Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 218-220, 235-236, 268-271
Ο Οδυσσέας Ελύτης συνδέθηκε με τους υπερρεαλιστές Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, αλλά ποτέ δεν υιοθέτησε εξ ολοκλήρου τις αρχές που διατυπώθηκαν στο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού. Τα ποιήματα πάντως αυτής της δεκαετίας βρίσκονταν πολύ κοντά στο πνεύμα του κινήματος και η απόσταση, που αργότερα θα μεγάλωνε και θα απομάκρυνε τον Ελύτη, ήταν τότε ελάχιστη. Τα ποιήματα αυτά συγκεντρώθηκαν στους τόμους Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943). Οι πρώτοι στίχοι του Ελύτη, όπως και του Εμπειρίκου, εξέφραζαν την αχαλίνωτη επιθυμία για την απελευθέρωση της ανθρώπινης ψυχής. Ο Ελύτης όμως δεν ακολούθησε τον Εμπειρίκο στην προκλητικά και εσκεμμένα ακατανόητη συλλογή του Υψικάμινος. Αν και η δεύτερη συλλογή του οφείλει πολλά, τόσο σε θέματα μορφής όσο και Λεξιλογίου, στην Ενδοχώρα του Εμπειρίκου, ο λυρισμός του Ελύτη είναι αρκετά διαφορετικός από τη μετρημένη ένταση και τις χιουμοριστικές ασυναρτησίες αυτής της συλλογής.
Ο Ελύτης απέφευγε τη αντιπαράθεση διαφορετικών γλωσσικών τύπων, στοιχείο που προσέδιδε στην ποίηση των Υπερρεαλιστών μια χροιά σοβαροφάνειας και παρωδίας συγχρόνως. Αντίθετα, με τη σφύζουσα γλώσσα του και την ανεξέλεγκτη ροή εικόνων, που αντικατοπτρίζουν την αμεσότητα της φυσικής κίνησης, βρισκόταν πολύ κοντά στους στόχους των συγχρόνων του Υπερρεαλιστών. Όταν ο Εμπειρίκος έγραφε στην Ενδοχώρα για το μεγάλο υπερωκεάνιο, που θα ξεκινούσε για το ταξίδι της απελευθέρωσης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, και ο Εγγονόπουλος, ως διά μαγείας, έστηνε την ιδανική του πολιτεία στα βουνά της Αλβανίας (!), ο Ελύτης, ευθύς εξαρχής, υμνούσε την απελευθέρωση και την άμεση επικοινωνία με τη φύση, που έχουν ήδη επιτευχθεί. Ο πανηγυρικός χαρακτήρας των πρώτων ποιημάτων του Ελύτη και η διαβρωτική αλληλεπίδραση του σώματος, της ψυχής και του τοπίου των νησιών του Αιγαίου έχουν ήδη διαπιστωθεί. Η φυσική υγεία και ευρωστία παίζουν έναν τέτοιο πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτά τα ποιήματα, ώστε κάποιοι έφτασαν στο σημείο να τα συνδέσουν με την απολυταρχική προπαγάνδα του Μεταξά, μια και τα περισσότερα από αυτά γράφτηκαν στη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Η έμφαση, όμως του Ελύτη στο σώμα και την καλή φυσική του κατάσταση είναι, πιθανόν, αντίστοιχη με αυτή των μυθιστοριογράφων Μυριβήλη και Βενέζη στο σώμα και τις πληγές του, στην αρχή, της ίδιας δεκαετίας. Κάτι άλλο που συνδέει τον Ελύτη με τους πεζογράφους αυτούς είναι η επιθυμία του να δημιουργήσει, με τη βοήθεια μιας πληθωρικής γλώσσας, την ψευδαίσθηση ότι η έντονη εμπειρία βρίσκει άμεση έκφραση.
