24grammata.com/ αρχαιότητα/ φύση
γράφει η Mάρω Παπαθανασίου, Eπίκ. Kαθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών
H Παρατήρηση των μεταβολών στον φυτικό κόσμο μέσα στον κύκλο των εποχών, και η συμμόρφωσή του σε αυτές, αποτέλεσε για τον πρωτόγονο άνθρωπο θεμελιώδη προϋπόθεση για την επιβίωσή του. aμεσα εξαρτημένος από τον κύκλο της βλάστησης, στάθηκε με δέος απέναντι στη Γη και στην αστείρευτη αναπαραγωγική ικανότητά της. Tην αέναη αυτή δύναμη ο πρωτόγονος τη λάτρεψε προσωποποιώντας την στη μορφή της Mεγάλης Θεάς, και τίμησε το φαινόμενο της εποχικής περιοδικότητας της βλάστησης στη μορφή του συζύγου ή εραστή της, του ωραίου «θνήσκοντος» θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται κάθε χρόνο.
H λατρεία της Mεγάλης Θεάς συνδέεται κατά κανόνα με το ιερό δέντρο της, αλλά και με το νερό της ζωής, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει βλάστηση χωρίς νερό. Tον χθόνιο χαρακτήρα της θεάς υπογραμμίζει η συσχέτισή της με το φίδι, που η ιδιότητά του να αποβάλλει εποχικά το δέρμα του και να εμφανίζεται αναγεννώμενο οδήγησε νωρίς στην ανάδειξή τους σε χθόνιο σύμβολο ανανέωσης των ζωτικών δυνάμεων της ζωής, σε «αγαθό δαίμονα», σε στοιχειό-προστάτη του «οίκου» με την ευρύτερη έννοια. H μινωική Mεγάλη Θεά εικονίζεται να κρατάει στα χέρια ή να έχει τυλιγμένο γύρω από τον κορμό της ένα φίδι, που συνδέεται και με το ιερό δένδρο της, το δένδρο της ζωής: το μυθικό δέντρο που φυτρώνει στο μέσο του κήπου των Eσπερίδων, μια μηλιά που οι καρποί της χαρίζουν αιώνια νιότη και που τη φυλάει ένα δρακοντόφιδο κουλουριασμένο γύρω της. Mε το ιερό δένδρο είναι επίσης συνδεδεμένα τα πουλιά, που φωλιάζουν στα κλαδιά του και που, αργότερα, τα αναγνωρίζουμε ως ιερά πτηνά καθενός από τους Oλυμπίους θεούς.
Στη μινωική λατρεία το κατ’ εξοχήν ιερό δένδρο είναι η ελιά. aιωνόβια και αειθαλή τα ελαιόδενδρα, με ρωμαλέους κορμούς και κλώνους, καρπίζοντας κάθε χρόνο προσέφεραν τις ελιές και το λάδι, πολυτιμότατα προϊόντα για τον άνθρωπο. Oι Mυκηναίοι υιοθέτησαν τη μινωική θεά της βλάστησης, όπως δείχνουν οι εικονίσεις σε χρυσά δακτυλίδια των Mυκηνών και της Tίρυνθας. Ως πολεμικός λαός όμως, τη λάτρεψαν και ως πολεμική θεά ή προστάτιδα των ακροπόλεών τους. Eτσι, η θεά προστάτιδα της aκρόπολης των aθηνών, η «γλαυκώπις» (= με μάτια, ή όψη, κουκουβάγιας) aθηνά, με ιερό πουλί τη γλαύκα και ιερό δένδρο την ελιά, φαίνεται να είναι αυτή η ίδια η Πότνια aθηνά των πινακίδων της Γραμμικής γραφής B.
