εάν (ένθετο του 24grammata.com)
γράφει ο Νικήτας Π. Κακκαβάς/ Καρδιολόγος
«Ελεύθερο κυλάει το νερό στο ποτάμι.
Προχωράει σταθερά, συγκρατημένο.
Ακοίμητοι φρουροί οι όχθες
αποτρέπουν κάθε παρέκκλιση.
Απλό δείγμα δημοκρατίας.
Ωραία δοσμένο απ’ τη φύση
Σάββας Θ. Γαβριηλίδης- Δείγμα δημοκρατίας
Ήταν ρατσιστικό ή όχι το «τιτίβισμα» της Ελληνίδας αθλήτριας που της κόστισε τον αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς αγώνες; Φταίνε μόνο οι ξένοι για την αυξημένη εγκληματικότητα στην Ελλάδα; Εν τέλει ο Έλληνας πάσχει από τον «φόβο του ξένου» ή ο ρατσισμός είναι «αλλοδαπή» έννοια στην «παλαιόθεν φιλόξενη» Ελλάδα; Είμαστε ή όχι ο «περιούσιος λαός» και μας απειλούν προαιώνιοι εχθροί; Και αφού εμείς μιλάμε με τέτοια ευκολία για «γυφτοσκοπιανούς», «Ρωσίδες που έχουν μέσα τους την πουτανιά», «Αλβανούς που έχουν το κακό μέσα τους», «μαφιόζους Βούλγαρους» κοκ, πόθεν το δικαίωμα να διαμαρτυρόμαστε που οι Γερμανοί μας χαρακτηρίζουν «τεμπέληδες», «διεφθαρμένους», «ζητιάνους» και μας ταξινομούν στα P.I.G.S.;
Πολύς λόγος γίνεται γύρω από τα παραπάνω και πολλά άλλα ανάλογα ζητήματα τον τελευταίο καιρό. Δυστυχώς σε τούτες τις μέρες που ζούμε, ακούγονται ηχηρότερες οι ακραίες φωνές. Μεταξύ αυτών και οι φωνές των εθνικιστών και των – κατά δήλωση μόνο – υπερπροοδευτικών.
Περιμένεις φυσικά, αναγνώστη μου, μετά από αυτές τις εισαγωγικές παραγράφους να διαβάσεις και την τοποθέτηση μου. Αλλά, υπομονετικέ μου αναγνώστη, θα κάνω μια ντρίπλα με δεξιοτεχνία παλαίμαχου ποδοσφαιριστή. Ήδη βλέπω να ακροβολίζονται οι κάθε λογής φανατικοί με την σωληνοειδή αντίληψη – τοποθετήστε τους όπου θέλετε, στα αριστερά ή στα δεξιά μου – για να με λιθοβολήσουν. Δεν την πατάω ξανά, δεν θα φανερώσω ό,τι σκέφτομαι δημοσίως, καραδοκούν οι κάθε λογής «κουκουλοφόροι», ένθεν και εκείθεν. Δηλώνω, λοιπόν, εξαρχής ότι για τέτοια λογής ζητήματα «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Αντί δοκιμιακού λόγου θα σου διηγηθώ μια ιστορία. Και όποιος καταλάβει, κατάλαβε.
Πρόκειται για μια παλιά ιστορία, την διάβασα ή μου την διηγήθηκαν, δε θυμάμαι. Την έβγαλε σήμερα στην όχθη του μυαλού μου κάποιος αφρισμένος συνειρμός. Αλήθεια ή ψέματα, μην με ρωτάτε τέτοιες ώρες.
Σαν έπεσε ο κομμουνισμός στην Αλβανία και άνοιξαν τα σύνορα, φεύγανε λεωφορεία από τα Γιάννενα παστωμένα με Έλληνες που πήγαιναν να ψάξουν τα κόκαλα των δικών τους, αυτών που χάθηκαν στον πόλεμο του ’40. Γεροντάκια κυρίως, μανάδες και πατεράδες από κάτι παλικαράκια που χάθηκαν – στην κυριολεξία! – σε κάποιο χιονισμένο βορειοηπειρώτικο λιβάδι. Είχαν μάθει πως παλιά οι Αλβανοί τα είχαν μαζέψει όπως-όπως, άλλα σε κουτιά από ρέγγες, άλλα σε μικρά κρασοβάρελα, άλλα σε μεταλλικά δοχεία από λαδομπογιές. Κάποια πέταξαν στη θάλασσα, μερικά τα έθαψαν άγνωστο που και αλλά τα είχαν στοιβάξει σε παλιές σιταποθήκες, σε υπόγεια, σε στάβλους… Με λίγα δολάρια ή αν ήσουν τυχερός και έπεφτες σε καλόψυχο άνθρωπο, μπορούσες να βρεις τα λείψανα του δικού σου ανθρώπου, για να τα επιστρέψεις στην πατρίδα. Να φτιάξεις ένα τάφο της προκοπής, να ‘χεις να κλαις καθώς πρέπει τον νεκρό σου. Να βρει το παλικαράκι σου ανάπαυση μισό αιώνα μετά.
