Bob Dylan – Τραγούδια 1962-2001.

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

 

Bob Dylan – Τραγούδια 1962-2001. Α’ τόμος, μετάφραση-επίμετρο: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης (εκδόσεις Ιανός)

Ο Bob Dylan, ο μεγαλύτερος αμερικάνος ποιητής και τραγουδοποιός του 20ου αιώνα σημάδεψε με το έργο του όσο κανείς τα όσα διαδραματίστηκαν στη δεκαετία του 60 στην Αμερική και το δυτικό κόσμο γενικότερα. Μια εμβληματική μορφή μιας γενιάς που άλλαξε πολλά αλλά, δυστυχώς, όχι τα πάντα. Ένα «δυστυχώς» που ιδιαίτερα σήμερα, την εποχή της χρεωκρατίας και της ισοπέδωσης του ατόμου στο όνομα μιας παγκόσμιας οικονομίας, αποκτά ένα δραματικό χαρακτήρα και ίσως να μας αφήνει, ως ελπίδα, την υποχρέωση να παλέψουμε για έναν κόσμο απαλλαγμένο από το εκάστοτε δυνάστη -ισμό. Για έναν κόσμο πολιτών με δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση του χωρίς ενοχές εξ ιδεοληψίας ή καταπιέσεις από την εκάστοτε οικονομοκρατία.
Το έργο του Bob Dylan ανήκει σε όλο τον κόσμο και ο μεταφραστής Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης μας προσφέρει όχι μια απλή τυπική μετάφραση αλλά προσθέτει στο τελικό ποιητικό αποτέλεσμα. Η μετάφραση της ποίησης δεν είναι κάτι εύκολο και προϋποθέτει, πέρα από την άψογη γνώση της γλώσσας, βαθειά γνώση της ποίησης καθώς και του έργου και των δεδομένων της εποχής του μεταφραζόμενου. Για τον ποιητή και μεταφραστή Γιώργο Ίκαρο Μπαμπασάκη, άριστο γνώστη των ανωτέρω: http://belleviefacile.blogspot.com και
(αναλυτικό βιογραφικό και εργογραφία) http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showauthor&personsid=3348
Γιώργος Πρίμπας
————————————–

Long Ago, Far Away [Πολύ Παλιά, Πολύ Μακριά]

Να μιλάς γι’ αγάπη κι αδελφοσύνη
Πολύ μπορεί να σου κοστίσει
Ένας άντρας το έκανε πολύ παλιά
Είχε βλέμμα φωτεινό, είχε μακριά μαλλιά
Κι αυτοί το σταυρό του μαρτυρίου είχαν στήσει
Πολύ μακριά, ναι, πολύ παλιά
Τέτοια δεν συμβαίνουν πια

Τους σκλάβους σέρναν μ’ άλυσες βαριές
Γερμένα τα κεφάλια, δαρμένες οι καρδιές
Αλλά ήταν παλιά, στου Λίνκολν τις εποχές
Κι ήταν πολύ παλιά
Ναι, πολύ μακριά, πολύ παλιά
Τέτοια δεν συμβαίνουν πια

Πόλεμος και όπλα και κανόνια κι όλα ψέμα
Κι ο κόσμος να βουλιάζει στο σκότος και στο αίμα
Πτώματα να γεμίζουνε το ρέμα
Μα ήτανε πολύ παλιά
Ναι, πολύ μακριά, πολύ παλιά
Τέτοια δεν συμβαίνουν πια

Ο ένας είχε παρά μ’ ουρά
Κι ο άλλος πάντα άδεια την κοιλιά
Τον έναν τον είχαν για βασιλιά
Κι ο άλλος δεν είχε να φάει μήτε ελιά
Μα ήτανε πολύ παλιά
Ναι, πολύ μακριά, πολύ παλιά
Τέτοια δεν συμβαίνουν πια

Ο ένας πέθανε από κοφτερό μαχαίρι
Κι ο άλλος από σφαίρα μέρα μεσημέρι
Κι ένας τρίτος έσβησε με ραγισμένη την καρδιά
Σαν είδε να λυντσάρουνε τον γιο του με πέτρες και ραβδιά
Μα ήτανε πολύ παλιά
Ναι, πολύ μακριά, πολύ παλιά
Τέτοια δεν συμβαίνουν πια

