Βόλτα στην Αθήνα, Χριστούγεννα 2012

24grammata.com/ νέοι λογοτέχνες
Αν ζούσε ο Παπαδιαμάντης ανάμεσα μας… δε θα έγραφε για τα παιχνιδάδικα, τις δημοτικές φιέστες και την ευτυχία των ημερών. Για ποιους θα έγραφε, άραγε;
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε, αποκλειστικά,  για τα Χριστούγεννα του 2012. Το 24grammata.com ζήτησε (και ακόμη ζητεί) από τους αναγνωστες στις 19/12/2012, να  γράψουν για τους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή. Να σκιαγραφήσουν την πραγματική  ζωή των Ελλήνων τα Χριστούγεννα του 2012.

Λυτρωθείτε από τους φόβους σας, γράψτε τις σκέψεις σας, τα όνειρα και στείλτε τα για να εκδώσουμε ένα μοναδικό ebook για τα Χριστούγεννα του 2012. mail: [email protected]

έκταση κειμένου από 1 έως 8 σελίδες. Αποστολή έως 7/12013

γράφει η Ρένα Κατσάνη

«Μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας ήθελε να πάμε – νοστάλγησε είπε  «τα μαγαζιά και τη γιορτινή ατμόσφαιρα»… Έ, το πήρα απόφαση κι εγώ και πήγαμε.
Τι τό ‘θελα και την άκουσα – αλλά και που να φανταστώ πως δεν μπορείς ούτε δυό βήματα να κάνεις πια σ’ αυτήν την πόλη… Ξεσυνήθισα φαίνεται – ξέχασα…
Είχα δυο – τρία χρόνια να κατέβω κατα κεί κι η γειτονιά μας εδώ πάνω, μπορεί να’ναι φτωχογειτονιά, μα είναι ήσυχη κι έχει ακόμα πεζοδρόμια κανονικά, απο κείνα τα παλιά με τις άσπρες πλάκες…
Την ταλαιπωρία με το λεωφορείο, λίγο πολύ την περίμενα, γι’ αυτό είχα κανονίσει να μείνει με την Μαίρη η μικρή και να’χουμε ολόκληρο τ’ απόγευμα ελεύθερο.
Στο κάτω κάτω για βόλτα και διασκέδαση θα πηγαίναμε, δεν είχαμε και ραντεβού.

Κατεβήκαμε μπροστά σ’ ένα βουναλάκι σκουπίδια που βρωμούσε χειρότερα κι απο δημόσιο ουρητήριο. Η μάνα με το ζόρι πρόλαβε ν’ ακουμπήσει και τα δυό της πόδια στο δρόμο όταν το λεωφορείο  ξεκίνήσε να φύγει – και πεζοδρόμιο πουθενά…
Πάνω κάτω παρκαρισμένα, η χωματερή στη μέση και τ’ αυτοκίνητα να τρέχουν δίπλα μας κορνάροντας…Κάποιοι μας βρίσανε κιόλας.
Η μάνα έμεινε να κοιτάζει αλαφιασμένη κι εγώ την έπιασα απ’ το μπράτσο να προχωρήσουμε άκρη  στο δρόμο – τί άλλο να κάναμε…;
Είπα θα βρούμε ένα άνοιγμα κάπου – αλλά που… Πως καταφέρνουν και παρκάρουν έτσι δεν μπορώ να καταλάβω… Τέλοσπάντων, περπατήσαμε κάμποσο και κακείν κακώς φτάσαμε σ’ ενα πεζοδρόμιο…Μετ’ απο πέντε βήματα σταμάτησε.
«Τ’ είναι μάνα…; » ρωτάω…
«Τ’ είναι αυτά…;; » μου απαντάει και μου δείχνει τις πλάκες…

