γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς.
Το χειροκρότημα στην προσγείωση του αεροσκάφους έβγαλε στον αφρό μνήμες από την μέση ανατολή, γεμάτο το σκάφος, έφτασε έπειτα από μια αναγκαία στάση στην Σαλονίκη, σε έναν δύσκολο προορισμό, γεμάτο Ελλάδα, στο Ντύσελντορφ.
Από την πρώτη στιγμή νιώθεις την διαφορά, κοντά στους 5 βαθμούς Κελσίου, ψοφόκρυο σε σχέση με το Ελληνικό καλοκαιράκι που δεν θέλει να μας εγκαταλείψει, ίσως το μόνο που δεν θέλει να την κάνει, από κοντά μας.
Ο στόχος είναι να καταγράψουμε την ιστορία που επαναλαμβάνεται, διαφορετικά, μα στην ουσία το ίδιο, να δούμε, να ζήσουμε, να μυρίσουμε, τελικά να καταγράψουμε τον Ελληνισμό στο κρατίδιο Ρηνανίας-Βεστφαλίας, που εδώ, τη δεκαετία του 1960, με τα συμβόλαια εργασία στο χέρι, τα κοντράτα, έφταναν από την πατρίδα ένα σωρό δικά μας παιδιά.
Η ιστορία γνωστή, ελληνογερμανικές συμφωνίες περι απασχολήσεως και Γερμανοί εργοδότες που έψαχναν εργατικά χέρια σε μια χώρα που δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Ενάμιση μάρκο η ώρα, τα πρώτα μεροκάματα, περνούσες απέξω από τις φάμπρικες και σε τραβούσαν μέσα για δουλειά.
Ιατρικές εξετάσεις, λάδωμα, μαύρο χέρι στην άδεια τσέπη των γκασταρμπάιντερ, των μεταναστών, έφερε στο μυαλό τις ιστορίες των λαθραίων από την μέση ανατολή και την Αφρική που μιλούν για 2000 και 3000 δολάρια το κεφάλι.
Έτσι και εδώ με τρύπια παντελόνια, δίχως παπούτσια, τα ανήσυχα πνεύματα, εκείνοι που είχαν έναν γνωστό να τους τραβήξει πέρασαν γιατρούς, έφτιαξαν δόντια, έβγαλαν πλάκες που φάνηκε η αδυναμία του κορμιού, η πείνα, αλλά τα κατάφεραν, ήρθαν και δούλεψαν σκληρά, ακόμη μέχρι το 1978 το δωδεκάωρο ήταν το καθημερινό, βγάζοντας χρήμα, κερδίζοντας την ζωή, δίνοντας την ζωή τους, οξύμωρο μα αληθινό.
Ο Γιώργος, στα 70, σχεδόν Γερμανός πια, 48 χρόνια εδώ, συνταξιούχος, με καταγωγή από την Ηγουμενίτσα, έφυγε από μια Ελλάδα που του ρουφούσε και την ανάσα, στα 22 το σπιτικό στήθηκε σε ένα ημιυπόγειο στην Γερμανία. εργάτης, ανειδίκευτος, σε ένα εργοστάσιο παραγωγής παρ-μπρίζ, τζαμιών αυτοκινήτων αντάλλασσε τα νιάτα του με μάρκα.
Στέκεται λίγο στην γυναίκα του, την Πάτρα, τον ρωτώ για κείνη, μοναχά ταινίες, ιστορίες βγαλμένες μέσα από τη φαντασία δημιουργών μπορεί να αγγίζουν, να προσεγγίζουν στην ιστορία των ανθρώπων, μόλις γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί άλλαξαν βάρδιες στο εργοστάσιο. Εκείνος απόγεμα, η γυναίκα του πρωί, όλες οι κουβέντες μέσα σε ραβασάκια, γράμματα που άφηναν ο ένας στο άλλον. «Τάισα το παιδί, λείπουν τρόφιμα και πρέπει να ψωνίσουμε, να πληρώσουμε λογαριασμούς, πότε παίρνεις το ρεπό τελικά;».
Ευτυχώς ο Γιώργος έχει τελειώσει την τέταρτη τάξη του δημοτικού, έτσι με τα κολλυβογράμματα του έστηνε μνήμες ζωής.
