24grammata.com- ιστορία της λογοτεχνίας
«ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ»
Για τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη
(29/7/19-29/03/2005)
«ο τρελός άνεμος Αγίρ,
Χτυπάει τις πόρτες
Τρίζει τις πόρτες…»
«Ο τρελός άνεμος Αγίρ»
«Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια»,1998
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Νωρίς το απόγευμα αναχωρήσαμε. Ο Μίλτος, εγώ, ο ρεμπέτης Μπαγιαντέρας, μια γυναίκα αμφίβολης ομορφιάς, ένας ηλικιωμένος άνδρας που μιλούσε επίμονα για τη σκληρή ευτυχία και άλλα τέτοια. Επιβιβαστήκαμε στο μικρό πλοιάριο που εκτελεί νυχθημερόν το δρομολόγιο Αίγινα, Μέθανα, Πόρος και έπειτα απομακρύνεται, καθώς ο ένοχος που αποκαλύφθηκε και τώρα δεν τίθεται θέμα για την προοπτική της σύλληψής του. Κανείς δεν μιλά, οι περισσότεροι από εμάς αγαπούν ιδιαιτέρως τις θαλάσσιες διαδρομές και έτσι προσκολλημένοι στη νησιωτική τοπογραφία λησμονούμε τις συζητήσεις, οι συστάσεις ποτέ δεν θα γίνουν, άγνωστοι θα πορευτούμε μες σε τούτα τα νερά. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης σχεδιάζει στην πλώρη του πλοίου ορισμένες διακεκομμένες αναπαραστάσεις των κυμάτων. Η παρατηρητικότητά του συνιστά μια ένδειξη ακραίας, οξύτατης ευφυίας. Μόνον ο μουσικοσυνθέτης, ημιπαράλυτος, με σκεπασμένα τα μάτια δείχνει με το υψωμένο του χέρι προς κάποια κατεύθυνση. Μα δεν μιλά. Κανείς δεν μιλά. Είτε γιατί υπάρχουν μεγάλες φούχτες χώμα μες στα στόματα, είτε πάλι γιατί αργά, δίχως θορύβους ή ξαφνικές εξάρσεις το χώμα στερεύει εντός μας, χύνεται πάει να πει και εξαντλείται. Η κοπέλα με την αμφίβολη ωραιότητα μπορεί να εμπνεύσει τον έρωτα σε κάποιον, όμως η στάση του σώματός της, η διαφάνεια του προσώπου μαρτυρά έναν ολοκληρωτικό τρόμο, μια βαθιά κόπωση. Στέκει κάτω από το πράσινο, πλαστικό στέγαστρο και απολαμβάνει τον ήλιο και τον άνεμο. Φορούν όλοι σκούρα, μαύρα κοστούμια, κάτι νεκρικά ενδύματα δηλαδή και ομολογώ πως παραμένουν φροντισμένοι στα χαρακτηριστικά τους.Εδώ και αναρίθμητες Κυριακές τα απογεύματα πεθαίνουν και ουδέποτε κανείς του επιστημονικού χώρου κατόρθωσε να εξηγήσει με ακρίβεια το φαινόμενο. Περιορίζονται μόνο στην αποδοχή των περίφημων συμπάντων, τα οποία αποκαλύπτονται σπαρμένα, καθώς οι αρχαίες νάρκες που θα εκραγούν αναπάντεχα την ώρα του παιδικού παιχνιδιού. Ο Μίλτος σχεδιάζει στο χαρτί παράδοξες αναπαραστάσεις. Ας πούμε, έναν άνδρα με γκρίζο κοστούμι που τον χαιρετά θερμά, ένας οδοιπόρος και εκείνος διατηρεί ένα βλέμμα εκλεκτικό. Ή την πρόσοψη του ξενοδοχείου «Ελπίς», ή πάλι έναν ροδώνα, λυρικής τεχνοτροπίας με γραμμές τρεμάμενες . Θυμίζουν οι χαράξεις αυτές στρεβλές γεωμετρίες ή προσωπογραφίες χονδροειδέστατες, όπως εκείνου του Ιωαννίτη ζωγράφου Χουλιάρα. Στο πρόσωπό του φέρει μία εφιαλτική έκφραση και έτσι τόσο εγώ, όσο και η κοπέλα σπανίως σκύβουμε το βλέμμα προς τη βιβλική μορφή του ποιητή. Λησμόνησα να σας επισημάνω πως επί του επιβατηγού πλοίου δεν βρίσκεται κανείς πλην ημών και έτσι το πλοίο κατορθώνει να συλλάβει σπουδαίους κόμβους, σκίζοντας τα νερά με ορμή, πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο προς τον γραφικό Πόρο. Κανείς δεν μιλά και είναι γεγονός πως ετούτη η σπουδή επάνω στο θέμα της σιωπής, κρίνεται ουσιώδης. Ετούτο επισήμανε και ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς, περί λεωφορείων, ιατρείων και προθαλάμων. Υποδεικνύω στο βάθος τον Πόρο και όλοι ενεργητικότεροι πασχίζουν να μιλήσουν, να πουν κάτι, μία παρατήρηση ή μια ιστορική μαρτυρία, κατάλληλη της στιγμής. Όμως τελικώς φτάνουμε στον Πόρο δίχως να