Οι μονομάχοι, ο ένας τον άλλο να ξεκάνει
Και το πλήθος μ’ ιαχές και γέλια να τους ράνει
Ήτανε στης Ρώμης τον καιρό
Το αίμα έρεε φτηνό σαν το νερό
Μα ήτανε πολύ παλιά
Ναι, πολύ μακριά, πολύ παλιά
Τέτοια δεν συμβαίνουν πια

Να μιλάς γι’ αγάπη κι αδελφοσύνη
Πολύ μπορεί να σου κοστίσει
Ένας άντρας το έκανε πολύ παλιά
Είχε βλέμμα φωτεινό, είχε μακριά μαλλιά
Κι αυτοί το σταυρό του μαρτυρίου είχαν στήσει
Πολύ μακριά, ναι, πολύ παλιά
Τέτοια δεν συμβαίνουν πια

The Times They Are A-Changin’ [Αλλάζουν οι Καιροί]

Κόσμε ελάτε, συναχθείτε
Όπου κι αν περιπλανιόσασταν
Και παραδεχθείτε
Πως γύρω σας φουσκώνουν τα νερά
Θα σας μουσκέψουν ως το κόκαλο, για τα καλά
Κι αν θαρρείτε
Πως αξίζει να σωθείτε
Να κολυμπάτε αρχίστε τώρα
Αλλιώς σαν πέτρες θα βυθιστείτε
Ναι, τα νερά μανιάζουν
Οι καιροί αλλάζουν

Ελάτε συγγραφείς, ελάτε κριτικοί
Σεις που με την πένα προφητεύετε και τη γραφή
Τα μάτια σας διάπλατα ανοιχτά
Η ευκαιρία δεν έρχεται ξανά
Έγκαιρα φροντίστε η φωνή σας ν’ ακουστεί
Γιατί ο τροχός γυρίζει πάλι απ’ την αρχή
Και δεν μπορείς να ξέρεις ποιος θα σωθεί ή θα χαθεί
Γιατί ο χαμένος σήμερα αύριο θα ‘ν’ ο νικητής
Γιατί αλλάζουν οι καιροί

Ελάτε γερουσιαστές, ελάτε βουλευτές
Το κάλεσμα ακούστε το προσεκτικά
Μη στέκεστε άλλο στα κατώφλια τα παλιά
Μη φράζετε το δρόμο άλλο
Γιατί αυτός που τελικά θα πληγωθεί
Είναι αυτός που κωλυσιεργεί
Ξέσπασε και μαίνεται έξω η μάχη η σφοδρή
Σε λίγο θα τρίξουν τα παραθύρια σας
Θα γκρεμιστούν οι τοίχοι οι τρανοί
Γιατί αλλάζουν, ναι
Αλλάζουν οι καιροί

Μανάδες ελάτε, ελάτε πατεράδες τώρα
Ελάτε απ’ όλη τη μεγάλη χώρα
Κι ό,τι δεν καταλαβαίνετε, μην το κρίνετε στιγμή
Οι γιοι κι οι θυγατέρες σας δεν ακούνε πια
Καμιά σας προσταγή
Ο παλιός σας δρόμος πολύ γρήγορα γερνάει
Κι απ’ τον καινούργιο, λέω, βγείτε
Αν δεν ξέρετε καλά να τον ακολουθείτε
Γιατί αλλάζουν, ναι, αλλάζουν
Αλλάζουν οι καιροί

Η γραμμή έχει χαραχτεί
Κι ακούστηκε η κατάρα σαν ιαχή
Αυτός που σήμερα ξέμεινε πίσω
Αύριο θα είναι πια μπροστά
Όπως και το σήμερα
Αύριο θα είναι χτες ξανά
Η τάξη γοργά ανατρέπεται και ξεθωριάζει
Όσο ο νους σου δεν το βάζει
Και έσχατοι έσονται οι πρώτοι
Ναι, έσχατοι έσονται οι πρώτοι
Γιατί αλλάζουν οι καιροί
Ω, ναι, αλλάζουν
Αλλάζουν οι καιροί

