Διαβάστε ακόμα, για το Νικόλα Άσιμο
1. Ν. Άσιμος – Αναζητώντας Κροκανθρώπους κλικ εδώ
2. Νικόλας Άσιμος: η ζωή του κλικ εδώ
«ΑΓΑΠΑΩ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΩ»
20/08/1949-17/03/1989,
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
Στάθηκε αντισυμβατικός, ανατρεπτικός, πλανήθηκε μες στον ταραχώδη κόσμο, βυθίστηκε κάποτε στο δικό του και έσβησε μες στο θρυλικό κατάστημα της οδού Καλλιδρομίου. Τώρα οι καιροί έχουν περάσει, μορφές σαν εκείνον θυμίζουν αμυδρά ένα πολύ παλιό παρελθόν. Οι εποχές τώρα περνούν ταχύτατα, παράξενες διελεύσεις σε ανισόπεδους κόμβους. Η οδός Καλλιδρομίου είναι το θεατρικό σκηνικό μιας αλησμόνητης παράστασης που έζησαν οι μεγαλύτεροι και δοκίμασαν αγχωτικά οι νεότεροι. Η φημισμένη περιοχή των Εξαρχείων δεν περιέχει πια άλλους ήρωες, άδειοι δρόμοι με την υποψία της ανατροπής, αστυνομοκρατία, πλατείες με υπαίθρια σινεμά τα καλοκαίρια και έπειτα, οι δύσκολοι χειμώνες με τη σκόνη και τη μοναξιά εκείνων που θυμούνται πρόσωπα όπως η Κατερίνα, ο Νικόλας, ο Παύλος, πρόσωπα παλιά, ηρωικά.
Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στις 20 του Αυγούστου του 1949, στη Θεσσαλονίκη, με καταγωγή από την Κοζάνη. Φιλομαθής, επέλεξε τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ασχολείται με το θέατρο, στιχουργεί, συνθέτει μουσική, αντιτίθεται, περιθωριοποιείται για να βιώσει τελικά εκείνες τις 15 τελευταίες, συγκλονιστικές μέρες του, αποφασισμένος καθώς αποκάλυψε μετά θάνατον το ημερολόγιο, το οποίο κατέγραψε, να βρει έναν μόνο λόγο για να επιλέξει τη ζωή από το θάνατο. Στην πρωτεύουσα ο Άσιμος θα συνεργαστεί με πλήθος μουσικών, όπως ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Θανάσης Γκαϊφύλιας, η Γώγου. Πουλά τις κασέτες του μόνος, στο κέντρο των Αθηνών, τραγουδά για τον κόσμο που χάνεται στο βάθος της οδού Πατησίων, τραγουδά και κάθε μέρα η φωνή του πνίγεται, ο ίδιος ασφυκτιά. Ο ηθελημένος αποκλεισμός του από μια συμβατή, κοινωνική ζωή συνιστά επιλογή βίου. Αξιωματικά, ανεπανάληπτα ευαίσθητα, ο Άσιμος θα χαράξει μια μοναχική διαδρομή, καθώς εκείνες που θα θυμάσαι πάντα πως τούτο το καλοκαίρι ακολουθούσαν τα θλιμμένα πλοία των απογευμάτων μας. Στις 17 Μαρτίου του 1988, σε ηλικία 39 ετών, ο Νικόλας Άσιμος θα υποκύψει στην αυτοχειρία. Έχει προλάβει, μαζί με όλα όσα προίκισε τον κόσμο μας, να εκφράσει στο ίδιο το πρόσωπό του το έγκλημα, τη ζωή, την ακρότητα στην πιο εντατική ακμή της. Αυτοκτόνησε διά απαγχονισμού, εκτελώντας ένα παράτολμο, προσχεδιασμένο πρόγραμμα. Ακροβατικών προεκτάσεων.Επίφοβων, καταιγιστικών. Η εκτίμηση στο πρόσωπό του θα φανεί στις πιο απροσδόκητες μνήμες. Όπως εκείνη του Στέλιου Καζαντζίδη, ο οποίος και τραγούδησε τον «Φίλο μας», αφιερωμένο σκοπό στον Νικόλα Άσιμο. Σήμερα, κανείς δεν θυμάται, γιατί είπαμε, πως οι καιροί τους ήρωες δεν του αντέχουν, σκλαβώνουν το χρόνο, είναι οι σκουριασμένοι κάβοι που μας κρατούν κοντά στα λιμάνια, οι αντένες που φέρνουν τους ήχους και τα ονόματα της λησμονιάς.
