Για κάποια “Στέλλα”…

Καλειδοσκόπιο (ένθετο του 24grammata.com)

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

Στο τέλος της σελίδας μπορείτε να δείτε ολόκληρη την ταινία “Στέλλα” του Μ. Κακαογιάννη (1955)

Η ακροτελεύτια φράση του φιλμ συνιστά μία εκ των πιο καίριων, κινηματογραφικών αναμνήσεων για τη σύγχρονη, ελληνική παραγωγή της «μεγάλης οθόνης.» Η λιτή, σεναριακή αυτή έξαρση δεν θα μπορούσε, εκφρασμένη από τους συγκεκριμένους ηθοποιούς, παρά να δημιουργήσει μια διαχρονική ένταση, ανάλογη, τόσο της υποκριτικής δεινότητας των δύο ηθοποιών, όσο και του τραγικού στοιχείου, με το οποίο αιώνες τώρα, διδάσκεται το λαϊκό δράμα. «Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!», φωνάζει εν εξάλλω ο Γιώργος Φούντας για να συναντήσει την περιφρόνηση της Μελίνας Μερκούρη. Μια περιφρόνηση, ένα θάρρος που ανταποκρίνεται περισσότερο και καθολικότερα σε ένα συναίθημα εντατικό και παρορμητικό, όπως ο έρωτας. Η Στέλλα θα ακολουθήσει τη μοίρα της, θα προχωρήσει ίσια προς το θάνατο, την τέλεια και οριστική κορύφωση του ελληνικού δράματος. Η αναγωγή του φιλμ στην αριστοτεχνική πλοκή, όπως αυτή παρουσιάστηκε στο λόγο του αρχαίου δράματος συνιστά μια συνεπή και φυσική ακολουθία. Η εξέλιξη του έργου ταυτίζεται με την αισθητική, όχι απλά μιας εποχής, αλλά ενός ολόκληρου, κοινωνικού ιστού, ο οποίος θεωρεί ως ανάγκη την αποδοχή της οδύνης, την τελείωση ενός πεπρωμένου, είτε αυτό αφορά την καταξίωση, τη μοναξιά, το θάνατο. Στο φιλμ του Μιχάλη Κακογιάννη διαφαίνεται καθαρά η διάθεση του σπουδαίου κινηματογραφιστή και σκηνοθέτη, να εντάξει το έργο μες στον ελληνικό, πνευματικό χαρακτήρα. Το δείγμα του ταλέντου του, αλλά και ένα από τα στοιχεία που καθιστούν ως σήμερα, επίκαιρο το συγκεκριμένο φιλμ είναι ίσως πως δεν πρότεινε μια νέα, διαφορετική εκδοχή του δράματος, αλλά επέλεξε μέσω του έρωτα να μιμηθεί, -τι θαυμάσια εξαίρεση, αλήθεια-, ο κινηματογράφος την ίδια τη ζωή, παραφράζοντας εκείνο το ρητό που θέλει τη ζωή να μιμείται την τέχνη. Η έννοια της αντιστροφής, όπως πρυττανεύει ως επιδίωξη στην τέχνη, εδώ βιώνεται κυριολεκτικά. Η τέχνη μιμείται τη ζωή, την αντιγράφει καλύτερα, καθώς επιβεβαιώνεται πως ο σεβασμός προς το πραγματικό, σχολή για το μετέπειτα σινεμά εξαργυρώνεται με την πιστή προσήλωση του κοινού, ειδικευμένου και μη στο παραγόμενο αποτέλεσμα.
Οι συντελεστές του έργου αποτελούν προσωπικότητες, οι οποίες μεγαλούργησαν στους τομείς τους και σε μια μοναδική σύμπτωση βρέθηκαν σε μια κοινή παραγωγή, καθηλώνοντας κοινό και ειδικούς με την πληρότητα του εγχειρήματός τους. Η μουσική του Χατζιδάκι, η σκηνογραφία του νεαρού, τότε Γιάννη Τσαρούχη, η νευρώδης και ρεαλιστική, γήινη Μελίνα Μερκούρη, ο εκφραστής μιας αναλλοίωτης ανδροπρέπειας, ο Γιώργος Φούντας. Όλα τα πρόσωπα αποτελούν ακμές και κορυφώσεις μες στην ελληνική, καλλιτεχνική σκηνή. Σαφώς, η υπόθεση του έργου οδηγεί τους δημιουργούς. Και αυτή ακριβώς η καθοδήγηση δημιουργεί το υπόβαθρο για ένα από τα πιο συγκλονιστικά δείγματα του αστικού ρεαλισμού.
