Asleep-W. Owen
Under his helmet, up against his pack,
After so many days of work and waking,
Sleep took him by the brow and laid him back.
There, in the happy no-time of his sleeping,
Death took him by the heart. There heaved a quaking
Of the aborted life within him leaping,
Then chest and sleepy arms once more fell slack.
And soon the slow, stray blood came creeping
From the intruding lead, like ants on track.
Whether his deeper sleep lie shaded by the shaking
Of great wings, and the thoughts that hung the stars,
High-pillowed on calm pillows of God’s making,
Above these clouds, these rains, these sleets of lead,
And these winds’ scimitars,
-Or whether yet his thin and sodden head
Confuses more and more with the low mould,
His hair being one with the grey grass
Of finished fields, and wire-scrags rusty-old,
Who knows? Who hopes? Who troubles? Let it pass!
He sleeps. He sleeps less tremulous, less cold,
Than we who wake, and waking say Alas!
Κοιμάται-W. Owen
Κάτω απ’ το κράνος του, αντιδιαμετρικά του σακκιδίου,
μετά τα τόσα εγερτήρια-μέρες μόχθου,
ο ύπνος απ’ το μέτωπο τον πήρε, και τον ακούμπησε
στην παρειά ενός όχτου.
Εκεί, σ’ άχρονο ύπνο ευτυχισμένο,
ο Άδης πια τον έχει κερδισμένο. Εκεί πετάρισε ένα τρέμουλο
από ρευστό υπόλειμμα ζωής, μια ανατριχίλα.
Στήθος και μπράτσα έπειτα λύθηκαν σαν ξύλα.
Και σύντομα, από το τραύμα ξαφνικών πυρών,
αιμάτινο αργοκύλησε ρυάκι, σα μονοπάτι μυρμηγκιών.
Αν τώρα, στο βαθύτερό του ύπνο, του κάνουν ίσκιο
προστατευτικές φτερούγες, ή και διάνοιες που κρέμασαν τ’ αστέρια,
ψηλά, πάνω στης Θείας κτίσης τα γαλήνια μαξιλάρια,
πάνω απ’ αυτά τα σύννεφα, απ’ τις βροχές, απ’ τις αμείλικτες ριπές,
κι απ’ του ανέμου, ακόμα, ετούτες τις σπαθιές,
― ή μήπως, πάλι, το μουσκεμένο του, αδύνατο κεφάλι
προσομοιάζει συν τω χρόνω με τη λάσπη,
και τα μαλλιά του ένα με το ξέθωρο γρασίδι
πεδιάδων καταδικασμένων, γυμνών συρμάτων σκουριασμένων·
ποιος ξέρει, ποιος ελπίζει και ποιος νοιάζεται; Διώξε τη σκέψη!
Κοιμάται. Κοιμάται τρέμοντας λιγότερο, κρυώνοντας λιγότερο
από εμάς, που κάθε ώρα απ’ τον ύπνο πεταγόμαστε
μ’ ένα Αλίμονο στα δόντια!
Μτφ.: Ντέμης Κωνσταντινίδης, 7/4/2017