With God on Our Side [Mc τον Θεό στο Πλευρό]

Τίποτα δεν λέει τ’ όνομα μου
Κι ακόμα πιο τίποτα
Της γέννησης μου η χρονιά μου
Η σκούφια μου κρατάει από τα Μεσοδυτικά
Εκεί μας μάθανε να είμαστε
Καλά και στο Νόμο υπάκουα παιδιά
Κι ότι η χώρα όπου ζούμε εδώ και κάμποσο καιρό
Έχει στο πλευρό της τον Θεό

Ω το λεν’ της ιστορίας τα βιβλία
Ναι, το λένε τόσο καλά
Εφορμά το ιππικό
Σκορπάει στους Ινδιάνους θανατικό
Ναι, εφορμά το ιππικό
Σκορπάει στους Ερυθρόδερμους θανατικό
Η χώρα νέα ήταν ακόμη
Μα είχε στο πλευρό της τον Θεό

Έγινε ο Πόλεμος ο Ισπανοαμερικανικός
Κι ο Εμφύλιος έγινε κι αυτός
Και γινήκανε ήρωες τρανοί
Αυτοί που πήγαιναν με τ’ όπλο στο χέρι
Κι όχι με το σταυρό
Μα είχαν στο πλευρό τους τον Θεό

Πήγαμε και στο Πρώτο Παγκόσμιο Μακελειό
Το λόγο ποτέ να καταλάβω δεν μπορώ
Μα έμαθα να το δέχομαι
Με περηφάνια και τιμή
Γιατί δεν μετράνε οι νεκροί
Και τίποτα δεν είναι φοβερό
Αν έχεις στο πλευρό σου τον Θεό

Κι όταν τέλειωσε κι ο Δεύτερος Παγκόσμιος πια
Τους Γερμανούς τους συγχωρέσαμε για τα καλά
Και φίλοι τους γίναμε ξανά
Μ’ όλο που είχαν ξεκάνει στους φούρνους
Και στα κρεματόρια
Έξι εκατομμύρια κορμιά
Κι οι Γερμανοί τώρα, παιδιά
Το ξέρει ο καθένας μας αυτό
Έχουν στο πλευρό τους τον Θεό

Έμαθα τους Ρώσους να μισώ
Από όταν ήμουνα παιδί μικρό
Κι αν ξεσπάσει πόλεμος ξανά
Αυτούς θέ’ να μισήσουμε
Αυτούς θα πολεμήσουμε
Αυτούς θα φοβηθούμε
Απ’ αυτούς θα τρέξουμε να κρυφτούμε
Ναι, αυτός θα είναι ο εχθρός
Μα θα είναι στο πλευρό μας ο Θεός

Και τώρα έχουμε όπλα χημικά
Κι αν πρέπει θα πολεμήσουμε μ’ αυτά
Κάποιος θα πιέσει ένα κουμπί
Κι όλος ο κόσμος θα χαθεί
Μα για ερωτήσεις δεν έχουμε καιρό
Σαν έχουμε στο πλευρό μας τον Θεό

Ώρες πολλές και σκοτεινές
Έχω αναρωτηθεί γιατί
Ο Ιησούς προδόθηκε από ένα φιλί
Αλλά ν’ αποφασίσεις πρέπει μόνος σου εσύ
Αν ο Ιούδας εκείνο τον καιρό
Είχε στο πλευρό του τον Θεό

Φεύγω τώρα σκοτισμένος
Φεύγω αποκαμωμένος
Φεύγω πάλι μπερδεμένος
Κι είν’ ανείπωτη η ζάλη
Που ‘χω πάλι στο κεφάλι
Κι είναι άραγε στου Θεού τη φύση
Τον επόμενο πόλεμο να σταματήσει;

Desolation Row [To Σοκάκι της Απελπισίας]

