24grammata.com- σύγχρονοι λογοτέχνες
γράφει ο Χρήστος Τουμανίδης
«Κουβέντα δίχως όρια»
Για τον Γιώργο Μαρκόπουλο,
Το Μπαρ «ΙΝΤΙΜΕ» στην οδό Φερών 17, ανάμεσα 3ης Σεπτεμβρίου και Αριστοτέλους, υπήρξε ένας μικρός «μυθικός» χώρος της καθημερινότητας μου, που πια δεν υπάρχει. Αλλά επιζεί, διασώζεται, σε μιαν άλλη διάσταση μέσα στο χρόνο. Και μέσα στην ποίηση. Εκεί, το πνεύμα και το …οινόπνευμα, «συναντήθηκαν» κάποτε, και «έγραψαν» την δική τους σελίδα, στο μεγάλο βιβλίο της φιλίας.
Συχνά περνάω απ’ έξω, κοιτάζω την πολυκατοικία, τον αριθμό 17, την τζαμαρία που κάποτε φωτίζονταν από άγνωστες φωτεινές πηγές, που κάθε βράδυ γίνονταν ένας «ιδιωτικός», γήινος γαλαξίας! Και αναπολώ τις μέρες, ή καλύτερα, τις νύχτες του 1979.
Θλίψη και πίκρα, αλλά και κρυφή χαρά, με κατακλύζουν. Και στιγμές της περασμένης μου ζωής, ζωντανεύουν άξαφνα. Σαν τις μικρές ταινίες που, μόνο η ζωή, ξέρει να γράφει τα σενάρια τους και τα σκηνοθετεί, με τον δικός της ανεπανάληπτο τρόπο.
Κάποιες από αυτές τις ανεκτίμητες στιγμές, τις έζησα, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, με τον φίλο μου, τον Γιώργο Μαρκόπουλο. Τον πιο τρυφερό και ανθρώπινο ποιητή της γενιάς μας! Καθόμασταν σε χαμηλό μακρόστενο τραπεζά- κι και πίναμε τα ποτά μας, ακούγοντας -σε Μπάρ παρακαλώ!- την «5η Συμφωνία» του Μπετόβεν! Πίναμε και κουβεντιάζαμε, εν μέσω μουσικής, για ένα σωρό δικά μας πράγματα! Μιλούσαμε για ποίηση ασφαλώς, και για ποιητές. Μιλούσαμε για την «πρώτη πατρίδα μας», που είναι τα παιδικά μας χρόνια. Για την δύσκολη αλλά υπέροχη εφηβεία μας. Και μιλούσαμε για τις ανοιχτές ακόμα «πληγές» που μας άφησε η φοβερή Εφταετία της Δικτατορίας. Αυτή η μεγάλη νύχτα της Ελλάδας!
Μέσα από την κουβέντα μας, πέρασαν και οι αναμνήσεις του Αιγάλεω, η «Θλίψις του προαστίου», το Μπαρουτάδικο του έρωτα, και το βουνό με τις πανάρχαιες ιστορίες του, τις τόσο κοντινές. Κι εκείνο το ποτάμι, ο Κηφισός, που έκοψα στα δυο, για πάντα τις ζωές μας. Και άλλα πολλά, μικρά και «ασήμαντα» του περασμένου βίου. «Ασήμαντα», πλην όμως, πολύτιμα πετράδια της ύπαρξης μας. Ψηφίδες ακριβές της καθημερινότητάς μας!
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ανάμεσα σε γυαλιά, σε συγχορδίες και σαλπίσματα, -ο Μπετόβεν στις κορυφαίες στιγμές του-, ήμασταν τόσο πλήρεις! Τόσο ωραία χαμένοι… Βρισκόμασταν πολύ κοντά σε αυτό που λέγεται «ευτυχία». Ή αλλιώς, αιωνιότητα της στιγμής. Πίναμε και μιλούσαμε, και ζούσαμε γι ακόμη μια φορά τα περασμένα. Ζούσαμε το απρόοπτο. Το μη εφικτό! Το μη συντελεσμένο θαύμα.
