Αποκλειστική συνέντευξη της Χριστίνας Κάλμπαρη στο 24grammata.com

24grammata.com/ ζωγραφική

ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ

Συνέντευξη στο Νικόλα Περδικάρη

Πολλές φορές, βλέπεις ένα πίνακα ζωγραφικής και σου έρχεται κάτι να πεις, κάτι να γράψεις. Είναι ο λόγος των ματιών σου, που ζητά να αρθρωθεί. Μέσα από τη γλώσσα. Μέσα από τη γραφή. Άλλοτε πάλι συμβαίνει το ανάποδο: διαβάζεις ένα ποίημα ή ένα διήγημα και φανερώνονται μπροστά σου εικόνες που εύχεσαι να μπορούσες να τις ζωγραφίσεις. Η Χριστίνα Κάλμπαρη, όχι μόνο μπορεί να ζωγραφίζει, αλλά το κάνει και καλά. Έτσι, δεν είναι τυχαίο που, όταν είδαν τα έργα της μερικοί από τους πιο σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες θέλησαν να γράψουν. Ό,τι έγραψαν έγινε βιβλίο με τον τίτλο «Παίγνια». Στις σελίδες του βλέπει κανείς στιγμιότυπα από το αέναο παιχνίδι των λόγων και των εικόνων: Διασκεδαστικό, λυτρωτικό, μα και πολλές φορές σκληρό, όπως άλλωστε όλα τα παιχνίδια.

Από μικρή ζωγράφιζε τα εξώφυλλα του «Μίκυ Μάους». Στο Γυμνάσιο άρχισε τα πρώτα της φροντιστηριακά μαθήματα ζωγραφικής. Οι γονείς της δεν έβγαζαν στεναγμούς ανησυχίας. Δε δυσανασχετούσαν που η κόρη τους θα ζούσε για πάντα μέσα στα χρώματα, τα πινέλα και τους καμβάδες. Ίσα- ίσα, την ενθάρρυναν κιόλας να συνεχίσει, ακόμα και όταν εκείνη σκέφτηκε, προς στιγμήν, να αλλάξει πλεύση. «Ίσως από αντίδραση, επειδή ήταν τόσο σίγουρο ότι θα κάνω αυτό στη ζωή μου, με είχε πιάσει τότε μια επιμονή να ασχοληθώ με κάτι εντελώς διαφορετικό: με τη βιολογία. Είχα αρχίσει μάλιστα και φροντιστήρια για να δώσω εξετάσεις. Οι γονείς μου όμως προσπαθούσαν να με μεταπείσουν. Τελικά τα καταφέρανε»…

Έτσι, η Χριστίνα Κάλμπαρη, σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε αρχικά κοντά στο Δημήτρη Μυταρά. Πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές τις έφυγε με “Erasmus” στο Βερολίνο, για να σπουδάσει φωτογραφία. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, αφού πήρε το πρώτο πτυχίο, συνέχισε με Μεταπτυχιακό – στις ψηφιακές τέχνες – πάλι στην ΑΣΚΤ.

Την τελευταία δεκαετία δηλώνει με τα έργα της σχεδόν απανταχού παρούσα. Με συλλογικές, αλλά και ατομικές εκθέσεις, συμμετοχές σε φεστιβάλ και συνεργασίες αποδεικνύει, πως ταλέντο δεν είναι μόνο το χάρισμα αυτό καθ’αυτό, αλλά και η σκληρή δουλειά που χρειάζεται για να το αξιοποιήσεις. Η ίδια βρίσκει πολλούς τρόπους για να παρουσιάσει και να επικοινωνήσει τα έργα της. Στο βιβλίο με τίτλο «Παίγνια» έδωσε στους πίνακες της το λόγο και τους κάλεσε να μας μιλήσουν, απευθείας στην καρδιά. Αυτό το κατάφερε, όχι μόνη της αλλά, με τη βοήθεια σημαντικών Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών (όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Θανάσης Χειμωνάς, ο Χρήστος Χωμενίδης, ο Αλέξης Σταμάτης, η Σώτη Τριανταφύλλου, η Έρση Σωτηροπούλου κ.α.) που έγραψαν και περιέγραψαν με λέξεις, όσα η ζωγράφος αφηγείται με εικόνες.

«Αρχικά ξεκίνησα μια συνεργασία με ανθρώπους που ήδη είχα κοντά μου: το Θεόφιλο Τραμπούλη, την Κατερίνα Χρυσανθοπούλου, την αδελφή μου τη Μαριάννα. Μετά, άρχισα να παίρνω και άλλους συγγραφείς τηλέφωνο, να τους μιλάω για το project. Τους ζητούσα να δούνε τη δουλεία μου στην ιστοσελίδα και περίμενα να μου απαντήσουν. Φυσικά το ρίσκαρα. Ήξερα ότι κάποιοι μπορεί να έλεγαν και «όχι». Συνέβη και αυτό, όμως οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν. Ο λόγος που τους επέλεξα είναι, ότι τους διαβάζω όλους και εκτιμώ ιδιαίτερα το έργο τους. Πέρα από αυτό όμως, θέλησα να συνεργαστώ μαζί τους, επειδή οι περισσότεροι έχουν μια σχέση με την εικόνα. Για παράδειγμα, ο Νάνος Βαλαωρίτης ζωγραφίζει κιόλας. Στο βιβλίο συμμετέχουν επίσης θεατρικοί συγγραφείς, που “μοιραία” ασχολούνται με εικόνες.