Είναι νύχτα. Στο κοιμητήριο οι φύλακες κλείσαν τις πόρτες, συνόδεψαν τους απρόθυμους συγγενείς προς την έξοδο, τους έπεισαν πως πρέπει και οι πεθαμένοι να ησυχάζουν, έπειτα από τη δύση του ήλιου. Κανείς δεν στέκει τώρα εκεί. Σταυροί σπασμένοι, άσπρα κύματα σε ήσυχη θάλασσα τα μνήματα. Λάκκοι που χάσκουν με τα ανοιγμένα στόματα, περιμένοντας τους δυστυχισμένους ενοίκους. Μόνο πέρα, στο βάθος του κοιμητηρίου, φέγγουν φώτα. Τρεις μορφές, γερασμένες, κυρτές, σαν έφηβα φεγγάρια μιλούν χαμηλόφωνα. Δεν έχουν ίσκιους γύρω από τα πρόσωπά τους, κάθε τόσο αγγίζουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου με περίσσια αγάπη και έπειτα σιωπούν, αγωνιούν δίχως αιτία καθώς περνούν οι θορυβώδεις μοτοσικλέτες της λεωφόρου. Σφίγγονται, γελούν με αγάπη σοφή, όπως οι γέροι στις ασφυκτικές πλατείες, με τα σπασμένα παιχνίδια, με τους έρωτες τους τόσο τυχαίους, τους παιδικούς, που έχουν όρκους υψηλότερους από το όνειρο.Οι άνθρωποι αυτοί μιλούν. Δείχνουν να χαίρονται, όπως εκείνοι στους σταθμούς, που συναντιούνται έπειτα από χρόνια, γερασμένοι αγκαλιάζονται και κανείς δεν ξέρει τι φοβερή ιστορία έχουν να μοιράζονται. Τώρα μιλούν χαμηλόφωνα, είναι οι τρεις τελευταίοι άνθρωποι της πόλης. Λένε μυστικά, λένε για την Κ., τα πρόσωπά τους τινάζονται όταν μιλούν για τα παιδιά, επαναλαμβάνουν πως πρέπει να έχει κανείς το νου του στα παιδιά και να αγαπά και να αδιαφορεί που δεν χωρά σε τούτο τον κόσμο ένα πράγμα τόσο σπουδαίο, όπως η αγάπη. Μιλούν για σύρματα, για φίλους που γίνηκαν πουλιά και ισορροπούν πάνω σε μονωτήρες, σε στέγες και περβάζια έρημων σπιτιών στο ύψος αρχαίων στύλων. Τρέμουν, σκοτεινιάζουν οι άνθρωποι του κοιμητηρίου όταν συλλογίζονται πως δεν θα αγαπήσεις ποτέ το πρόσωπό σου, πως μες στα ψυγεία με τα φασματικά φώτα θα κρύψεις τη φωνή σου, να μην ακουστεί που θα ξερνάει κραυγές και φώτα. Σε λίγο ξημερώνει. Οι τρεις μορφές δεν στρέφουν ποτέ το βλέμμα τους σε τούτο τον κόσμο, την εικόνα του δεν την μπορούν, με τόσα χώματα μες στα στόματά τους όλο λένε πως είναι πανάκριβο να αγαπάς, πως είναι παράδοξος ετούτος ο κόσμος που θέλει να αγαπάς μονάχα τα σπασμένα σου χέρια, τα ανύπαρκτα μάτια που έμειναν καρφωμένες νύχτες, πόρτες μεγάλες, μαύρες, όπως των έρημων εκκλησιών στους χωμάτινους, αγροτικούς δρόμους. Θα έρθει καιρός, λένε, καθώς ξημερώνει, θα έρθει καιρός που τα πράγματα θα αλλάξουν, θα έρθει καιρός που όλοι θα παραδεχτούν πως οι ποιητές σπέρνουν χρώματα στον αιθέρα, θα έρθει καιρός που θα σωπάσουν τα σκυλιά, θα ανάψουν όλα τα φώτα στους απομονωμένους ακάλυπτους και τα κορίτσια που παντρεύτηκαν νωρίς και τώρα πεθαίνουν πάνω σε κιγκλιδώματα θα φωτιστούν και επιτέλους θα μιλήσουν, θα γελάσουν και δεν θα υπάρχουν ποτέ άνθρωποι λαθραίοι, σκυφτοί μες σε ύποπτα μπαρ, με τα γαμψά τους νύχια στραμμένα προς το πρόσωπό. Φτάνει πια με τους υδραργύρους, με τον αργό θάνατο του νερού, φτάνει πια. Ο Νικόλας, η Κατερίνα, ο Παύλος γνωρίζουν εδώ και χρόνια και κανείς οφείλει να παραδεχτεί πως το ομολόγησαν με τρομερές κραυγές, πως φίλε, ο κόσμος δεν είναι παρά ένα λαμπερό κάστρο στο κέντρο της θυέλλης. Και τέλειωσαν ο Παύλος, η Κατερίνα, ο Νικόλας, γνωρίζοντας πως θα κρατήσουν καιρό οι επίμονες βροχές, πως ακόμα δεν στέρεψαν τα χρόνια του μαρασμού και της σιωπής. Ακόμα δεν μείναμε ολομόναχοι φίλε. Κάποτε θα θρηνήσουμε σκληρά κοιτώντας τις φωτογραφίες που βγάζαμε στις άλλες ηλικίες, θα κλάψουμε τόσο πολύ, οι φωνές μας θα πνιγούν από το θόρυβο των φτερωτών στα βυρσοδεψεία που δουλεύουν επίμονα τη σάρκα μας. Εσύ Νικόλα γνωρίζεις, καλύτερα τι σκοτεινό που είναι το χρώμα του καιρού μας, εσύ ξέρεις καλά πως εκείνοι οι σκεφτικοί νέοι, καθισμένοι στα σκαλιά της σχολής, στην Πατησίων, Νίκο, εκείνα τα παιδιά πρέπει να σωθούν, πρέπει να θυμηθούν τα βήματα των πουλιών.Πρέπει να σκάψουμε, να παλέψουμε, να ανοίξουμε πάλι τους μεγάλους δρόμους, Νικόλα, εκείνους που είναι γεμάτοι άνθρωπο.
Οι τρεις παράξενες μορφές πρόκειται να χαθούν, καθώς η μέρα παλεύει στη γέννα. Οι φύλακες ανοίγουν τις αυλόπορτες, οι συγγενείς ακόμη πιο θλιμμένοι εισβάλλουν στη μοναξιά των νεκρών, δεν υποψιάζονται πως η φαντασία τους καταστρέφεται, δεν υποψιάζονται πως είναι οι λέξεις και τα χρόνια μας νυχτερινά.
Τον κοιτώ στις φωτογραφίες που σώθηκαν από εκείνον τον καιρό. Σκισμένα μανίκια, σαν βασανισμένα φτερά, γερμένο κεφάλι, η κρυμμένη ταραχή του μόνου ανθρώπου.