Στην αποστροφή του λόγου του, μας μιλά για την Ελλάδα και λειώνει, δείχνει τα στείρα μέρη του, μα του βγαίνει μια λατρεία, σκορπά απλόχερα την αδυναμία του. Οι παλιοί μετανάστες ξέφυγαν από μια δύσκολη μοίρα, όμως περίμεναν από εμάς που μείναμε πίσω να βγάλουμε καλύτερη πορεία στο καράβι, περίμεναν πως τα επόμενα χρόνια θα επέστρεφαν σε μια χώρα τακτοποιημένη, μα λαθέψανε και αυτοί.
Κανένας δεν ήρθε για να μείνει. Μα εμείς που σταθήκαμε στην χώρα δεν ξεφύγαμε από την μοιραία πορεία μας, σαν να κάναμε τον Σίσυφο και τον μύθο του μπροστάρη, οδηγό μας.
Στο ελληνικό σπίτι, είναι μίζερα, βρέχει ασταμάτητα και οι λάμπες νέον ρημάζουν τα ταλαίπωρα μάτια μας, εδώ μπλέκονται οι παλιοί με τους καινούριους, τώρα είναι ακόμη πιο δύσκολα, κυρίως εξειδικευμένους εργαζόμενους αναζητούν εδώ.
Ψάχνουν 2500 γιατρούς, μοναχά στο εδώ κρατίδιο Ρηνανίας-Βεστφαλίας που έχει 18.000.000 πληθυσμό, ανοίγουν λοιπόν δουλειές, μα θέλουν πτυχία, χαρτιά και γλώσσες.
Σαν το Νίκο και την Μαρία, εκείνος στα χρηματοοικονομικά, εκείνη μηχανικός υπολογιστών. Έκαναν τα βιογραφικά τους μέσα από το διαδίκτυο και είδαν πως δεν είναι ο κατιμάς, δεν είναι οι τελευταίοι του κόσμου. Αντίθετα και οι δύο βρήκαν καλές δουλειές , μεγάλες εταιρίες στην Βόννη του επέλεξαν για εργασία.
Άφησαν στην Αθήνα το σκοτεινό, αβέβαιο μέλλον και ήρθαν στην Γερμανία.
Το σπίτι στον τρίτο όροφο, δίχως ανελκυστήρα, πενήντα και κάτι τετραγωνικά 1000 ευρώ, εδώ η στέγη είναι πολυτέλεια, είναι μεγάλη δουλειά να έχεις κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου.
Δουλεύουν λοιπόν στην παλιά πρωτεύουσα της Γερμανίας, δουλεύουν πολύ, για να σκέφτονται λιγότερο τα αγαπημένα πρόσωπα, τους δικούς τους, που εγκατέλειψαν και αυτοί, οι καινούργιοι, σαν τους παλιούς μετανάστες για λίγο, όταν το λίγο γίνεται όλη η ζωή εκεί καταλαβαίνεις πόσο κοντό είναι το παρόν μας.
Παράπονα για την χώρα μας, που όλοι τα γνωρίζουμε μα δεν πολυμιλάμε για αυτά, αναξιοκρατία, πολιτική ομηρία, απραξία και αδιαφορία των συνανθρώπων, αγωνία για μεγάλη ζωή που στο τέλος καταλήγει στο μηδέν, θέματα γνωστά που όταν τα ακούς από ανθρώπους που έφυγαν για κάτι καλύτερο, αγωνίζονται σε άλλους στίβους περισσότερο ανταγωνιστικούς μα ισότιμα, τους παίρνεις πιο σοβαρά, λες να που υπάρχει το δυναμικό που θα μας πάει μπροστά, θα μας πήγαινε γιατί τώρα εξελίσσει άλλες χώρες.
Εδώ δείχνουν να σέβονται το χρόνο, να υπολογίζουν το χρήμα και να θέλουν περισσότερο σκεπτόμενους τους συνανθρώπους μας.
Έτσι, από την μια στεναχωριέμαι και εγώ με την θλίψη του αποχωρισμού τους, αυτής της βίαιης απόξεσης από την μαμά πατρίδα, από την άλλη αναρωτιέμαι πότε θα γίνουμε ενήλικες και εμείς, πότε θα μπορούμε να καμαρώνουμε για τις δικές μας πράξεις μέσα στην ίδια μας την χώρα, δίχως φανερούς και κρυφούς «γονείς», τους πολιτικούς που μας σέρνουν σε κουτσούς και θεόστραβους χορούς;