Αλέξης Ακριθάκης, ζωγράφος.

24grammata.com/ ζωγραφική

«ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΗ ΧΛΟΗ»
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Ο Νίκος Γ. Πεντζίκης υποστηρίζει πως δίχως τη λογική η σκέψη λειτουργεί καθώς οι μεγάλοι μαγνήτες που ελκύουν τα πιο απροσδόκητα υλικά και έπειτα κατασκευάζονται μυθικά μορφώματα. Έτσι μοιάζει η ασχηματοποίητη, μελαγχολική υφολογία του Αλέξη Ακριθάκη. Πρόκειται για μια κατασκευή του χρωστήρα με δυο μάτια ελαφρώς γερμένα, καθώς οι όψεις όσων υποβάλονται σε στερήσεις και καταχρηστικά, νυχτερινά μυστήρια. Οφείλουμε να τονίσουμε το βαθύτατο, μπλε χρωματισμό. Μιλούμε για μια απόχρωση του γαλάζιου εμπλουτισμένη με το βάθος και τη μονιμότητα ενός πιο σκούρου πράγματος. Η συνεισφορά ετούτη μπορούμε να ισχυριστούμε πως καθιστά στατική, σχεδόν επικίνδυνη την τρυφερότατη κατασκευή του Αθηναίου ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη. Εκείνοι που ισχυρίζονται πως κρίνεται σχεδόν αναγκαία η προοπτική του έργου, προκειμένου να διαφύγει από τη λαϊκή τεχνοτροπία της μονής διάστασης, κλονίζονται από το έργο του. Αν ακολουθήσουν το θεωρητικό παραδειγματισμό του Δέλιου, τότε η φαντασία του Ακριθάκη δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους ισχυρούς συμβολισμούς, διότι ας πούμε πως δεν υπέκυψε στις αξιώσεις της τέχνης. Όμως με τα ναρκωτικά του μάτια ο νεαρός που ήταν κατάκοπος από την τόση επανάληψη διέκρινε ένα βάθος που φλεγόταν κάτω αριστερά , στο «Μεγάλο Ταξίδι.» Ο ίδιος με τον  αδέξιο εμπειρισμό του κατόρθωσε να συλλάβει τις διαστάσεις ενός σπιτιού, μέσα από το μεγάλο παράθυρο ο σπασμένος ουρανός, θραύσματα και μια χάρτινη, πράσινη βάρκα σε κόκκινα νερά. Και έπειτα καταφτάνουν απειλητικοί οι συνειρμοί για τα ματωμένα χρόνια, έτσι καθίστανται αντιληπτοί οι λυπημένοι άνθρωποι που αποχωρούν από τους τόπους με τις μνήμες στα στόματα, καθώς άνθρωποι όπως ο Αρένας ή ο Γιώργος Μακρής. Κάτω στα πολύχρωμα χώματα βυθισμένες οι παλιές αποσκευές, όλα όσα δηλαδή ελπίσαμε, τα οράματά μας νικημένα, ακόμα και στις 360 μοίρες μπορεί να μην κατορθώσουμε να μεταβάλουμε τίποτα και τότε υποκύπτουμε στις διακλαδώσεις ενός συστήματος με πολυπρόσωπα γρανάζια κα αρθρώσεις που εκτείνονται μες στα σπίτια μας και μας καταδιώκουν και επιβάλλουν έναν ρυθμό, ένα είδος τέχνης ας πούμε για να συνδυαστούν οι τρομερές ποικιλίες των γεγονότων. Καθώς εκτοξεύονται οι λέξεις και απελευθερώνουν τις τραγικές και άλλες τους έννοιες.  