Τελικά η ζωή είναι μια προσωπική υπόθεση

24grammata.com/ νέοι λογοτέχνες
Αν ζούσε ο Παπαδιαμάντης ανάμεσα μας… δε θα έγραφε για τα παιχνιδάδικα, τις δημοτικές φιέστες και την ευτυχία των ημερών. Για ποιους θα έγραφε, άραγε;
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε, αποκλειστικά,  για τα Χριστούγεννα του 2012. Το 24grammata.com ζήτησε (και ακόμη ζητεί) από τους αναγνωστες στις 19/12/2012, να  γράψουν για τους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή. Να σκιαγραφήσουν την πραγματική  ζωή των Ελλήνων τα Χριστούγεννα του 2012.

Λυτρωθείτε από τους φόβους σας, γράψτε τις σκέψεις σας, τα όνειρα και στείλτε τα για να εκδώσουμε ένα μοναδικό ebook για τα Χριστούγεννα του 2012. mail: [email protected]

έκταση κειμένου από 1 έως 8 σελίδες. Αποστολή έως 7/12013

γράφει ο Στέλιος Μοίρας

… the bravery of being out of range
Roger Waters

Αυτή είναι η πόλη και τα φώτα της. Εκατομμύρια, παραπάνω από όσα πρέπει, κυβιστικά δημιουργήματα πιάνουν τις εκτάσεις αυτού του διαστροφικού παραδείσου, εκτείνονται πέρα ώσπου ξεκινούν τα βουνά. Ως εκεί που τρέμει η θάλασσα, κρατώντας την παράδοση των ακροπόλεων. Συντηρώντας την ακμή και τα παράγωγα της.
… την παρακμή μιας αυτοκρατορίας όπως κάθε μεγάλη πόλη. Έτσι δεν είχε δώσει έμφαση σε μια από τις ομιλίες του στο ΠΑΠΕΙ πριν κάτι μήνες; Δεκάδες ζευγάρια μάτια απελπισμένων, όπως του φάνηκαν, φοιτητών για μια εξήγηση και μια απόδειξη της ροής της ιστορίας, τον κοιτούσαν με τα μοντέρνα τους ρούχα και το σπινθηροβόλο βλέμμα που έκρυβε ενθουσιασμό και κριτική, όλα τα βασικά υλικά της τεχνητής αμφισβήτησης. Και όπου Ιστορία, σημειώστε οικονομία είχε τονίσει καταφέρνοντας μια ευφάνταστη λήξη της διάλεξης του ως επίτιμος πια διδάκτορας(μια λέξη που τον άγχωνε αφού αν ειπωθεί γρήγορα μπορεί να ακουστεί δικτάτορας). Οι φοιτητές γέλασαν, σφιγμένα μεν αλλά γέλασαν. Όσο για τον πρύτανη και τους καθηγητές, αυτοί τον κοιτούσαν ξέροντας τι εννοούσε.
Από μακριά η πόλη φαίνεται έτσι κι αλλιώς πάντα φωτισμένη υπερβολικά και γιορτινά. Μια ψευδαίσθηση που κι αυτός είχε αποφύγει τα πρώτα του χρόνια ως βουλευτής στην Αθήνα. Τότε το μυαλό του ήταν στους δρόμους, στα στενά ασανσέρ και γραφεία που μπαινόβγαινε μαθαίνοντας την αυτοκρατορία από κοντά. Την ανατομία και τα σημεία σκλήρωσης της. Πόση ώρα θα χει ακόμη να μείνει με το λινό και άνετο παντελόνι του; Με τη ζακέτα και το μακό μπλουζάκι χαζεύοντας από το παράθυρο έξω; Στην αντανάκλαση που στέλνει πίσω το τζάμι ξεχωρίζει την αρκετά πεταχτή κοιλιά του αναγκάζοντας τον να χαμογελάσει με κακεντρέχεια για τις ώρες που ξόδεψαν επί 4 χρόνια συνάδελφοι του στο γυμναστήριο της Βουλής. Δεν γίνεται αλλιώς του είχε πει ένας Μεσσήνιος, σκέτος βλάκας ακόμη, στο φουαγιέ του καφενείου. Παχαίνουμε αυτόματα! Εδώ και τρείς μέρες με σέρνουν στο Βαρούλκο για τραπεζώματα.  Η πόλη καιγόταν από επεισόδια την ώρα που προσπαθούσε να δει παράλληλα στις τηλεοράσεις κάποιον αγώνα και την συνέντευξη του Πρωθυπουργού σε κεντρικό κανάλι. Την επόμενη μέρα τον είχαν κάνει κιόλας υφυπουργό. Πάλι Δεκέμβρης, πάλι πλησίαζαν Χριστούγεννα και ήθελε όσο τίποτε άλλο να του το ανακοινώσουν πια. Από νεαρός ακόμη, τρέχοντας σε κοπές πίτας και κάθε λογής συγκέντρωση της νεολαίας, περίμενε πότε. Το Πότε.
