“ο εσταυρωμένος”, βασισμένο στην ποιητική της ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Παρθένη

Kostas_Parthenis,_The_Crucified_Christ,_National_Gallery_Athens24grammata.com/ ζωγραφική

«Ο ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ»
Βασισμένο στην ποιητική της ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Παρθένη

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Η έκθεση επρόκειτο να λάβει χώρα στο μουσείο της μητροπόλεως. Ένα αληθινό κόσμημα, χτισμένο σύμφωνα με την αισθητική της αρχιτεκτονικής του Μπιλμπάο. Ειδικότερα το μουσείο έφερε οξείες στέγες από χάλυβα και επέτρεπε στο φως να εισβάλλει στις προθήκες των εκθεμάτων, αποκαλύπτοντας τις ευγενικές λεπτομέρειες ή πάλι την εφιαλτική επιδίωξη του δημιουργού. Η περίπτωση του ζωγράφου Παρθένη συνιστά μια άκρως ερεθιστική ευκαιρία. Κυρίως, όχι τόσο για την ελληνικότητα των πινάκων, όσο για εκείνες τις αναπάντεχες ακρότητες του χρωστήρα, συνώνυμες μιας κάθετης τομής στο στιλιστικό μοντέλο και τις ανθρώπινες γεωμετρίες. Ετούτα συνηθίζονται, σπανίως βέβαια, σε περιπτώσεις υψηλής, καλλιτεχνικής αξίας, οπότε και ανασύρονται στην επιφάνεια αναρίθμητες ηλικίες ανθρωπογεωγραφιών.
Η θεματική του Παρθένη ακόμα επιβαλλόταν με έναν αξιοπερίεργο τρόπο στην αισθητική του υπερβατισμού. Πρόκειται για εκείνη την τάση που αποδέχεται την πραγματικότητα, όχι πια μέσω της εμπειρίας ή της γνώσης, αλλά επιστρατεύοντας ως μέσο ασύλληπτες και αδιαμόρφωτες έννοιες, όπως ο χώρος, ο χρόνος, η ψυχή. Ο πίνακας του «Εσταυρωμένου» μόνο έτσι θα μπορούσε να ιδωθεί.
Το πλήθος, το οποίο επρόκειτο να επισκεφτεί την έκθεση συνιστά ένα ετερόκλητο σύνολο. Οι διοργανωτές επιδιώκουν να αποδώσουν στην έκθεση έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, δίχως όμως να εξαντλούνται σε τούτη τη φιλοδοξία. Οι μεσιτείες εικαστικού τύπου γνωρίζουν μια ιδιαίτερη άνθηση, συνέπεια μιας σταθερής και ευημερούς κοινωνίας. Δαπανώνται τεράστια ποσά για τα εκθέματα, κυρίως από κύκλους ευκατάστατων οικογενειών που αποδίδουν στην καλλιτεχνία μία δυναμική καταξιωτική. Έτσι εξηγείται το γεγονός πως ήδη έχουν εκφραστεί με ειδικό ενδιαφέρον ορισμένοι κύκλοι και αποτελεί έκπληξη η ελαστικότητα του διαθέσιμου χρήματος.  Διότι ο Παρθένης άλλωστε, παρά τη μοναδικότητα του χρωστήρα, δεν αντιπροσωπεύει ένα γνήσιο τέκνο της εσπερίας. «Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου» ελάχιστα μπορεί να συγκινήσει τον εραστή της τέχνης, καθώς μες στην ποιητική του προκαλούνται διαμάχες, λογικής και αναπαραστατικής φύσεως. Αντιθέσεις δηλαδή, που θα μπορούσαν με ευκολία να αλλοιώσουν τη σταθερότητα με την οποία οφείλει να διαμορφώνεται ο διάλογος μεταξύ αναγνώστη ή θεατή και δημιουργού. Η δυτική τέχνη βασίζεται εν πολλοίς στη μορφή. Παρά τη νεοκλασική της απόχρωση, παραμένει εντούτοις σθεναρά γοητευμένη εμπρός από ένα ειδικό, συγκινησιακό φορτίο κατάλληλα εκτεθειμένο και υπεράνθρωπο. Στην ευρωπαϊκή τέχνη, κυριότερα στην εξειδίκευση του χρωστήρα, επιβάλλεται να συνυπάρχει η συγκίνηση, το δράμα δηλαδή σε ολόκληρη την ατομικότητά του, ένα είδος υποννοημένης κινησιολογίας και υπερβολής στο χρώμα και τις γραμμές. Αυτά τα στοιχεία πρόκειται να σχηματοποιήσουν πια ένα οικείο περιβάλλον για τον θεατή, μια πραγματικότητα εξόχως αφοπλιστική με την ωμότητά και την τεχνική της. Βεβαίως, η σύνθεση τούτων καταξιώνεται με ένα άλλου τύπου μέτρο, το οποίο ουδεμία σχέση διατηρεί με τα κορίτσι που συγκρατούν το βαρύτατο επιστύλιο της αθηναϊκής στοάς.