Κάποιοι κατάφερναν να βρουν τον δικό τους άγνωστο στρατιώτη. Φρόντιζαν, βλέπεις, κάποιοι συλλέκτες να γράφουν απ’ έξω τα κουτιά με άσπρη λαδομπογιά το όνομα του νεκρού. Ioanis Gogos, 24 vjet2, Pavlos Kotsis, 25 vjet, Kostas Pavlidis, 22 vjet, Nikos Driles, 19 vjet … Σε ορισμένα από τα αυτοσχέδια οστεοφυλάκια είχαν χαράξει ακόμα και κάτι τρεμάμενους σταυρούς.
Τότε ο συγγενής ζητούσε για παπά ή τίποτα ψαλτάδες, να κάνουν τα δέοντα.
Που να βρεθεί όμως παπάς; Ο Χότζα είχε γκρεμίσει τις εκκλησίες. Έκαψε όλα τα Λειτουργικά, το «Μέγα Ευχολόγιο», το «Ψαλτήριο», τον «Απόστολο», την «Παρακλητική»… Ξύρισε όλους τους παπάδες. Ακόμα και όταν τίποτα φιλότιμοι Βορειοηπειρώτες τους έφερναν κανέναν παλιό ιερέα, αυτός είτε θα ήταν πολύ γέρος, είτε θα είχε ξεχάσει τα λόγια από το «Ευλογητός ει Κύριε, διδάξον με τα δικαιώματα Σου».
Ήταν ένα απόγευμα έξω από την Κορυτσά, όταν κάποιοι γέροντες γονείς από ένα χωριό των Τρικάλων είχαν βρει την ψαροκασέλα με τα λείψανα του γιου τους. Ζήτησαν τότε και αυτοί «ένας παπάς να μας το διαβάσει το παιδί, ρε πατριώτες». Έστω κάποιος ψάλτης ή μια γριά μοιρολογίστρα.
Τίποτα όμως. Περνούσε η ώρα και έπεφτε το φως. Ο πατέρας το πήρε απόφαση, «πάμε γυναίκα θα το διαβάσουμε το παιδί στην Ελλάδα». Τίποτα όμως η γερόντισσα, αμετάπειστη, πάνω από τα λείψανα, «δεν φεύγω χωρίς ευχή! Αλιβάνιστο θα ταξιδέψει το παιδί μου;».
Και τότε από το καφενείο σηκώθηκε ένας ηλικιωμένος. Ψηλός, ηλιοψημένο πρόσωπο, σκαμένο δέρμα, με άσπρα μαλλιά και παχύ κιτρινισμένο μουστάκι. Έλληνας ήταν, Αλβανός, Σέρβος, γύφτος; Χριστιανός, μουσουλμάνος ή άθεος; Δεν ξέρω, δεν μου είπαν. Μπήκε μέσα και γύρισε σε λίγο με ένα κλαρίνο.
Στάθηκε δίπλα στους γονείς και στην ανοιχτή ψαροκασέλα με τα οστά να χάσκουν σαν σε ανοιχτό τάφο. Κοίταξε τη γερόντισσα για λίγο στα μάτια, ξεφύσησε μέσα από τα δόντια στη γλώσσα του κάτι σαν «ο Θεός του να τον συγχωρέσει!» και άρχισε να παίζει ένα πωγωνίσιο μοιρολόι.
Τριγύρω σ’ όλο το περίεργο πλήθος απλώθηκε ενός λεπτού σιγή. Ημέρωσε η βαλκάνια ψυχή.
Βούρκωσαν οι Αλβανοί, γλύκανε το βλέμμα του πατέρα, έκλαψε η μάνα, πλύθηκαν τα κοκαλάκια του παιδιού από τα δάκρυα…
1 στίχοι του Μανώλη Ρασούλη
2 έτη (μετάφραση από τα Αλβανικά)
Υ.Γ. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του ζωγράφου Σωτήρη Σόρογκα.
από τον αξιόλογο ιστότοπο: σχολιαστης