Από τον ημιώροφο του σπιτιού ακούγονται μουσικές και ομιλίες ενώ πίσω του η γυναίκα του μαζί με άλλες δύο κοπέλες ετοιμάζουν χαρτιά και προσκλήσεις για μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Συνεχίζει και κοιτά τα πάντα από την προβολή τους στο τζάμι, παίρνοντας θα έλεγε κανείς μια απόσταση που πάντα θέλει να έχει. Του επιτρέπει μια ψυχραιμία και μια ασμίλευτη επαφή με τα πράγματα. Φαίνεται ψυχρός, ψυχρός όπως τον είχε περιγράψει αναιδώς ένας δημοσιογράφος. Φέρνει στο μυαλό του το motto της εκπομπής του συγκεκριμένου: δε με νοιάζει το κοινό καλό αλλά το καλό κοινό. Μάλιστα! Ξεφυσά και τραβά την προσοχή της συζύγου του που ρωτά αν θα τελειώσουν απόψε γρήγορα την ψηφοφορία. Μακάρι να μπορούσε να της πει πως θα ναι σα να τραβάς τσιρότο αλλά όχι. Θα έρθω μάλλον πρωινές ώρες της αποκρίνεται και στρέφει το κορμί προς το μέρος της. Το σπίτι γυαλίζει σχεδόν, με κάθε μαρμάρινη γρανιτένια επιφάνεια να γλείφεται από τα δυνατά φώτα του πολυέλεου και του δέντρου που βρίσκεται στη γωνιά του σαλονιού. Κοιτάζει την πόρτα του γραφείου του στο τέρμα του χώρου, μισάνοιχτο και ημιφωτισμένο όπως το προτιμά. Θα ήθελε να πάει μέσα να κάτσει χαϊδεύοντας το δέρμα του γραφείου, τα βιβλία του που στέκονται σε στοίβες στην μια άκρη του επίπλου, ακριβώς απέναντι από τις φωτογραφίες των παιδιών και μιας εικόνας του Αγίου Αντωνίου. Κοιτάζοντας αυτό το δωμάτιο πάντα έρχεται μια λεπτή κατήφεια στο βλέμμα του, εμπλουτισμένη τώρα πια με μια μικρή δόση αυταρέσκειας και εκδικητικότητας.
Η γυναίκα του τον βγάζει για άλλη μια φορά από την περισυλλογή του, ζητώντας του μια λίστα από ονόματα που έπρεπε να έχει έτοιμη. Δεν ασχολείται μαζί της και στέκεται απλώς κοιτάζοντας τους ρυθμούς του σπιτιού, τα κρασιά πάνω στην τραπεζαρία, το laptop και ένα κουτί με μια ολοκαίνουργια γραβάτα. Δώρο του συμβούλου του. Μα τω θεώ δε θα μάθεις ποτέ να ντύνεσαι καλά του είχε πετάξει όταν πρωτοδιορίστηκε υπουργός και έπρεπε να βγει για δηλώσεις. Χέρια να κουνιούνται συνέχεια. Πάντα στο ύψος του στήθους και όταν χρειάζεται έμφαση και πειθώ θα τα ενώνεις. Η φωνή πρέπει να είναι καθαρή, ψύχραιμη αλλά με μια βιάση να φτάνεις στη τελική φράση. Να… όπως για παράδειγμα «πρέπει πια να Τελειώνουμε με όσους λυμαίνονται-ξανά έμφαση- τη Χώρα μας». Απλό. Πάντα θα κοιτάνε τα χέρια να σαι σίγουρος.