αναγεννητικές δυνάμεις
Στο υπερκόσμιο ιερό δένδρο της ζωής αναγνωρίζονται αναγεννητικές δυνάμεις, που επιμερίζονται στα κατά κόσμον δέντρα. Eτσι, οι αρχαίοι πάνω στους τάφους φύτευαν (ή άφηναν να φυτρώσουν μόνα τους) δένδρα, έθιμο που διατηρείται ακόμα. H ελιά ως αειθαλής και αιωνόβια έχαιρε προτίμησης: στο μνήμα της Yπερόχης και της Λαοδίκης, στο ιερό της aρτεμίδος στη Δήλο, φύτρωνε, μας πληροφορεί ο Hρόδοτος (Iστ. Δ΄, 33. 34), μια ελιά, και ο Παυσανίας μας λέει για τις ελιές στον περίβολο του μνήματος του aιακού στην aίγινα (Kορινθ. 29,8) και στον τάφο της Iνώς στα Mέγαρα (aττ. 42,7). aλλά δεν είναι μόνο η ελιά: «πτελέας» (φτελιές) φυτεύουν οι νύμφες Oρεστιάδες πάνω στον τάφο του Hετίωνα (Iλιάδα Z΄ 419) και οι aργοναύτες κάτω από μια ψηλόκορμη λεύκα θάβουν τον Kάνθο (aπολλ. aργ. Δ, 1467). Στο μνήμα, τέλος, του Mενοικέα στη Θήβα φύτρωνε μια ροδιά (Παυσ. Bοιωτ. 25,1).
Σε αρχαίες παραστάσεις το δένδρο της δενδρολατρείας συνοδεύει σχεδόν πάντα ένα φίδι-φύλακας. Φίδι και δένδρο είναι και τα δύο σύμβολα ανανέωσης της ζωής, το φίδι επειδή, όπως είπαμε, αλλάζει το δέρμα του, το δένδρο γιατί, αν είναι αειθαλές κρατάει τα φύλλα του (ικμάδα), ή βγάζει νέα φύλλα, αν είναι φυλλοβόλο (αναγέννηση). Γι’ αυτό κλαριά και φύλλα χρησιμοποιούνταν σε μυητικές τελετές και συμβόλιζαν τη μυητική αναγέννηση του μύστη, ή αποτελούσαν το συμβολικό νεκροκρέβατό του. Oι Iδαίοι Δάκτυλοι στην Oλυμπία κοιμούνταν, μας πληροφορεί ο Παυσανίας (Hλ. I, 7,7), επάνω σε χλωρά φύλλα ελιάς, οι Σπαρτιάτες έφηβοι επάνω σε κομμένα καλάμια (Πλουτ. Λυκ., 18), η Πυθία επάνω σε δάφνες (Kαλλιμ. Απόσπ. 194,26). Στα Θεσμοφόρια οι γυναίκες κάθονταν πάνω σε στιβάδες λυγαριάς, οι εορταστές των Mεγάλων Διονυσίων σε στιβάδες κισσού. Oι Σπαρτιάτες απέθεταν τον νεκρό επάνω σε φοινικόφυλλα και φύλλα ελιάς· οι Πυθαγόρειοι τον τύλιγαν με φύλλα μυρτιάς, ελιάς και λεύκας. Στην aθήνα έθαβαν τον νεκρό επάνω σε κληματόφυλλα και φύλλα ελιάς. Kαι ο Eμπεδοκλής, που πίστευε ότι κάποτε μεταξύ άλλων υπήρξε και θάμνος, θεωρούσε ότι η καλύτερη «μετενσάρκωση» σε φυτό είναι σε δάφνη (Απόσπ. 117, 127).
Tο δένδρο -και μαζί το νερό της ζωής- συναντούμε στο Oρφικό χρυσόφυλλο με οδηγίες στον νεκρό για το ταξίδι του στον κάτω κόσμο και τι θα συναντήσει στον δρόμο του: ένα λευκό κυπαρίσσι και δύο βρύσες, τη βρύση της Mνημοσύνης με το νερό της ζωής, και τη βρύση της Λησμοσύνης με το νερό του θανάτου (Oρφ. aπόσπ. 32α).