Ο ζωγράφος  Κωνσταντίνος Παρθένης εκθέτει τα έργα του σε ένα υπέροχο περιβάλλον, εκπληρώνοντας την εξπρεσιονιστική απαίτηση της ελληνικής δημιουργίας, στοιχείο στερημένο, παραμεθόριο της πρωτοποριακής ανά περιόδους, ζωγραφικής τεχνικής. Υφίσταται όμως παρούσα και ολοφάνερη μια εντοπιότητα, μια ανισόρροπη πρόσμιξη.
Οι άνθρωποι των εκθέσεων, πάει να πει όσοι συστηματικά και με ηδονή επισκέπτονται τους εκλεκτικούς χώρους της τέχνης, είναι λογιών λογιών. Υπάρχουν βεβαίως και εκείνοι που επισκέπτονται το ατελιέ, παραμένοντας πάντα μοναχικοί και ασάλευτοι εμπρός στις πιο σύνθετες δημιουργίες. Είναι εκείνοι που καταπίνουν το σώμα τους σχεδόν, σαν να εξαντλούνται και διακρίνει κανείς μια εντονότατη αμηχανία στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, αν τελικά υπαναχωρήσουν και αναμειχθούν σε ένα είδος συγκρατημένης κοινωνικότητας. Ο «Εσταυρωμένος» αποτελεί το κύριο έκθεμα. Τα ζωγραφικά περιοδικά της εποχής υμνούν τον Παρθένη και για πρώτη φορά γυρεύουν να βρουν μια περίοπτη θέση στον ιδιόμορφο πίνακα του «Εσταυρωμένου», ο οποίος τόσο προκάλεσε το κοινό αίσθημα με το πρόσχημα μιας απαξιωτικής, ίσως αναφοράς προς τα θρησκευτικά πρότυπα του νεοελληνισμού. Η θέση του συνιστά τον καθρέφτη που γυρεύει μια θέση ανάμεσα σε πρόσωπα φυσικά, μα είναι οι υδράργυροι που τον καθιστούν τόσο ρευστά επικίνδυνο. Οι υδράργυροι και η εθνική προέλευση, εκ φύσεως εκλεκτική. Υπήρξε ο κατάλληλος φωτισμός, μια αίσθηση απόκοσμη περιέβαλε τον πίνακα. Οι ευτυχέστεροι των επισκεπτών μπόρεσαν να σταθούν πλησιέστερα και έτσι να διακρίνουν τις αδιόρατες λεπτομέρειες με τις οποίες προίκισε ο Παρθένης το έργο του. Η κεφαλή ενός Χριστού με το ακάνθινο στεφάνι και το σβησμένο βλέμμα του, προσηλωμένο στην επουράνια θέαση. Ο Θεάνθρωπος βρίσκεται μες σε ένα βαθύτατα, γαλάζιο περιβάλλον, ας φανταστούμε τούτη τη χρωματική συχνότητα ως μια εξεικόνιση της καθαρότητας του βυθού ή πάλι της ευρύτητας ενός ουρανού. Τα χαρακτηριστικά του Εσταυρωμένου είναι απόλυτα εναρμονισμένα με την τραγικότητα της κατάληξής του. Ορισμένοι εκτιμούσαν πως ο ζωγραφικός πίνακας πραγμάτωνε την αίσθηση της αναπαράστασης ενός ξεχωριστού πλάσματος, καθώς εκείνα που εκθέτονταν στις βασιλικές αυλές και προσέλκυαν το ενδιαφέρον των πιστών ακολούθων. Υπήρξε μια απόσταση συναισθηματική στην ένταση του πίνακα, μια απόσταση δομημένη επάνω στη θεολογική διάκριση μεταξύ των δύο πνευμόνων του χριστιανισμού. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το περιεχόμενο του πίνακα ως μια μακρυσμένη θεώρηση του χριστιανικού ύφους, δομημένου από το χρωστήρα ενός δημιουργού με παιδεία ευρωπαϊκή και καταβολές ανατολικές. Και όταν μιλούμε περί καταγωγών αισθητικών, δεν εννοούμε παρά την οριστική σχηματοποίηση του κλίματος, μία πραγμάτωση τελική και ίσως αιρετική της διαρκώς ποθητής μορφής. Περί τούτου, ανακαλούμε την τοποθέτηση ενός φιλοσοφικού κειμένου, κάποιου σύγχρονου λογοτέχνη με κριτική ικανότητα και ευαισθησία ιδιαίτερη στην όψη. Τούτο το τελευταίο συνιστά κατά τον δοκιμιογράφο ζήτημα αποφασιστικό για την κατάπτωση του νεοελληνικού πολιτισμού.
Το έκθεμα βαραίνει στη συνείδηση των επισκεπτών. Εντούτοις η εκκλησία, οι επίσημοι φορείς της παραμένουν ενάντιοι στην καλλιτεχνική ευαισθησία του ζωγράφου Παρθένη. Υπάρχει μια αντίδραση, ορισμένοι, εκκλησιαστικοί κύκλοι αλλά και πολιτικοί των ακρότατων ορίων πάλλονται με εχθρότητα εναντίον της καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας. Ερίζουν περί της πνευματικής προστασίας του ελληνικού στοιχείου, διατυμπανίζουν σε όλους τους τόνους πως μια τέτοια θεματική δεν προσφέρει τίποτε στο κοινωνικό σώμα, αλλά ειδικότερα κλονίζει συθέμελα την ορθοδοξία και το δόγμα της. Στους εξωτερικούς χώρους του μουσείου μάλιστα μαζεύτηκαν ορισμένοι, εκ των παραδοσιακότερων και πλέον μαχητικών εχθρών της καλλιτεχνικής αρτιότητας του Παρθένη. Χάλασαν τον κόσμο, δοκίμασαν να εισβάλλουν μάλιστα μες στο χώρο του μουσείου, επικράτησε η λογική και όλοι εγκατέλειψαν με συνθήματα τον ωραίο περίβολο του μουσειακού χώρου.
Όταν θα τελειώσει η έκθεση ο πίνακας θα επιστραφεί στην Αθήνα. Ίσως να μην περιβληθεί τέτοιας αναγνώρισης, ίσως να παραμείνει στη σκιά, δίχως κανείς να αναζητήσει την όψη του Εσταυρωμένου. Ίσως απομείνει πια μονάχα η θύμηση της δαιμονικής διάστασης του πίνακα, ίσως να χαθεί εκείνη η ουσία που θέλει πια άνθρωπο και Θεό απόμακρους, σχεδόν ξένους. Με σιγουριά κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να παρατηρήσει τον πίνακα, δίχως μια αγωνία, μια αναστάτωση πνευματική, σαν τύψη ας πούμε. Μια ένταση συναισθηματική, ντυμένη σιωπή και ντροπή. Τίποτε πια δεν μπορεί να ειπωθεί. Οι πιο θλιμμένοι εραστές της τέχνης παραδέχθηκαν συντριμμένοι πως αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει στον άνθρωπο ή πάλι να τον κοιτάξει με ζεστασιά, τότε τίποτε δεν έχει να πει εμπρός στον Θεό. Μήτε να τον κοιτάξει μπορεί.