Πάντα έδινε σημασία σε τέτοιου είδους στιγμές και συμβουλές. Λόγια που προϋποθέτουν αφοσίωση και συντονισμό. Αυστηρή πειθαρχία και ετοιμότητα.
Κοιτάζει ξανά το γραφείο του. Όλη η γύρω ατμόσφαιρα με τα φώτα και τα ποδοβολητά των παιδιών στο σπίτι τον ενοχλούν, φέρνοντας στο μυαλό του την ψευδαίσθηση που φέρνουν τέτοιες γιορτές. Δεν ήθελε ποτέ του να έρχονται. Ούτε Πάσχα τώρα που το σκέφτεται. Ήθελε-θέλει δηλαδή- να κάθεται στο γραφείο του εδώ ή στη Βουλή, να σκέφτεται την ώρα που άλλοι τεχνηέντως προσπαθούν να εξισωθούν με τον κόσμο πηγαίνοντας σε χωριά, ακούγοντας κάλαντα(Κάλαντα! Κάθε φορά ξενέρωτοι και τραχείς Κρητικοί που γεμίζουν το γραφείο του αποσυγκεντρώνοντας κάθε άλλον γύρω τους με άνοστες και γραφικές μαντινάδες) δίνοντας μηνύματα και ευχές με μισό μακιγιάζ και στραβούς κόμπους στις γραβάτες τους. Πότε δεν ήταν ώρα για χάσιμο, ποτέ δεν υπήρχε χώρος για χαρά. Μια φορά δεν θυμάται να έχει γελάσει με κάποιον αληθινά. Υπάρχει το μειδίαμα, το υπονοούμενο, το συνοφρύωμα. Τέτοιες αντιδράσεις τέλος πάντων, αλλά όχι χαρά ή διασκέδαση. Δεν είναι απλός πολίτης για να μπορεί να άγει και να φέρει τέτοιου είδους κλισέ φορτίσεις. Να έχει χιούμορ. Υπάρχει στόχος, σιγουριά, χρόνος ποσοτικός. Υπάρχουν οι επαφές και οι χειραψίες. Οι συμφωνίες που πρέπει να τηρηθούν.
Πετάει στα γρήγορα πώς θα κάτσει για λίγο στο γραφείο του και θα αλλάξει εκεί μέσα πριν φύγει.  Σύρει τις πόρτες και πια όλη η φασαρία και οι σιλουέτες γίνονται με μιας θολές φιγούρες που κινούνται σαν την πίσω μεριά ενός θεάτρου σκιών. Τεράστια ράφια και βιβλιοθήκες με σκληρόδετους τόμους και σημαιάκια ευρωπαϊκών χωρών. Δύο πολυθρόνες, άλλος ένας υπολογιστής, χαρτιά και άλλα χαρτιά, φρέσκα και συραμμένα, όλα δικά του να τα κουβαλήσει κάτω από τη μασχάλη σε λίγη ώρα και όλα με τη δική του υπογραφή στο τέλος. Ακούει τα παιδιά του που κατέβηκαν και τώρα βάζουν λίγη μουσική. Δεν ξέρει καν τι ακούγεται, ούτε πιάνει να καταλάβει τους στίχους και τη μελωδία. Είναι απλά μουσική σκέφτεται και πιάνει να κοιτάξει κάποιες σημειώσεις. Ξεροβήχει και αναρωτιέται αν θα ακουστεί στιβαρός όταν θα φωνάξει σε λίγη ώρα Παρών. Το φωνάζει πάντα κοιτάζοντας κάτω, τάχα το κινητό του ή κάποια ποσοστά. Χαζεύει πάλι αριθμούς. Μπροστά του δεκάδες αρκτικόλεξα υπηρεσιών και επί τις εκατό παρατηρήσεις στα περιθώρια. Θα