Να μην καταλάβουν τίποτε πριν από τον καιρό τους
“Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν”
Τα κορίτσια καλπάζουν πέρα απ΄τους τηλέγραφους. Στο βάθος λάμπουν από ιστορία και από σπαραγμό τα ωραία εργοστάσια των πόλεων Νταχάου και Άουσβιτς, στην καρδιά ενός αδιάκοπου χειμώνα. Εκείνα τα κορίτσια που ήταν όμορφα πολύ, χάραζαν δρόμους μες στην ψυχή μας. Πουλίσιες όψεις και το ξύλινο πάτωμα του κόσμου που μιλά με τριγμούς. Ένα απ΄τα κορίτσια φέρει το διαμπερές τραύμα του καιρού. Δίχως άιμα, δίχως πόνο, με διάφανο το πρόσωπό της, ένας πιλότος της μνήμης που πεθαίνει όρθιος μες στη σιωπή των βυζαντινών ερειπίων. Με αυτή τη θρυλική γεωμετρία του σώματός της, φέρει ακέραιο το τραύμα της ζωής της. Είναι κάτι λέβητες που δουλεύουν ακατάπαυστα εδώ και εβδομήντα, σχεδόν χρόνια, μια χιονισμένη ανάμνηση στο μεγάλο ξέφωτο του κόσμου. Τώρα πια εκεί σφυρηλατούνται τα ποιήματα και οι τηλέγραφοι μεταφέρουν την ανθρώπινη πίκρα από σύρμα σε σύρμα, από εποχή σε εποχή. Κάτι ελληνικές λέξεις, η πόζα του θανάτου και η θάλασσα πίσω τους, κατακόκκινη, μ΄αποχρώσεις ενός κλεισμένου κόσμου, πάνω στα ερείπια και τις τεθλασμένες, συμπυκνώνει νοήματα και σπασμένους αμφορείς.
Η τέχνη του Νίκου Εγγονόπουλου είναι αυτόνομη, οι πίνακές του δεν επιδέχονται παρεξήγησης. Περιστρέφονται γύρω απ΄τα ίδια θέματα και το στυλ τους έχει αλλάξει ελάχιστα μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια.
Εκείνα τα δυο κορίτσια, που ΄χουν ονόματα όπως Πουλχερία και Κλεαρέτη και Μαγκανάτ και στέκουν ζωγραφισμένες επινοήσεις μιας άλλης εποχής, διατρέχουν την ψυχή μας. Για τη σωτηρία μας, για την ρωγμή που βαραίνει τη ζωή μας εδώ και δεκαετίες τα κορίτσια του εμφυλίου του Ν. Εγγονόπουλου χαράζουν με το σπαθί τους τον ουρανό πάνω απ΄τα μπαλκόνια μας. Πίσω τους παραλλάζουν τα τοπία και οι τηλέγραφοι δίνουν τη θέση τους στις ζωντανεμένες ξυλογραφίες και τα σβησμένα λινόλιουμ, ώσπου η ιδέα του ωραίου και του ελληνικού να ξεψυχήσει πλάι στο μικρό παράθυρο με τη θέα των απόκρημνων Ποτιστικών.Όρθιες, παραδομένες στον άνεμο και τα κρυμένα στρώματα αυτού του ουρανού, πνίγονται στο αιμάτινο, το βαθύ χρώμα ενός φορέματος. Έρμαια στη στιγμιαία αποπλάνηση μια ανάσα πριν τον κόσμο και το σκληρό του θέατρο. Εκεί με φόντο την Αθήνα και τον νυχτερινό Ελλήσποντο που φωτίζουν τ΄άστρα, έρχονται τα κορίτσια ν΄ακουμπήσουν ευλαβικά τα πελασγικά εκμαγεία του έρωτα. Στη στάση της προσευχής, με μια ακέραια οδύνη φωτίζουν τους δρόμους. Τίποτε το μεταφυσικό, καμία δόξα, μονάχα η φθορά και η υγρασία να κυκλώνουν τις ιστορίες. Αυτά τα κορίτσια που αρνούνται για πάντα όλες τις χίμαιρες, τα κορίτσια που περνούν μέσα απ΄τα αγάλματα, κατακτώντας τις λεωφόρους της αρχαίας πολιτείας, φλέγονται από την τραγικότερη επίγνωση.
