Βαμμένα κόκκινα αυγά

images24grammata.com/ γνώμη

γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας”, ψάλλει ο ιερέας  και προκαλεί ρίγη συγκινήσεως στο εκκλησίασμα.
Μ. Πέμπτη και παρακολουθούμε στους ναούς τα “Δώδεκα Ευαγγέλια”, την “Τελετή του Νιπτήρος”, τον “Μυστικό Δείπνο”, την “Προδοσία του Ιούδα”, την  “Σταύρωση”.
Από τη μεριά του εθίμου κυρίαρχο ρόλο παίζει το βάψιμο των πασχαλινών αβγών, των κόκκινων αβγών.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση τα κόκκινα αυγά συμβολίζουν το αίμα που έδωσε ο Χριστός για την σωτηρία του κόσμου. Επίσης συμβολίζει και τον τάφο του Χριστού που ήταν ερμητικά κλειστός (σαν το περίβλημα του αβγού) αλλά έκρυβε μέσα του τη ΖΩΗ, αφού από αυτόν βγήκε ο Χριστός όταν αναστήθηκε.
Η ψυχή μου γυρίζει στη δεκαετία του ’60 τότε που όλη η γειτονιά έβαφε τα Πασχαλινά αβγά στην αυλή της Κυραγιώργαινας. Και είναι τούτη η ανάμνηση μια από τις πιο όμορφες, μια ανάμνηση πλημυρισμένη από την ομορφιά των λουλουδιών και  την έντονη μυρωδιά του ξυδιού.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τις τελευταίες βδομάδες πριν τη Μεγάλη που νηστεύαμε όλοι, η μάνα μάζευε τα αβγά από τις κότες της αυλής (όλες οι αυλές που σέβονταν τον εαυτό τους διέθεταν το ανάλογο κοτέτσι). Τα έβαζε σε ένα πανέρι στο κατώι (και κατώι είχαν κάποτε όλα τα σπίτια) που ήταν δροσερά. Όλη τούτη η αυγοκατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη για την νοικοκυρά.
Πριν μας καλωσορίσει η Μ. Εβδομάδα ξεκινούσε η παρασκευή των Πασχαλινών λιχουδιών. Κουλουράκια στρογγυλά και μεγάλα που σε ζάλιζε η μυρωδιά της αμμωνίας, κουραμπιέδες που σκορπούσαν με απλοχεριά την μυρωδιά του βουτύρου, τσουρέκια με την μεθυστική ευωδιά της μαστίχας. Και όλα, μα όλα να χρειάζονται ορδές από αβγά. Η χαρά της χοληστερίνης που θα λέγαμε σήμερα. Όμως τότε ποιος την ήξερε τη χοληστερίνη;
Και όσα αβγά περίσσευαν και έπρεπε και από πάνω να είναι  μπόλικα, τα φύλαγε η μάνα για να τα βάψουμε κόκκινα την Μ. Πέμπτη. Για την παιδική ψυχή μου τούτη η μέρα φάνταζε η σημαντικότερη. Και είχα τους λόγους μου.
Σαν ξημέρωνε η Μ. Πέμπτη ξυπνούσαμε χαράματα για να πάμε να κοινωνήσουμε. Έπρεπε να παρακολουθήσουμε  ολόκληρη τη λειτουργία για   να είναι η <κοινωνιά σωστή> έλεγε η γιαγιά και δεν μπορούσαμε να διεκδικήσουμε μεγαλύτερο μερίδιο ύπνου.
Μετά την εκκλησία γυρίζαμε στο σπίτι και τρώγαμε παραδοσιακά τις τηγανιτές πατάτες  που μας είχαν τάξει για να αντέξουμε την νηστεία τόσων ημερών.
-Τέλειωνε με το φαί για να πάμε για τα λουλούδια, έλεγε η μάνα. Σαν αργήσουμε τελευταίοι θα βάψουμε τα αβγά. Το έλεγε και κρατούσε στα χέρια της ένα πανέρι στρωμένο με μια πετσέτα.
Κατεβαίναμε στην αυλή και μαζεύαμε φυλλαράκια από τα φυτά σε μέγεθος που μπορούσε να καλύψει την μια πλευρά του αυγού. Σαν δεν μας φτάνανε τα δικά μας φύλλα βγαίναμε και στα οικόπεδα που βρίσκονταν στο κάτω μέρος του δρόμου και ήταν ολοπράσινα.
