γράφει η Ντόρα Βλάσση
Όχι, δεν είναι έξω απ’ τη λογική του νεοφιλελευθερισμού οι τέχνες και οι επιστήμες, ως μπίσνες, ως προνόμια μίας ψωροφαντασμένης “Sickeria” – όπως αποκαλεί ο Ηλίας Πετρόπουλος τις μαντάμ σουσούδες -, που πληρώνει τα σκατά που η εκάστοτε αυθεντία της πουλάει για χρυσάφι. Η πατροπαράδοτη ευρωπαϊκή – και όχι μόνο – μανία για τις περγαμηνές που υπολογίζονται πολύ περισσότερο απ’ το ίδιο το έργο, οδηγεί στην προσαρμογή ακόμα και των λαϊκών τεχνών, στις επιταγές ενός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και επιδίδεται – με τις ευλογίες, αυτού του κοινού που στέκεται χωρίς καμία κριτική διάθεση απέναντι στα έργα – να βρει κι αν δεν βρει να δημιουργήσει έναν πλασματικό λόγιο χαρακτήρα ντε και καλά .Είναι το κοινό που συγκροτούν οι κούφιοι άνθρωποι, όπως τους περιέγραψε ο Έλιοτ στο ομώνυμο έργο του :
Ι.
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
Γέρνοντας μαζί
Με την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!
[…]
Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
Δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση˙
Εκείνοι που διέσχισαν
Με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται – όπως ήμασταν – όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
Σαν τους κούφιους ανθρώπους
Τους παραφουσκωμένους ανθρώπους.
Με τις λαϊκές τέχνες, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα βέβαια, καθώς ο ίδιος ακριβώς ο προσδιορισμός τους, μας δίνει τη σειρά των ιδιωμάτων αυτών, που τις καθιστούν αυτό που είναι. Είτε απλοϊκές είτε πολύπλοκες και βαθυστόχαστες είτε χιλιάδες άλλα πράγματα. Ακόμα και στη μελέτη των λαϊκών τεχνών συναντάει κανείς το ίδιο σύμπλεγμα, όταν αυτές πέφτουν θύμα του ακαδημαϊσμού ως φετιχισμού, που συχνά τελικά προσδίδουν σ’ αυτές τον ψευτολόγιο χαρακτήρα, που τις καθιστά περισσότερο καθωσπρέπει για το περιβάλλον αυτό, συχνά ευνουχίζοντας τες.
Εν τω μεταξύ παρελαύνει ως “νέο αίμα” ένας όχλος “καταπληκτικών” περιπτώσεων, που όταν ανάμεσά τους υπάρχει όντως έστω και μία περίπτωση που είναι καταπληκτική, προφανώς χάνεται μέσα σ’ αυτήν την ισοπεδωτική συνθήκη, τη συνθήκη μέσα στην οποία άνθισε ο ακαδημαϊσμός ως φετίχ και άρχισε να βγάζει μια στρατιά ανέμπνευστων εκτελεστών που τα διαπιστευτήρια της καταπληκτικότητάς τους, είναι το βιογραφικό τους, είναι οι επαφές τους, είναι το κατά πόσο επικερδείς είναι οι μπίσνες που στήνουν μεταξύ τους, ακριβώς μέσα σε αυτό το καθωσπρέπει περιβάλλον απ’ το οποίο προέκυψαν και το οποίο εν πολλοίς λειτουργεί σαν φυτώριο πανομοιότυπων χαρακτήρων, που κυρίως όταν το αντικείμενο τους έχει να κάνει με ένα λαϊκό είδος, γαλουχούνται αγνοώντας συνήθως ως εγκυκλοπαιδική πληροφορία και τίποτα περισσότερο