γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Πολλές φορές σκέφτομαι τους φυλακισμένους αυτού του κόσμου. Τους πραγματικά περιορισμένους σ΄ασφυκτικά κελιά για δέκα ή και περισσότερα χρόνια.Τα κελιά χωρούν λένε γύρω στα τρία άτομα. Στις μέρες μας συνωστίζονται πάνω από έξι άτομα. Άνθρωποι με διαφορετικές αφετηρίες, με διαφορετικές ποινικά κολάσιμες πράξεις. Για τον αιώνα της παρηγοριάς και της συμφιλίωσης που άγρια θ΄ακυρωθεί μια μέρα δόθηκε ο λόγος στις εκκλησίες των χριστιανικών κοιτίδων της Ευρώπης. Όμως λίγη σημασία έχουν αυτές οι σκέψεις όταν ο νους μου μετρά τον καιρό όπως εκείνοι οι έξι. Στην πτέρυγα φιλοξενούνται εύκολες υποθέσεις έως πέντε χρόνια. Ο καθένας στο μικρό του στρώμα, σιωπηλοί μ΄έναν μικρό δέκτη. Μα είναι ώρες που πνίγονται μες στο υγρό δωμάτιο και ένας – δυο ανάβουν φωτιές στα παράθυρα με τα ρούχα τους. Έτσι ολόκληρη η πρόσοψη της φυλακής αναδεικνύεται στην άκρη της λεωφόρου. Περιστρέφουν τ΄αναμμένα ενδύματα, σαν να τολμούν ένα απ΄εκείνα τα μαγικά κόλπα των τσίρκων. Η ζωή μου είναι συνυφασμένη με μια σκηνή. Υπάρχει μία μνήμη από το μεγάλο αντίσκηνο. Σαν εκεί να ζούσε μια ολόκληρη φυλή, προστατευμένη απ΄τον κόσμο. Με θυμάμαι να το κοιτώ. Έπειτα το επισκέφθηκα μία και μοναδική φορά. Ήταν τέτοια η απογοήτευσή μου για την απουσία των άγριων θηρίων, ώστε δεν απόλαυσα καθόλου το θέαμα. Παλεύω εδώ και μήνες να θυμηθώ τόπους και πρόσωπα. Πέρα του πατέρα μου δεν υπήρξε άλλος ως τώρα. Μ΄αυτόν τον εξωφρενικό συνειρμό, χαρακτηριστικό δείγμα των όψεων που προσφέρει η πόλη, αντικρίζω τους φλεγόμενους τροχούς. Θυμάμαι πως είναι μόνο ένα παιχνίδι των ματιών, η εξαίσια δύναμη της τιμωρίας. Αλλά εκείνη την ώρα σ΄αυτό το κελί κάποιος απελπίζεται τόσο ώστε ν΄αφήνει κραυγές μες στη νύχτα. Πάντα ο φύλακας, πάντα επιτακτικά να του ζητά να σωπάσει. Οι φωνές τους τώρα χάνονται σαν μες σε διαδρόμους. Έρχονται όλο και πιο κουρασμένες, με δεκανίκια ώσπου χάνονται. Αυτές οι λίγες στάχτες είναι οι σπονδές απ΄τις νυχταγωγίες. Ένα άλλο, ας πούμε θαύμα που δεν πραγματοποιήθηκε.
Ο Όσκαρ Ουάίλντ που έγραψε για εκείνη την αγγλική φυλακή τόνισε τις συνθήκες, τη βαναυσότητα, το δείγμα εκείνου που οι πιο σύγχρονες κοινωνίες θ΄αποκαλούσαν περιθώριο, διευρύνοντας κάθε τόσο τα πλαίσια λειτουργίας και έκφρασής του. Οι κατά καιρούς ευαισθησίες και τα οδοιπορικά ελαφριού εξοπλισμού στα σκληρά ιδρύματα αυτής της χώρας ζητούν να μας γνωρίσουν μ΄έναν άλλο κόσμο. Εκείνο που δεν θα ειπωθεί ποτέ, όσο κυνική και αν γίνει η ίδια η τηλεόραση είναι ένα ερώτημα που θα σχετίζεται με την αγωνία και τις πολύ δύσκολες ώρες. Αυτοί οι έξι ή πάλι όσοι κατάγονται από μια άλλη χώρα και δίχως τίποτε στα χέρια τους προαυλίζονται μακριά απ΄τους υπόλοιπους έχουν όλοι βιώσει μια τρομερή τέτοια στιγμή. Ένα βράδυ, λένε στις φυλακές θα μπορούσε να σου επιβεβαιώσει τις φήμες.
Το πλάνο προβλέπει μια τελευταία επίσκεψη. Το πρωί μιας Κυριακής, στο καθιερωμένο επισκεπτήριο, όπου μπορεί ο ένας ν΄αγγίξει τα χέρια του άλλου, σε μια κάπως παρηγορητική ευτυχία. Αυτήν την ώρα και ίσως όταν σημάνει το τέλος των επισκέψεων μπορώ να φανταστώ τη λύπη για όλα όσα εξελίσσονται καθώς κανείς γίνεται πιο τρυφερός, με μια ιδεώδη αγάπη για τη ζωή. Η μόνη ανταμοιβή και ίσως η πιο σημαντική καινοτομία σ΄ένα σωφρονιστικό σύστημα θα ήταν η αναγωγή των πετυχημένων περιπτώσεων σε πρότυπα, μέσω καθορισμού θέσεων κοινωνικού χαρακτήρα. Εκείνος που επιστρέφει από μια προσωπική τραγωδία, μόνο αυτός θα μπορούσε να διδάξει την αποτροπή. Όποιος έχει γνωρίσει το τίμημα, μπορεί να περιγράψει τη θυσία. Όμως απέχουμε πολύ από μια τέτοια ιδέα. Όσοι σήμερα την χαρακτηρίζουν ως ανεφάρμοστη, μπορεί να έχουν δίκιο. Ο ανθρωπισμός δεν κοινοποιήθηκε μες στο γενικότερο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης. Υπήρξε πάντα μια ιδανική πολιτεία που δεν διεκδικήθηκε.
Για τ΄άστρα της Γρηγορίου Λαμπράκη, τα τρυφερά νιάτα, για τους ακροβάτες της απελπισίας και τις φωτιές μέσα απ΄τα κιγκλιδώματα. Για κανέναν άλλο αυτές οι λέξεις.