Πουλάνε καρτ ποστάλ με κρεμασμένους
Τα διαβατήρια καφέ τα βάφουν όλοι
Το Ινστιτούτο Καλλονής γιόμισε ναύτες μεθυσμένους
Το τσίρκο έφτασε στην πόλη
Κι ήρθε κι ο τυφλός ο αρμοστής
Τον μέθυσαν μέχρι καταληψίας
Το ένα χέρι του στο σχοινί ακροβασίας
Στο παντελόνι του το άλλο
Κι οι οχλοκράτες κάνουν σαματά μεγάλο
Γυρεύουν ένα μέρος για να πάνε
Καθώς τα μάτια μας κοιτάνε
Της Κυράς και τα δικά μου
Πέρα, μακριά απ’ το Σοκάκι της Απελπισίας

Η Σταχτοπούτα τόσο καλόβολη μου μοιάζει
«Μία θέλει έναν», χαμογελάει και με πειράζει
Τα χέρια στις κωλότσεπες τα βάζει
Όπως κι η Μπέτυ Ντέιβις που τη θαυμάζει
Και μπαίνει ο Ρωμαίος και λέει με πάθος
«Δικιά μου είσαι, θαρρώ»
Και λέει κάποιος, «Είσαι σε μέρος λάθος
Πάρε δρόμο από δω»
Και αφού τ’ ασθενοφόρα φύγουν ένα-ένα
Ήχο άλλο δεν ακούς κανένα
Παρά τη Σταχτοπούτα που σφυρίζει
Και το Σοκάκι της Απελπισίας ανέμελα σκουπίζει

Το φεγγάρι σχεδόν κρυμμένο είναι τώρα
Και για τ’ άστρα να κρυφτούν ήρθε η ώρα
Κι ακόμα κι η κυρία που λέει τη Μοίρα
Τα πράγματα της μάζεψε η κακομοίρα
Ολα, εξόν τον Κάιν και τον Άβελ τον Πλησίον
Και τον Κουασιμόδο από την Παναγία των Παρισίων
Κι όλοι κάνουν έρωτα σαν παλαβοί
Ειδεμή περιμένουν τη βροχή
Κι ο Καλός ο Σαμαρείτης τα ρούχα του φοράει
Στην παράσταση είναι έτοιμος να πάει
Και να πιει έως αναισθησίας
Κάτω στο Σοκάκι της Απελπισίας

Κι η Οφηλία να ‘ναι κάτω απ’ το παραθύρι
Φοβάμαι πολύ γι’ αυτήν την κόρη
Είναι στα είκοσι δύο και δεν έχει κύρη
Στο ράφι μένει σαν καμιά γεροντοκόρη
Ο θάνατος είναι κάτι ρομαντικό γι’ αυτή
Ακόμη ζώνη αγνότητας φορεί
Θρησκεία το επάγγελμα της έχει ανακηρύξει
Το αμάρτημα της είναι ότι δεν έχει ζήσει
Και μ’ όλο που το βλέμμα της στραμμένο είναι
Στου Νώε το Ουράνιο Τόξο της Μεγάλης Φαντασίας
Ολοένα κρυφοκοιτάζει προς το Σοκάκι της Απελπισίας

Ο Αϊνστάιν, ντυμένος Ρομπέν των Δασών
Με τις αναμνήσεις του να παίζουν στη διαπασών
Κλειδωμένες σ’ ένα μπαούλο μεταλλικό
Μιαν ώρα πριν πέρασε κι αυτός από δω
Με τον φίλο του, έναν καλόγερο πολύ φθονερό
Έμοιαζε τόσο άμωμα τρομακτικός
Καθώς κάπνιζε το τσιγάρο του κι αυτός
Κι ύστερα άρχισε τους οχετούς με πάθος να μυρίζει
Και το αλφάβητο σαν ψαλμωδία να μουρμουρίζει
Δεν θα σου ‘ρχόταν να του ρίξεις καν ματιά
Αν δεν ήξερες πώς έπαιζε το ηλεκτρικό βιολί παλιά
Ναι, έπαιζε το ηλεκτρικό βιολί-βιολάκι
Στης Απελπισίας το Σοκάκι