την καταγωγή του και τα ιδιώματα που το έκαναν να ξεχωρίζει, εστιάζοντας στην μετεξέλιξη του και μόνο, γεγονός για το οποίο αποφάσισε, η “λογιοσύνη” των ευνουχιστών και για την επικράτηση του συνεπικούρησε η χαύνα στάση των εκπαιδευόμενων προς αυτήν την κατεύθυνση ευνούχων. Το καινούριο, η επινόηση, η εφεύρεση, η γένεση μιας νέας φόρμας, μιας άλλης πρότασης, η ανάδειξη μιας νέας πλευράς αυτού του ίδιου αντικειμένου, έχει χαθεί υπό την σκιά είτε των εκάστοτε “ιερών τεράτων” – λες και η τομή, ως απόπειρα και ως ρίσκο αφορούσε και αφορά μόνο στους παρελθόντες – είτε στην ασφάλεια της μανιέρας, της επανεκτέλεσης έστω κι αν αυτή είναι πιστή κτλ. Όμως… “Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.” γράφει ο Εμπειρίκος στο ποίημα “Τριαντάφυλλα στο παράθυρο” της Υψικαμίνου.**
Η μαθητεία, ο παιδεμός και η μελέτη, η έρευνα και η θυμοβορά – εκτός απ’ το ότι πρωτίστως συνιστά προσωπική υπόθεση- είναι πράγματα εντελώς διαφορετικά ως προς το περιεχόμενο τους, απ’ το κόλπο που έχει στηθεί και που ειδικότερα στην Ελλάδα, είναι ιδιωτική υπόθεση μιας κλειστής τάξης που λειτουργεί σύμφωνα με τους όρους του νεοφιλελευθερισμού σε όλο το φάσμα της δραστηριότητας της. Για όσο καιρό, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, στρέφονται ως κοπάδι, στην αυθεντία-βοσκό για να τους υποδείξει ποιός ή τι είναι “άριστον”, η μηχανή αυτή θα δουλεύει με το λαδάκι που αφήνει ο χειροκροτητής -μαριονέτα, το ανυποψίαστο γρανάζι, το νερό στο μύλο αυτής της επιχείρησης. Εν ολίγοις πρόκειται τελικά για το φαινόμενο της ετερονομίας, όπως το προσεγγίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης και το οποίο αναλόγως προσαρμόζεται και λειτουργεί σε βάρος της όποιας προσπάθειας για ατομική ή συλλογική αυτονομία.
Τα αποτελέσματα της χριστιανικής μας εκπαίδευσης: ο μεσσιανισμός, η τυφλή πίστη στην αυθεντία, η ασφάλεια της πεπατημένης όπως την υπαγορεύει η εκάστοτε ιερή βίβλος, ο εκάστοτε ιεροφάντης, η εμμονή με την ακραία εξειδίκευση (μια εκ των απαιτήσεων της αγοράς όπως αυτή λειτουργεί τώρα, σύμφωνα με τις επιταγές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και συντηρητισμού), ο κομφορμισμός, η μικροαστική μιζέρια της άποψης “ό,τι δεν καταλαβαίνω είναι σπουδαίο” και η χριστιανική προτροπή “πίστευε και μη ερεύνα” που τελικά είναι το σκοταδιστικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο δρα ο άνθρωπος, ως μονάδα πλέον, στο πλαίσιο της χαμηλής του αυτοεκτίμησης, της φοβίας που τρέφει για την προσωπική έκθεση μέσω της αντίδρασης του ή μέσω μίας ανορθόδοξης κρίσης του, ο άνθρωπος του πνευματικού και κοινωνικού επαρχιωτισμού που στρέφει την προσοχή του στο βιογραφικό, στην εικόνα, στην αβρότητα κτλ του