Με ενδιέφερε πάντα αυτή η σχέση εικόνας και λόγου. Κατά καιρούς προσπαθούσα και εγώ να γράψω, αλλά δεν έχω τόση ευχέρεια στο γραπτό λόγο. Όμως, από τότε που ασχολήθηκα με το θέατρο – ζωγραφίζοντας σκηνικά – συνειδητοποίησα τη δύναμη αυτής της σχέσης. Διάβαζα ένα θεατρικό κείμενο και προσπαθούσα να φτιάξω εικόνες, που να χωράνε μέσα τους ολόκληρη την εξέλιξη μιας ιστορίας».

Η οπτικοποίηση του γραπτού λόγου και αντίστροφα η γραπτή περιγραφή των εικόνων δεν είναι φυσικά καινούρια ιδέα. Από το 19ο και τον 20ο αιώνα, ως τις μέρες μας – με το William Blake, τον Baudelaire και πολύ αργότε ρα (1960-1970) τους εκπροσώπους της οπτικής ποίησης – η σχέση λόγου και εικόνας μνημονεύεται συχνά. «Εμένα προσωπικά με απασχόλησε περισσότερο μετά την επίσκεψη μου στο μουσείο του Teriade, στη Μυτιλήνη. Εκεί παρουσιάζονται δείγματα δουλειάς από ζωγράφους, ποιητές – λογοτέχνες, που επιχείρησαν αυτό ακριβώς το “πάντρεμα” του λόγου και της εικόνας». Βέβαια, το καλλιτεχνικό αυτό ζευγάρωμα δε γίνεται απλά για να συμπληρώσει ή να επενδύσει το έργο κάθε δημιουργού. Ο ζωγράφος δεν επιχειρεί μόνο μια εικονογράφηση κειμένου και ο συγγραφέας δεν σχολιάζει απλώς τις εικόνες που βλέπει σε ένα πίνακα. Από τη συνεργασία και των δύο έρχονται στο φως ολοκληρωμένα, αυτούσια έργα, που έχουν ξεχωριστή ιστορία και ζωή, όπως τα παιδιά που γεννιόνται από τους γονείς τους. «Ο Γιάννης Υφαντής, μου έγραψε μια αφιέρωση στο βιβλίο που λέει: “Αυτό το ποίημα είναι και δικό μου και δικό σου. Είναι το παιδί μας”. Η κουβέντα αυτή είναι η απόδειξη, πως ο διάλογος ανάμεσα στο συγγραφέα και το ζωγράφο δεν εξαντλείται στην αποτύπωση και διατύπωση ιδεών. Αντίθετα, γίνεται ο σπόρος που επιτρέπει στις ιδέες αυτές να πάρουν σάρκα και οστά. Ποια είναι όμως η μορφή τους, έτσι όπως ξεπηδάνε μέσα από τις λέξεις, καθώς εμφανίζονται μέσα στα χρώματα και τα περιγράμματα; Και γιατί, ενδεχομένως, μας προκαλούν ένα είδος ανείπωτου τρόμου, όταν βρισκόμαστε μπροστά στην άγρια και ταυτόχρονα τρυφερή τους όψη;

«Πάντα με στεναχωρούσε η σκέψη ότι υπάρχουν παιδιά που μπορεί να κακοποιούνται σωματικά ή ψυχικά. Η θεματική αυτής της δουλειάς μου έχει να κάνει λοιπόν με την παιδική ηλικία, αλλά και με τη μετάβαση προς την ενηλικίωση. Καθώς μεγαλώνει, το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με την εξέλιξη του εαυτού του, αλλά και με τους ανθρώπους γύρω του, με τους θεσμούς: την οικογένεια, την εξουσία κλπ. Έτσι, χάνει σιγά- σιγά την αθωότητα του. Πολλές φορές κοινωνικοποιείται με ένα τρόπο βίαιο, με αποτέλεσμα να καταπιέζεται και να αποκτά φοβίες, ενοχές, απωθημένα. Προσωπικά, είχα μια πολύ ισορροπημένη παιδική ηλικία, αλλά ίσως ένοιωθα έναν εγκλωβισμό από την υπερβολική τρυφερότητα που έπαιρνα. Το ξέρω πως ακούγεται παράλογο, αλλά καμιά φορά, η υπερβολική αγάπη και η υπερπροστασία σε πνιγούν. Ίσως γι’ αυτό, η λέξη “ασφυξία” με ενδιαφέρει πολύ και με απασχολεί και στη δουλειά μου».

Και όμως, στην περίπτωση μου, αυτή η ασφυξία λειτουργεί λυτρωτικά. Μπροστά στα έργα της Χριστίνας, δεν νοιώθω καθόλου να πνίγομαι. Ίσα – ίσα, όσο περισσότερο τα κοιτάζω, τόσο περισσότερο ανακουφίζομαι. Κατά τη δική μου αντίληψη, η άγρια όψη των μορφών που απεικονίζουν, δεν είναι παρά η αθωότητα τους αντεστραμμένη. Στη σύνθεση αυτών των έργων δεν υπερτερεί το «καλό» ή το «κακό». Και τα δύο μαζί δίνουν το «Όλο»…Μέσα σε αυτό το «Όλο», υπάρχει κάτι που συμπαθείς. Κάτι που «συγχωρείς» και τελικά αποδέχεσαι. Η δύναμη της συγκατάβασης μοιάζει να εκτοπίζει τελικά την ταραχή. Ίσως αυτός να είναι ο πιο σπουδαίος λόγος, που το παιχνίδι δεν τελειώνει ποτέ.

Το βιβλίο «Παίγνια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Futura

Περισσότερα για τα έργα της Χριστίνας Κάλμπαρη, στην ιστοσελίδα: http://www.calbari.com/