«ΜΙΑ ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ»
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
διαβάστε την ποιητική συλλογή της Ελένης Κοφτερού, ηλ. εκδ. 24grammata.com κλικ εδώ
Στο κείμενο του Χρήστου Νίκου, το οποίο και συμπεριλαμβάνεται στην ανθολόγηση κριτικών κειμένων περί της καταγωγής και της αφετηρίας της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη, ο αρθρογράφος αποδίδει τον ορισμό του μύθου. Επισημαίνει πως ο τελευταίος δεν συνιστά παρά τη μίμηση πράξεων, οι οποίες αγγίζουν τα όρια της επιθυμίας. Η υπαινικτικότητα, η ελλειπτικότητα της στιχουργικής, η εκφραστική λιτότητα καθιστούν μεγαλοπρεπέστερη την ποιητική λειτουργία και κατ΄επέκταση αποδεικνύουν την ένταση της ίδιας της επιθυμίας με μια αναλογία αντίστροφη. Πέρα από τούτη την ψυχική διάσταση του μύθου, όπως αποδίδεται από τον Νίκου, οφείλουμε να προβούμε και σε μία ακόμη παραδοχή. Εκείνη, η οποία προβλέπει μία διαρκή και ακατάσχετη αδυναμία της ποιητικής λειτουργίας να αναπαραστήσει με επάρκεια την ιστορία ενός βίου. Η Emily Dickinson, τόσο εύστοχα σημειώνει πως η ανθρώπινη βιογραφία υφίσταται ως κάτι το ασύλληπτο, η τελείωσή της και η πληρότητα, συστατικά και αναπόσπαστα στοιχεία της, είναι αδύνατον να μετουσιωθούν σε τέχνη. Ετούτη η γενικά και αόριστη επισήμανση στέκει ικανή να προσδιορίσει κάθε εξειδίκευση, κάθε συστατική πτυχή του βίου. Το ζήτημα του έρωτα, το φάσμα της αγάπης συνιστά την ειδολογική κοιτίδα εκ της οποίας αναδύεται σαφής, ανοιξιάτικη και εφηβική η ποιητική κατάφαση της Ελένης Κοφτερού.
Η ποιητική δημιουργία της Κοφτερού συναντά, -συνδέεται αξιωματικά θα μπορούσαμε να πούμε-, με την πεποίθηση εκείνη που αποδίδει στο ποιητικό λειτούργημα τη δυνατότητα να μεταβάλει οριστικά την πραγματικότητα , αποδίδοντάς της μία διαυγή και ακηλίδωτη τρυφερότητα. Το ίδιο το περιβάλλον και οι ιδεολογικές του βάσεις αποκτούν μια ονειρική και ποθητή όψη, κατάλληλη να συγκαλύψει ολοκληρωτικά πια την ασχημοσύνη των αδιάφορων ημερών, των διαψευσμένων φιλοδοξιών. Το βίωμα της πραγματικότητας αναπλάθεται με έναν παραισθητικό τρόπο, η έννοια της επιθυμίας, του ενστίκτου θα λέγαμε καθορίζει τον καινούριο χρόνο και χώρο. Η πρωτοπρόσωπη εκφορά διαμορφώνει σε ποιητικό σχήμα αποσπασματικές, συλλογιστικές απόπειρες, με μια σαφή ποιότητα απόλυτα συνυφασμένη με την επιδίωξη της ολοκλήρωσης και την αρτιότητας. Η σωματική, σχεδόν πάντα διάσταση της ποιητικής της Κοφτερού υποκαθιστά την αδυναμία της τέχνης να εκπληρώσει τέτοιες, συναισθηματικές απαιτήσεις, όπως αυτές που καθορίζονται από τα ερωτικά οράματα της Ελένης Κοφτερού. Με την καταγωγή της ποίησης της φανερή και την παρουσία του ερωτικού Ελύτη επιβλητική στο μέτρο και τη διάθεση της εικονοποιίας η Ελένη Κοφτερού επιβάλλει ως μέσο βιώματος της ποιητικής της ένα περισσότερο σωματικό και τρυφερό τρόπο. Δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε πως μια τέτοια προσέγγιση επιβεβαιώνει έναν αντισηπτικό και για τούτο υγιή, τρόπο γραφής, περισσότερο ειλικρινή από τις συμβολιστικές θεωρήσεις ιδεολογικών αφετηριών, οι οποίες