δημιουργού – εκτελεστή και όχι στο ίδιο το έργο, ο άνθρωπος που περιμένει πρωτίστως το πόρισμα της αυθεντίας αποφεύγοντας να πάρει το ρίσκο να απορρίψει το προϊόν ή έστω να διαφωνήσει με ζωτικό τρόπο ερχόμενος σε σύγκρουση με την άποψη της κυρίαρχης αριστοκρατίας των ειδικών, των επιχειρηματιών του πνεύματος και της τέχνης, που δραστηριοποιούνται εντός του πλαισίου της κεκτημένης τους θέσης ως μάνατζερ, επαγγελματίες διανοούμενοι, ειδικοί κτλ σε δημόσιους φορείς στη συντριπτική τους πλειοψηφία και όχι στον ερευνητικό και δημιουργικό στίβο αυτής της ίδιας της επιστήμης ή της τέχνης την οποία υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Η μικρή απήχηση που έχουν πολλές απ’ τις προτάσεις τους, είναι γεγονός που δεν πτόησε καθόλου το εμπορικό δαιμόνιο των ενορχηστρωτών αυτής της επιχείρησης, αντιθέτως οδήγησε σε σχηματισμό της νέας απίθανης άποψης, ενός νέου κλισέ που λέει ότι το μικρό αυτό κοινό που αντιλαμβάνεται την ποιότητα του προϊόντος τους είναι εκλεκτό, διότι το ίδιο το προϊόν είναι για λίγους και καλούς και σε αυτούς απευθύνεται! Δεν χρειάζεται να γίνει λόγος εδώ, για τις εξαιρετικής ποιότητας περιπτώσεις, που έχουν προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον και έχουν αγγίξει και το λιγότερο εξειδικευμένο κοινό – αυτό το ταπεινό και αχρείο!! Αυτές οι περιπτώσεις συνήθως κατατάσσονται σε ένα πάνθεον, το οποίο στέκει μακρινό και ιερό, σαν τον Θεό ας πούμε, που οι πιστοί καθώς και οι ιερείς του, θεωρούν αλάνθαστο και άρα μέγιστο λάθος έως και ύβρη το να τολμηθεί κάποια αποκαθήλωση μέσω μιας άλλης πιο αιρετικής προσέγγισης. Η υπέρβαση αυτών, η μερική λήθη που θα οδηγούσε σε μια νέα επινόηση πέρα απ’ το έργο τους, σε μια άλλη εξέλιξη που θα φέρει τη χαρά της απροβλεψιμότητας ή και της ακαριαίας ή προοδευτικής αύξησης της εντροπίας, η αποκαθήλωση των ιερών αυτών τεράτων, δεν θα ευτυχίσουμε να πραγματοποιηθεί στον βαθμό που κάτι τέτοιο θα είχε προθέσεις δημιουργικές και θα οδηγούσε στον σχηματισμό ενός νέου αιτήματος και στην δημιουργία μιας άλλης πρότασης. Το συμφέρον της επιχείρησης είναι να αποτελούν περιπτώσεις ταξινομημένες και εκτεθειμένες σε βάθρα ως μουσειακά εκθέματα, άπιαστα και θεϊκά, φοβερές περιπτώσεις υπερανθρώπων που φωτίστηκαν απ’ το άγιο πνεύμα… και ευλογήθηκαν από θεϊκό χέρι ή απ’ το χέρι της μούσας να διαπρέψουν στον τομέα τους. Πρέπει να προστατευθούν απ’ τους τορπιλιστές, απ’ τους άθεους, απ’ τους αιρετικούς και τους επηρμένους! Θα πρέπει να θαυμάζονται, να γίνονται προς τιμήν τους κατά καιρούς μνημόσυνα και να αφήνονται ως λείψανα στις μουσειακές τους θήκες, μέχρι να προκύψει κάποια οικονομικής φύσεως ανάγκη και να ξαναβγούν στο φως στο πλαίσιο ενός νέου μνημόσυνου.