Η υπόθεση του έργου απλή, λιτή, δίχως πολύπλοκες ανατροπές ή περιττά πρόσωπα. Μία νεαρή γυναίκα, η Στέλλα, τραγουδίστρια σε ένα νυχτερινό μαγαζί και ένας άντρας, ένας ποδοσφαιριστής, ο Μίλτος, ο οποίος επιλέγει στο πρόσωπο της γυναίκας την ευτυχία και το θάνατο μαζί. Η εξέλιξη του έργου, γρήγορη, συναρπαστική, πιθανή πέρα από κάθε τι, αιχμαλωτίζει τον θεατή, ενώ η ταχύτητά της καθώς και άλλα ειδικά στοιχεία συμπληρώνουν τη μοναδικότητα. Και καθώς μιλούμε για στοιχεία, κανείς θα πρέπει να λάβει υπόψην τη φωτογραφία, την αποτύπωση του μεταπολεμικού, δηλαδή αστικού τοπίου, καθώς και την ευρύτητα του χώρου, χαρακτηριστικό το οποίο προτείνεται ήδη ως αλληγορικό αντιστάθμισμα στη «στενότητα» του ελληνικού, κινηματογραφικού χώρου, τη θεμιτή, νηπιακή ασθένεια ενός αργοπορημένου είδους τέχνης. Η σταδιακή καταξίωσή του, άλλωστε όπως λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια ίσως τούτο να αποκαλύπτει. Το «προχώρημα» των παραγωγών και των συντελεστών σε νέα μοτίβα και νέα, τολμηρότερα εγχειρήματα, με τα οποία αναζητάται μια χωροταξική, κοινωνική διεύρυνση αλλά και η εξασφάλιση ενός μεγαλύτερου κοινού, πληθωρικότερου στα εξειδικευμένα, ποιοτικά χαρακτηριστικά του.
Η ταινία χαρακτηρίζεται ως η ηθογραφική αποτύπωση μιας ιδιαίτερης περιόδου της ελληνικής ιστορίας. Συνιστά δηλαδή, αφενός ένα υψηλό δείγμα κινηματογραφικής σύλληψης, αφετέρου αποτελεί μία διακριτική καταγραφή που αγγίζει τα όρια της κοινωνικής φαινομενολογίας. Η υπόθεση εξελίσσεται στην ελληνική κοινωνία των πρώτων δεκαετιών μετά το δεύτερο, παγκόσμιο πόλεμο. Η επαναφορά των ηθικών κανόνων, μετά τον κλονισμό τους κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η αποκατάσταση και η ανάδειξη «άγραφων» κανόνων δικαίου διατρέχουν το φιλμ. Η θέση της γυναίκας μες στα ελληνικά, κοινωνικά δρώμενα, η ανδροπρέπεια, στρεβλή και απόλυτη την ίδια στιγμή, αποτελούν πυλώνες της υπόθεσης, αλλά και της ματιάς του Καμπανέλλη, στο έργο του οποίου «Η Στέλλα με τα Κόκκινα γάντια» βασίστηκε το σενάριο της ταινίας. Το μαχαίρι εκφράζει το «απόλυτο» της παραπάνω αναφοράς μας. Ο θάνατος που επέρχεται συνιστά τη μόνη διέξοδο για την ηθική καταξίωση. Ο έρωτας δεν μπορεί παρά να ολοκληρωθεί με έναν σωματικό θάνατο, προκαλούμενο, σε αντιστοιχία με την ερωτική πράξη, διαμέσου της επαφής, του συνταρρακτικού εναγκαλισμού με τον οποίο ολοκληρώνεται το φιλμ. Η Στέλλα ζητά από τον Μίλτο να την κρατήσει και μες σε αυτόν τον εναγκαλισμό συγκρατείται όλη η συγκίνηση και η δυναμική της κινηματογραφικής απόπειρας.
Οι πολλαπλές διακρίσεις της ταινίας δεν αποτελούν το μόνο παράγοντα για την επιβίωσή της μες στους «έγχρωμους», κινηματογραφικούς καιρούς μας. Η ερμηνεία των ηθοποιών επίσης δεν συνιστά το μόνο λόγο για την πληρότητά της. Αν για το «Καλειδοσκόπιο» η αναφορά στο φονικό μαχαίρι αποτελεί έναν οδηγικό παράγοντα, η αίσθηση η οποία συγκρατείται μες στην πλοκή αποτελεί τον πιο σπουδαίο παράγοντα για να μνημονεύει κανείς με θαυμασμό την παλιά, εκείνη «Στέλλα.» Μια γυναίκα αιώνια, ερωτική και ελληνική. Βαθιά ελληνική.

http://www.youtube.com/watch?v=jUQczfuLq-E&feature=related