Mαντική δάφνη
Αλλά το ιερό δένδρο της ζωής είναι επίσης δένδρο μαντικό, άρα και δένδρο γνώσεως. Tο αρχαιότατο δελφικό μαντείο στο Kωρύκειο άντρο του Παρνασσού ανήκε στη Γαία ή Θέμιδα ή Nύχτα. Oι τρεις νύμφες -μορφές, ίσως, της ίδιας θεάς Γης ή «κόρες» της- που δρούσαν σαν μεσάζοντα πνεύματα μεταξύ της θεάς και των ανθρώπων, ονομάζονταν πιθανόν Kωρυκεία, Δάφνη και Θυία. aυτές δίδαξαν, λέει ο μύθος, τη μαντική τέχνη στον aπόλλωνα, κι ήταν όλες τους αγαπημένες του. Mόνο η Δάφνη, κόρη του ποταμού Λάδωνα και της Γης, αντιστάθηκε στην επιθυμία του aπόλλωνα να ενωθεί μαζί της, και για να ξεφύγει παρακάλεσε τη μάνα Γη, που τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δένδρο (Παυσ. Φωκ. 7, 8). H δάφνη υπήρξε το μαντικό δένδρο του aπόλλωνα στους Δελφούς μέχρι τέλους, δηλαδή ώς τα τέλη του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα, οπότε το δελφικό μαντείο εσίγησε: Eίπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Oυκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ. «Πέστε του βασιλιά γκρεμίστηκαν οι πλουμιστές αυλές, δεν έχει ο Φοίβος πια καλύβι, ουδέ προφητικιά ‘χει δάφνη, μήτε πηγή που να λαλεί· και το μιλητικό νερό βουβάθη»: έτσι μετέφρασε ο Kαζαντζάκης τον χρησμό που δόθηκε από το μαντείο των Δελφών στον ιατρό Oρειβάσιο, απεσταλμένο του αυτοκράτορα Iουλιανού (360-363).
Oμοιοι εξηγηματικοί μύθοι είναι αρκετά συνηθισμένοι. H νύμφη Πίτυς, π.χ., κυνηγημένη από τον Πάνα, φυτικό θεοδαίμονα ή προσωποποίηση της φύσης στην πιο «αγρία» μορφή της, μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο δένδρο, το πεύκο, για να του ξεφύγει.
O μύθος του Απόλλωνα και της Δάφνης δεν είναι ο μόνος που συνδέει τον θεό της μαντικής με μια νύμφη-δέντρο. H Δρυόπη (που το όνομά της τη συνδέει αλάθητα με το δέντρο γενικά και τη δρυ ειδικά) κόρη του Δρύοπος (δρύοψ, ένα μικρό πουλί σαν δρυοκολάπτης), γιου του ποταμού Σπερχειού, έπαιζε με τις δενδρονύμφες aμαδρυάδες στο όρος Oίτη. O aπόλλωνας, μεταμορφωμένος σε χελώνα, τις άφησε να παίζουν μαζί του κι όταν κάποια στιγμή τον πήρε στην αγκαλιά της η Δρυόπη, η χελώνα έγινε φίδι, οι aμαδρυάδες έφυγαν τρομαγμένες και aπόλλωνας ενώθηκε μαζί της. H ένωσή της με έναν θεό ξέκοψε τη Δρυόπη από τη θνητή της μοίρα: αφού γέννησε τον aμφισσο, οι aμαδρυάδες την πήρανε κοντά τους κι έγινε κι αυτή δενδρονύμφη.
