Ο Μανώλης Δημελλάς αντικρίζει, στα γραφεία της ΔΕΗ, τις σκοτεινές σκιές των σύγχρονων Ελλήνων. Δεν πρόκειται για μια “άλλη Ελλάδα”, αυτή είναι, πλέον, Η Ελλάδα. Και όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει…
Με το ξημέρωμα η ΔΕΗ της Καλλιθέας γεμίζει κόσμο, ο κουλουράς απέξω μοιράζει την πραμάτεια δωρεάν στους γνωστούς που δεν τα βγάζουν πέρα. Δύσκολο το θέμα, από εκείνα που η περηφάνια με την αξιοπρέπεια δεν αφήνουν περιθώρια για κουβέντες, έλα όμως που ο κοσμάκης στην ουρά πνίγεται πια σε ωκεανούς από χρέη, οι λογαριασμοί γεμίζουν το μυαλό και τα τεφτέρια, φουσκώνουν τα προσωπικά μνημόνια που κάθε τόσο αναθεωρούνται προς τα πάνω.
Από τότε που έβαλαν πόρτα ασφαλείας στο κτήριο της Δημόσιας Εταιρίας Ηλεκτρισμού, στην Καλλιθέα, η ουρά φτάνει να κυκλώνει ολόκληρο το τετράγωνο. Παλιότερα όλος ο αφρός ήταν οι υπάλληλοι του πρώτου ορόφου, εκεί στις διακοπές, δεν είχε κόσμο, έτσι χαριεντίζονταν, άντρες και γυναίκες μπρος σε άδειες καρέκλες.
Ήταν η εποχή που ο ίδιος κουλουράς, έκανε είσπραξη 70.000 δραχμές, πριν τις 11:00, είχε γυρίσει σπίτι, ευχαριστημένος και κονομημένος.
Έβαλαν πόρτες ασφαλείας, ξέχασαν να κάνουν αλλαγή στις σκάλες, μα ποιος να νοιαστεί μέσα στην καταιγίδα για τους ΑΜΕΑ, έτσι τώρα οι ουρές θυμίζουν, φέρνουν σε παρακάλια για συσσίτιο, κάνουν πιο σκυθρωπή την εικόνα μιας μαυρόασπρης πόλης που μονάχα έναν διακανονισμό προγραμματίζει.
Μέσα στα σκυμμένα, ντροπαλά κεφάλια, μερικές φωνές, πιο θαρραλέες λένε, περιγράφουν την κοινή κατάντια.
Η Μαρία, μάνα, τρία παιδιά, ο σύζυγος εργάτης στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά απλήρωτος για μήνες. Πάει το ρεύμα κόπηκε, τώρα κατεβάζει με προέκταση από το διπλανό κτήριο, από τους γονείς της, σταυροκοπιέται την ώρα που μιλά:
-να τους έχει καλά ο Θεός, ζούμε με την σύνταξη τους. Εκείνοι πάλι μισοπεινάνε, μα πως αλλιώς; Τα παιδιά τι θα απογίνουν;
Ο διπλανός της ήρθε για διακανονισμό, όπως όλοι, μα είχε κλέψει ρεύμα, έσπασε την ασφάλεια από το ρολόι, τον πήραν χαμπάρι και το αφαίρεσαν, τώρα παλεύει, ψάχνει την άκρη μέσα στα χαρτιά, δεν υπάρχει ζωή δίχως ηλεκτρικό.
Ένας τρίτος πετάγεται και μας βρίζει, -μέρος ενός συστήματος που τα έκανε πλακάκια με τους φαγανούς πολιτικούς, κι εσείς, δημοσιογράφοι, κάμερες, ψεύτες και ιντριγκαδόροι.
Μπορεί να έχει και δίκιο, μα όλοι δεν έχουν το ίδιο πρόσωπο, όταν τα ομαδοποιείς έτσι τελικά καταλήγεις στο περιβόητο μαζί τα φάγαμε, ακυρώνοντας κάθε ευθύνη.
Ο απλήρωτος λογαριασμός δεν κόβεται αμέσως, όμως όταν έρθει ο δεύτερος και δεν τακτοποιηθεί, δέκα μέρες από την λήξη, γίνεται το ψαλίδι.
Δεν περίμενα να δω τόσο κόσμο να πνίγεται, δεν περίμενα τέτοια αντιμετώπιση από τους υπαλλήλους που σήκωσαν χέρια και πόδια ψηλά, έψαχνα μάταια με τα μάτια τους συνδικαλιστές, εκείνους τους Φωτόπουλους που ανεβοκατέβαζαν διακόπτες.
Στα πρώτα κρύα, στην δυνατή βροχή γέμισαν τα νοσοκομεία όχι με ασθενείς, μα με αστέγους ή παγωμένους γείτονες που ξέχασαν πως είναι ο θόρυβος του καυστήρα στα σπίτια τους.
Δεν πρόκειται για τους περίφημους κλοσάρ, που μάθαμε να λέμε και να δείχνουμε στον δρόμο, εκείνα τα σημάδια κατάρρευσης συστημάτων και δογμάτων.
Είναι καθημερινοί συνάνθρωποι, οι ίδιοι που χθες το πρωινό φαγητό των νοσοκομείων το χάριζαν στα αδέσποτα, σήμερα ψάχνουν στους κάδους για μεσημεριανό γεύμα.
Είναι η εξυπνάδα που θα μας πάει μπροστά, είναι ο χαρακτήρας που θα μας κάνει να επιβιώσουμε, να μεταλλαχθούμε και να γίνουμε καλύτεροι, όσοι πάλι δεν έχουν ικανότητες μετάλλαξης θα πνιγούν, παγωμένοι και σκοτεινοί, αφού θα τους βγάλουμε από την μπρίζα.
Το μόνο, ίσως, που θα μπορούσα να προβάλλω τέτοιες άδικες σκληρές στιγμές, είναι η ενσυναίσθηση, η συναισθηματική νοημοσύνη που όσο πιο ψηλά, όσο πιο βαθειά την νιώσουμε, τόσο πιο πολύ θα αγκαλιάσουμε το πρόβλημα, που είναι κοινό, μα δεν είναι πια στην εξώπορτα, ούτε στην αυλή του γείτονα, μα στο κρεβάτι μας, αγκαλιασμένο και ερωτοτροπεί με το μαξιλάρι μας.
φωτογραφίες: Μανώλης Δημελλάς