Αφού η θάλασσα και τα νησιά κατέχουν τόσο σημαντική θέση στη φυσική εικονοπλασία αυτών των ποιημάτων, δεν προκαλούν έκπληξη οι αναφορές σε ταξίδια ή στην ιδέα της φυγής, που ανευρίσκονται και στα έργα του Εμπειρίκου και του Σεφέρη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί και που ανήκει σε ένα άτιτλο ποίημα της δεύτερης συλλογής του, Ήλιος ο πρώτος, ο Ελύτης φαίνεται να δίνει τη δική του απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματα που έθεσε ο Σεφέρης στο ποίημά του «Με τον τρόπο του Γ. Σ.». Τον Ελύτη δεν τον ‘πληγώνει’ ο τόπος του, όπως τον Σεφέρη σε εκείνο το ποίημα, και αν η Ελλάδα ‘ταξιδεύει’, ο Ελύτης τουλάχιστον δεν πρόκειται να μείνει πίσω. Το απόσπασμα, με τους δύο τελευταίους στίχους του, φαίνεται ότι δίνει απάντηση και σε έναν άλλο σύγχρονο ποιητή, τον Εμπειρίκο, και στην επιθυμία του να συλλάβει τη δημιουργία του καταρράκτη «στην ροή του γίγνεσθαί του»:
Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα
που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.
Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
Το 1942. όταν πρωτοκυκλοφόρησε αυτό το ποίημα, ήδη είχε κλείσει η δεκαετία του ’30· μια περίοδος ειρήνης αλλά και λογοτεχνικής ανανέωσης και επαναπροσανατολισμού είχε τελειώσει αμετάκλητα. Στις ενότητες που ακολουθούν θα εξετασθεί η στάση που κράτησαν οι μυθιστοριογράφοι και οι ποιητές απέναντι στην ήττα και την Κατοχή, και η δική τους συμβολή στον αγώνα για επιβίωση.
Στην παράδοση στρέφεται, με τον δικό του όμως τρόπο, και ο Ελύτης στο πολύστιχο ποίημά του Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1945. Ο ποιητής αναφέρεται στην τραυματική εμπειρία που είχε ως ανθυπολοχαγός στα βουνά της Αλβανίας το χειμώνα του ελληνοϊταλικού πολέμου. Με το έργο αυτό η ποίηση του Ελύτη παίρνει νέα τροπή. Η απεριόριστη αισιοδοξία και ο ανέμελος εορτασμός της ελευθερίας, που χαρακτήριζαν τα πρώτα ποιήματά του, υποχωρούν κάπως από δω και πέρα, και σε όλο το υπόλοιπο έργο του χρωματίζονται από έντονη αίσθηση απειλητικής καταστροφής και βίαιου θανάτου. Στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί τα εκφραστικά μέσα, με τα οποία ο Ελύτης κατάφερε, στην κατοπινή ποίησή του, να συνδυάσει αυτά τα διαμετρικά αντίθετα στοιχεία. Αυτό που έχει υπογραμμιστεί συχνά είναι ότι, αυτό το ποίημα σηματοδοτεί την αρχή μιας αξιοσημείωτης εξέλιξης, η οποία ολοκληρώνεται στα ποιήματα που ο Ελύτης συνέθεσε στο διάστημα από το 1950 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ο κεντρικός ήρωας αυτής της ποιητικής σύνθεσης σκοτώνεται στα χιόνια της Αλβανίας αλλά, όπως και οι ήρωες του Ρίτσου στο ποίημα Επιτάφιος και του Πεντζίκη στο μυθιστόρημά του Ο πεθαμένος και η ανάσταση, ξανάρχεται στη ζωή με ευρηματικό τρόπο. Εδώ η ανάσταση επηρεάζεται από τη φύση, καθώς τα χιόνια λιώνουν και φυτρώνει το χορτάρι μέσα από τα κόκαλα του σκοτωμένου. Αν και ο άνθρωπος έχει χαθεί, η ζωή που αντιπροσωπεύει ανανεώνεται από τις δυνάμεις της φύσης και το ποίημα τελειώνει (για άλλη μια φορά) με έναν ύμνο προς τη δημιουργική δύναμη της φύσης. Ο Ελύτης, όπως εξάλλου ο Ρίτσος και ο Πεντζίκης, είναι σε θέση να προκαλέσει με τη φαντασία αυτό που είναι αδύνατο στο χώρο της πραγματικότητας, αντλώντας το υλικό του από τη σταθερότητα του περιβάλλοντος και από τη μακραίωνη παράδοση της ανοιξιάτικης αναγέννησης.
Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η παράδοση και σε ένα άλλο πολύστιχο ποίημα, του Γιάννη Ρίτσου αυτή τη φορά, το οποίο συνέθεσε ο ποιητής αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Έχει τίτλο Ρωμιοσύνη, και γράφτηκε στο διάστημα 1945-7 αλλά παρέμεινε για πολιτικούς λόγους αδημοσίευτο μέχρι το 1954, οπότε και συμπεριλήφθηκε στον τόμο Αγρύπνια. Η Ρωμιοσύνη είναι από τα πιο γνωστά ποιήματα του πολυγράφου Ρίτσου, και αυτό χωρίς αμφιβολία οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη μελοποίηση κάποιων ποιημάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη, το 1966. Ο τίτλος παραπέμπει στον ιστορικό αλλά και το σύγχρονο Ελληνισμό, που βιώνεται ως λαϊκή παράδοση και όχι ως ιστορία ή μυθολογία. Με ένα βαρύ ανομοιοκατάληκτο στίχο, ο οποίος ποτέ δεν ξεφεύγει πολύ από το χαρακτηριστικό ρυθμό της παραδοσιακής προφορικής ποίησης. η Ρωμιοσύνη ζωντανεύει όλους τους αγώνες του ελληνικού λαού, που δεν είναι παρά οι αγώνες αυτού του απότομου και ασυμβίβαστου τόπου, εναντίον των ξένων επιδρομέων. Στο ποίημα, οι αχτένιστες μορφές των χωρικών και των ανταρτών συνταιριάζονται με τις πέτρες, τα λιόδεντρα και το φως. Οι αντάρτες της Αντίστασης και του Εμφυλίου εντάσσονται στην παράδοση παλαιότερων λαϊκών ηρώων – δίπλα στους ακρίτες, του πολεμούσαν εναντίον των Αράβων στα βυζαντινά χρόνια, στους Κλέφτες, της Τουρκοκρατίας, στους αγωνιστές του 1821. Με αυτό τον τρόπο το ποίημα διεκδικεί το κύρος της παράδοσης για λογαριασμό των ανταρτών. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι υπερβαίνει με επιδέξιο τρόπο την τρομερή διχόνοια της εποχής που γράφτηκε. και παρουσιάζει τους Έλληνες ως σύνολο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους ενωμένους στον αγώνα για να διατηρήσουν τον τόπο τους ελεύθερο και ακέραιο.
Σημαντική θέση στο magnus opus του Οδυσσέα Ελύτη (Άξιον εστί, 1959) καταλαμβάνουν η ορθόδοξη παράδοση και η εκκλησιαστική γλώσσα. Ο Ελύτης, εμφανώς αλλά και περισσότερο από κάθε άλλον από τους ποιητές που εξετάστηκαν μέχρι αυτό το σημείο, επιστρατεύει τη γλώσσα και τους εκφραστικούς τρόπους της θρησκείας για έναν σκοπό, ο οποίος από καμιά συμβατική άποψη δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκευτικός. Η αφετηρία του Άξιον εστί, του οποίου η σύνθεση διήρκεσε 14 περίπου χρόνια, ήταν η αιφνίδια αναμέτρηση του Ελύτη με τον πόλεμο και το θάνατο στο αλβανικό μέτωπο το 1940. Το ποίημα που έγραψε αμέσως μετά από αυτά τα γεγονότα είναι το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, που εξετάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Τότε, για πρώτη φορά, ο Ελύτης χρησιμοποίησε το μυθικό αρχέτυπο της ανοιξιάτικης αναγέννησης. Στο Άξιον εστί, ένα ποίημα του οποίου η σχέση με την εκκλησιαστική λειτουργία μαρτυρείται ήδη από τον τίτλο, ο Ελύτης αντιμετωπίζει την εθνική εμπειρία του πολέμου, της ήττας και της Κατοχής σαν να πρόκειται για τα Πάθη του Χριστού. Το αντίστοιχο της χριστιανικής Ανάστασης στο ποίημα είναι ο θρίαμβος της ποιητικής γλώσσας, καθώς ο ποιητής δημιουργεί τελικά έναν καλύτερο κόσμο, τιτλοφορεί πανηγυρικά τα μέρη του και τα ανακηρύσσει άξια.
