24grammata.com / ιστορικά ταξίδια
Ταξίδι από την Ιταλία στην Ελλάδα τότε (1857, 68 ώρες) και τώρα (2010, 13 ώρες)
Ο Γάλλος Αντώνιος Προυστ (A. Proust, 1832- 1905) ήταν ζωγράφος, δημοσιογράφος και πολιτικός. Στην Αθήνα βρέθηκε τη διετία 1857,1858. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το έργο του : «Ένας χειμώνας στην Αθήνα του 1857», μετ. Ντίνα Νίκα, εκδ. ειρμός, 1990
Στις 4 Νοεμβρίου 1857, μετά από ένα μήνα παραμονής στη Σικελία, μπάρκαρα από τη Μεσσήνη(Messina, πόλη της βορειοανατολικής Σικελίας)σέ ένα πλοίο των αυτοκρατορικών μεταφορών, το Καρμελ. Από το ακρωτήριο Σπαρτιβέντο (το νοτιότερο άκρο της Ιταλικής μπότας), απ΄ όπου στέλνεις τον τελευταίο αποχαιρετισμό σου στην Ιταλική γη, μέχρι τις ακτές της Ελλάδας το ταξίδι διαρκεί 48 ώρες. Αυτές τις δύο μέρες το θέαμα ήταν όμοιο και απαράλλαχτο. Η θάλασσα κυμάτιζε ομοιόμορφα χωρίς θυμό και τα ξάρτια του πλοίου άφηναν το ίδιο παράπονο. Και η σινιόρα Τζούλια, πριμαντόνα του θεάτρου Ναούμ, φλυαρούσε χαριτωμένα, δημιουργώντας μια ηδονική και καθόλου βαρετή ατμόσφαιρα.
3 Σεπτεμβρίου 2010. Με μια βαλίτσα στο χέρι βρίσκομαι σε κεντρική λεωφόρο της πόλης του Bari. Μόλις αποβιβάστηκα από το λεωφορείο Marozzi (κάτι ανάλογο με το δικό μας ΚΤΕΛ) ψάχνω επειγόντως για ταξί που θα με οδηγήσει στο λιμάνι για να πάρω το καράβι της γραμμής Bari – Πάτρα. Το πλοίο φεύγει σε τρία τέταρτα της ώρας. Δεν ανησυχώ ιδιαίτερα, συνήθως βρίσκω εύκολα ταξί και το λιμάνι βρίσκεται σε 10 λεπτά, περίπου, απ΄ εδώ(…). Έχουν,ήδη, περάσει είκοσι λεπτά και για ταξί ούτε λόγος. Το πειρατικό ταξί έχει, ήδη, περάσει δύο φορές από μπροστά μου, μου αναβοσβήνει τα φώτα, αλλά εγώ κάνω τον αδιάφορο, πολύ φοβάμαι ότι την επόμενη φορά που θα περάσει θα αναγκαστώ να το πάρω. Έτσι και έγινε. Ο «πειρατής»- ταξιτζής μου ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ, βάζω τη βαλίτσα και προσποιούμαι ότι τηλεφωνώ (στην πραγματικότητα γράφω την πινακίδα του αυτοκινήτου του στο κινητό). Σε χρόνο ρεκόρ φτάνουμε στο λιμάνι. Ο Οδηγός είναι πολύ δημοφιλής και χαιρετά τους πάντες (αστυνομικούς, τελωνειακούς, υπαλλήλους…παράνομος αλλά με διασυνδέσεις!!!), επιμένω να με οδηγήσει στα εκδοτήρια των εισιτηρίων. Η κεντρική πύλη από το καράβι απέχει πάνω από ένα χιλιόμετρο και γι αυτό να προσέχετε να μη σας αφήνουν στην πύλη. Μου ζητά 25ευρώ, και βέβαια ένα τέταρτο πριν τον απόπλου το τελευταίο πράγμα που σκέφτεσαι είναι τα παζάρια Το check in έγινε πολύ γρήγορα και επιβιβάζομαι άμεσα στο πλοίο. Είκοσι πέντε χρόνια, τώρα, κάνω αυτό το πήγαινε έλα (4 – 5 φορές το χρόνο), παλαιότερα από το Brindisi και τώρα από το Bari είναι λογικό να γνωρίζεις (έστω και