έλεγε κανείς πως τα κοιτά σα να διαβάζει μυθιστόρημα. Εκατοντάδες ψηφία και περιγραφές σαν ένα χιλιόφυλλο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι που καταγράφει την άνοδο και την πτώση χωρίς κανένας αληθινά να νοιάζεται πέρα από την όμορφη ατμόσφαιρά των εορτών. Εκείνος κρατά την αλήθεια και άλλοι απλώς παίζουν το χαλασμένο τηλέφωνο καταμεσής στολισμών και τραγουδιών. Πόσες φορές δεν είχαν την ευκαιρία να μας διώξουν; Να μας αφανίσουν; Αυτό του ξεφεύγει δυνατά, σα να παραμιλάει. Κι αν μας έχουν ανάγκη; Στ’ αλήθεια ανάγκη απλώς να υπάρχουμε μαζί τους; Να μοιάζουμε με τον κακό μπαμπά τους; Του φεύγει ένα γέλιο και γρήγορα θυμάται τη φορά που είχε συνοδέψει τον Πρωθυπουργό στην Ιταλία, ένα κλιμάκιο ολόκληρο να βαριέται με τη λογόρροια του Μπερλουσκόνι. Είχε σκύψει στο αυτί του υφυπουργού λέγοντας πώς οι ιταλοί μας διδάσκουν τελικά τη σύγχρονη ιστορία. Ο υφυπουργός είχε γελάσει αλλά εκείνος σοβαρολογούσε και είχε πάρει μια απύθμενη ευχαρίστηση(να μια στιγμή αληθινής χαράς!) που οι δυο χώρες γειτονεύουν. Όπως τότε, που διάβασε τυχαία τον Νέο Γενναίο Κόσμο θαυμάζοντας την προφητεία που σε αντίθεση με τον Όργουελ, έλεγε πώς το μέλλον δε θα είναι μια μπότα σε ένα κεφάλι αλλά μια απόλυτη δύναμη που θα γίνει δεκτή με χαμόγελο και απονεύρωση. Ακόμη έχει ένα αντίτυπο στο συρτάρι του. Στην Αμερική θυμάται τον θεωρούσαν Κόκκινο αλλά για εκείνον ο Χάξλεϋ ήταν ενός άλλου είδους ψυχεδελικός οικονομολόγος.
Η συρόμενη πόρτα ανοίγει και βλέπει το μεγάλο του γιο να τρυπώνει το κεφάλι χαριτωμένα. Τον κοιτάζει και φωνάζει πώς έχει έρθει ο γραμματέας του. Ζητάει να κλείσει την πόρτα πάλι και να τον αφήσουν να ετοιμαστεί.
Το παντελόνι του πέφτει στενό στη μέση. Παρόλα αυτά την ώρα που χώνει το πουκάμισο από μέσα ρουφώντας την κοιλιά του, η διάθεση του αρχίζει και φτιάχνει. Τεντώνεται και περνά τα μανίκια από το σακάκι νιώθοντας τη στενότητα στους τετρακέφαλους και στους αγκώνες. Το σκούρο ύφασμα γυαλίζει καθώς αισθάνεται τις ραφές στις ωμοπλάτες να πέφτουν συμμετρικά. Η γραβάτα είναι έτοιμη σε κόμπο και απλώς την περνά στο γιακά. Κουμπώνει το πάνω κουμπί και σα να φτιάχνει θηλιά σφίγγει γλιστρώντας το χέρι του τη γραβάτα ώσπου τη φέρνει στο τέλος και ο λαιμός του μοιάζει αδύναμος να κινηθεί, να προδώσει ενεργητικότητα και άγχος. Είναι κλειστός και έτοιμος.