δεν μπορούν παρά να σταθούν μακρύτερα από τα ανθρώπινα μέτρα. Μιλούμε για μια αισθητική προσέγγιση πλησιέστερη προς τον οπτικό, ακουστικό, απτό χώρο, καθώς ετούτος ρεαλιστικοποιείται από ποιητές, όπως ο Γιώργος Σαραντάρης. Πρόσωπα τα οποία φανερώνουν μια προδιάθεση να κοιτάξουν τον κόσμο και έπειτα να τον αντιληφθούν αγνά και ολοκληρωτικά, έξω και πέρα από το θάνατο. Προς ερμηνεία τούτου του οριστικού γεγονότος, η Κοφτερού στέκει με σθένος ποιητικό και διατηρεί μια σχέση ειρωνικής τάξεως με την ίδια την ιδέα, καθώς διαπιστώνεται και ορίζεται από την μελετήτρια Ηρώ Τσαρνά στην εκτίμηση του έργου του Γιώργου Σαραντάρη. Ο λυρισμός της ποιήτριας φέρει τα σημάδια μιας πολυπρόσωπης και ετερόκλητης, ποιητικής παράδοσης. Στο έργο της ακόμη και η Κατερίνα Γώγου, ένα ποιητικό περιθώριο το οποίο μεταφράζεται και επιζεί ως ένα εξαίρετο δείγμα της βιομηχανικής λύπης των καιρών μας που μαστίζει ψυχές και μας «αφήνει πιο μόνους και από τα χρόνια» εντάσσεται δίχως υπεκφυγές στην ψυχική ποίηση της ρομαντικής ποιήτριας ,-μια σαφής ιδιότητα είναι συνέπεια ενός σαφούς λόγου-,Κοφτερού.
Οι «Εμμονές» της Ελένης Κοφτερού πραγματώνονται με μία φυσική, προφορική γλώσσα σημείο ή σύμβολο, η οποία θα αλλοιωθεί υποκείμενη πάντοτε στη συμπυκνωμένη έκφραση της ενοχής. Η «Άνοιξη» εποχή τριγμών, ομολογιών και συγχωρέσεων, αναγεννητική εποχή επιτρέπει μόνο τον έρωτα , επιβάλλει να σωπάσουν επιτέλους εκείνες οι φωνές που ουρλιάζουν τα πάντα και να διαψευστούν όσοι φαντάστηκαν τον άνθρωπο φτιαγμένο μονάχα από κρέας.
Η Ζωή Σαμαρά, σχετικά με τη δυνατότητα πρόσληψης της ποιητικής παραγωγής επισημαίνει πως «ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που δεν ονομάζονται, προκύπτουν οι δύσκολες σχέσεις ποίησης και ανάγνωσης.» Η Ελένη Κοφτερού υπερβαίνει οριστικά ετούτα τα εμπόδια, άλλωστε με ετούτη την πρόθεση συντάσσει τον ποιητικό της λόγο. Και πέρα ακόμη και από τα φράγματα, των οποίων το ξεπέρασμα συνιστά από μόνο του μία υψηλή επιδίωξη, η Κοφτερού με την παραδοχή «Περί Άνοιξης και άλλων Εμμονών», κατορθώνει να διαψεύσει τον Βαλερύ. Σώζεται ακόμη η επισήμανσή του περί του ίδιου τρόμου που απειλεί τον άνθρωπο και το βιβλίο. Η φθορά, η υγρασία, το ίδιο το περιεχόμενο. Ακριβώς σε τούτο το τελευταίο στοιχείο η ποιητική εργασία της Κοφτερού αντιστέκεται και εναρμονίζεται με την αδέξια και άμεση μιλιά των παιδιών, όπως εκφράστηκε από τον Γιώργο Μακρή.
Τελειώνουμε την κριτική μας απόπειρα με μια αισθητική προσέγγιση, ολότελα υποκειμενική, μα ενδεικτική του κλίματος της ποιητικής ατμόσφαιρας της Ελένης Κοφτερού. Ένα τεράστιο πλοίο εορτασμού αποσύρεται εν μέρω πυροτεχνημάτων με τον αργή πλεύση του αιώνιου βήματος. Η ποίηση εκφωνείται με χαρά, κάθε τόσο ο άνεμος σκορπά και πάλι φέρνει ξανά πίσω τα λόγια και το ρυθμό. Και είναι μια ώρα που νιώθει κανείς πως θα ήθελε να είναι χελιδόνι, ένα πλάσμα της Άνοιξης. Δεν είναι εμμονή η ανθρωποσύνη των παθών, η ομορφιά και το μυστήριο της ζωής δεν είναι εμμονή. Είναι αποθεωμένες στιγμές που έτσι θα υπάρχουν και θα φλέγονται. Και θα σημαίνουν. Καθώς ο έρωτας.