Το ρίσκο που συχνά τα ιερά αυτά τέρατα μπορεί να δοκίμασαν, η ρηξικέλευθη περίπτωση τους, η τομή που τόλμησαν περιφρονώντας τα ιερά βιβλία της εποχής τους, τη νομοθεσία του ακαδημαϊσμού και τον στερεοτυπικό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν και στην δική τους ενδεχομένως εποχή αυτό που λέμε “πρωτεργάτης”, “μετρ”, “μύθος”, “ιερό τέρας” κτλ. όλα αυτά είναι πράγματα που αφορούν σ’ αυτές τις αποθεωμένες πλέον περιπτώσεις, στις εξαιρέσεις, στους μύθους, στις ιδιοφυΐες που ήδη ανήκουν σ’ αυτό το πάνθεον και ζήτημα αν μερικοί απ’ αυτούς είναι ακόμα ζωντανοί. Σήμερα δεν υπάρχει χώρος για εξαιρετικές περιπτώσεις στην πραγματικότητα – παρ’ όλες τις σχετικές κορώνες. Η ισοπέδωση της έννοιας “ταλέντο”, “ιδιοφυία”, “μελέτη” είναι ολοφάνερη στις στρατιές των “καταπληκτικών” που παρελαύνουν και που χαίρουν κάποια εύσημα μέσα στην ορισμένη μοναξιά της συντεχνίας και των χειροκροτητών της, χωρίς πραγματικό κοινό, χωρίς ουσιαστική αποδοχή. Η καθολικότητα αφορά – κατ’ αυτούς κι όταν χρησιμεύει αυτό ως δικαιολογία – στους “εμπορικούς”. Ο κόσμος είναι μiα λακκούβα γεμάτη με αδαείς, που δεν είναι σε θέση να καταλάβουν την περίπτωσή τους, παρόλο που παραδόξως, αμέτρητες φορές κατάλαβαν την όντως εξαιρετική περίπτωση των “ιερών τεράτων” που κάθε τόσο αυτοί οι ίδιοι μνημονεύουν και που γνώρισαν τι θα πει καθολική αποδοχή καταθέτοντας την πρόταση τους και τον εαυτό τους. Ωστόσο βρίσκουν έρισμα στα αντίστοιχα παραδείγματα ανθρώπων (επιστημόνων είτε καλλιτεχνών), που περιφρονήθηκαν εν ζωή για να αποθεωθούν μετά θάνατον. Ή σε άλλες περιπτώσεις που ούτε και μετά θάνατον εκτιμήθηκαν όσο τους άξιζε.
Ένας υγιής νους γνωρίζει πως αυτά είναι σχετικά, ένας νους που απεργάζεται – για λογαριασμό της επιχείρησης του – την ποικιλία των περιπτώσεων τείνοντας να φτιάξει απόλυτες βεβαιότητες και άπιαστες ιερότητες, είναι ένας νους που έχει ως συμφέρον τη διατήρηση των ανισοτήτων, των μικροαστικών εμμονών περί των περγαμηνών και την ασφάλεια της συντεχνιακής φύσεως αλληλεπίδρασης των ατόμων που δρουν στους διαφόρους τομείς ως “εξαιρετικές περιπτώσεις” τις οποίες ωστόσο μόνο λίγοι μπορούν να εκτιμήσουν.
Και αυτή η κατάσταση, άρχισε να διαμορφώνεται μέσα από ζυμώσεις κοινωνικές και ταξικές, οι οποίες όμως δεν έφεραν αλλαγές προς την εξίσωση, αντιθέτως διατήρησαν την ταξική διαστρωμάτωση ως έχει και την ανισότητα αδιατάραχτη. Έτσι η καθολική παραδοχή, ενώ όσον αφορά πολλούς απ’ τους μακάριους που αναπαύονται στο πάνθεον στάθηκε η σημαντικότερη περγαμηνή που έφεραν, για τους ημέτερους που αν και είναι καταπληκτικοί στον τομέα τους δεν χαίρουν αυτής της τιμής, η καθολική παραδοχή ή εν πάση περιπτώσει η παραδοχή από πλευράς ενός υπολογίσιμου αριθμού ανθρώπων διαφορετικών καταβολών, τάξεων και μορφωτικού επιπέδου, δεν είναι πρωτεύον ζήτημα. Πρωτεύον ζήτημα είναι η αποδοχή της συντεχνίας – ακόμα για λόγους δημοσίων σχέσεων κτλ – και παράσημο η παραδοχή της εκλεκτής ακαδημαϊκής κοινότητας – παραδοχή η οποία συχνά εξυπηρετεί τις δύο πλευρές αναλόγως.
