24grammata.com/ νέοι λογοτέχνες
Αν ζούσε ο Παπαδιαμάντης ανάμεσα μας… δε θα έγραφε για τα παιχνιδάδικα, τις δημοτικές φιέστες και την ευτυχία των ημερών. Για ποιους θα έγραφε, άραγε;
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε, αποκλειστικά, για τα Χριστούγεννα του 2012. Το 24grammata.com ζήτησε (και ακόμη ζητεί) από τους αναγνωστες στις 19/12/2012, να γράψουν για τους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή. Να σκιαγραφήσουν την πραγματική ζωή των Ελλήνων τα Χριστούγεννα του 2012.
Λυτρωθείτε από τους φόβους σας, γράψτε τις σκέψεις σας, τα όνειρα και στείλτε τα για να εκδώσουμε ένα μοναδικό ebook για τα Χριστούγεννα του 2012. mail: [email protected]
έκταση κειμένου από 1 έως 8 σελίδες. Αποστολή έως 7/12013
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ανήμερα Χριστούγεννα του 2003, μεσημεράκι στο σαλόνι του σπιτιού, έχει στηθεί ένας τρικούβερτος καβγάς, από νωρίς, όπως πάντα το ζευγάρι δεν συμφωνεί σχεδόν σε τίποτε. Εκείνος καθηγητής, όσο μπόϊ του λείπει τόσο νευρόσπασμα γίνεται όταν υπερασπίζεται τις θέσεις του.
Με το καρό σώβρακο και με ένα μισομάλλινο φανελάκι, προσπαθεί να την πείσει για την έξοδο, το βραδυνό ρεβεγιόν. Ο δήμαρχος τους έχει καλεσμένους και ο καθηγητής σκίζει τον αέρα με τα χέρια του. Εκείνη πάλι, η γυναίκα του, αδύνατη, φαίνονται μπλέ, οι φλέβες πάνω στα χέρια της, θέλει τους συγγενείς, την μάνα και τα αδέλφια για να περάσει τις γιορτές.
Φτιάχνει της τσακίσεις στο λευκό πουκάμισο, μυξοκλαίει, αλλά ο κος καθηγητής έχει άλλη άποψη. Με την πάρλα θα την ψήσει, έτσι γίνεται σχεδόν πάντα. Η καριέρα, οι γνωριμίες, φτάχνονται μέσα στα δείπνα, μέσα στα κοντινά των ελαφρών συνομιλιών, που προσφέρει το αλκοόλ και τα φιστίκια. Ο κοντός καθηγητής, σκαλίζει τις κάλτσες του, μετρά το μακρύ του παντελόνι, θέλει να κρύβει τα παπούτσια, είναι λίγο πιο μεγάλα τα τακούνια αλλά δίνουν λίγους πόντους, όλα για να πάμε λίγο παραπάνω, λίγο, λιγάκι πιο ψηλά.
Δηλώνουν αριστεροί, με μεγάλες, μακρόσυρτες σπουδές, φιλοσοφία, πολιτική, μεταπτυχιακά στους προσωκρατικούς. Πέρασαν από ένα σωρό κόμματα, κοινοβουλευτικά και μή, γνωρίστηκαν άλλωστε σε κάποιο μπαράκι στο κέντρο της Αθήνας, μέντορας από τότε εκείνος, ένας ιδεολογικός διαφωτιστής του αριστερού σχήματος, την είχε αναλλάβει. Από τότε τον θαύμαζε, δεν είναι και εύκολη δουλειά ο Μαρξ και το “Κεφάλαιο”, αυτός έδειχνε να το παίζει στα δάχτυλα.
Όλα για την ισότητα, όλα για την ισονομία και την δικτατορία του προλεταριάτου, στα λόγια ήταν παραπάνω από καλός, όσο για τα έργα, κομμουνιστής σωστός.
Στα κατοποινά χρόνια κατάφερε την έδρα στο πανεπιστήμιο, μίζερη η επαρχιακή πόλη, μα το μωρό στην κούνια έδενε το αταίριαστο ζευγάρι.
Τα παχιά λόγια, τα προλεταριάτα χάθηκαν, στην σκόνη των βιβλίων και κάθε που φτάναν εκλογές διάλεγε, στην αρχή, ένα μικρό ανύπαρκτο κόμμα, στο τέλος όμως τράβαγε αλλού, μέσα του, πήγαινε με τον νικητή, με εκείνους που υπόσχονταν περισσότερα, κυρίως όμως δεν θα ανακάτευαν την τράπουλα στην παιδεία, έχουμε σπουδαία σχολειά, έλεγε και ξανάλεγε, έχουμε τουλάχιστον ιστορία στην μόρφωση και όποιος θέλει να στρωθεί, θα γίνει, υπάρχει ο δρόμος.
