια, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες και εκτιμούν με ακαδημαϊκούς τρόπους την τεχνοτροπία, το σχήμα των ματιών, μελετούν τα σύμβολα και θέτουν νέες βάσεις στην ορθόδοξη σήμανση. Έπειτα αναχωρούν με τα υπεραστικά λεωφορεία, φορτώνουν τα ειδικά όργανα, τα σπασμένα αγγεία, υπόσχονται πάντοτε πως θα επιστρέψουν για να ολοκληρώσουν το επιστημονικό τους έργο. Μα περνούν πάντα οι δύσκολοι χειμώνες και κανείς δεν θα φανεί. Ορισμένοι από αυτούς τοποθετήθηκαν σε άλλες υπηρεσίες, η αρχαιολογική έρευνα, οι συντηρήσεις παλαιών, καλλιτεχνικών ευρημάτων συνιστά μια υπόθεση σπουδαίας εξειδίκευσης. Ο άγιος θα απομείνει έρημος, ώσπου τον εορτασμό της χάρης του. Το σεπτό σκήνωμά του, το οποίο με τόση παραστατικότητα κοσμεί το θόλο οφείλει να υπομείνει τις υγρασίες, τη μακρά περίοδο του χειμώνα. Με λιγοστές τις φροντίδες, να μην σωθεί το λάδι στα ολόχρυσα καντήλια, να μην τρυπώσει η υγρασία και κλονίσει ακόμη περισσότερο τη χρωματική ζωντάνια, τις λεπτομερειακές απεικονίσεις των περαστικών ζωγράφων, οι οποίοι με τόση επιμέλεια και τόση πίστη παραχώρησαν την τέχνη τους στη χάρη του. Μια επιγραφή στην καμαρωτή πρόσοψη, αναγράφει το έτος και την ημέρα της ολοκληρώσεώς του ναού. Είναι δουλεμένη στο μάρμαρο και δεν έχει χάσει τίποτε από τη μεσαιωνική της ζωντάνια.
Ο ναός θα περιβληθεί με ανθρωπιά κατά την εαρινή περίοδο. Σε τούτες τις πέτρες ιστορούνται τα Θεία Πάθη και υποβάλλονται οι πιστοί στην τρομερή θλίψη. Περπατούν τον ανηφορικό δρόμο και στέκουν με ταπεινοσύνη εμπρός στους ιεράρχες. Ψέλνουν κάποτε μαζί του και θυμούνται τότε τους νεκρούς τους. Ακούν το κήρυγμα του ιερέα, ενός ψαρομάλλη άνδρα, που φέρει περισσότερο τον κόπο των κοινωνικών αγώνων παρά το βάρος των χρόνων.
Έφτασε στο χωριό πριν από χρόνια. Τότε ήταν αρματωμένος, ζήτησε συγχώρεση από τον άγιο, παράτησε τον οπλισμό του, πολλοί λένε ότι υπέγραψε τη δήλωση. Ετούτος ο άνθρωπος βασανίστηκε λένε από τις αρχές, μα ήταν αποφασισμένος να παρατήσει το βουνό. Όχι γιατί στέρεψε το δίκιο του κόσμου, ούτε γιατί φοβήθηκε ή επρόκειτο να λάβει ανταλλάγματα. Ο ίδιος καμιά φορά τονίζει στον κηρυγματικό του λόγο πως η ιστορική κατάσταση θρέφεται και προχωρεί είτε με το φως, είτε πάλι με το αίμα. Τάχθηκε λοιπόν με το φως και με τα σίδερα της πίστης του σκάβει να βρει το γλυκό, ευλογημένο νερό. Τέτοιος άνθρωπος είναι ετούτος ο ιερέας. Και είναι πολλές φορές τις νύχτες, που τριγυρνάει φωσφορικός από τον καημό του και πίσω του άγρια και αδέσποτα τα κρίμματά του, παιδιά που τα γεννήσανε οι πράξεις του. Δεν τα έδιωξε ποτέ. Τέτοιο το θάρρος του.