Αφήνει το γραφείο. Μπαίνοντας στο σαλόνι τους βρίσκει όλους καθιστούς στον τεράστιο γωνιακό καναπέ να παρακολουθούν τηλεόραση δυνατά. Ρωτάει τι βλέπουν για να εισπράξει απλώς μια κίνηση της γυναίκας του προς την οθόνη. Είναι ένα ντοκιμαντέρ, από τα πολλά που μαζεύονται από τις Κυριακάτικες εφημερίδες που φέρνει ο δικηγόρος του. Για λίγο όρθιος από πάνω τους και με τα δάχτυλα ακόμη να περισφίγγουν τον κόμπο της γραβάτας προσπαθεί να καταλάβει το θέμα. Η γυναίκα του μιλάει ενώ χαζεύει. Του εξηγεί πώς πρόκειται για μια ομάδα χρηματιστών που επισκέπτονταν το 1960 χώρες της Λατινικής Αμερικής. Και; Λέω και… τι έκαναν; Ο γιος του γυρίζει και τον κοιτάζει πριν αρχίσει να του περιγράφει τη δράση αυτών των ανθρώπων. Τίποτα. Απλώς πήγαιναν στους Πρωθυπουργούς των  χωρών και τους άφηναν μια σφαίρα στο γραφείο… Ή αυτό ή θα πάρετε τα μέτρα που πρέπει. Α, να! Τώρα λέει για τον Αλιέντε….
Ρίχνει απλώς μια ματιά στα ασπρόμαυρα στιγμιότυπα που περνούν από την οθόνη. Το κουδούνι χτυπά και μια από τις κοπέλες ανοίγει. Μπαίνει, κρατώντας ένα τεράστιο καλάθι με κρασιά και σοκολάτες πολυτελείας, ο γραμματέας του. Κατέβηκα να σας τα φέρω από το αμάξι. Τα έδρανα ακόμη γεμίζουν. Δεν χάσατε τίποτα. Του λέει να τα αφήσει όπου μπορεί και να του δώσει ένα λεπτό. Είναι στιβαρός, έτοιμος και θέλει να φιλήσει τα παιδιά του, να ξέρει πως κάποιοι πιστεύουν σε αυτόν.
Να! Να, τώρα το λέει, για να καταλάβεις… άκου… οικονομικοί δολοφόνοι. Έτσι τους έλεγαν. Το ίδιο με τον τίτλο της ταινίας.
Δεν προλαβαίνει να φιλήσει το γιο του αφού η έμφαση του τον αναγκάζει να γυρίσει αυθόρμητα και ενοχλημένα στην οθόνη. Στο κάδρο της συσκευής φαίνεται ένας άνδρας γύρω στα πενήντα. Κάθεται όρθιος μπροστά από την κάμερα όσο ο αφηγητής τον περιγράφει. Είναι ντυμένος με σκούρο γκρι κουστούμι και φοράει μπορντό γραβάτα. Τα μαλλιά του γέρνουν δεξιά σε χωρίστρα δίνοντας ένα σοβαρό σχήμα στο πρόσωπο του που γυαλίζει από το φρέσκο ξύρισμα και τον προβολέα. Το βλέμμα του μένει για λίγο σε αυτό του μεσήλικα άνδρα στο ντοκιμαντέρ. Δεν μπορεί να κάτσει όμως άλλο. Φιλάει πεταχτά τελικά το γιο του και πάει να φύγει όταν τον σταματά πάλι η φωνή του εφήβου που χρωματίζεται ταυτόχρονα από ένα αθώο και αιχμηρό γέλιο καθώς δείχνει στην οθόνη, σχηματίζοντας στον αέρα το σχήμα της φάτσας του άνδρα.
Μπαμπά! Ε, μπαμπά για δες λίγο… Σίγουρα αυτός σου μοιάζει λίγο… Σίγουρα!
Ακουμπά τον ώμο του αγοριού σα να θέλει να δείξει πώς δεν έχει ώρα για πειράγματα και φεύγει ανοίγοντας την πόρτα.
Κάτω στην είσοδο χαιρετά τους αστυνομικούς που γρήγορα βάζουν μπρος τις μηχανές. Μπαίνει στο αμάξι και ξαναπιάνει τον κόμπο της γραβάτας, ισιώνει τα μαλλιά του σταματώντας για λίγο στην περιοχή της χωρίστρας. Βήχει, καθαρίζει τη φωνή του και αρχίζει να λέει μια δυο φορές Παρών.
Παρών…
ΠΑΡΩΝ.