Το χαμένο μπαρί.

24grammata.com/γνώμη

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς.

Μπαινόβγαινε στην εκκλησία νευρικά, μέσα στο σκούρο μαύρο επενδύτη του. Καθαρός και καλοντυμένος όλο και ξάνοιε το ρολόι που ήταν από  τα παλιά, τα κουρντιστά, εκείνα που αν τύχει το πρωί και ξεχάσεις να στριφογυρίσεις το μικρό κουμπάκι τους σταματούν απότομα, φέρνουν σε κάτι από ξαφνικό και αναπάντεχο θάνατο. Θα τον έλεγες ψηλό, σωστό ομορφάντρα, ξεπερασμένος για την εποχή που μας θέλει σχεδόν ερμαφρόδιτους να αναπτύσσουμε όλο και περισσότερα γυναικεία χαρακτηριστικά.
Όταν πλησίασε η ώρα έβγαλε ένα τεφτεράκι και διάβαζε, έβλεπα τα χείλια του,  ψιθύριζαν λέξεις που μου μαγνήτισαν τα μάτια. Πλησίασα διστακτικά κοντά του, κοιτούσα σχεδόν αδιάφορα, με βόλεψε που τα κηδειόσημα ήταν στην πλάτη του.
Πρόλαβα τις σιγανά υπόμενες, εκφερόμενες λέξεις του, χτυπούσαν  κατευθείαν μέσα στα μάτια μου:
Στην αποφράδα μέρα, έσβησε ξαφνικά ένας καρδιακός φίλος που έδινε χαμόγελο, και γέμιζε την μουντή μέρα μας με φως. Ήταν σπουδαίος, όχι για τα λόγια που έτσι κι αλλιώς δεν μας τα είπε, μα ήταν οι πράξεις του, οι επιλογές του γεμάτες, καθαρές και ώριμες.
Είπα πως έχω να κάνω με συγγενή, τον νεκρό δεν τον ήξερα, οι συγγενείς , κάτι ζωντανά ανίψια, με  έπεισαν να παρακολουθήσω την νεκρώσιμη ακολουθία που όσο θεραπευτική κι αν είναι για τους ζωντανούς, τόσο καταθλιπτική μπορεί να γίνει για τους μη εμπλεκόμενους με τον μοιραίο ταξιδιώτη.
Η συνέχεια έγινε αφορμή για συνεύρεση των εναπομεινάντων ζωντανών ψυχών που μοίραζαν απλόχερα ευχές μακροημέρευσης. Άναψαν και τους μεγάλους πολυέλαιους, δείγμα του γεμάτου πορτοφολιού του νεκρού, το είχε στο νου του, φρόντισε για το τελευταίο ταξίδι, αν και τον στράγγιζαν οι στενοί συγγενείς από τότε που βγήκε στην σύνταξη.
Περιμέναμε τον παπά, τον τελετάρχη, που όλοι περιέγραφαν σαν σκληροπυρηνικό, σαν μουτζαχεντίν της ορθοδοξίας. Έπεσε το μάτι μου στην προθήκη με τα ντιβιντί προς πώληση, το 666, το κακό που φέρνουν οι ταυτότητες, ο διάλος που κρύβεται σε κάθε μας βήμα, ήταν τα κυρίαρχα θέματα που απασχολούσαν την ενορία.  Με τις σκέψεις για τους νταβατζήδες στην ζωή, μα και τους φύλακες του θανάτου χάθηκα για λίγο, όταν  οι μεταλλικές φωνές των γιών του νεκρού με γύρισαν στο παρόν.
Για να έχουμε καλό ρώτημα, τι  νομίζετε πως μπορείτε να μας πείτε; μοναχά οι στενοί συγγενείς ίσως να πουν δυο λόγια, εσείς  καλύτερα να μην ασχοληθείτε με αυτά. Άλλωστε τι να μας πείτε και εσείς για τον πεθαμένο, τώρα έφυγε, πάει. Δεν θα εκφωνήσουμε επικήδειους, άλλωστε δεν έχουμε πολύ χρόνο για να περάσουμε μέσα στα λιβάνια. Η ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους.
