κείμενο / φωτογραφίες Μανώλης Δημελλάς
Η ξημερώνει Τρίτη, ακόμη μια ευκαιρία να κάνουμε παντιέρα την στιγμή, να μαχαιρώσουμε, να σφάξουμε ό,τι περπατά στα σύννεφα μας, η κακομοιριά, η ανημπόρια, αλλάζει την ροή ακόμη και των δεδομένων απλών και καθημερινών πραγμάτων, σαν τυφλά κουλούκια λοιπόν, ξεχνάμε την ιστορία του φτωχού, του κατατρεγμένου, ποτέ δεν γράφτηκε στην μαρκίζα με φωτεινά, ανεξίτηλα γράμματα.
Ας ξηλώσουμε, λοιπόν, ξανά τα μάρμαρα από το Σύνταγμα,
ας σπάσουμε τα μαγαζιά στα πέριξ, τα Ματ ας σταθούν και πάλι, τελευταίοι μπράβοι των πολιτικών επιταγών, να μας γεμίσουν χημικές αηδίες, μα και το ολοκαίνουριο όχημα νερού να μας ξεπλύνει πριν ξαναπέσουμε για λήθαργο.
Έχουμε παίξει κλεφτοπόλεμο με τους Γερμαναράδες πολλές φορές, άλλες τόσες όμως έχουμε γίνει φανεροί παλαμακιστές τους.
Όταν μας “φόρεσαν” εκείνο το αμούστακο παλικαράκι, τον Όθωνα σκίζαμε τα ρούχα μας για τους σωτήρες. Έφεραν και τις δραχμές τότε, το 1832 από το Munich, σε τσουβάλια, καταργώντας το πρώτο ελεύθερο νόμισμα, τον Φοίνικα του Καποδίστρια.
Δάνεια, υπογραφές και χρήμα έπεφτε ζεστό, αλλά τότε ήταν που μόνοι τους υπέγραφαν μα και ολομόναχοι τα τρώγανε, τόκοι και πανωτόκια, μα και κραιπάλη που όπως φαίνεται την “σηκώνει”, το ιδιαίτερο κλίμα μας.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια κι ο κοσμάκης τους επήρε χαμπάρι, ξεσηκώθηκαν, αρχές Σεπτέμβρη 1843, απαίτησαν όλοι μαζί Σύνταγμα, από εκεί και η ομώνυμη πλατεία.
Υπέγραψε τότε ο Βαυαρός Όθωνας, με το ζόρι, τα διατάγματα που καθόρισαν και το σύνταγμα της ελεύθερης Ελλάδας.
Το πρώτο διάταγμα έβαζε το θέμα των άμεσων εκλογών για τη σύγκλιση Εθνικής Συνελεύσεως. Το δεύτερο όριζε πως τη μεγάλη σφραγίδα του κράτους δε θα την είχε ο βασιλιάς αλλά το Υπουργείο της Δικαιοσύνης. Το τρίτο ξεκαθάριζε πως έπρεπε να απολυθούν από τις κρατικές υπηρεσίες οι Βαυαροί εκτός των φιλελλήνων εκείνων δηλαδή που πολέμησαν στην Επανάσταση του 1821.
Στο τέταρτο, η 3η του Σεπτέμβρη να είναι μέρα εθνικής γιορτής και τέλος το πέμπτο, να εκφράσει την «βασιλική του ευαρέσκειαν», προς τους Αρχηγούς του εξεγερμένου στρατού, τον Καλλέργη και του εξεγερμένου λαού, Μακρυγιάννη.
Σήμερα δεν είναι το ίδιο, υπογραφές από δικούς μας, εθνοσωτήρες, στα Ελληνικά (ή στα greeklish ?), δεσμεύουν μεν τους τωρινούς, θαλασσοπνιγμένους κυβερνήτες που περιμένουν, αδημονούν για το ζεστό χρήμα που φθάνει (;).
Μα τι ακριβώς ζητάμε από την αξιαγάπητη, asximoula, κυρία που έρχεται;
Να τα ξεχάσουμε όλα και να πάρουν δρόμο, εντάξει, αλλά μετά μην να μην κάνουμε όνειρα, μεγάλα σενάρια, να φυλάξουμε τις χλαμύδες στις ντουλάπες και να καμαρώνουμε το παρελθόν σαν περασμένο και ανεπανάληπτο.
Όχι δεν τα φάγαμε μαζί, όμως πληρώνουμε το τίμημα της πλάτης που κάναμε για να ξενοpidane διάφοροι που σήμερα είτε κρύβονται, είτε άλλαξαν θέση στον χορό και πιο αριστερά κουνάνε δάχτυλα και κρώζουν πάνω από το πτώμα για ελπίδες.
Η μαντάμ που φθάνει την Τρίτη έχει κλειστά χαρτιά, βέβαια για να πατά το πόδι στην χώρα που χορεύει στο ταψί, όλο και κάποιο ξεροκόμματο θα πετάξει. Άλλωστε θέλει να σιγουρευτεί για την επόμενη κίνηση της.
Εμείς πάλι θα το κάψουμε το «μαγαζί»; Ή ώριμα και συντεταγμένα, θα απαιτήσουμε, πρώτα από όλα, από τους δικούς μας, από αυτούς που ακόμη έχουν ελληνικό διαβατήριο(;).
Μια σοβαρή, επιτέλους, αντιμετώπιση, το ερώτημα:
μέσα με αγώνα για καλύτερες μνημονιακές υπογραφές ή όξω από όλα, (που λέει μονάχα και το κόμμα, το ΚΚΕ), είναι αυτό που για κάποιους ακόμη, δυόμιση χρόνια τώρα, δεν ξεκαθάρισε.