Και άξαφνα, σαν χτυπημένος από μια σκοτεινή δοξαριά του «Πεπρωμένου», καθώς σήκωνα το ποτήρι μου:
– Δωσ’ μου χαρτί και μολύβι, Γιώργο, γρήγορα, πρέπει να γράψω… πρέπει, τώρα…
– Δεν έχω χαρτί… μονάχα στυλό κι αυτόν τον κίτρινο φάκελο, είπε εκείνος ταραγμένος.
Δεν μπορούσα να περιμένω, ήταν αδύνατον και άρπαξα τον μεγάλο φάκελο, τον έσκισα σε τρία ή τέσσερα κομμάτια, και άρχισα να γράφω… Και έγραψα σε όλα τα κίτρινα κομμάτια, κι απ’ τις δυο μεριές. Ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησε η μουσική. Είχε τελειώσει η «5η Συμφωνία». Τέλειωσαν και οι διαθέσιμες …σελίδες. Σταμάτησα. Κοίταξα τον Γιώργο∙ χαμογελούσε, έτσι όπως χαμογελούν, εκείνοι που ξέρουν να κατανοούν! Έπειτα, κοίταξα τα γραμμένα, τα …κακοποιημένα χαρτιά, γεμά- τος ικανοποίηση! Θαρρείς πως είχα πετύχει κάτι σπουδαίο τάχα! Μια νίκη προσωπική με αντίπαλο τον χρόνο. Και το πεπρωμένο. Κι αυτό, τι τύχη αλήθεια, μπροστά στα μάτια ενός ποιητή που θαύμαζα και αγαπούσα και, το πιο σημαντικό, τον είχα φίλο μου.
Μέσα σ’ εκείνα τα ιερογλυφικά του «κίτρινου πυρετού», είχαν συμπιεστεί, σκέψεις παλιές, εικόνες ξεχασμένες, αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα και ωραίες αυταπάτες.
Σκέψεις και λογισμοί και όνειρα. Δάκρυα βουβά.
«Τι ανακούφιση Γιώργο …», είπα.
Σα να είχαν πάψει για λίγο τα βάσανά, πάνω στη γη, και μέσα στην ψυχή μου!
«Σ’ έναν παλιό, μακρόσυρτο ρυθμό, όλο φαράγγια…».
Έτσι άρχιζε η περιπέτεια, εκείνης της αλλόκοτης γραφής.
-Άραγε τι θα βγει μέσα από τούτες τις γραμμές; Ποιος ξέρει;
-Μα, το λιγότερο που θα μείνει Χρήστο μου, θα είναι
η ίδια η συνάντησή μας.
Αυτή η χωρίς όρια, όπως την λες, κουβέντα μας!
– Ναι, ναι… Θα μείνει ο λόγος. Η σιωπή.
Το ποίημα εν τέλει που, δε θα γράψουμε ποτέ!
-****-
(Κάπως έτσι γεννήθηκε, το πιο εκτεταμένο ποίημα μου. Χάρη στον Γιώργο Μαρκόπουλο. Κατά μία έννοια, το γράψαμε μαζί. Το παραθέτω, με ελάχιστες …παρεμβάσεις, σε σχέση με την πρώτη του δημοσίευση -μετά από τριάντα δύο χρόνια!- για να τιμήσω, με έναν άλλο τρόπο, τον πολύτιμο φίλο και πνευματικό σύντροφο).
Κουβέντα δίχως όρια
στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Σ’ έναν παλιό, μακρόσυρτο ρυθμό όλο φαράγγια
ακουμπισμένοι απόψε.
Ποιος να το έλεγε -νεκροί σχεδόν-
την ώρα ετούτη που οι φλέβες αδειάζουν στην Ασία
κι ένα ποτάμι από φωνές γονατισμένες,
διασχίζοντας τη γήινη σιωπή, φτάνει ως εδώ.
Ακούς;
Όχι αυτόν το θόρυβο των ποτηριών,
μήτε το βήχα εκείνου, που χτυπιέται στον τοίχο.
Τις ειδήσεις λέω. Ακόμη δεν εκόπασαν.