Το Άξιον εστί είναι μια μακροσκελής σύνθεση, ασυνήθιστη για τα ελληνικά ποιητικά δεδομένα του 20ού αιώνα, που εκτείνεται σε 88 σελίδες. Οι ενότητές του όμως είναι όλες μικρές. Καθεμιά είναι δομημένη σύμφωνα με ένα αυστηρά συμμετρικό σχέδιο και η όλη διάταξη του συνόλου υπακούει σε ένα περίπλοκο αριθμητικό σύστημα, που βασίζεται στους αριθμούς τρία και επτά. Πολλοί υποστήριξαν ότι με το έργο αυτό ο Ελύτης στην ουσία διακόπτει κάθε σχέση με το υπερρεαλιστικό του παρελθόν. Απαντώντας ο Ελύτης, διακήρυξε την πεποίθησή του ότι:
«είναι δυνατόν η μοντέρνα εμπειρία να περάσει στην κλασική της περίοδο, όχι με την επιστροφή της στους περιορισμούς των παλαιών, αλλά με τη δημιουργία νέων περιορισμών, που θέτει ο ίδιος ο ποιητής νια να τους υπερνικήσει και να επιτύχει έτσι, ακόμη μια φορά, ένα στερεό οικοδόμημα».
Αυτός ο νέου τύπου κλασικισμός που εισάγει ο Ελύτης είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός, τυπικός πειραματισμός. Δικαιώνεται από την προσπάθεια να παραχθεί ποιητικός λόγος, στον οποίο «η τεχνική να γίνεται κι αυτή μέρος του περιεχόμενου». Αν η ποιητική γλώσσα θέλει να επιβληθεί πάνω στις δυνάμεις της βίας και της καταστροφής (πράγμα που πετυχαίνει ο ποιητής στο Άξιον εστί, τότε πρέπει να ικανοποιεί δύο παραμέτρους: να έχει αφομοιώσει τους επίσημους τύπους που διεκδίκησαν ρόλο απελευθερωτή στο παρελθόν και, επιπλέον, να είναι «στερεά οικοδομημένη», σύμφωνα με τη μεταφορά του ίδιου του Ελύτη, ώστε να αντέχει το βάρος του απολυτρωτικού ρόλου που το ποίημα απαιτεί.
Τόσο το βαθιά προσωπικό, λυρικό ύφος του Ελύτη όσο και η αμείωτη τόλμη του στις αντιπαραθέσεις και τα άλματα της φαντασίας, κληρονομιά από τη θητεία του στον υπερρεαλισμό, έτειναν να χωρίσουν τη μεταπολεμική ποίησή του από όλα τα άλλα έργα της εποχής. Αλλά το Άξιον εστί, όπως και τα σεφερικά ποιήματα της ίδιας δεκαετίας, στην ουσία συνεχίζει, επεξεργάζεται και εμβαθύνει στο απάνθισμα της παράδοσης, που θεωρείται βάση για τη μελλοντική απολύτρωση. Από την άποψη αυτή ταυτίζεται με τον αναγνωρισμένο κοινό στόχο των ποιητών της γενιάς του ’30 κατά τη διάρκεια του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και μετά. Χαράζοντας τη δική του πορεία, ο Ελύτης διαβαίνει τα ίδια εδάφη όπως ο Ρίτσος στη Ρωμιοσύνη και ο Σεφέρης στα ποιήματα από το Μυθιστόρημα (1935) ως το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’ (1955), εξασφαλίζοντας πόρους από το παρελθόν του Ελληνισμού, για να αντιμετωπίσει ευρηματικά τις αλήθειες του παρόντος. Το ποίημα, όπως και η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες οι οποίοι ζουν αιώνες τώρα σφηνωμένοι στον τραχύ αυτό τόπο, που αγωνίστηκαν να διατηρήσουν. Αναφέρεται και στους ξένους κατακτητές, σε όλους όσους πέρασαν από αυτόν τον τόπο και των οποίων οι τρόποι και οι νόμοι δεν έδεσαν με την παμπάλαια γη. Οι κυριότερες παραδοσιακές πηγές, τις οποίες