υπάρξει καμία ομιλία και μάλιστα κάποιοι κλαίνε. Ο ρεμπέτης που έχει ένα χρώμα στάχτης μας υποδεικνύει τη λέμβο με την οποία κάποτε φόρτωσε στάχτες και αναχώρησε για τις μακρινές μονές. Και όμως όλοι εμείς διατηρούμε την υγεία ενός θερινού βλέμματος και τώρα επιδεικνύουμε ένα ακράιο ενδιαφέρον προς τα σχεδιάσματα του ποιητή Μίλτου. Μάλιστα το σχέδιο μιας μαύρης πεταλούδας με μολύβι και καλλιτεχνικές σκιάσεις, μας εντυπωσιάζει το περισσότερο και διεγείρει το ενδιαφέρον μας, καθώς μια ξαφνική βροχή εν μέσω ιουλιανών ημερών. Όταν τον ρωτούμε για το μύθο τα μάτια του διαθέτουν πια βαθιά μέσα τους δύο ήμερα φίδια, κουλουριασμένα φίδια που ασελγούν πάνω στη νάρκη τους, καθώς οι αυτόχειρες ποιητές, μία ολόκληρη, ευγενής τάξη που σώθηκε σε απαγχονισμούς, ανακοπές, αυτοπυροβολισμούς, αθέλητους, δήθεν θανάτους. Τότε ο ποιητής Μίλτος πλησιάζει τον μουσικοσυνθέτη Δημήτριο Γκόγκο που κλαίει με λυγμούς και μαζί, έτσι σφιχτά κρατημένοι, σαν κάποιοι που δεν χόρτασαν το φόβο και τον παραλογισμό του βίου, αναφωνούν χριστιανικά ονόματα και είναι η πρώτη φορά που μιλούν από τότε που εσώπασε οριστικά η φωνή της οδού Ίμβρου.Και μες στα μεσημέρια βαδίζουμε όλοι εμείς, καθώς και εκείνη η κοπέλλα που ονομάζεται Ιωάννα και κρατεί το χέρι του Μίλτου και ανηφορίζουμε προς τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, ο ποιητής γράφει σε τοίχους με τα νύχια του, ανθεκτικά, σκληρότατα νύχια τους στίχους του παλαιού του ποιήματος και η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού να που ξεπροβάλλει από τους τάφους, σέρνοντας πίσω νεκρικά αέρια και στροβιλίζεται και όλοι γλεντούμε, έχοντας εκπληρώσει πια στο ακέραιο το σκοπό του ταξιδιού μας. Γύρω μας μόνο τα παιδιά, τυχαία, ακοίμητα παιδιά των νησιωτικών μεσημεριών που δεν σκοτώθηκαν από τα επικίνδυνα, εκτρωτικά χάπια και τώρα μεγαλώνουν στοχεύοντας προς τον ήλιο, μόνο προς τον ήλιο, ανηφορίζοντας καθώς ο άνθρωπος του σκίτσου σε μια τυχαία, ποιητική συλλογή από εκείνες που δεν θα διαβαστούν από κανέναν και έτσι θα βογγούν άρρωστες και μόνες στα ράφια των βιβλιοπωλείων.Σταθήκαμε για κάμποσες μέρες στον ίσκιο της εσωτερικής αυλής του μοναστηριού. Μια δροσιά ευλογημένη, κανείς μας δεν έκανε να φύγει, ο ποιητής ευφραινόταν και έκλαιγε και φιλούσε βαθιά την Ιωάννα που τη λέγανε πια Γιάννα προς το λαϊκότερο και το πιο συναισθηματικό, το πιο προσωπικό. Όταν τελικά η μαύρη πεταλούδα πέθανε πάνω στις πέτρες, τραχιές πέτρες σαν νεκύδυλλα, όλοι εμείς αναχωρήσαμε τελικά για τις πατρίδες μας. Ο συνθέτης μας χαιρέτησε και πνίγηκε μες στα κύμματα της νήσου Πόρου που μαίνονταν. Η Γιάννα φίλησε τα μάτια του ποιητή Μίλτου και αναχώρησε με το πλοίο της γραμμής. Σημειωτέον πως ο ασπασμός των οφθαλμών σηματοδοτεί το χωρισμό. Εγώ περίμενα την απόφαση του Μίλτου. Εκείνος δίσταζε μα τελικά μου εμπιστεύθηκε πως μόνη του φροντίδα τώρα πια, η μαύρη, νεκρή πεταλούδα και οι στρατιώτες των ακραίων σταθμών που έχασαν επαφή.
Εγώ επέστρεφα. Γύρω μου τα παιδιά γελούσαν και το μεσημέρι ανυπόφορο, από τα σπίτια πετούσαν πέτρες κατά πάνω μου γυναίκες που έβριζαν και χειρονομούσαν με ανδρική προστυχιά. Αργότερα έμαθα πως ήμουν μόνος και πως μιλούσα για ώρες, μέρες πάνω στο Μοναστήρι και ήταν όλο ενήμεροι για την παραφροσύνη μου. Αιτία μοναδική της μερικής κατανοήσεως τους το γεγονός πως άλλοι, πριν από μένα, ο ποιητής ας πούμε Μίλτος, δοκίμασαν να κατασκευάσουν σιδηροδρόμους στο μέσον αποικιακών ερήμων, να αναπλάσουν με παραισθητικό τρόπο την πραγματικότητα, ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους και του ύδατος.