Μελετούσε, δίδασκε ιστορία, έδειχνε με νόημα τον μεσαίωνα και έκλεινε το μάτι στην αναγέννηση, υπερασπιζόταν τις ιδέες και εκείνους που έμειναν γυμνά κουφάρια γύρω από αυτές.
Όμως μέσα στο σπίτι, στις προσωπικές του σχέσεις, αν τυχόν και διαφωνούσες σε ακύρωνε με μιας.
Ο δάσκαλος για ακόμη μια φορά είχε ανέβει στα κεραμίδια, όταν είχε να κάμει με βιβλία ήταν καλός, στις ασκήσεις, στις ιστορικές αναδρομές, όπου βασίλευαν οι λέξεις, όπου τα γράμματα στεκόντουσαν και κάνανε σειρά, ήταν κομμουνιστικά στρατιωτάκια, όλα ταιριασμένα ισότιμα, όπου όμως έμπαινε η συμμετοχή, μικρή ή μεγάλη αποδοχή των απόψεων του διπλανού, του μαθητή ή της γυναίκας, ανέβαινε στα κεραμίδια, γάβγιζε σαν ξεκλειδωμένος, πεινασμένος σκύλος. Μεταμορφωνόταν σε σκληρό και αδυσώπητο φασίστα, σαν στέλεχος της βέρμαχτ, ό,τι άγγιζε και διαφωνούσε, περνούσε και βασανιστήρια.
Έτσι και τα εκείνα τα μοιραία Χριστούγεννα, του 2003, λίγο πριν την Ολυμπιάδα μας, με κάτι έξτρα φράγκα άλλαξε αμάξι, ανακαίνισαν και το σπίτι, προίκα της γυναίκας ήταν αυτό, δεν σήκωνε κουβέντα, όλα τα ήξερε, μα ήταν καθηγητής, που να ξεχάσει και την φράση που τον πάντρεψε η μάνα του:
γιέ μου, καθηγητή μου, έλεγε και έκλαιγε, φωναχτά στο γάμο.
Στο σπίτι του δημάρχου, το eye-liner, η μάσκαρα, έκρυβαν κάπως τα υγρά, πνιγμένα στο κλάμα μάτια της συζύγου. Εκείνος πάλι έβγαζε λόγους, φαινόταν σαν να ήθελε να ανέβει στην καρέκλα μα το ασυνείδητο του απαγόρευε τέτοιου είδους πράξεις. Όλοι εκείνα τα Χριστούγεννα του 2003, θέλαν να ανέβουν πάνω στις καρέκλες, όλοι είχαν λόγους να κοκορεύονται για τα επιτεύγματα, για τις μικρές επιτυχίες που έκαναν πιο βολική την ζωή τους.
Τα παιδιά έπαιζαν στην μέσα σάλα, ηλεκτρονικά παιγνίδια, τα παιδιά δεν είχαν συμμετοχή σε καμμιά κουβέντα, τυφλά στην εφηβεία, μα οι γονείς σχεδίαζαν το λαμπρό τους μέλλον, άλλωστε με τέτοιους καθηγητές μόνο λαμπρό θα μπορούσε να είναι.
Μια φράση άκουσε η γυναίκα του, τραβήχτηκε στα πίσω δωμάτια, στην κουζίνα με το υπηρετικό προσωπικό της βραδιάς, Αλβανίδες ετοίμαζαν τις στοίβες από τα πέμπτα, ίσως έκτα πιάτα, για το γλυκό κρασί που ήταν η ώρα να σερβιριστεί.
Εκείνος, ο προφέσσορας, επέμενε πια φωναχτά, επαναλάμβανε, δώσμου εμένα ένα κομμάτι από την Αλβανία να την κάμω χώρα, να δείς πως γίνονται οι χώρες, να δείς πως θα δουλέψει ο υπαρκτός σοσιαλισμός.
Το σκούντημα της τον ξύπνησε απότομα, έκοψε το γλυκό του όνειρο, ο καθηγητής έπιασε το κινητό 06:33, ξημέρωμα Τετάρτης 19 Δεκέμβρη 2012. Γύρισε και κοίταξε, σχεδόν εκνευρισμένος, την γυναίκα που κοιμόταν στην άλλη άκρη, μα το δικό της όνειρο, πιο βίαιο, χάλασε την ομορφιά που ξέρναγε αδιάντροπα το μυαλό του. Πάνε εκείνα τα μεγαλεία, πάνε τα χρόνια της χλιδής, έκανε να βγει από το κρεβάτι, μα ένα κύμα ψύχους άγγιξε το ξεκάλτσωτο ποδάρι του, ο καυστήρας δεν άναψε φέτος στην πολυκατοικία.