Αυτονόητο θεωρώ ότι όλες αυτές οι θέσεις δεν είναι απόλυτες, καθώς είναι αφύσικο όλες οι περιπτώσεις να είναι όμοιες, ωστόσο για όσο ακόμα οι “καταπληκτικότητες” είναι υπεράριθμες – αστείο πραγματικά, διότι τότε θα πρέπει σοβαρά να απορήσουμε γιατί άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης καθώς και οι ίδιοι αυτοί που παίζουν αυτό το επιχειρηματικό παιχνίδι αλληλοεξυπηρέτησης, διαμαρτύρονται συχνά για την πολιτιστική και πνευματική ένδεια της εποχής μας; – στο πέρασμα τους θα χάνονται οι πράγματι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ή θα εξισώνονται.
Δεν θα πρέπει ωστόσο να εστιάσουμε τόσο σ’ όσους έχουν σοβαρά συμφέροντα να τρέφουν τέτοια στερεότυπα, όσο στον κόσμο και στον καθένα ξεχωριστά ως μονάδα, που επιλέγει φέροντας όλα τα μικροαστικά συμπλέγματα, το έργο που θα αποθεώσει. Που επιμένει στην σαθρή λογική την οποία απέκτησε μέσα απ’ την χριστιανική παιδεία την οποία βρέθηκε υποχρεωμένος να υποστεί και την οποία στάθηκε ανίκανος να τινάξει από πάνω του κάποτε.
Με όλη μου την πεποίθηση κατατεθειμένη στο ανίερο, στην χαοτική ευτυχία της τέχνης και της επιστήμης, στους ανθρώπους που δρουν δια της τέχνης και όχι δια της συνήθειας***, σ’ αυτούς που φιλοκαλούν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούν άνευ μαλακίας****, με όλη μου την πεποίθηση στους λαούς και στον εκάστοτε άνθρωπο ξεχωριστά που φτιάχνουν τα πιο υψηλά φωνάζοντας την κουλτούρα τους την δημιουργημένη μέσα σε τρισεκατομμύρια ιούς, μικρόβια και άλλους μικροοργανισμούς της αγάπης, της εχθροπάθειας, της κακής τύχης, του θρήνου, της χαράς, του παιδεμού και της νίκης, της ζωής εν τέλει και όχι μέσα σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα διαπλεκόμενων συμφερόντων κυριαρχικής φύσεως, συνοδεύω αυτό το κείμενο με την τελευταία live ηχογράφηση του John Coltrane, ένα έργο τέχνης στον αντίποδα του καθωσπρεπισμού, ακόμα λειτουργικό, λειτουργικότατο ειδικά μια μέρα σκληρού κυνηγιού και γλεντιού μέσα στην ζούγκλα, στην ωραία ελληνική πλατεία Ομονοίας και σε ένα φωτισμένο σαλόνι, όσο εξαιρετικά ποιοτικό και ακόμα επιστημονικώς ενδιαφέρον .Μια μουσική που ο λευκός “εκλεκτός” άνθρωπος περιφρόνησε μέχρι να ανακατευτεί μαζί της, να γοητευθεί απ’ αυτήν, ΑΛΛΑ να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά μόνο αφού την περιέλαβε και την ευνούχισε ορισμένως (συνεχίζοντας ως σήμερα μία ευρωπαϊκή πλέον εκδοχή), ψάχνοντας να της αποδώσει έναν λόγιο χαρακτήρα – τον λόγιο χαρακτήρα που δικαιολογούσε την παρέκκλιση του γούστου του απ’ την εκλεπτυσμένη ευρωπαϊκή μουσική, στο είδος που επινόησαν οι απολίτιστοι κατ’ αυτούς αφρικανοί -, εκεί οπού υπήρχε ένας χαρακτήρας κλάσεων ανώτερος, σημαντικότερος και αξιολογότερος απ’ οποιαδήποτε λογιοσύνη. Μια λαϊκή θυμική αντίδραση, η ιστορία, το βάσανο και η λυσσασμένη οργή ενός αιωνίως αδικημένου λαού, με χιλιάδες αιτήματα και συμβάντα χωνεμένα μέσα στο μόνο μέσον που είχε για να αντιδράσει. Την τέχνη του.