το ποίημα εκμεταλλεύεται, εκτός από την ορθόδοξη και βυζαντινή παράδοση, είναι οι δυνάμεις της φύσης, όπως αυτές εμφανίζονται στο ελληνικό τοπίο, και η δημοτική παράδοση. Από τις ίδιες αυτές πηγές άντλησαν όχι μόνο ο Ελύτης, αλλά και ο Σεφέρης και ο Ρίτσος. Ενώ ο αρχαίος κόσμος παίζει ένα μικρό μόνο ρόλο στο ποίημα, οι συχνά αναφερόμενοι στίχοι ατό «Τα Πάθη» (Ενότητα Β), σχετικά με τη σύγχρονη γλώσσα (τη δημοτική), στην οποία το ποίημα είναι γραμμένο, είναι πολύ κοντά στο πνεύμα του Σεφέρη:
Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Αυτοί οι στίχοι αλλά και όλη η ενότητα στην οποία ανήκουν έχουν ξεχωριστή σημασία· ιδιαίτερα μάλιστα σε ένα ποίημα, στο οποίο, καθώς εκτυλίσσεται, θριαμβεύει η ίδια η ποιητική γλώσσα. Σε αυτή την ενότητα του Άξιον εστί η γλώσσα του ποιητή συνδέεται ιστορικά όχι μόνο με τον Όμηρο αλλά και με τη χριστιανική υμνογραφία, τα δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τον Αγώνα του ’21, ακόμη και με τον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Το Άξιον εστί αποδεικνύει εντέλει ότι η ποιητική γλώσσα δεν είναι «Τα λόγια ενός μόνο ανθρώπου». Και δικαιώνει την παράτολμη αυτή διεκδίκηση δύναμης και εξουσίας, που βασίζεται σε όλο το ιστορικό βάθος του Ελληνισμού.
Οπλισμένος με τη δύναμη της γλώσσας που έχει υπό την εξουσία του, και ικανός να αναδημιουργήσει τον αγνό κόσμο της δικής του νεανικής φαντασίας, ο ποιητής, στο τέλος της κεντρικής ενότητας «Τα Πάθη, ΙΖ΄», ξεκινά για ένα νέο τόπο:
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.
Ο ποιητής, που τολμηρά υποδύεται το ρόλο του Χριστού, επευφημείται και δοξάζεται επειδή νίκησε το θάνατο. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι και ο προϊστορικός Πρίγκιπας των Κρίνων, η λυγερή, νεαρή ανδρική μορφή, που είναι ζωγραφισμένη σε μια τοιχογραφία του μινωικού παλατιού της Κνωσού, κοντά στη γενέθλια πόλη του Ελύτη. Χάρη στην ποιητική γλώσσα και την επιστράτευση των ελεύθερων, δημιουργικών δυνάμεων της φύσης στο Άξιον εστί, το εθνικό και προσωπικό τραύμα του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου έχει μεταμορφωθεί. Ως σύνθεση των διαφόρων ιστορικών περιόδων του Ελληνισμού και της ιστορίας με τη θρησκεία, το έργο βρίσκεται αρκετά κοντά στις δύο τελευταίες συλλογές του Σεφέρη, και ειδικά στο ποίημα «Έγκωμη», άξιος κι αυτό απόγονος των μεγαλόπνοων ποιημάτων του Παλαμά και κυρίως του ατελούς ποιήματος του Σικελιανού, Πάσχα των Ελλήνων.
Σχεδόν την ίδια περίοδο με το Άξιον εστί ο Ελύτης συνέθεσε μια άλλη, πολύ συντομότερη συλλογή, με τίτλο Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960). Η αντίθεση του μικρού με το μεγάλο επισημάνθηκε από πολλούς. Το Άξιον εστί ξεχωρίζει, γιατί αποτελεί θεαματική επιβεβαίωση, σε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι ποιητές ακόμη αναμετριούνταν με την εμπειρία κάθε είδους ήττας.
www.potheg.gr