Ο ιερέας κοίταξε τον ημεροδείχτη, πατριαρχικός και απόμακρος. Επισήμανε στους επιτρόπους πως θα πρέπει να προσεχθούν οι ετοιμασίες γιατί ο καιρός ζύγωσε. Οι επίτροποι είναι άνθρωποι δημοκρατικοί με σπουδαία προσκόλληση σε ζητήματα όπως η πίστη και η πατρίδα. Η επιμέλειά τους είναι αξιοπρόσεκτη και ο λόγος τους βαραίνει μες στη μικρή κοινότητα. Είναι όλοι τους έμποροι, κατέχουν μεγάλα κομμάτια γης και είναι στο χέρι τους να σβήνονται τα πάθη, να μονιάζουν τα αδέρφια και οι φίλοι και να δένονται πάλι τα αίματα. Είναι σπουδαίο και όμορφο πράγμα η ανθρωπιά μα διόλου εύκολο, θέλει ψυχή και κόπο για να στηθούν ξανά καινούριοι ορίζοντες.
Το βράδυ του Λαζάρου ήταν ήδη όλα έτοιμα. Βεβαίως υπήρχε μια κάποια αναστάτωση καθώς τα ξύλα στα στασίδια έχουν χαλάσει από την πολυκαιρία, κάποια σπάσανε, φαγώθηκαν από τα νερά και τις δροσιές. Φτάσανε οι ξυλουργοί από την πόλη, άνθρωποι πιστοί όλοι τους που το θεωρούν τιμή και χρέος να συνδράμουν στην αποκατάσταση των ζημιών.
Ο ιερέας τους επιβλέπει και φροντίζει να δροσιστούν. Η νύχτα είναι μεγάλη, κάποιοι ρωτούν επίμονα για την ανάσταση του Λαζάρου, το θαύμα τους γοητεύει, σταυροκοπιούνται και σιγοψέλνουν. Έπειτα τον ρωτούν για τον καιρό εκείνο που ζούσε στα βουνά, τον ρωτούν επίμονα για πρόσωπα και ονόματα, χωριανούς που στιγματίστηκαν και δεν επέστρεψαν ποτέ. Ο ιερέας μιλά λίγο για τούτα τα πράγματα και πολύ περισσότερο σιωπά όταν κάποιος τον ρωτήσει για τον αδερφό του. Σκοτώθηκε ή απλά χάθηκε μαζί με τόσους άλλους που πέρασαν τα βουνά και κατέβηκαν στον κάμπο, δίχως ονόματα, χωρίς παλιά χρέη να τους στοιχειώνουν. Τον πλήγωσε πολύ τον ιερέα εκείνο το γεγονός. Ήταν αδερφός και πατέρας για τον χαμένο, όλη του τη φροντίδα την έδειχνε με σύνεση περίσσια. Όμως ήρθε το μόλεμα, σαν θάνατος, τέλειος και αναπάντεχος εισέβαλε μες στα σπίτια, πήρε τους ανθρώπους και άφησε μυστικούς καημούς, πίκρες που δεν λέγονται. Τα μεγάλα, μαύρα πουλιά ξεχύθηκαν από τις χαράδρες, τρύπωσαν στα σπίτια και άρπαξαν παιδιά και ελπίδες και τα σπίτια κάηκαν μες στα θολά χρόνια. Έτσι χάθηκαν κάμποσοι. Η Ευδοκία, η μικρή θυγατέρα ενός εργάτη των οικοδομών, ο Άρης, η Ευτέρπη, η Φανή που την σταυρώσανε στην είσοδο του χωριού και όλη νύχτα ανάβανε κεριά εμπρός στα παράθυρα για την ψυχή της. Γιατί φτάνει κάποτε ο καιρός που δεν αντέχεται τόσο αίμα, φτάνει ο καιρός, ο άνθρωπος κοιτά μέσα του το χώμα που στερεύει και βλέπει πως δεν είναι φτιαγμένος μονάχα από κρέας, μα κουβαλά μεγάλα, βρόχινα δάκρυα και την ίδια, σκοτωμένη μοίρα.