Η τέχνη δεν μπορεί πια να σταθεί στο πλευρό του ανθρώπου, αντιμάχεται πράγματα δικά του. Υπάρχουν δημιουργοί όπως ο Ακριθάκης που συνέλαβαν στην ακρότητά του ετούτο το δόγμα της έχθρας. Και ο νεαρός με τα ναρκωτικά του μάτια όλο βυθίζεται και όλο υποκύπτει στα τραύματά του και κανείς, μήτε όσοι κουβαλούν τους επιδέσμους ή το ιώδιο δεν μπορούν λοιπόν τίποτε να κάνουν και όλο κλαίνε με τις πολύχρωμες βαλίτσες στα χέρια. Αρνούμενοι τις δικαιολογίες και τις λογικές ακολουθίες θα μπορούσαμε να αποδειχτούμε εσωτερικότεροι, η παθητικότητά μας πάει να πει θα μπορούσε και αυτή να σταθεί στις υπηρεσίες μας, δίχως να μας σέρνει πια σε πεδία βολής και πρωινούς βομβαρδισμούς. Ο Αλέξης τόνισε πως αν προσπαθούσαμε θα μπορούσαμε να αντικρίσουμε τις πολύχρωμες πεταλούδες, των οποίων η κάτοψη παρέχει μια φοβερή αναλογία με εκείνα τα πολύσπαστα πόδια του στιγμογραφικού Φραγκιά. Έτσι θα καταννοούσαμε όλα όσα συνέβησαν, τις αναγκαιότητες που προβάλλουν τώρα, κορυφαίες και κραυγαλέες οι αναγκαιότητές μας.
Ο Blanchot επισημαίνει πως η γλώσσα μας οφείλει να κατευθυνθεί προς το θάνατό της, σταθερά και τότε η ροπή προς την αδυνατότητα θα σταθεί μια βασική προϋπόθεση για τη θεμελίωσή της.  Ο νεαρός βρέθηκε πνιγμένος μες στο χρώμα. Μια πεταλούδα, οι οξείες γωνίες των κυμάτων, ο ήλιος με την οδοντωτή του όψη, η πόλη κάτω από φάρμακα, διαλυμένοι οι ναοί, η σκόρπια επιστολογραφία, τίποτε περισσότερο. Πλάι του ο νεαρός είχε ήδη καταφέρει να επισημάνει την ουσιώδη διαφορά. Δηλαδή μια κεκαλυμμένη δαιμονική, μιλώ για εξωφρενικές συγκαλύψεις, μια παρασημαντική ανάλογη με τη ρηματική και εικονογραφική δαιμονική του Γιώργου Χειμωνά.Όμως με χρώμα.
Όταν τελικά πήραν τον νεαρό και τον οδήγησαν στο νεκροτομείο, ζητήθηκε από όσους γνώριζαν οτιδήποτε να σπεύσουν. Την τρίτη μέρα, όπως συμβαίνει κατά τας γραφάς ο Γιώργος Μακρής, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, η Κατερίνα Γώγου απελπισμένη, ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου στάθηκαν με τα κυριακάτικα ρούχα τους εμπρός στα ψυγεία. Αναγνώρισαν το νεκρό, έκλαψαν και κρατήθηκαν με κόπο από την τρομερή οδύνη και ύστερα σημείωσαν πως η ζωγραφική είναι μια γλώσσα ανθρώπινη με άπειρες δυνατότητες. Εξείραν δε το γεγονός πως ο νεαρός είχε επιτύχει μια εξαιρετική σπουδή χρώματος, όσον αφορά το ζήτημα της σιωπής. Τόνισαν επίσης πως ό,τι ανέδειξε ο Χατζίνης από το έργο του Μπαρές εκπληρώθηκε. Ο Αλέξης Ακριθάκης επιστράτευσε όλο εκείνον τον εγωισμό, που δεν συνιστά παρά μια κλειστή ιδιοκτησία, ένα χώρο αυτοκαλλιέργειας. Μες σε τούτον ευδοκίμησε ένας μεγάλος αριθμός παθών, ανανεώσιμων, αγνών από τις τόσες χυδαιότητες. Φυσικά ο καθένας διαπίστωσε πράγματα υποκειμενικά. Μα έτσι αποσπασματικά φτιάχνονται οι μονογραφίες και τα συμπεράσματα. Εις βάθος χρόνου.