Αλλά, προς τι; θα πεις. Εδώ οι ευθύνες
χάνουν το βάρος τους.
Το έξω και το μέσα, δίχως διάδρομο.
Ένας καπνός από εύκαμπτα νοήματα
περνάει τη σκέψη,
τον καημό,
ανοίγει αόρατες οπές στην οροφή,
έτσι που, ο ουρανός να στέκει μακριά.
Αυτά ακριβώς, και ο ρυθμός, και ο κόμπος, να …
θέλω να πω,
δεν αρκούνε τα μάτια. Κατάλαβέ με.
Αυτός ο χώρος, Γιώργο, πρέπει να αποκαλυφθεί
-Πες μου, λοιπόν, αφού το αλκοόλ και η σιωπή
δε θεραπεύουν. Μίλα!
-Πλησίασε στο φως και σκύψε.
Επειδή από παντού αφουγκράζεται η Ιστορία.
Έτσι.
Η σιωπή να καλύπτει τα τύμπανα, να καλύπτεται.
Δε θα ξεχάσω τα μάτια του, α!
Την ραγισμένη εκείνη τζαμαρία.
Όλα, μεσ’ από μνήμες και υποψίες έμειναν,
σαν γκρεμισμένα σπίτια.
-Η Ποίηση, ξέρεις, είναι ένας τρόπος
να αρνιέσαι την Άρνηση,
τις επιβεβλημένες λέξεις
Τη νύχτα αυτή που ανοίγει τα πηγάδια της.
Το βλέπεις δα.
Μόνη βεβαιότητα, τα τραπέζια,
η γρατζουνιά της βελόνας.
Η διαφάνεια του γυαλιού.
Ίσως πονέσουμε απόψε, Γιώργο.
(Δε θα ξεχάσω πλάι στην ωραία στάχτη,
το χαμόγελό του.)
Πόσο είχαμε σωπάσει ξαφνικά!
Δύσκολη η στροφή, είπε κάποτε,
και η δοξαριά που δε λέει ν’ αφήσει το μυαλό
κι εκείνη η κάννη που μας σημαδεύει –
Ο μπάρμαν, το κίτρινο φως και οι άλλοι
στα τρίποδα∙ σκυφτοί!
Κι αυτά τα κάδρα;
Η Άνοιξη που δύσκολα τη θυμάσαι,
το κομμένο αυτί του ζωγράφου
και το δάχτυλο στη σκανδάλη…
Κι έπειτα οι σειρήνες, το σκοτεινό κρεβάτι
και τα μάτια δίχως όραση,
πίσω απ’ τα κάγκελα.
Οι ματωμένες εκείνες φωνές στο σκοτάδι:
«Δε θα περάσει ο…δε θα περάσουν…δεν θα…δεν…θα!»
Και τέλος:
Η Κυριακή με τα πολλά γαρύφαλλα.
Με την πολλή σιωπή και τα αγάλματα. Υποδείχνοντας.
Πως δε τα βλέπεις -είπε- και άπλωσε τα χέρια.
Σαν φτερά.
«Το Πολυτεχνείο ζει!»
Ήταν πάντα εκείνο το στόμιο, η φυγή.
Και η υπέρβαση.
«Αδέρφια ζείτε, εσείς…».
Σ’ έναν παλιό μακρόσυρτο ρυθμό όλο φαράγγια-
Που κοιτάς; Δεν έχει δέντρα εδώ.
-Όχι η μνήμη, αυτό το κτίσμα
με τα εφιαλτικά πατώματα, λέω
θα πέσει;
Το ασανσέρ αδειάζει αδιάκοπα, σε άλλους ουρανούς,
-στα έγκατα της γης-
αδειάζει ονόματα, χρονολογίες, γεγονότα.
Ναι!
Κι έπειτα,
προτομές τσακισμένες ερχόντουσαν.
(Όχι από το Μουσείο)
Και μια τρελή μάνα,
στο διάδρομο, πως να στο πω
να με τραβάει απ’ τα ρούχα.
Να με τραβάει, σε μιαν έξοδο που δεν υπήρχε.