Ο ιερέας, νέος τότε, γερός και άμαθος στη συγχώρεση έφυγε για τα βουνά. Τον είδαν τότε κάποιοι που έβαλε φωτιά στα λιγοστά του υπάρχοντα και ανηφόρισε κατά τις κορυφές. Δεν θέλει να μιλά για αυτό. Ταράζεται και θυμώνει και χάνεται μες στο ιερό, στα σκοτάδια κλείνει τα μάτια και προσεύχεται, όλος ο τόπος, συλλογίζεται με πληγές και επιδέσμους. Στέκει εκεί ταπεινωμένος ίσαμε το πρωί.
Όμορφο που είναι τούτο το χάραμα. Όλος ο τόπος γέμισε φωλιές και νιώθεις μια επιθυμία βαθιά να τραγουδήσεις μαζί με τα χελιδόνια. Δεν είναι μαύρα ψαλίδια όλο αίματα, είναι πουλιά και ελπίδες, θηρία που τα ημέρεψε η αγάπη του ανθρώπου. Τα στασίδια είναι προσεγμένα, ανάψανε και τα καντήλια, βάλανε άνθη λεμονιάς εμπρός στο εικόνισμα του αγίου και άνοιξαν όλα τα τζαμωτά, άνοιξαν τα μάτια του ήλιου και κοίταξαν στο θόλο τον άγιο που σήμερα γελά. Σε όλο του βουνό φαίνονται οι σταυροί από τα αμπέλια, σε όλη τη γη το πνεύμα και η χάρη του Χριστού, σε όλη τη γη περπατούν τώρα οι πιο παλιοί και αγαπημένοι νεκροί. Τους κοιτάζουν που φιλιούνται, αγκαλιάζονται, έχουν τόσα χρόνια να ειδωθούν, κάποιοι που μισήθηκαν τώρα μιλούν και εξηγούνται, τώρα τα παιδιά αγκαλιάζονται με τις μητέρες τους, τόσα χρόνια σε άλλη γη ο καθένας, με μια ρίζα σε όλο τους το σώμα οι νεκροί κατηφορίζουν και αγκαλιάζονται, όπως τότε στις πιο μεγάλες χαρές. Κάποιοι έχουν κεφάλια αλόγων ή τέλος πάντων μια όψη πολύ παράξενη, είναι χλωμοί και μπορείς να δεις την αγάπη που φέγγει μέσα τους, μπορείς να δεις τους ταπεινούς δαυλούς που δεν σβήστηκαν. Έμειναν έρημοι όπως τα χρόνια τους και τώρα απλώνουν τα μεγάλα, συρμάτινα χέρια τους να πιαστούν, ο άνθρωπος που δεν παύει, ο άνθρωπος που υπάρχει, αναρίθμητες στιγμογραφίες στην πλάτη του βουνού, με τα ωραία, ρωμαϊκά μαλλιά τους οι νεκροί, αγαπημένες μορφές των πιο ταπεινών ιστοριών, σπουδαία και ακατόρθωτη ειρήνη.
Κρατώντας τον ήλιο μες στη χούφτα τους έφτασαν οι πιστοί από το χωριό, φάνηκαν μέσα από τα λουλούδια, ακούγονταν που σπάγαν τα χόρτα με τα βήματά τους. Ήρθαν και στάθηκαν και έγιναν εκκλησίασμα. Σε όλο το ναό η χόβολη ενός σπιτιού, σε όλο το ναό ως απάνω στο θόλο του ευτυχισμένου αγίου η αγάπη ψηλότερη από τα σώματα, γερή περισσότερο από τους λίθους που κρατούν όρθιο το βυζαντινό ναΐσκο. Η λειτουργία τελείται με τρόπο ψυχικό και τα παιδιά του Θεού δέονται υπέρ υγείας, πίστεως, αγάπης και μέλλοντος. Ο ιερέας, δοσμένος στην ενέργεια του καθήκοντος υποβάλλεται ολοένα και πι πειστικά στη δοκιμασία και με τα χέρια ψηλά σηκώνει τα βάρη και τις λύπες του. Ολόκληρος ο ναός γεμάτος από συντρίμμια και οιμωγές, τέτοιο είναι το ανθρώπινο πάθος, καλύτερο, ψηλότερο ακόμα και από τα κυπαρίσσια του κοιμητηρίου με τις ευφάνταστες σιδηροτεχνίες.