Με μια νευρική, σχεδόν απότομη κίνηση γύρισε προς την άλλη κατεύθυνση κλείνοντας κάθε περιθώριο διαπραγμάτευσης.
Όμως ο ξένος δεν έδειξε πρωτάρης, έδειξε να γνωρίζει τα ενδοοικογενειακά τους. Δυο λέξεις μόνο τελευταίες είπε να προσθέσει και έφυγε με αργά βήματα:
την σύνταξη ξέρατε να την τραβάτε, είχατε τον τρόπο να πιέζετε την μνήμη του. Τώρα που να μείνει χρόνος για κουβέντες, κοστίζουν και αυτές.
Εκείνοι πάλι έδειχναν αδιάφοροι, τα γκρι κουστούμια, οι γραβάτες που έμοιαζαν με μεγάλες ζωντανές παλαμήδες, δεν άφηναν περιθώρια. Οι απόγονοι ζούσαν στο παρόν, όλα τα παλιά είχαν περάσει από  μηχάνημα διαγραφής, όλα κόπηκαν σε μια πριονοκορδέλα, έπειτα τα απομεινάρια τσουβαλιάστηκαν και πετάχτηκαν με βία στο ποτάμι, όταν έρχεται ο θάνατος και στέκουμε ζωντανοί είναι τρισχειρότερα.
Στην έξοδο ήμουν θρασύς, ξένος και εγώ, κράτησα το μπράτσο του αγνώστου,  ελαφρά, όχι οικειότητες, τον σταμάτησα, παρατηρώντας καλύτερα το φθαρμένο γιακά του λευκού πουκάμισου και την παλιομοδίτικη, γερασμένη γραβάτα, σημάδια περασμένης, παρωχημένης εποχής, που μπαίνει στην δικιά μας τόσο μα τόσο παράταιρα. Ίσα που μας θυμίζει κάτι από ξε-περασμένα, εντελώς αδιάφορα, σαν κακογραμμένο, αδιάβαστο βιβλίο, χρόνια.
Είσαστε φίλος του μακαρίτη;  Εγώ,δεν έτυχε να τον γνωρίσω, μα έμαθα για αυτόν πως βρέθηκε μέσα σε σπουδαία, μεγάλα γεγονότα και δεν δείλιασε, στάθηκε μπροστά στον χρόνο, έκανε δική του την γραφίδα των δύσκολων στιγμών της ζωής.
Είπα βιαστικά, μάλλον φοβισμένα, μια συστολή στην εικόνα του θανάτου πνίγει, στραγγαλίζει τα πρόσκαιρα θέλω μας. Οι άλλοτε αβίαστες σκέψεις τώρα έστεκαν σαν να κατάπια κόμπους χοντρού σκοινιού στον λαιμό μου, τόσο που ξεροκατάπινα ανύπαρκτα σάλια.
Απάντησε δίχως περιστροφές:
Ήταν το μπαρί μου, παίζαμε χαρτιά με πάθος, όχι για στοιχήματα, άλλα κάναμε τον χρόνο σύμμαχο, κάθε που αγγίζαμε και ζεσταίναμε τις αφιλόξενες καρέκλες του καφενείου, εκεί στο «δίπορτο», που μας περίμενε όλα τα απογέματα, ένας νερόβραστος, καφές. Η δεδομένη λουάγρα που ποτέ δεν μας πολυπείραξε, άλλωστε και ο καφετζής δεν έστεκε για το μεροκάματο, μα από ανάγκη να μοιραστεί και να μοιράσει, ακόμη και αυτός, μαζί μας, τις εικόνες που έδιναν χρώμα στην ζωή αλλά δεν έστεκαν μέσα μας κυλούσαν. Έπρεπε να βγουν, μα στους ξωμάχους της ζωής, σε εκείνους που σταφιδιάζει το κορμί είναι σχεδόν δεδομένη η σιωπή.