Δεν είχε ξαναδεί τους «διαδρόμους» για τους τυφλούς η κακομοίρα κι όταν της εξήγησα με κοίταξε μ’ ένα ύφος τόσο απορημένο.
«Ούτε οι στραβοί ουτε οι ανοιχτομάτηδες μπορούν να περπατήσουν εδω πέρα παιδί μου…δεν το βλέπεις…;;; αυτοί που τα βάλανε δεν το είδαν…;;» μου είπε κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι και μαζεύτηκε όσο μπορούσε στην άκρη για να καταφέρει να περπατήσει. Με τα πολλά φτάσαμε στην Ομόνοια. Στο φανάρι της Πατησίων με σταμάτησε απότομα…
«Που είμαστε παιδί μου…;» με ρώτησε κοιτάζοντας μ’ ένα βλέμμα σχεδόν πανικόβλητο.

«Στην Ομόνοια μάνα…» της λέω.
«Που είναι η Ομόνοια…;;;» με ξαναρωτάει…
«Εδώ είναι – μόνο που έχεις πολύ καιρό να’ρθείς κι έχει άλλάξει…Την έφτιαξαν αλλοιώτικα την πλατεία… Αναβαθμίστηκε…»
Τι να’λεγα κι εγώ – προσπάθησα να τα μπαλώσω.

Απο κείνη την ώρα κι ύστερα η μάνα έβαλε το κεφάλι κάτω και περπατούσε χωρίς να μιλάει…Ούτε βιτρίνες, ούτε φώτα – μόνο που περπατούσε αργά και σιωπηλά.
Μπήκαμε στην Αθηνάς και τραβήξαμε κατά την Ερμού. Κόσμος πολύς, αυτοκίνητα, τα σκουπίδια ανακατεμένα με τους μικροπωλητές, ζητιάνοι καθε τόσο και μια βαριά μυρωδιά στην ατμόσφαιρα να σου κόβει την ανάσα.
Και κείνο το πεζοδρόμιο κάθε βήμα και παγίδα – μου κρατούσε το μπράτσο τόσο σφιχτά που μελάνιασα. Σκέφτηκα να πάμε κατά την Πλάκα, ήταν κάπως πιο ήσυχα εκεί. Καθίσαμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, φαινόταν κι η Ακρόπολη φωτισμένη…
Τότε μόνο σήκωσε τα μάτια της κατα κεί – κι ύστερα με κοίταξε μ’ ενα βλέμμα τόσο άγριο  που, δεν στο κρύβω, σκεφτηκα πως πάει…τρελλάθηκε…
Ποτέ δεν φανταζόμουν πως μπορούσε η μάνα ν’ αγριέψει τόσο πολύ – γιάλιζε το μάτι της σου λέω…
«Δεν είναι η δική μου η πόλη αυτή…», είπε κοφτά κι απότομα. «Αυτή… είναι μια γυναίκα που την βιάζουνε – και θέλω να φύγουμε αμέσως απο δω πέρα… Να φωνάξεις ένα ταξί να φύγουμε τώρα και να μην ξαναγυρίσουμε εδώ ποτέ…»
Μου έδωσε ότι λεφτά είχε μαζί της για τα ψώνια κι επέμεινε να πάρουμε αμέσως ένα ταξί – ούτε καφέ, ούτε γλυκό, ούτε τίποτα δεν ήθελε…
Κι από προχθές δεν έχει βγάλει κουβέντα…
Με το ζόρι βγαίνει απο την κάμαρά της – μόνο για να κάτσει λίγο με την Αθηνούλα, όταν την φωνάζει για παραμύθι η μικρή.
Και να δείς που έχει αλλάξει και τα παραμύθια της αυτές τις μέρες – κι έχει βαλθεί να λέει στο παιδί άλλα αντ’ άλλων…Μυθολογίες και ιστορίες με την Αθηνά και την Αθήνα, για τον Ερμή και για τον Αίολο – πως είναι Θεοί και όχι δρόμοι…
Πολύ φοβάμαι πως έχει αρχίσει να τα χάνει αδερφέ… Μάλλον χρειάζεται να την δεί ένας γιατρός…»
——————————————-