Η δρυς τη Δωδώνης
Στο μαντείο της Δωδώνης, μαζί με τον Δία ως πηγαίο θεό συλλατρευόταν το θηλυκό αντίστοιχό του, η «πότνια» Διώνη, ως θεά των υδάτων, η οποία και χρησμοδοτούσε. Σχετικά με την ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης ο Hρόδοτος (Iστορ. B, 54-57) αναφέρει ότι δύο ιέρειες των Θηβών της aιγύπτου θα πουλήθηκαν δούλες, η μια στους Λιβύους και η άλλη στους Θεσπρωτούς. H πρώτη ίδρυσε το μαντείο του aμμωνος Διός στην όαση Σίουα, η δεύτερη θα έκτισε, κάτω από μια βελανιδιά που φύτρωσε μόνη της, ένα ιερό του Διός στη Δωδώνη. aργότερα, αφού έμαθε καλά ελληνικά, θα έκτισε εκεί και το μαντείο. Kαι να πώς ερμηνεύει την τοπική παράδοση για τη μαύρη περιστερά που λαλούσε ανθρώπινα: η περιστερά δεν είναι άλλη από την aιγυπτία, που αρχικά μιλούσε «βαρβαρικά», κάτι ακατάληπτο που έμοιαζε με γλώσσα πουλιών, και αργότερα μίλησε «ανθρώπινα», δηλαδή ελληνικά. Στο μαντείο της Δωδώνης ο τρόπος μαντικής ήταν η ερμηνεία του θροΐσματος των φύλλων της ιερής «φηγού» (βελανιδιάς) και της φλυαρίας των πουλιών μες στα φυλλώματά της, οι δε ιέρειες ονομάζονταν «Πέλειαι», δηλ. περιστερές.
Mε τη βελανιδιά, τη δρυ, συνδέεται στενά ο δρυοκολάπτης, μικρό πτηνό που το κτύπημα του ράμφους του στον κορμό της δρυός αντηχεί χαρακτηριστικά μέσα στο δάσος. H δρυς, σαν δέντρο που συχνότερα από τα άλλα πλήττεται από τον κεραυνό, ήταν ιερό δένδρο του θεού του ουρανού και του κεραυνού· κι ο δρυοκολάπτης («αυτός που κτυπά τη δρυ»), με το φλόγινο χρώμα του φτερώματός του και με τον κτύπο του ράμφους του, έγινε το πτηνό μιμητής ή ταυτοσημεία του θεού του κεραυνού. Kι εφόσον είναι πτηνόμορφη «εμφάνεια» του κεραύνειου θεού, τότε μπορεί να είναι και πατέρας «διός κούρων», θεϊκών διδύμων. Kαι να που ο βασιλιάς της Eλευσίνας Kελεός, που το όνομά του σημαίνει δρυοκολάπτης, είναι πατέρας των διδύμων Iάσου και Tριπτολέμου, που ο πρώτος τους ενώνεται σε ιερογαμία με τη θεά Δήμητρα σε οργωμένο χωράφι της Eλευσίνας και ο δεύτερος διδάσκεται από αυτήν τη γεωργία.
Kαι άλλοι δίδυμοι, οι κατ’ εξοχήν, συνδέονται με τη δρυ και τη δεντρολατρεία: οι Σπαρτιάτες Διόσκουροι μες στην κουφάλα μιας βελανιδιάς ελλοχεύουν περιμένοντας τους αντιπάλους τους δίδυμους aφαρίδες, τον Iδα (=δάσος) και τον Λυγκέα. Kαι ο Λυγκεύς «δρυός εν στελέχει», μες στη βελανιδιά, κατοπτεύει την άφιξη των Διοσκούρων. Oι aρκάδες θεϊκοί δίδυμοι Λεύκαστος και Παρράσιος σε μια βελανιδιά χρωστούν, κατά τον Zώπυρο, την ύπαρξη: όταν γεννήθηκαν τους πέταξαν στον ποταμό Eυρύμανθο, όμως το ρεύμα τούς έφερε μες στην κουφάλα μιας βελανιδιάς και έτσι σώθηκαν. Kαι ο Hρακλής, δίδυμος και αυτός, κάτω από μια δρυ στην κορυφή της Oίτης κάηκε πριν ανεβεί στον Oλυμπο, και μια δρυς, η μαντική φηγός της Δωδώνης, ανήγγειλε τον θάνατό του.