Την ώρα της πιο μεγάλης σιωπής η θύρα του ναού ανοίγει. Φαίνεται μες στο δυτικό φως μια μορφή ανθρώπινη και υψηλή. Σαστίζουν όλοι γιατί λένε είναι ο Άγιος και ήρθε να μας δει και να μας μιλήσει, μύρισε το λιβάνι και πείστηκε για το μετάνιωμά μας και ήρθε καταρρίπτοντας τη θύρα, τρυπώνοντας στο άγριο μάτι μας.. Ο ιερέας που μοιράζεται την ίδια αγωνία προσκαλεί τον άγνωστο πιστό, του ζητά να εισέλθει, να λάβει σώμα και ψυχή από το πλήθος. Η μορφή, λουσμένη στο φως προφέρει το κοσμικό όνομα του ιερέα. Εκείνος γονατίζει, είναι ένας από τους νεκρούς που ζητά το φταίξιμο και ήρθε τώρα να το διεκδικήσει. Ο ιερέας προσεύχεται, καθώς όσοι σέρνονται κοντύτερα στο θάνατο, ο ιερέας ψέλνει και μαζί το πλήθος που σέρνεται εμπρός του και όλοι μαζί προσμένουν την εντολή. Ο ξένος μιλά, η φωνή του είναι γνώριμη, σχεδόν αρχαία, μα ζεστή και οικεία, είναι ένας αδερφός που σώθηκε και έφτασε πια στα πατρικά χώματα, κατάκοπος περιφέρεται αιώνες σε έρημες πόλεις και ρωτά και τώρα, πανάρχαιος και απόκοσμος Οδυσσέας φτάνει στον τόπο του για να πεθάνει. Γονατίζει ο ξένος εμπρός του, είναι ο χαμένος αδελφός, οι δυο άνδρες αγκαλιάζονται, το πλήθος αρπάζει τα βάγια και ραίνει τον κόσμο και τώρα αιωρούνται δάφνες και ευχές, και εδραιώνεται η θέση του ανθρώπου και η μοίρα του κορίτσι λίγων μονάχα θερισμών που δεν διδάχτηκε ποτέ τις παλιές έχθρες. Χτυπά ο αδερφός με το ξύλινο πόδι του τις πλάκες του ναού και οι δυο άνδρες αγκαλιάζονται. Είναι πληγές που αναβλύζουν ξανά, καλό, ευλογημένο αίμα. Έπειτα ξεχύνονται στα χωράφια. Είναι παντού ο Θεός σήμερα, είναι στα νερά και τους καθρέφτες, είναι όλες οι κατευθύνσεις που έδειξαν κάποτε οι ανεμοδείκτες, είναι γέφυρες που σμίγουν ποτάμια, είναι θάρρος και θέληση και πληρωμή.
Την ημέρα εκείνη στάξανε δυο σταγόνες από τον παλιό, βυζαντινό θόλο. Στην εκκλησιά σήμερα μαίνονται δυο χρυσά δενδρύλλια, με κάτασπρα, νυφικά άνθη. Λένε, είναι τα γαιώδη μάτια του αγίου.Στα καφενεία συζητούν εδώ και μέρες τον θαυμάσιο, χριστιανικό τρόπο με τον οποίο σμίξανε τα δυο αίματα. Και κρατούν για πάντα τα βάγια στην πινακωτή και ανάβουν θυμιάματα και δεν ξεχνούν ποτέ.