Η ανανέωση των εκφραστικών μέσων, η εικονοκλαστική διάθεση απέναντι στις παραδοσιακές φόρμες, η συντακτική και γραμματική ανορθοδοξία, η παρέκκλιση της γώσσας από ότι συνιστά μιαν επιφανειακά αρχιτεκτονημένη δομή, η διάλυση της καθησυχαστικής ευταξίας, η υπονόμευση ενός μυθιστορηματικού κόσμου κλειστού που ασφυκτιά μεσα σε σχήματα εξαντλημένα από την πολυχρησία, η κατάργηση του συγκεκριμένου προσώπου, είναι μάλλον τα πρώτα στοιχεία μιας τομής.
Είδα εντός της τους κίονες που νικήθηκαν. Αναμμένα φεγγάρια, ολόκληρες πανσελήνους που πνίγονταν στον Παγασητικό, παλιούς ήλιους που κύλησαν στα λατομεία για τους ερευνητές του μέλλοντος. Την έσφαζαν τ΄ακόντια των Θερμοπυλών και το νεοελληνικό αίσθημα περνούσε σαν αιώνες αρχαίου ανέμου, σαν ρεύμα έτσι που να σβήνονται τα φανάρια και η μικρή, εκείνη φλόγα να γίνεται το θαύμα, να κατοικεί την πέτρα και τ΄άδειο καταφύγιο των Κενταύρων. Μετά τους πίνακες αρχίζουν οι πυροβολαρχίες και οι πικροί επιτάφιοι της Καισσαριανής, πέτρινοι άνδρες και ηρώα του ωραίου και του ελληνικού, προβάλλουν το Μεσολόγγι εις τους αιώνες. Διότι δεν είναι όσα μαρτυρά η κινησειολογία των κοριτσιών, μα εκείνα που σημαίνουν έξω και πέρα απ΄τις χρωματικές κλίμακες ή την πνιγμένη μας φωνή.
Η χρήση του αρχαίου μύθου καλύπτει μια ιδιαίτερη φαντασιψτική σχέση του καλλιτέχνη με το πραγματικό και ο παραδοξολογικός εκλεκτικισμός, η υπονομευτική και ειρωνική διάθεση συνιστούν τον ιδιότυπο υπερρεαλισμό του Εγγονόπουλου.
Διότι η Ελεονώρα που πεθαίνει τόσες δεκαετίες ως ιδεώδης Ελληνίδα, επειδή η Ελεονώρα της ζωγραφιάς και η κάθε Πολυξένη των συνταγμάτων που διέρχεται απαστράπτουσα την λεωφόρο του Πανεπιστημίου υπήρξαν πρωτίστως η δόξα του έρωτα και η πιο πιστή αναπαράσταση μιας νύχτας φτιαγμένης από κοβάλτιο και συντρίμια αρχαίων θεάτρων. Δεν θα΄ταν υπερβολή σε μια τέτοια ζωγραφιά να φανταστεί κανείς πως ένα κατάστιχτο πέλαγος από ρόδα και μυδραλιοβόλα φιγουράρει κάτω από τα ποτάμια, εκεί που κατοίκησε για πάντα το αίσθημά μας. Οι δυο τους, έτσι νεκρές με την πλούσια κώμη και το ημιδιάφανο πρόσωπό τους γίνονται οι Κατερίνες της αδειανής ζωής μας, η ρωγμή του παράξενου και η οδός των Φιλελλήνων που χαράζεται μες στα ποιήματα για πρώτη φορά.
Φορούσαν ενδύματα του Μεσσαίωνα, στενούς κορσέδες και είχαν καμωμένα τα σώματά των με κιαροσκούρο των βαθύτατων αγιογραφιών. Μια Γυναίκα, όπως εκείνη της Ζάκυνθος, μια Πηνελόπη με κρινολίνο και χέρια κορδέλες βορά στον άνεμο, ένα άγαλμα ντυμένο με ερυθρόλευκα, στη σκιά του εγκάρσιου κλίτους, ο Οδυσσέας, η Καλυψώ, η Ευριδίκη, ο Ορφέας με πλατύγυρο ψαθάκι και άρπα έξω απ΄το παράθυρο της ασημόχαρης δεσπονίδος, γεννιούνται απ΄τους χρωστήρες μες στο θάμπος. Σε μια απόμερη παραλία, με το μονό σανδάλι και τον κρυμμένο της ευατό φορά τους ήλιουςτο γεωμετρικό κορίτσι με τ΄ανύπαρχτα μάτια. Οι όλμοι εντός της είναι λείψανα, κατάλοιπα μιας κληρονομιάς. Είναι οι μέρες του 1946, τα σκοτεινά κολάζ οι αχαλίνωτες πηγές εκείνων των ποιημάτων.