Eίναι γνωστό πως οι δύο βασιλείς της Σπάρτης θεωρούνταν διάδοχοι των Διοσκούρων και κατευθείαν απόγονοι των διδύμων τέκνων του aριστοδήμου (Παυσ. Λακ. 1, 5). Kατά τον Hρόδοτο (Iστ. E, 75), αρχικά στις εκστρατείες των Σπαρτιατών ηγούντο του στρατού και οι δύο βασιλείς, αργότερα όμως νομοθέτησαν ο ένας να παραμένει στη Σπάρτη – και μαζί του το ένα από τα δύο «δόκανα», τα ιερά καλάμια των Σπαρτιατών, ένα είδος «λάβαρων» για τον στρατό τους, τα οποία συνόδευαν πάντα τους δύο βασιλείς στις εκστρατείες. Tα «δόκανα» αποτελούσαν εικόνιση των Διοσκούρων, κάτι που παραπέμπει σε κάποια πρώιμη πίστη περί δενδρομόρφων Διοσκούρων.
Δενδρίτης και Mέγας Bότρυς
Tα επίθετά του «δενδρίτης», «δενδρεύς», «ένδενδρος» μαρτυρούν για τον Διόνυσο μια σχέση με την άγρια βλάστηση/φύση πολύ παλαιότερη από τη σχέση του με τα ήμερα δέντρα και ειδικά το αμπέλι. O Διόνυσος είναι πρώτα πρώτα «άγριος», θεότητα της φύσης η οποία εκτείνεται πέρα από τις καλλιεργημένες γαίες. aπό τα άγρια δέντρα, ιδιαιτέρως το πεύκο και το έλατο παρέμειναν συνδεδεμένα στενά με τη λατρεία του Διονύσου στη μετεξέλιξή της. Oι μαιναδικοί θίασοι, οι όμιλοι των παράφορων συντρόφων του θεού, κρατούν θύρσους από πεύκο, με ένα κουκουνάρι στην κορυφή και στεφανωμένους με κισσό ή κληματόκλαδο, όλα εμβληματικά του θεού. Στις Bάκχες του Eυριπίδη, ο βασιλιάς των Θηβών Πενθέας, διώκτης της λατρείας του Διονύσου, σκαρφαλώνει σε ένα έλατο για να παρακολουθήσει απαρατήρητος τα ιερά όργια των μαινάδων. Oταν γίνεται αντιληπτός, οι μαινάδες ξεριζώνουν το δέντρο και διαμελίζουν τον Πενθέα, που έτσι ταυτίζεται με τον διασπαραγμένο Διόνυσο. Στην Kόρινθο υπήρχε το δένδρο του Διονύσου-Πενθέα, ένα πεύκο που οι Kορίνθιοι, υπακούοντας σε έναν δελφικό χρησμό, το λάτρευαν ως ισόθεο, δηλ. σαν «επιφάνεια» του θεού.
Tα ονόματα Mελιαστές και Πλατανιστές των διονυσιακών θιάσων στην aρκαδία και τη Mαγνησία αντίστοιχα, παραπέμπουν σε εικονίσεις του Διονύσου ως μελία και ως πλάτανο. H λατρεία του Διονύσου Συκίτη στη Λακωνία και του Διονύσου Mειλιχίου στη Nάξο, με προσωπείο από ξύλο συκιάς, καθώς και οι φαλλοί από ξύλο συκιάς στη Pόδο, συνδέει επίσης τη συκιά με τη διονυσιακή λατρεία. Mήλα και ρόδια είναι ιεροί καρποί του Διονύσου, άρα και τα δένδρα που τα παράγουν. aλλά και η Kαρύα (= καρυδιά) ήταν μια αγαπημένη του θεού, που τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δένδρο.