Δόκτωρ Βρόμας τον κόσμο του έχει βάνει
Σ’ ένα δερμάτινο φλιτζάνι
Αλλά όλοι οι άφυλοί του οι ασθενείς
Να το τινάξουν στον αέρα θέλουν, θαρρείς
Και η νοσοκόμα μου, κάποια ντόπια πεταμένη
Τα γιατρικά να ετοιμάζει είν’ επιφορτισμένη
Και στα χέρια της κρατάει τις κάρτες που λένε
«Τα καζάνια της κολάσεως καίνε»
Κι όλοι να φυσάν φτηνές φλογέρες
Τους ακούς νύχτες και μέρες
Αν γύρεις λίγο το κεφάλι
Στο Σοκάκι της Απελπισίας πάλι

Στο δρόμο τα παραπέτα έχουν στήσει
Κι όλα έτοιμα είναι για τη γιορτή
Το Φάντασμα της Όπερας ιερέα έχουν ντύσει
Και τον Καζανόβα ταΐζουν με το κουτάλι
Ωραίος και τρανός να νιώσει πάλι
Μετά θα τον ξεκάνουν και θα τον ξεχάσουν
Αφού πρώτα με λέξεις τον δηλητηριάσουν
Και το Φάντασμα στις κοκαλιάρες τις κοπέλες θα φωνάξει
«Όποια δεν ξέρει, ας φύγει ή ας λουφάξει
Τον Καζανόβα τον τιμώρησαν γιατί το ‘παίζε αντράκι
Στης Απελπισίας το Σοκάκι

Τα μεσάνυχτα πράκτορες ελάτε ζώστε
Κι εσείς οι υπεράνθρωποι κυκλώστε
Όλους τους πολύξερους που λεν πολλά
Και φέρτε τους στου εργοστασίου τη σκοτεινιά
Και δέστε τους απάνω τους ξανά
Τη μηχανή που σταματάει την καρδιά
Κι ύστερα θα φέρουν κηροζίνη απ’ τα οχυρά
Οι άνθρωποι απ’ την ασφαλιστική την εταιρεία
Έτσι που να μην έχει κανείς την ευκαιρία
Να το σκάσει προς της Απελπισίας το Σοκάκι τη μεριά

Του Νέρωνα ο Ποσειδώνας παρακαλά να ‘σαι
Ο Τιτανικός σαλπάρει το χάραμα, μην το φοβάσαι
Και όλοι φωνάζουνε, «Με ποιανού είσαι τη μεριά;»
Και ο ‘Εζρα Πάουντ και ο Τ. Σ. Έλιοτ, παιδιά
Τσακώνονται στου καπετάνιου την κουκέτα
Και χαβανέζοι τραγουδιστές τους κοροϊδεύουν
Τους λεν «τσινκολελέτα»
Και οι ψαράδες λουλούδια να κρατάνε
Ανάμεσα στα παραθύρια και της θαλάσσης τα νερά
Όπου νεράιδες εύμορφες κυλάνε
Και κανείς να μη σκέφτεται πολλά-πολλά
Παρά να λέει πως είναι άνευ ουσίας, άνευ σημασίας
Το Σοκάκι της Απελπισίας

Ναι, το έλαβα το γράμμα σου εχθές
(Την ώρα που έσπασε το ρόπτρο μου, μαθές)
Όταν ρωτούσες πώς τα πάω, τι εννοούσες;
Ήταν αστείο, μ’ εμένα εσύ γελούσες;
Όλοι αυτοί οι τύποι που αναφέρεις
Ναι, τους γνώριζα, χωλοί ήταν κομμάτι
Τα πρόσωπα τους ξανά έπρεπε να φτιάξω, ξέρεις
Το στόμα να το βάλω εκεί που ήταν το μάτι
Και άλλο όνομα στον καθένα τους να δώσω
Τώρα δεν βλέπω καλά μέσα στο καμαράκι
Άλλα γράμμα μη μου στείλεις, μη γράφεις τόσο
Εξόν κι αν τα ταχυδρομήσεις
Απ’ της Απελπισίας το Σοκάκι