φατσικά) πολλά άτομα από το πλήρωμα αλλά και αρκετούς από τους, επίσης, τακτικούς, τους νταλικέρηδες. Τρώω στο εστιατόριο κάτι στεγνό, «σκοτώνω» κάνα – δυό ώρες στο μπαρ, βλέποντας τηλεόραση και αδιαφορώ συστηματικά για τα «φρουτάκια», που κάνουν επίτηδες μια δαιμονισμένη φασαρία. Κοιτάζω τη θάλασσα από το παράθυρο και σκέφτομαι ότι πάνε πολλά χρόνια που δεν έχω βγει στο κατάστρωμα… κατά τις 10 η ώρα ετοιμάζομαι για το πιο ωραίο μέρος του ταξιδιού : να πάω στην καμπίνα για καμιά δεκαριά ώρες ύπνο. Να επιμένετε να σας ρυθμίσουν τον κλιματισμό μέσα στην καμπίνα: το καλοκαίρι παγώνετε και τον χειμώνα υποφέρετε από ασφυξία. Το ταξίδι διαρκεί 14 ώρες περίπου (αποπλέει κατά τις 8 το βράδυ και φτάνει στην Πάτρα 10 η ώρα, το άλλο πρωί) και ο τέλειος συνδυασμός είναι να βγήτε από την καμπίνα μισή ώρα πριν την αποβίβαση. Έτσι, για να προλάβετε να πιείτε έναν καφέ.
(…) Στις 6 του μηνός φάνηκαν το ακρωτήριο του Ματαπά (ακρωτήριο Ταίναρο) και τα Κύθηρα(…) η σινιόρα βλέποντας τα Κύθηρα αναστέναξε, γιατί δεν είχαν καμιά σχέση με την ιδέα που είχε σχηματίσει για την πατρίδα της Αφροδίτης (…) Την επόμενη μέρα στις 9 το βράδυ (65 ώρες, περίπου, από τη Σικελία), μπήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά. Μια και απείχαμε τόσο λίγο από την Αθήνα θα ήταν κρίμα να περάσουμε τη νύχτα σ΄αυτό το χωριό (εννοεί τον Πειραιά). Ένας Άγγλος συμφώνησε χωρίς αντίρρηση μαζί μας, επειδή ένας φίλος του είχε γράψει στις πίσω σελίδες του Μurray * του : «Μην εμπιστεύεστε τα ξενοδοχεία του Πειραιά». Σε μια από τις πολλές βάρκες που είχαν πλευρίσει το πλοίο μας, διακρίναμε έναν νεαρό(…) σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είχε «πετάξει» στη στεριά τις αποσκευές και εμάς. Μας οδήγησε σε μία άμαξα, σε ένα πεπαλαιωμένο μεγάλο λαντό, στο οποίο ήταν ζευγμένα δύο μικρόσωμα ζώα. Παρά τη δυσαναλογία άμαξας και ζώων, το αμάξι ξεκίνησε με ταχύτητα πάνω σε ένα δρόμο στρωμένο με χαλίκι, σηκώνοντας ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. Μετά από πολλά τραντάγματα φτάσαμε σ΄ένα μέρος που βρισκόταν κάμποσες παράγκες με αμυδρό φωτισμό. Ο Αλέξανδρος (αυτό ήταν το όνομα του ξεναγού μας) άνοιξε την πόρτα της άμαξας και τακτοποίησε τα πράγματα που είχαν τόσο μπερδευτεί ώστε, χωρίς αμφιβολία, η συμμαχία των δύο εθνών δεν ήταν ποτέ πιο ολοκληρωμένη (εννοεί το μπέρδεμα – «χούφτωμα» των Άγγλων προς την Ιταλίδα πριμαντόνα). Μας σέρβιρε ρακί και λουκούμι (συνήθεια που έχουν και οι σημερινοί ταξιτζήδες!!!), μετά σκαρφάλωσε δίπλα στην άμαξα και η τρελή κούρσα συνεχίστηκε
* Άγγλος εκδότης (1808 – 1892). Εξέδωσε τους περίφημους οδηγούς για ταξιδιώτες (Handbook for travelers)
9