https://www.youtube.com/watch?v=EPGsroRcEU4
https://www.youtube.com/watch?v=sHFLCO4yRGk
https://www.youtube.com/watch?v=4uAGfL1uDK8
https://www.youtube.com/watch?v=qZudFNwPbIU
Και ακόμα συνοδεύω αυτό το κείμενο με έναν πίνακα του Βαν Γκονγκ, του στοιχειού της ζωγραφικής που περιφρονήθηκε απ’ όλους, απ’ τον κόσμο και ακόμα απ’ την φωτισμένη κάστα των ακαδημαϊκών και των ειδημόνων, για να εκτιμηθεί εκ των υστέρων όταν είχε γίνει λείψανο. Ακόμα, με την τελευταία στροφή της “Πρέβεζας” του αηδιασμένου απ’ την ανεντιμότητα του μανδαρινισμού και την ασχήμια κάθε λογίς κυρίων-κυριών “Νομαρχών” Κώστα Καρυωτάκη.
[…]
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία
Κι ακόμα συνοδεύω αυτό το κείμενο με τον πρώτο δίσκο του Coleman το εύλογο “Something else”, του ανθρώπου που πρωτοστάτησε στην εμφάνιση της free jazz,του μουσικού που έμαθε να παίζει με πλαστικό σαξόφωνο, που του απαγορευόταν αρχικά στις μπάντες στις οποίες υπήρξε μέλος να σολάρει με τον δικό του τρόπο και που η πρόταση του αντιμετωπίστηκε αρχικά ως τραγική παραφωνία και λάθος, σε σημείο να υποστεί από ύβρεις έως και ξυλοδαρμό! Το 2007, τιμήθηκε με το βραβείο Grammy, κάτι που μόνο στα πιο τρελά του όνειρα θα μπορούσε να το ζήσει κάποτε… Τότε… πριν η jazz περάσει ολοκληρωτικά απ’ την κολυμπήθρα του Σιλωάμ και βαπτισθεί στο ιερό ύδωρ της λογιοσύνης που τόσο εκτιμά ο λευκός άνθρωπος βγαίνοντας από κει καθαγιασμένη, λευκότερη και κομψευόμενη, για να καταλήξει από μουσική των μαύρων ανθρώπων που καταστερίστηκε παρασύροντας στον ρυθμό της όλη την υφήλιο, σε είδος μόνο για λίγους. Αγκαζάρω αυτόν, με τον ποιητικό διάλογο περί του “μαστροπού λαού” ανάμεσα στον Καρυωτάκη και τον Ρώμο Φιλύρα, που πέθανε έχοντας σώας τας φρένας στο Δρομοκαΐτειο, στο οποίο αποφάσισε να μετακομίσει τέλεια ξένος καθώς ήταν με τη δυσειδή παράνοια του “μαστροπού λαού” που έξω τον συνέθλιβε χλευάζοντας τον για την διαφορετικότητα του και χωρίς να δοθεί έως και σήμερα η σημασία που θα άξιζε στην ξεχωριστή του τέχνη.
Ρώμος Φιλύρας “Άγειν Μοίρα”:
– Α, στο λαό πώς μ’ έριξεν η μοίρα,
πώς μ’ έκρουσε στη θείαν ανατροφή
και μ’ άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή.
Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού την βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Α, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!
Κώστας Καρυωτάκης “Υποθήκαι” (τελευταία στροφή)
– Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
“Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια[…]. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεως μας” **είπε ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
*Παραλλαγμένος στίχος απ’ την τελευταία στροφή του ποιήματος του Καρυωτάκη “Πρέβεζα”
** “Τριαντάφυλλα στο παράθυρο/Ανδρέα Εμπειρίκου”
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της καθεμιάς ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
Α. Εμπειρίκος
“Υψικάμινος” (Άγρα)
*** Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας
αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα
(ρητορική φράση του Περικλή που εκφώνησε στον Επιτάφιο λόγο του στον Κεραμεικό, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (2, 40,1).
**** ”οἱ μὲν [20] διὰ τέχνης οἱ δὲ διὰ συνηθείας” Αριστοτέλης (Περι ποιητικής)