Όταν το πανέρι ξεχείλιζε επιστρέφαμε στο σπίτι να οργανώσουμε τα περαιτέρω . Σε μια μεγάλη λεκάνη έβαζε η μάνα το πανέρι με τα αβγά, την μπογιά, ένα μπουκάλι με ξύδι, ένα μάλλινο πανί. Στο  πανεράκι με τα φύλλα πρόσθετε μια κουβαρίστρα με άσπρη κλωστή και το μικρό  της ψαλιδάκι. Από πάνω έβαζε τις άχρηστες πλέον νάιλον κάλτσες της που φύλαγε σε μια τσάντα όταν ολοκλήρωναν τη χρήση τους και δεν επιδέχονταν άλλα μανταρίσματα από την Κυρά Βάσω την μανταρίστρια.
Με τα χρειαζούμενα στα χέρια μας ξεκινούσαμε για την αυλή της Κυραγιώργαινας που έμενε   ακριβώς απέναντι από το δικό μας σπίτι. Στη φιλόξενη αυτή αυλή παραδοσιακά έβαφε όλη η γειτονιά τα Πασχαλινά αβγά. Και ήταν ομαδική η εργασία. Όλοι δούλευαν για όλους. Και από πάνω τηρείτο και σειρά προτεραιότητας για να πληρωθεί το ρηθέν <αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πάς>.
Η διαδικασία ξεκινούσε πριν από το μεσημέρι και δεν είχε συγκεκριμένη ώρα λήξης. Δούλευαν οι καλονοικοκυρές χωρίς να κοιτάνε κάθε τρείς και λίγο το ρολόι. Το σίγουρο ήταν πως όταν ξεκινούσε η λειτουργία το απόγευμα όλοι βρίσκονταν στη θέση τους στον Όσιο Νίκωνα.
Οι γυναίκες, καθισμένες σε αναποδογυρισμένα τελάρα, ξεκινούσαν το στόλισμα των αυγών την ώρα που η οικοδέσποινα , άναβε τη φωτιά στη μέση της αυλής και έβαζε από πάνω τη σιδεροστιά που θα υποδεχότανε τον τέντζερη που υπήρχε αποκλειστικά για το βάψιμο των αβγών. Η μάνα μου και οι φίλες της ακουμπούσαν με σχολαστικότητα  ένα καλοδιαλεγμένο φυλλαράκι πάνω στην μια πλευρά του αβγού και το τυλίγανε με ένα κομμάτι από την νάιλον κάλτσα σφιχτά αλλά χωρίς να σπάσει βέβαια. Η επόμενη ενέργεια ήταν να δέσουν σφιχτά την κάλτσα στο πίσω μέρος του αβγού (εδώ χρησιμοποιούσαν  την κουβαρίστρα).
Όση ώρα στολίζονταν τα αβγά, στον τέντζερη έτοιμο το νερό με την μπογιά και το ξύδι περίμενε να τα δεχτεί και να τα ομορφύνει ακόμη παραπάνω. Και σαν έβγαιναν από τον τέντζερη καυτά και κατακόκκινα, έκοβαν με ψαλίδι την κάλτσα, πετούσαν το φυλλαράκι και μπροστά τους εμφανιζότανε το αριστούργημα. Το τελευταίο στάδιο που ολοκλήρωνε την υπερπαραγωγή ήταν το γυάλισμα με λίγο λάδι πάνω στο μάλλινο πανάκι. Και μετά την περιπέτεια της βαφής, αναπαυμένα στο πανεράκι με το λευκό πετσετάκι και την αριστοτεχνική δαντέλα, περιμένανε το βράδυ της Ανάστασης.
Πανέμορφη ανάμνηση, γλυκιά θύμηση, ανεπανάληπτη εμπειρία, χάιδεμα όλων των αισθήσεων. Και απομεινάρι τρυφερό.
Ακόμη και σήμερα με αυτό τον τρόπο βάφω τα αβγά μου. Στην ηλεκτρική κουζίνα όμως, με την ανοξείδωτη χύτρα. Και οι μανταρισμένες κάλτσες έγιναν καλσόν. Νέοι καιροί, νέα μέσα.  Αλλά μου λείπει όσο τίποτα η αυλή της Κυραγιώργαινας, μου λείπει η γλυκιά φασαρία των γυναικών με τις λουλουδιαστές ρόμπες, τις υφαντές ποδιές και τα φανελένια  μαντήλια στο κεφάλι . Μου λείπουν τα σχόλια, οι κρίσεις, οι συγκρίσεις και όλα όσα έδιναν στη μάζωξη τη δική τους μοναδική αύρα.
Να είναι καλά εκεί που βρίσκονται πλέον όλες και είμαι σίγουρη πως θα απολαμβάνουν την παρέα της υπέροχης Κυραγιώργαινας. Και αν έχουν την ευχέρεια να βάψουν τα αβγά τους μαζί θα το απολαύσουν σίγουρα.
Καλή Ανάσταση σε όλους.
Ποτούλα Πασχαλίδη
26.4.2013