Εις μνήμην της 12χρονης Κικής Λιακοπούλου

γράφει γοργοποταμος 24γραμματαο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

«Γύρισε, γίνου αγαπημένε,
Σαν το ζαρκάδι ή το νεβρό της ελαφίνας
Στα κορφοβούνια, τις ρεματιές»

 

για την τραγωδία στον Γοργοπόταμαο το 1964 κλικ εδώ

Στην ξενάγηση αναφέρθηκαν ένα προς ένα τα ονόματα των ηρώων. Κανείς δεν περιφρονήθηκε. Στην αρχή τα ονόματα και έπειτα οι ηλικίες τους. Μετά το προσκλητήριο τα λεωφορεία αναχώρησαν για την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, την Λάρισσα, το Αμύνταιο. Με κάτι νυσταγμένα φώτα, με δύσκολους, πλευρικούς ανέμους τα λεωφορεία αφήνουν πίσω τους σελίδες ιστορίας. Η θρυλική γέφυρα του Γοργοποτάμου απέμεινε ξανά μόνη. Προσμένει ξέφρενες αμαξοστοιχίες απ΄την πρωτεύουσα, αργά τις νύχτες, την ώρα της πιο μεγάλης ησυχίας. Στα θεμέλιά της δεκαέξι πάντα αγωνιστές εκτελούνται ξανά και ξανά ματώνοντας τις σελίδες και τα νερά.
Λένε πως η γέφυρα κάθε βράδυ γκρεμίζεται. Πίσω απ΄τους λόφους, μες στις ομίχλες χάνει τη στατικότητά της, βυθίζεται στα νερά, παίρνοντας μαζί της στρατεύματα και μηχανοκίνητες μεραρχίες. Κρυμμένοι στις λόχμες, παλιοί αντάρτες, αγέραστοι, σφίγγουν τα χέρια. Σηκώνουν ψηλά την μικρή Κική Λιακοπούλου που διαμελίσθη όταν περί το 1964 μια παλιά, αμερικάνικη νάρκη.
Τι τα θυμάσαι όλα αυτά, εκείνη η μικρή έκλεισε κιόλας σαράντα χρόνια πεθαμένη, σκορπισμένη στους ανέμους. Μια κραυγή απ΄την Φωκίδα, εκείνη η μικρή που σκοτώνεται στα πόδια του έρημου χωριού, νικημένη απ΄τις μοίρες.
Λένε πως κάτω στα νερά χορεύουν λαϊκοί αγωνιστές, μητέρες γυρεύουν εναγωνίως τα χαμένα τους παιδιά, γυναίκες απ΄το Ελευθεροχώρι, τα Δυο Βουνά, γειτονιές σκοτεινές, όπως εκείνες που τραγούδησε ο ποιητής. Λένε πως η γέφυρα είναι πια ένα σύμβολο, ένας σταθμός αγώνων και ελευθερίας. Λένε πως η γέφυρα συνιστά ένα σύνορο για την ιστορία αυτού του τόπου.
Όμως εγώ, κόντρα σ΄αυτό το αίσθημα που τ΄ονομάζω κοινό, αίσθημα των δρόμων, αντιστέκομαι. Για μένα αυτή η γέφυρα είναι για πάντα γκρεμισμένη, με κάτι φαρδιές, τσιμεντένιες κολώνες ξεριζωμένες απ΄τη γη. Έτσι όπως τελειώνουν οι τύραννοι και οι γενιές τους. Εγώ, κρατώ απ΄το χέρι την μικρή Κική, της δείχνω τους πυλώνες που άλλοτε στέριωναν τις δυο Ελλάδες, την παλιά στολή των ανταρτών στο ερμάρι του κλεισμένου σπιτιού, μια ψεύτικη νάρκη που δεν θα μπορούσε να στοιχίσει τα χρόνια της. Εκείνη κραδαίνει μια μικρή, πλαστική σημαία, μ΄ένα φλοράλ φουστάνι, όλα λέει τ΄άνθη του Μαίου καρφιτσωμένα στον κόρφο της, εκείνη απαγγέλει τα ποιήματα των εθνικών επετείων που ξεθώριασαν. Η φωνή της χτυπά στις κορφές και χάνεται, γίνεται κύμα και παλμός, έτσι ξοδεύεται.
Δυο τρεις φίλοι που επέζησαν απ΄εκείνη τη βραδιά, δείχνουν τα κομμένα χέρια τους, τα διαλυμένα τους μυαλά, το σφυγμό τους που ποτέ δεν βρήκε το γνώριμο ρυθμό του. Δεν έχουν πια με τι να χαϊδέψουν τα μαλλιά της μικρής.
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου είναι μια παλιά ιστορία. Κάθε χρόνο κάτι συλλογικές φαντασίες μας φέρνουν ξανά και ξανά σε τούτα τα μέρη. Σ΄εκείνα τα ερείπια κοιμήθηκε για πάντα η Ελλάς. Έφερε το πρόσωπο της μικρής Κικής τότε. Σήμερα είναι μια σπασμένη έκφραση, μάτια ερυθρά απ΄την αϋπνία και τις καταχρήσεις με μια αχνή μνήμη για όσα σήμερα τιμούμε με επαναλαμβανόμενες επετείους, ανάπηρους πολέμων, αρχές των δήμων και των κοινοτήτων που διαφεντεύουν σαν άλλοτε τις πλευρές και αυτής της γέφυρας.