Καταλαβαίνεις;
Μια βαριά λευκότητα τύλιγε τότε τις ώρες.
Μυρουδιές από τη δράση των valiums
και κραυγές ζώου.
Ολονύχτιες απόπειρες με τη Σελήνη.
Τι να σου πω.
Τα βράδια εκείνα πάντα παραμονεύουν.
Όταν χωρίς σήμανση, εμβαθύνεις τη μοναξιά σου.
Αν κάπνιζες, αλλιώς θα σου μιλούσε ο βήχας μου.
Δε λέω βέβαια για κείνη την κοπέλα, που
κρατάει το κεφάλι της∙ μην και της φύγει,
ούτε για τα κιτρινισμένα της δάχτυλα.
Δε λέω καν, για την φλέβα που τρέμει στο λαιμό,
για το γυάλινο τρίξιμο- όχι!
Όμως, εδώ,
καλύτερα να τελειώνω.
Ανακυκλώνοντας όσα αποσιώπησα, καθώς ο δίσκος.
«Σολ-Σολ-Σολ Μι…» -το άγιο χτύπημα-
σε Ντο ελάσσονα.
Σε τέσσερα μέρη, όπως οι εποχές.
Όπως τα σημεία του ορίζοντα, λέει.
Γλώσσα στεγνή κι ακίνητη, στον ουρανίσκο κολλημένη.
-Το χτύπημα της μοίρας, ακούς;
Τελευταία στροφή της βελόνας πάνω στη μνήμη.
Μεσάνυχτα από γυαλί και απωθημένα.
Αυτός, εκεί δεν ξέρει, ψάχνεται.
Με το ‘να χέρι κρύβει το φεγγάρι και:
«Ψεύτες, η πόρτα, που είναι η πόρτα…
την πόρτα, μια πόρτα…
ε, σεις…κανείς; Κανείς!»
Ας βγούμε επιτέλους από ΄δω.
Τα ράφια. Ο εμφιαλωμένος θάνατος.
-Οι ανόητοι χρησμοί της Πυθίας-
Κι εμείς πριν χρόνια, θυμήσου!
Στη Λιθαριά, στη Μεσσήνη, στο Αιγάλεω.
(Το ποτάμι κάποτε, κυλάει προς τα πίσω! Πάντα θολό.)
-Κρατήσου, και τα φώτα λιγόστεψαν.
Τι παλιά βουερή ησυχία εδώ!
Εδώ, ποτέ δεν θα…
-Άσε ανοιχτή την πόρτα, να μπει ο βοριάς.
Μέσα σ’ αυτούς
που τέλειωσαν την προσευχή τους, να μπει.
-Μα είναι αργά!
-Μεσάνυχτα, και κείνο το άστρο εκεί, στο χειρουργείο,
είναι ένα μάτι που επίμονα γερεύει.
Όχι όπως ο καπνός και το κονιάκ. Ψάχνει…
Θα το αντέξουμε;
Γιατί σωπαίνεις; «Καληνύχτα».
-Πάντως εγώ, πιστεύω στη σοφία των άστρων,
όπως και στων παιδιών.
-Κι εγώ λέω: «Θα προχωρήσω».
Κάτω απ’ τα νυσταγμένα φώτα.
Σ’ αυτό το ρυθμό που συνεχίζεται παλιός
και επικίνδυνος.
-Δεν είναι τα ρεμπέτικα που αγαπήσαμε.
Δεν είναι ο Σκαλκώτας.
-Ξέρω. Είναι η μεγάλη πολιτεία.
Αυτή που έρχεται πάλι , από το παρελθόν.
Έρχεται, ν’ ανάψει τα ψεύτικα φώτα της.
-Είναι ο ανάπηρος Λυκαβηττός,
ο Υμηττός στο βάθος, και πιο πέρα,
η Δευτέρα.
Μόλις που προφταίνουμε Γιώργο, «καληνύχτα».
Κι ήτανε τότε ακριβώς που φώναξαν άγρια οι ώρες.
(Χρήστος Τουμανίδης)
Από την συλλογή μου, «Απόπειρες», 1981