Έτσι είχαμε κοινό μυστικό με τον σημερινό ταξιδιώτη, τον κύκλο που από ανάγκη είμασταν κρίκοι του.
Δεν περίμενε, απαντήσεις, μια ακαθόριστη συγκίνηση, υπέθεσα για τον νεκρό, το φέρετρο έστεκε παραδίπλα μας σαν ζωντανή οντότητα, έκανε τα μάτια του υγρά, μνήμες για τον φίλο σκέφτηκα. Θύμισες που σβήνουν με μας, γίνονται λήθη όταν η σάρκα χάνει τα υγρά της και απομένουν τα σκληρά μέρη του σώματος εκείνα που μοναχά συγκρατούν το σώμα, δίχως συμμετοχές στις συναισθηματικές του δράσεις. Ίσως καλύτερα αφού αν είχαν και τα κόκαλα γλώσσα, θα σήκωναν δικό τους μπαϊράκι. Συνέχισε μα δεν μιλούσε πια σε μένα,
Δεν δακρύζω για το μοιραίο που δείχνει να πλησιάζει, μπαινοβγαίνω στις εκκλησιές και γαληνεύω. Λυπάμαι που μόνο τα συντάξιμα χρόνια μετρούν, μόνο το βιβλιάριο υπενθυμίζει τις υπάρξεις. Όχι πως αύριο θα είναι χειρότερα, ανέκαθεν ήταν δύσκολα, μα να είναι που σήμερα προσπαθούμε να ξεριζώσουμε το τραγικό και το αναπόφευκτο.
Μα γίνεται φίλε μου να τα βάλεις με τον θάνατο;
Στην βιαστική έξοδο από την εκκλησία κάποιος άλλος κακοφορμισμένος υπερήλικας στέκει, αγκομαχά, προσπαθώντας μάταια, να διαβάσει το κηδειόσημο. Τα μεγάλα θολά ματογυάλια του περισσότερο τυφλώνουν παρά βοηθούν. Με ρωτά φοβισμένα, ποιος έφυγε, περιμένει τραβώντας αργά το ανυπάκουο κορμί του.
Στην απάντηση μου έρχεται κοντά, με κοιτά εξερευνώντας το πρόσωπό μου, δείχνει να αμφιβάλλει για την στιγμή, απόμειναν τα λόγια σαν ορφανά παιδιά:
Είναι ώρα τώρα, που ρωτώ, μα απαντήσεις δεν παίρνω, με βλέπουν κακοντυμένο, βρωμερό γέρο και προσπερνούν κρατώντας κλειστές όλες τις αισθήσεις τους.
Μα τα χρόνια είναι που τρομάζουν, όχι η δικιά μου εικόνα, αλλά το δικό σας πορτραίτο, είναι που ολοκληρώνεται σιγά-σιγά, βασανιστικά, φτάνει και αποκτά την δικιά μου όψη, για να καταλήξει να λιβανίζεται κλεισμένο στο κουτί, όπως του τύπου που τώρα αποχαιρετάτε.

Ο πεζόδρομος γεμάτος κόσμο, ολοζώντανοι άνθρωποι ξεκόλλησαν τα μάτια από υποθετικές, σκούρες εικόνες.
Είναι μια μικρή θεραπεία η κάθε απώλεια, είναι μια μικρή προετοιμασία, φτάνει τα μάτια να μην έχουν κλείσει από τα βαρειά βλέφαρα, συνήθως η πτώση των βλεφάρων είναι δεδομένη, όσο τα σκεφτόμουν για τους άλλους παραλίγο να πέσω στις ρόδες των αυτοκινήτων ούτε που πρόσεξα το φανάρι του σηματοδότη, άλλαξε χρώματα δίνοντας το πράσινο στα τετράτροχα ζωντανά.