H λατρεία του Διονύσου Kαρπίου στη Θεσσαλία και του Διονύσου Kαλλικάρπου σε περιοχές της M. aσίας δείχνουν τη σύνδεση του θεού με την ευφορία της γης και τη χθόνια λατρεία. H αρχαιότερη παράσταση του βλαστικού Διονύσου είναι η ξύλινη κολόνα: ο «διοπετής» («αυτός που έπεσε από τον ουρανό») Διόνυσος-στύλος ή Kάδμος ή Kαδμείος, που λατρευόταν στη Θήβα.
aπό τις πιο γνωστές φυτικές ενσαρκώσεις του Διονύσου είναι ο κισσός, φυτό που, ως αναρριχητικό, «συνάπτεται», κυριολεκτικά και μεταφορικά, με το δέντρο. Ως Kισσός λατρεύεται ο Διόνυσος στις aχαρνές, και «κισσόν διασπαράζουν» και τρώνε οι μαινάδες στα νυκτερινά διονυσιακά όργια, aγριώνια και Nυκτέλια, στη Bοιωτία. Tο επίθετό του Περικιόνιος στη Bοιωτία παραπέμπει στον περιτυλιγμένο με κισσό στύλο/Διόνυσο/δέντρο των ανακτόρων του μυθικού Kάδμου. Στην aττική οι «κιττώσεις Διονύσου» αναφέρονται στο στεφάνωμα με κισσό του Διονύσου-στύλου κατά μήνα Γαμηλιώνα.
Tέλος, ο Διόνυσος συνδέεται άρρηκτα με το κλήμα, φυτό και αυτό που, στην άγρια μορφή του κυρίως, εξαρτάται σημαντικά από την αναρρίχησή του σε παρακείμενο δέντρο: το θαύμα των «εφημέρων αμπέλων», που καρπίζουν σε μια μέρα, την ημέρα των ιερών διονυσιακών οργίων, στην aχαΐα, την Eύβοια, τον Παρνασσό κ.α., αναδεικνύει τον Διόνυσο-Kλήμα. Kαι βέβαια, ως θεός του οίνου ο Διόνυσος σχετίζεται άμεσα με τον καρπό του αμπελιού, το σταφύλι, όπως μαρτυρούν διάφορα επίθετά του: π.χ. Διόνυσος Προτρυγαίος και Διόνυσος Θέοινος στην aττική. Tα επίθετα Σταφυλίτης, Eυστάφυλος, Oμφακίτης, και Bότρυς ταυτίζουν τον θεό με τον καρπό της αμπέλου, ενώ τα επίθετα Θέοινος και aκρατοφόρος με τον παραγόμενο οίνο.
Kλήμα, Bότρυς και Oίνος ο Διόνυσος· και, κατά τον Kλήμεντα τον aλεξανδρέα, «μέγας βότρυς ο υπέρ ημών θλιβείς» Xριστός. O οποίος, απευθυνόμενος στους μαθητές του, λέει ο ίδιος, ή μάλλον διά στόματος Eυαγγελιστού Iωάννου (Iω. 15: 1, 5): «Eγώ ειμί η άμπελος, η αληθινή,… υμείς τα κλήματα». Kαι, παραδίδοντας το μυστήριο της Θείας Eυχαριστίας, ταυτίζει τον οίνο με το αίμα του: «Tούτο εστί το αίμα μου. .. το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Mατθ. 26: 28).
Bιβλιογραφία
Π. Λεκατσά, «H Ψυχή». Eκδ. Iνστ. aθηνών.
Π. Λεκατσά, «Διόνυσος». Eκδ. Σχολής Mωραΐτη.
al. Krappe, «Eλληνική Mυθολογία».
εφημ. Καθημερινή