[…Ο Εγγονόπουλος καταργεί οριστικά το διαζευτικό “ή” τόσο στην ποιητική του όσο και στην προσωπική του μυθολογία. Βαλκάνιος ή Ευρωπαίος. Όχι. Και Βαλκάνιος και Ευρωπαίος. Αρχαιότητα ή Βυζάντιο; Και αρχαιότητα και Βυζάντιο. Ανατολή ή Δύση; Και Ανατολή και Δύση. Το συμφιλιωτικό “και”…]
Στο αφιέρωμα του μουσείου Μπενάκη για τα εκατό χρόνια της καλλιτεχνικής παρουσίας του Νίκου Εγγονόπουλου, ο Μανόλης Πολεντάς μεταφράζει το κε΄μενο του Wieland Schmied. Η σύντομη μελέτη παρουσιάζει μερικές από τις πιο βασικές παραμέτρους του έργου του Εγγονόπουλου. Πρόκειται για αυτή την πετυχημένη σύζευξη ανάμεσα στο παρελθόν και την ελληνικότητα που θα κάνει την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Στους κόλπους αυτής της ώσμωσης διαμορφώνονται αποφασιστικά οι όροι της ζωγραφικής και τη ποιητικής λειτουργίας του Εγγονόπουλου. Στην ολότελα προσωπική του διάλεκτο, ξεχωρίζουν οι επιρροές του Κόντογλου και του Chirico, δύο εκ των πλέον εμβληματικών εκπροσώπων της εγχώριας και της διεθνούς καλλιτεχνικής δραστηριότητας αντίστοιχα.
Ωστόσο ο Ν. Εγγονόπουλος προχωρά σε μια μοναδική σύνθεση, έξω και πέρα από την μονομέρεια των ρευμάτων. Στα έργα του συνυπάρχει το ελληνικό με τη δύση, το αρχαιοπρεπές ως ιδέα και μύθος με τα διακριτά στοιχεία του νεοελληνισμού που μόλις παράγει παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα αποτελέσματα των μεγάλων εθνικών καταστροφών. Στους πίνακές του δεσπόζουν τα πρόσωπα της εντόπιας μυθολογίας. Δοσμένα μες στο τώρα, αυτά τα σύμβολα καθίστανται διαχρονικά, έτσι που πίνακες όπως ο Εμφύλιος να συνιστούν σήμερα ένα συνοπτικό και μεγαλοπρεπές ψυχογράφημα του υπαρκτού ελληνισμού. Ο Πολέντας στο κείμενο που μεταφράζει και που θα μπορούσε να αποτελέσει μιας πρώτης τάξεως εισήγηση για τον δημιουργό Εγγονόπουλο, τονίζει τον αττικό ή αρκαδικό χαρακτήρα της ζωγραφικής του. Με φόντο τον ελληνισμό, αυτή τη χιλιόχρονη σχεδία των λειψάνων και των σπαρμένων ονείρων, αναδύεται η αγριότητα που σάρωσε -και που έμελε να σαρώσει ως τις μέρες μας, θα συμπληρώσουμε-, την τοπιογραφία του σύγχρονου ελληνισμού. Ο Νίκος Εγγονόπουλος είναι ένας αφηγητής, ένας οικουμενικός δημιουργός, αντίστοιχος με τον Καβάφη που τόσο τίμησε μες στο έργο του, σμιλεύοντας μια ιδιότυπη πρόζα καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου του. Η κίνηση, ο άνεμος που φθάνει ως τις πόρτες μας, ο αποτρόπαιος θάνατος του Εμφυλίου καθίσταται μια στιγμή μετέωρη. Για όσα έμελε να συνταρράξουν την νεότερη, ελληνική ιστορία αλλά για εκείνο το άσβηστο είδος της αγριότητας, της απελπισίας και του ενστίκτου, του ακρωτηριασμού που γέννησε το είδος της αρχαίας, ελληνικής τραγωδίας. Μια ψυχική εκδοχή της αειθαλούς ηδονής που μετέρχεται η καταστροφή ώσπου να γίνει άσμα, χρωστήρας και στίχος στη μεγάλη παράταξη του ελληνικού μας κόσμου.
Με άλλα λόγια, πραγματώνεται στο ακέραιο η διατύπωση του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου όταν επισημαίνει πως ο Νίκος Εγγονόπουλος, στη μετάφραση της ιστορίας που επιχειρεί μέσα από τα έργα του, κατορθώνει την ιδέα της καβαφικής αισθητικής. Σε αυτό το σημείο, ακριβώς, διαφοροποιείται ο Εγγονόπουλος από τους ποιητές εκείνους που υποτίθεται ότι “ανακαλύπτουν” την παράδοση, αυτοσκηνοθετώντας την εικονογραφία της, με το κενό γράμμα της δήθεν διορατικότητας.